Η Δημήτρης και η σκοτεινιά

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Δεν είναι μόνο η τόσο μακριά εξαφάνιση της Δημήτρη, που με λυπεί. Δεν είναι η ζωή του, που τεμαχίζεται, εν απουσία του. στο συμπονετικό ή απλά τρεντ διαδίκτυο. Δεν είναι που το ενδιαφέρον για άλλη μια φορά, γινεται αυτοαναφορά σούπερ ναρκισσιστική, των όσων -και καλά- νοιαζονται. Είναι εκείνα τα παιδιά, τα νεαρά βλασταρια, που εμπαιναν όποτε ηθελαν στο σπίτι της Δημήτρης για να χλευάσουν, να εμπαιξουν, να εκθέσουν, να πονέσουν μια αθώα διαφεροτικότητα. Είναι  το κακό που κρύβεται στις γωνιές της ψυχής των ανθρώπων και περιμένει να αναδυθεί λυσσαλέα…  

Βλέπω το ντοκιμαντέρ της Τζέλης Χατζηδημητρίου, για την Δημήτρη. Η Τζέλη είναι Μυτιληνιά κινηματογραφίστρια. Στέκεται με τη κάμερα της, μαζί μας, απ τη πλευρά μας, με τους θεατές της και μας γνωρίζει έναν άνθρωπο, με όσο, σεβασμό, κατανόηση, τρυφερότητα υπάρχει, τόσο που να πονάει η καρδιά σαν από λαβή από χούφτα αόρατη και να γεμίζουν τα μάτια, δάκρυα, απ αυτά που ντρέπεσαι να στα δούνε, ή είναι πολύ πολύτιμα για να τα εκθέσεις. Η Δημήτρης, που προσωπικά είχα μάθει πως υπάρχει από μια συνέντευξη της Φανής Πλατσατούρα στο Down Town παλιά, είναι ένα πλάσμα που πιάνει λίγο χώρο στον κόσμο και δεν κάνει θόρυβο ισχύος. Θέλει τα όμορφα φουστάνια της, τα τραγούδια της,  γοργόνες ζωγραφιστές στους τοίχους του σπιτιού, βόλτες στις παράλιές και κολύμπι σε απόμερες γωνιές. Αρκείται. Ευχαριστείτε. Έχει συμπόνοια για τους προσφυγές, που φτάνουν στις ακτές. Ανησυχεί. Θα βρούνε σπίτι; Δουλειά; Μια γωνιά στο κόσμο, δική τους, σα καταφύγιο; Τους νέου των ΜΚΟ δεν δείχνει να τους συμπαθεί. «Για εμπειρίες έρχονται, για έρωτες, να δούνε την Ελλάδα». Όχι από πόνο, που να τον ξέρουνε τον πόνο! Μια γάτα, η Δήμητρα μαζί του. Μια γάτα, ηλικιωμένη, που δεν έκανε, όπως η ίδια η Δημήτρης, παιδιά. Την κοιτά στα μάτια, υπάρχει για εκείνη. Αγάπη και εμπιστοσύνη χωρίς όρια. Μα! Ούτε μπούλινγκ λέει, ούτε τίποτα δεν δέχτηκε. Οι άνθρωποι τον αγαπάνε, είναι καλοί! Και στην Αθήνα και εκεί, στην τόσο όμορφη γωνιά του Αιγαίου, τον συνήθισαν ή τον ανέχονται ή και τον δέχονται…

Κι όμως παιδιά, στην εφηβεία πήγαιναν σπίτι του. Τον έβαζαν να χορέψει. Τον αφήναν να πέσει ξέπνοος απ την υπερπροσπάθεια. Τον ανέβαζαν στο διαδίκτυο, κάνοντας μαγκιές εις βάρος του διαφορετικού, αλλιώτικου, πιο ανθρωπίνου όμως, πιο τρυφερού, πιο ωραίου. Πως κάναν στον Γιακουμάκη, που ζώντας το δικό του Γκουαντανομο, του πέταγαν κέρματα στην κλειδωμένη ντουλάπα για να κάνει το τζουκ μποξ, ή τον βάραγαν με πετσέτες γιατί ήταν αστείο να πονάει ο άλλος, σε σώμα και ψυχή!  Πως κάνανε παντού σε εικόνες που έχεις σταθεί μάρτυρας και σε στοίχειωσαν. Όπως κάνανε σε χωριό της Αττικής -το είδα, το έζησα- που τώρα μαζεύονται πλούσιοι και χτίζουνε φαραωνικές επαύλεις, όπου ένα αγόρι με προβλήματα νοητικά, που όλο περπατούσε στα δάση, πήγε σε συνομήλικους σε καφενείο να καθίσει μαζί του και εκείνοι τάχα τον καλοδέχτηκαν για να τους σπρώξουν απότομα την καρέκλα και να πέσει! Πόσο γελάνε σα πονάει στο σώμα. Πόσο γελάνε σα πονάει στη ψυχή που δεν φαίνεται. Όλοι εκείνοι που θέλουν παρέα, αποδοχή, ένα χαμόγελο, μια προσοχή, μια ανθρώπινη επαφή, για να πέσουν επάνω στην απόλυτη σκοτεινιά της αγέλης άγριων στοιχειωμένων ψυχών. Και ο καθένας μας που αδιαφορεί, που σιωπά, στη γειτονία, στη πολυκατοικία, στη κοινότητα, δείχνει αποδοχή στο κακό, που είναι επίσης ένα μόλις βήμα πριν γίνεις κι εσύ συμμέτοχος του, πριν περάσεις στην πλευρά του…