Ήταν άνοιξη του 1999. Οι Έλληνες ταξιδεύαμε ακόμα στον κόσμο, λατρεύοντας όπως πάντα, τις προσωπικές ανακαλύψεις, εμπιστευόμενοι, αιωνίως, το τυχαίο. Είμαι στην μυθική όπως μου φάνταζε τότε Νέα Υόρκη, μπαίνοντας μέσα στο καρέ, που ένιωθα γνωστό σαν ντε ζα βου, απ το πολύ σινεμά. Τώρα, την βρίσκω βρώμικη, παλιά, μια υγειονομική βόμβα για κάθε πανδημία, ένα γερασμένο συνονθύλευμα από μπετόν και γυαλί, που μιμείται το Χονγκ Κονγκ, ας πούμε ή το Τόκυο, υπερεκτιμημένη σε τιμές και εξωανθρώπινη σε κόστος και τρόπο ζωής. Όμως, τότε, το Μετροπόλιταν φάνταζε στα μάτια μου ως ο ναός της πρωτεύουσας του κόσμου. Γύρω του γιορτή διαφημισμένη, οι αφίσες και η χαρά των φιλοτέχνων του Μεγάλου Μήλου. Το μουσείο είχε μια τεράστια έκθεση, πολυδιαφημισμένη, ακριβή, με μεγάλη σπουδή, αυτή των «Ευρωπαίων Ζωγράφων του 20ου αιώνα».
Σαν επαρχιώτισσα, μαζεμένα και κομπλεξικά ανέβηκα τα μεγάλα μαρμάρινα του μουσείου για να δω και εγώ τα εκθέματα στη κοιλιά του τεράστιου κοίτους της τέχνης. Αίθουσες τεράστιες, κι άλλες, κι άλλες, όσες μπορείς να αντέξεις να περπατάς και να χάνεσαι. Η αρχή, η εξέλιξη των τάσεων και των ρευμάτων, χρονολογικά, οι πρωτεργάτες, οι σπουδαίοι, οι μιμητές, οι αντιγραφείς. Και ζωγραφιές παντού, χρώματα, σχήματα και αλλά χρώματα να χάνεσαι, να ζαλίζεσαι, να βρίσκεσαι ξανά. Ξεναγοί τα κασσετοφωνακια σε όλες τις γλώσσες της γης, στα αφτιά μας. Παγκάκια να κάθεσαι μπροστά απ τα έργα που σε εντυπωσίαζαν και να ξεχνάς τον χρόνο σου. Είχα δει έργα του σε μικρές τυπωμένες σελίδες βιβλίων. Δεν καταλάβαινα γιατί είναι σπουδαίος ο Πάμπλο Πικάσο! Δε νόγαγα! Απαιδευτη! Και ξαφνικά τον είδα!…
Τεράστιες επιφάνεις, σοκ τα εμμονικα του, ανάλογα τις περιόδους, χρώματα, τα μπλε, τα ρόδινα, τα ασπρόμαυρα! Να πιάνεται η ανάσα μου απ τις κραυγές των σχημάτων πάνω στο μουσαμά. Μέσα απ τα σχήματα, τα ακανόνιστα, έβλεπα ολοκάθαρα τα συναισθήματα! Τα ονομάτιζα! Μοναξιά! Πόνος και οδύνη! Θλίψη! Θυμός! Όλεθρος! Έρωτας! Δεν είχα και δεν έχω νιώσει ξανά έτσι όπως κοιτάζοντας τον Πικάσο. Μπροστά σε έναν Κιθαρωδό, θα πέρασα δυο ώρες. Πιο πέρα είχε αντιγράφεις και μιμητές! Εγώ η χωρίς καμία παιδεία εικαστική και έβλεπα όχι το άτεχνο τους, αλλά το νεκρό από συναισθήματα.
Μετά κοίταξα να μάθω τα πάντα για αυτόν. Τι σημασία έχει να πούμε τα βιογραφικά του; Ούτε καν θα τα διαβάσετε και εγώ θα βαρεθώ να γράφω και μόνο το όνομα του. Διότι δεν είναι και παίξε γέλασε αλλά είναι Πάμπλο Ντιέγο Χοσέ Φρανσίσκο ντε Πάουλα Χουάν Νεμοπουσένο Μαρία ντε λος Ρεμέδιος Σιπριάνο ντε λα Σαντίσιμα Τρινιδάδ Ρουίς αϊ Πικάσο. Ήταν ο πιο σπουδαίος καλλιτέχνης, με την έννοια του όρου σε πλήρη δυναμική, του 20ου αιώνα. Δε χωρούσε σε νόρμες. Όλο έψαχνε και αναζητούσε! Όλο έβρισκε χωρίς να γυρεύει καν! Ισπανός εκπατρισμένος στη Γαλλία. Εμμονικός! Πρωτοπόρος! Πατέρας του κυβισμού και οποιαδήποτε τάσης επικρατεί σήμερα στα εικαστικά! Ποιητής σουρεαλιστής και θεατρικός συγγραφέας, γλυπτής και πάντα πολιτικοποιημένος!
Όταν έφτιαξε την συγκλονιστική του «Γκουέρνικα» ως τιμή για την πόλη της πατρίδας του που βομβαρδίστηκε απ του φασίστες το 1937, ο κόσμος στάθηκε να κοιτάξει την οδύνη των σχημάτων. Ένα ξεκοιλιασμένο άλογο, ένας πεσμένος στρατιώτης, μανάδες να ουρλιάζουν πάνω από νεκρά παιδιά. Άσκοπη καταστροφή της ζωής! Τρέλα! Και στην άκρη, βίαιος, ορμητικός, εξωανθρώπινος ένας ταύρος έτοιμος να ποδοπατήσει ότι ζει! Ο πόλεμος, ο παραλογισμός, ο ναζισμός που ερχόταν και ο φασισμός του Φράνκο που αποτρελαινόταν!
Λέγεται λοιπόν, πως στη διάρκεια της Κατοχής ο Γερμανός πρέσβης στο Παρίσι Όττο Άμπετζ επισκέφθηκε τον Πικάσο στο ατελιέ του. Φεύγοντας, βλέπει μια μεγάλου μεγέθους φωτογραφία της Γκουέρνικα. «Εσείς το κάνατε αυτό;», ρωτά τον Πικάσο. «Όχι! Εσείς!» τον αποστόμωσε εκείνος. Από το 1939 ο επικός πίνακας βρισκόταν στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, περιμένοντας να σημάνει η ώρα της δημοκρατίας για την Ισπανία. Το 1969 ο Φράνκο είχε το θράσος να τον διεκδικήσει προκαλώντας την οργή του μεγάλου ζωγράφου. Ο Πικάσο επανέλαβε πως πρόθεσή του ήταν το έργο να επιστρέψει στην Ισπανία μόνο μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα του. Έτσι η Γκουέρνικα πήγε στην πατρίδα της, στις 10 Σεπτεμβρίου του 1981. Οι Ισπανοί βλέπουν το έργο που συμβόλιζε την εθνική τους τραγωδία στο Μουσείο του Πράδο, λέγοντας πως «αυτός δεν είναι πίνακας αλλά είναι βόμβα έτοιμη να εκραγεί», δικαιώνοντας τον ζωγράφο της, που πάντα πρέσβευε πως «αν ένα έργο δεν μπορεί να ζήσει πάντα στο παρόν, δεν υπολογίζεται καθόλου».
Ήταν 91 ετών όταν πέθανε, στη πόλη Μουζέν της Γαλλίας, ανάμεσα στα ύστερα έργα του, με αναφορές σε κλασσικούς δάσκαλους πια και απεικονίσεις τσίρκων, όπου ο ίδιος ήταν γερασμένος ακροβάτης με πινέλο ή κουρασμένος βασιλιάς.
Λένε πως τα τελευταία λόγια του σ αυτόν τον κόσμο ήταν: «Πιείτε για μένα, πιείτε στην υγειά μου, ξέρετε ότι εγώ δεν μπορώ να πιω πια». Λοιπόν, στην υγειά σου Πάμπλο Ντιέγο Χοσέ Φρανσίσκο ντε Πάουλα Χουάν Νεμοπουσένο Μαρία ντε λος Ρεμέδιος Σιπριάνο ντε λα Σαντίσιμα Τρινιδάδ Ρουίς αϊ Πικάσο! Στην υγειά σου!