Ω! Πληγωμένη μου Αμερική!

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Ενάμιση χρόνο πριν, η Αμερική ήταν αλλιώς. Αυτή η τεράστια χώρα, η πανέμορφη, η τόσο διαφορετική από τόπο σε τόπο, η γη των απελπισμένων, κάποτε, των διωγμένων, των περιττών, των διαφορετικών, των ισχυρών, μετά, της εξουσίας, τώρα είναι άλλη. Η δυστοπία της πανδημίας την έχει κάνει τόπο ερημικού μεγαλείου. Και δεν είναι η ασθένεια. Δεν είναι ο φόβος των άλλων, των αγγιγμάτων, της επαφής, της κοινωνικής συγχρώτισης. Όχι. Είναι τα 27.000.000 πλέον ανέργων που δεν έχουν φαΐ για το τραπέζι και πληρωμή για το νοίκι, την στέγη πάνω απ το κεφάλι των παιδιών τους… God bless America, land that I love!. Stand beside her and guide her, through the night with the light from above…

οι εικόνες στην τηλεόραση, όσο και να μη θες να ραγίζεις, σε φέρνουν στα όρια του πνιγμένου λυγμού, που είναι ο πιο δυσβάσταχτος. Οι δημοσιογράφοι μιλάνε με ανθρώπους απ όλες τις πολιτείες. Η κάμερα κοιτάζει μάτια και κάνει αφιέρωμα στη ζωή πριν και μετά. Φωτογραφίες χαράς, εκδρομών, μικρών διακοπών, θάλασσας και ξενοιασιάς, χιονιού και παιχνιδιού, ευτυχίας οικογενειών, αγκαλιάς ζευγαριών, παιδικού παιχνιδιού. Και μετά το βλέμμα να αποφεύγει από αξιοπρέπεια να φανεί το βούρκωμα. Κοιτάγματα φευγαλέα ντροπής. Ιστορίες ανθρώπινες σπαραγμού! Η γυναίκα που είχε μεγάλο εστιατόριο και ανησυχεί για τους εργαζομένους της και τώρα δεν έχει να περάσει την εβδομάδα, γιατί σωθήκαν τα λεφτά. Ο εργάτης που χρόνια δούλευε στη μεγαλύτερη βιομηχανία συσκευασμένων κοτόπουλων και ο ιός θέριζε και τα αφεντικά δεν έκλειναν και τώρα βάζει στα παιδιά του κάθε μέρα να φανέ ρύζι. Το ζευγάρι που έχει τουριστικό γραφείο στην Φλόριντα. Και που είναι πια οι τουρίστες; Η γυναίκα αναλύεται σε λυγμούς στην κάμερας, που τέλειωσε το γάλα για το μωρό της. Σκουπίζει ντροπιασμένα τα δάκρυα της και ζητά συγνώμη. Τι συγνώμη; Από ποιόν; Γιατί; Κλαίει και ο δημοσιογράφος… Κλαίμε και εμείς στα σπίτια… Παρασκευή βράδυ και θρηνούμε όλοι, γιατί άδειασε το μπιμπερό του μωρού στην Τάμπα… From the mountains to the prairies, to the oceans white with foam, God bless America, my home sweet home…

Η εικόνα στις ουρές των κοινωνικών ταμείων, με μάσκες και γάντια, για να πάρουν το χαρτί, την αίτηση, για το επίδομα ανεργίας. Οι εργαζόμενοι, έξω πια απ τα κτήρια, για να αντιμετωπίσουν τις τεράστιες ουρές, μοιράζουν τα χαρτιά που σχεδόν τους τα αρπάζουν απ τα χέρια. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν από εκείνους που εκμεταλλεύονται το σύστημα και ζουν με παροχές χωρίς να εργάζονται. Οι άνθρωποι αυτοί είναι η εργατική δύναμη της τεράστιας χώρας, που βρέθηκε να καταπίνει περηφάνια και να πηγαίνει να ζήσει απ τα βοηθήματα και την πρόνοια. Αγώνας για τα γεύματα, να μη πεινάσουν τα παιδιά. Αγωνία πότε θα τους δεχτεί το σύστημα για το επίδομα. Πως θα πληρωθεί το νοίκι και για το ηλεκτρικό και το γκάζι θα δούνε, αφού η κυβέρνηση έχει δώσει εντολή να μη κοπούν σε κανένα σπίτι. Ουρές. Ψυχές. Ζωές. Οικογένειες. God bless America, land that I love, stand beside her and guide her through the night with the light from above…

Εστιατόρια, καφέ, μπαρ, εργοστάσια, βιοτεχνίες, εμπορικά, κομμωτήρια, αισθητική, ιδιωτική εκπαίδευση, γυμναστήρια, θέατρα, σινεμά, γκαλερί, πολυχώροι πολιτισμού, μουσεία, οίκοι μόδας, οικοδομές, ανθοπωλεία, μοδιστράδικα, παγωταζήδικα, τόσες δουλειές, κλειστές! Περνάει ο καιρός. Στενάζουν οι άνθρωποι του μεροκάματου. Απ τη μια ο ιός, ο θάνατος και απ την άλλη η επιβίωση και το γεμάτο τραπέζι. Η Αμερική δε γελάει. Δεν παίζουν τα παιδιά στα μεγάλα πεζοδρομία και στις πίσω αυλές. Δεν βλέπεις κοκέτες μάνες πια με φτιαγμένα μαλλιά και νύχια γυαλιστερά απ αυτά τα μακριά, τα αμερικανικά. Στις παιδικές χαρές ερημικές κούνιες σ’ ανατριχιάζουν απ το μεταλλικό γρατζούνισμα των αλυσίδων που σκουριάζουν χωρίς παιδιά και χαρά. Μια ειρωνική αποδόμηση της ίδιας της ύπαρξης τους. Οι εγκαταστάσεις του Στρατού της Σωτηρίας γεμάτες. Οι εκκλησίες, κυρίως οι καθολικές που δίνουν τρόφιμα, σε συνεχή τροφοδότηση. Οι κοινότητες σε αυτοβοήθεια. Μη πεινάσει στην μικρή πόλη κανείς, ή στο χωριό μη κρυώσει παιδί. Είναι και στη νοοτροπία τους αυτό. Σε μεγάλο πένθος ακόμα κι αν δε σε ξέρουν, έρχονται και σου χτυπάνε φέρνοντας φαγητά, γιατί εσύ με τη στενοχώρια, που να μαγειρέψεις! Μια άλλη Αμερική. Όχι λουσάτη. Όχι της παντοδυναμίας. Όχι αλαζονική. Αλλά με συμπόνοια, που μοιράζεται το λίγο της και μετά στέκεται στις ουρές των γραφείων ανεργίας. Ω! God bless America, land that I love, μωρέ  και αμήν…