Αληθινό έγκλημα: 100 χρόνια από την εξαφάνιση της κληρονόμου του αρώματος

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Είναι μια αληθινή ιστορία για ένα άλυτο έγκλημα, μια μυστηριώδη εξαφάνιση, ένα τεράστιο κοινωνικό σκάνδαλο και μια πλεκτάνη με χρήμα, ομορφιά, έρωτα και υποκρισία, όπου μοιάζει να βγαίνει από τη πένα της Αγκάθα Κρίστι, μα, όχι! Είναι πέρα για πέρα αληθινή! Ένα έγκλημα που εκατό χρόνια μετά, ζητά λύση. Πρόκειται για την ιστορία της εξαφάνισης της κληρονόμου μιας τεράστιας περιουσίας και της φόρμουλας ενός διαβόητου αρώματος, της Ντόροθι Άρνολντ. Ήταν μια νεαρή γυναίκα, πολύ γνωστή στο Μανχάταν, της υψηλής κοινωνικής τάξης στη Νέα Υόρκη και κανείς ποτέ δεν έμαθε αν η Ντόροθι δολοφονήθηκε, έπεσε θύμα απαγωγής, εξαφανίστηκε με την θέληση αλλάζοντας ζωή, ή σαν όχι χάρτινη Αλίκη πέρασε πίσω απ τον καθρέφτη σε μια χώρα θαυμάτων. Μη γελάτε καθολου! Όλες οι θεωρίες, ακόμη και οι πλέον μεταφυσικής φύσης, εκφράστηκαν για να εξηγήσουν το άλυτο έγκλημα που βαφτίστηκε «η εξαφάνιση της κληρονόμου του αρώματος». Όμως, κοιτώντας σήμερα, την ιστορία αυτού του κοριτσιού, προκαλεί οδύνη περισσότερο ακόμα και απ την εξαφάνιση της, ο τρόπος που ερευνήθηκε και οι κοινωνικές της διαστάσεις. Η ίδια η οικογένεια της Ντόροθι, αποφάσισε να μην την καταγγείλει την εξαφάνιση για πολύ καιρό, για να αποφύγει το όποιο κοινωνικό σκάνδαλο θα ξεσπούσε αλλά και για να μην αμαυρωθεί τη φήμη τους. Η πάλη των τάξεων, τα κοινωνικά στερεότυπα, ο ρόλος της γυναίκες στην κοινωνία, η μοχθηρή κάποτε παντοδυναμία του τύπου και της αστυνομίας, κάνουν την Ντόροθι ένα σύμβολο – θύμα.

Η Ντόροθι και η οικογένεια της, της υψηλής κοινωνίας του Μανχάταν, με γενιά από τους επιβάτες του Mayflower

Λοιπόν, πρώτα απ’ όλα, ας δούμε την οικογένεια της νεότατης, ευνοημένης από κούνιας, Ντόροθι, που όσο κι αν προς τα έξω έδειχνε να τα έχει όλα, δεν ήταν ευτυχισμένη. Η οικογένεια της Ντόροθι ήταν απ τις πλουσιότερες της Αμερικής, με καταγωγή που έρχονταν κατευθείαν από τους επιβάτες του Mayflower, που θεωρούνται πια ως οι ελάχιστοι ευγενείς του Νέου Κόσμου. Η Ντόροθι, αντίθετα με τις γυναίκες της εποχής, αλλά σύμφωνα με τις επιταγές της τάξης της, ήταν καλά μορφωμένη και μάλιστα σπούδασε στο Bryn Mawr College, όπου επέδειξε αξιοσημείωτες λογοτεχνικές δυνατότητες. Ήθελε να γίνει συγγραφέας, όσο και αν γνώριζε, πως κανένας εκδοτικός οίκος δεν θα δημοσίευε γυναικείο κείμενο. Οι γονείς της, ο Φράνσις και η Μαρία, φρόντισαν να της στραγγαλίσουν κάθε όνειρο για το «μποέμ», αυτό, απαράδεκτο επάγγελμα. Το γράψιμο δεν ήταν ενασχόληση γυναίκειας και σιγουρά απαγορευόταν ρητά στην δική τους κοινωνική τάξη. Δεν ήταν δα, η κόρη κανενός επαρχιακού πάστορα, να της επιτρέπονται τέτοια πράγματα! Όταν ικέτευσε τον πατέρα της για ένα διαμέρισμα στο Greenwich Village, όπου συγκεντρώνονταν οι καλλιτέχνες της εποχής και εκεί θα μπορούσε να απομονώνεται για να γράφει εκείνος την απαξίωσε λέγοντας: «Ένας καλός συγγραφέας μπορεί να γράψει οπουδήποτε»! Η θέση της, λοιπόν ήταν εκεί, στο πολυτελές, εμβληματικό σπίτι, στην 108 East 79th Stet και επρεπε να το πάρει απόφαση. Ναι;…

Η τελευταία μέρα της Ντόροθι

Ήταν 11 η ώρα, ενός λαμπερού χειμωνιάτικου πρωινού του 1910, όταν η Ντόροθι, πήρε την άδεια των γονιών της και έφυγε από το σπίτι της 108ης Ανατολικής και 79ης Οδού για να πάρει ένα νέο, πολύ μοντέρνο, φόρεμα.  Είχε επάνω της, ένα ποσό αντίστοιχο με 600 περίπου, δολάρια. Πρώτα απ όλα επισκέφθηκε ένα λουσάτο και διαβόητο ζαχαροπλαστείο της 5ης Λεωφόρου, το «Park & ​​Tilford’s Temptingly Delicious Chocolates & Bon Bons», όπου χρέωσε ένα κουτί από τα  αγαπημένα της σοκολατάκια στο λογαριασμό της. Μετα πέρασε απ το βιβλιοπωλείο του Brentano, όπου αγόρασε το Engaged Girl Sketches, ένα χιουμοριστικό βιβλίο, που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Όσοι υπάλληλοι την αντάμωσαν εκείνο το πρωί και την εξυπηρέτησαν, δήλωσαν πολύ αργότερα, πως ήταν όπως πάντα, πολύ πνευματώδης, με χιούμορ, γελαστή, επικοινωνιακή και ευχάριστη. Η φίλη της, η Γκλάντις Κινγκ, που την συνάντησε στις 2 το μεσημέρι, δήλωσε, επίσης πως η Ντόροθι ήταν σε πολλή καλή διάθεση και φυσιολογική, όπως πάντα. Χωρίζοντας, η Ντόροθι είπε στη φίλη της, πως θα έκανε ένα περίπατο στο πάρκο. Είναι η στιγμή που η Ντόροθι βγαίνει για πάντα απ την ίδια της, την ιστορία…

Ο φόβος του κουτσομπολιού και του κοινωνικού σκανδάλου

… Νύχτωσε. Ο Φράνσις και η Μαρία άρχισαν να ανησυχούν. Φοβόταν ότι η κόρη τους ήταν σε κανένα κέντρο διασκεδάσεως, ανεπίτρεπτο για την κοινωνική της τάξη. Θα την τιμωρούσαν όταν επέστρεφε. Δεν επέστρεψε. Πριν η νύχτα βαθύνει κι άλλο, ο πατέρας έστειλε να ρωτήσουν αν ήξερε κανείς από τους φίλους και τον κοινωνικό κύκλο της Ντόροθι που ήταν. Ήξεραν πως αυτό θα πυροδοτούσε μια θύελλα κουτσομπολιών της υψηλής κοινωνίας της πόλης και για τους Άρνολντ, ο φόβος του δημόσιου σκάνδαλού ήταν ότι μισούσαν περισσότερο. Η Έλσα, μια κοινωνικά επιφανής κυρίας της εποχής, περισσότερο για να το διαδώσει, παρα από ενδιαφέρον, αργά το βράδυ, ρώτησε αν η Ντόροθι ήταν καλά και αν είχε επιστρέψει. Οι Άρνολντ για να μη δώσουν λαβές για να ξεσπάσει σκάνδαλο την διαβεβαίωσαν ότι η κόρη τους ήταν στο σπίτι τους. «Θα μπορούσε να έρθει στο τηλέφωνο»; «Όχι απόψε», της είπαν, «ήταν εξουθενωμένη από το ότι πέρασε όλη τη μέρα κάνοντας ψώνια».

Μυστικά, ψέματα και οι ιδιωτικοί ντεντέκτιβ του Άλαν Πίκερτον

Για δύο ολόκληρες εβδομάδες, οι Άρνολντ κράτησαν την εξαφάνιση του παιδιού τους, μυστική, χωρίς να πάνε στην αστυνομία να ζητήσουν να βρεθούν τα ίχνη της, χάνοντας φυσικά, πολύτιμο χρόνο. Κατέστρεψαν κάθε ελπίδα, έτσι, να βρεθεί τι απέγινε η Ντόροθι Άρνολντ. Ο Φράνσις, είχε φροντίσει, την επόμενη αμέσως μέρα της εξαφάνισης, να πει σε έναν άνθρωπο εμπιστοσύνης του, που ήξερε πως θα είναι εχέμυθος, στον δικηγόρο Τζον Κένεθ, να ψάξει σε όλα τα τοπικά νοσοκομεία και τις φυλακές για την Ντόροθι. Ο Κένεθ ταξίδεψέ ακόμη και στη Βοστώνη και τη Φιλαδέλφεια, για να ερευνήσει για το κορίτσι, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Πάντα μυστικά από την αστυνομία της Νέας Υόρκης, οι γονείς, έντρομοι πια, απ την απουσία, κατέφυγαν στο βαρύ πυροβολικό της εποχής. Προσέλαβαν το διάσημο και αποτελεσματικό γραφείο ερευνών Πίκερτον, που είχε ιδρύσει ο διασημότερος ντεντέκτιβ όλων των εποχών Άλαν Πίκερτον, με τις ανορθόδοξες μεθόδους.

Οι πράκτορες εξέτασαν όλους τους φίλους, τους γνωστούς και τους συμφοιτητές της Ντόροθι, αλλά και πάλι, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Αποφάσισαν λοιπόν, να εισβάλλουν στο προσωπικό της χώρο, στην κρεβατοκάμαρα της, όπου από κει ξεκίνησε η τελεύεται μέρα της Ντόροθι στο σπίτι. Στις στάχτες στο τζάκι του υπνοδωμάτιο βρήκαν, φυλλάδια για διηπειρωτικά ταξίδια και υπολείμματα από επιστολές από ξένα κράτη σύμφωνα με τις ταχυδρομικές σφραγίδες. Για τους γονείς, το ότι έκαψε αυτά τα γράμματα σημαίνει πως αδιαφορούσε για να φύγει και τα απέρριψε. Για όλους του υπολοίπους όμως, έπαιζε το ότι η Ντόροθι καταπιεσμένη από τους γονείς της, χωρίς ελευθέριες και με περιχαρακωμένη σε αυστηρότητες ύπαρξη, σκέφτονταν να πάρει δρόμο μακρινό. Επίσης, ήταν πολύ πιθανό, αυτά τα απομεινάρια της φωτιάς, να τα χάνε βάλει οι ίδιοι οι γονείς της στο τζάκι της, για να δημιουργήσουν εντυπώσεις!

Ψάχνοντας απεγνωσμένα την Ντόροθι που άνοιξε η γη και την κατάπιε

Μήπως, λοιπόν, η Ντόροθι έφυγε απλά; Μήπως έδειξε ένα τεντωμένο μεσαίο δάκτυλο ή έριξε μια ελληνική μούντζα σ όλη την καταπίεση της και την έκανε για άλλη γη και αλλά μέρη; Μήπως βρίσκονταν σε κάποια μακρινή, ειδυλλιακή, ευρωπαϊκή πόλη με έναν αγαπημένο εραστή; Και αυτή η εκδοχή γέμιζε ανησυχία τους Άρνολντ, αλλά οι Πικερτον δεν τους αφήναν περιθώριά να αρνηθούν την ερευνά της εκούσιας φυγής. Οι ντεντέκτιβ έψαξαν στο εξωτερικό για νιόπαντρα ζευγάρια, εξέθεσαν τα πρόσφατα αρχεία γάμου, έλεγξαν  και τα αρχεία καταγραφής επιβατών των πρόσφατων πλοίων που έφυγαν για Ευρώπη. Κι όμως! Πάλι κανένα ίχνος της Ντόροθι δεν βρέθηκε. Τελικά οι Άρνολντ αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο Αστυνομικό Τμήμα της Νέας Υόρκης, οπούς έκπληκτοι οι αξιωματικοί ανακάλυψαν πως οι γονείς περίμεναν για να κάνουν καταγγελία, όχι κάποιες ώρες ή μέρες αλλά έξι, ολόκληρες εβδομάδες. Και από δω ξεκινά ο κοινωνικός εφιάλτης για τους Άρνολντ, όπου νομοτελειακά σχεδόν, τους συμβαίνει, ότι φοβόταν πιο πολύ στη ζωή τους, πιο οδυνηρό, ακόμα και απ το να χάσουν το παιδί τους. Η αστυνομία ανάγκασε τους γονείς να δώσουν μια μεγάλη συνέντευξη τύπου για να ανακοινώσουν την εξαφάνιση της Dorothy και να υποσχεθούν ανταμοιβή $ 25,000 δολαρίων σε όποιος τους δώσει πληροφορίες για το τι απέγινε. Ο  Φράνσις και η Μαρία Άρνολντ ακούνε τους δημοσιογράφους να τους ρωτούν ότι πιο εφιαλτικό υπήρχε, όπως μήπως η Ντόροθι έφυγε με έναν εραστή χαμηλότερης κοινωνικής θέσης. Η μητέρα της Dorothy σ αυτή την ερώτηση έχασε την ψυχραιμία της και έκανε μια οργισμένη δήλωση ενάντια στις επιλογές της κόρης της στην αγάπη, που ήθελε άντρες τεμπέληδες και χαραμοφάηδες. Άντρες σαν τον Τζορτζ Γκρίσκομ Τζούνιορ…

Ο τεμπέλης εραστής που οι γονείς δεν ήθελαν γαμπρό και η εκδοχή πως η Ντόροθι το ‘σκασε…

Η ύπαρξη του Τζορτζ Γκρίσκομ Τζούνιορ είχε επιμελώς αποσιωπηθεί. Ήταν μηχανικός, με διπλάσια ηλικία απ αυτην της Ντόροθι, γόνος πλούσιας οικογένειας απ την Πενσυλβανία, γοητευτικός και κοσμοπολίτης. Τότε που ήταν το πρόβλημα; Ο Τζορτζ ζούσε στην ώριμη πλέον ηλικία του, με τους γονείς του, δεν δούλευε, δεν ήθελε ευθύνες και οικογένεια και είχε πείσει την Ντόροθι, να τον συναντήσει σε ένα ξενοδοχείο στο Πίτσμπουργκ, για μια ολόκληρη εβδομάδα. Η Ντόροθι μάλιστα τότε, είχε πάρει οικογενειακά κοσμήματα αξίας 12.000 δολαρίων και για να καλύψει τα έξοδα του ταξιδιού της, αλλά τα έβαλε ενέχυρο λαμβάνοντας μόνο 1.500 δολάρια! Οι Άρνολντ εξοργίστηκαν. Η Ντόροθι είχε περιοριστεί ακόμα περισσότερο, ενώ της απαγόρευσαν να ξανασυναντήσει τον Τζορτζ και διαμήνυσαν στην οικογένεια του πως τους θεωρούν ανυπόληπτους. Η εξαφάνιση της Ντόροθι συμπίπτει με ένα μεγάλο ταξίδι του Τζορτζ, μαζί με την οικογένεια του, στην Ευρώπη. Με τον καιρό να περνά, η Μαρία Άρνολντ, συνοδευμένη απ τον αδελφό της, περνά τον Ατλαντικό, εντοπίζει τα ίχνη του Τζορτζ και χτυπά μια μέρα την πόρτα του δωμάτιου, στο ξενοδοχείο της Ιταλίας όπου έμενε, ελπίζοντας μες στο δωμάτιο του να βρει την κόρη της. Όχι, μόνο η Ντόροθι δεν ήταν εκεί, αλλά ο Τζορτζ ισχυρίστηκε πως δεν είχε ιδέα για την εξαφάνιση της.

Όταν η Μαρία επέμεινε να της δώσει όλες τις επιστολές αλληλογραφίας μεταξύ τους, εκείνος αρνήθηκε, ισχυριζόμενος ότι τις είχε πετάξει. Η μάνα έφυγε χωρίς να χει πέτυχει τίποτα σ αυτό το μακρινό της ταξίδι. Ο Τζορτζ παρέμεινε στην Ευρώπη για ένα ακόμα μήνα, αλλά τελικά έπρεπε να επιστρέψει και να δώσει μάλιστα, επίσης, συνέντευξη τύπου στην Αμερική. Η παρουσία του στον τύπο, κέρδισε τις εντυπώσεις των δημοσιογράφων μιας και μίλησε όλο αγάπη και ανησυχία για το κορίτσι του. Ακόμη και η αστυνομία επαίνεσε τον ευγενή νέο για την ευαισθησία του. Στο τέλος της συνέντευξης μάλιστα δήλωσε τη πρόθεση του να παντρευτεί τη Ντόροθι, μόλις θα επέστρεφε κοντά του. Το κοινό, η δημοσιά γνώμη, τον λάτρεψε. Η Μαίρη και ο Φράνσις, απ την άλλη, δε θα μπορούσαν να τον αντιπαθήσουν περισσότερο.

Ψεύτικες πληροφορίες και ψευδή σημειώματα για λίτρα σε μια υπόθεση που προκαλεί υστερία σε όλη την Αμερική και η εκδοχή της αυτοκτονίας

Ο καιρός περνούσε. Δύο μήνες μετρά την μέρα της εξαφάνισης, οι Άρνολντ έλαβαν μια κάρτα από τη Νέα Υόρκη που έλεγε «είμαι ασφαλής – Ντόροθι», αλλά τίποτα περισσότερο. Η πόλη είχε γεμίσει με θεωρίες για το τι απέγινε η κοπέλα, ενώ  τα ψεύτικα σημειώματα για λύτρα και οι ψευδείς πληροφορίες για τα 25.000 δολάρια, πλημμύρισαν το σπίτι των Άρνολντ. Όλη η Αμερική έμοιαζε να χει πάθει υστερία με την όμορφη νεαρή γυναικά και την τύχη της. Και οι δημοσιογράφοι χορταίναν με πληροφορίες το κοινό, αναλύοντας τι είδους γυναίκα ήταν η Ντόροθι, πραγματικά; Σήμερα, κοιτάζοντας εκείνες τις μέρες και αυτή την ιστορία, από απόσταση ασφάλειας, κατανοούμε πως η  Ντόροθι ήταν παθιασμένη, με ένα μόνο πράγμα, όχι τον έρωτα της για τον Τζορτζ ή την ανάγκη για ελευθερία, όσο για το να γίνει συγγραφέας και τον αποκλεισμό της από το γράψιμο που λαχταρούσε η ψυχή της. Οι γονείς της την απέτρεπαν, δεν την βοηθούσαν και πίσω απ την πλάτη της, πιθανόν να έλεγαν σε όσους μπορούσαν να την βοηθήσουν σε ένα δρόμο συγγραφικό, να μην το κάνουν. Πίσω από την πλάτη τους, η Ντόροθι έστειλε μια ιστορία της σε έναν εκδοτικό οίκο. Απορρίφθηκε.

Έστειλε ξανά, ένα άλλο έργο της, σε άλλον εκδοτικό οίκο για να απορριφθεί για δεύτερη φορά. Όλα αυτά γίνονται με μυστικά ταχυδρομεία, άλλες διευθύνσεις και όνομα, κρυφά απ τους γονείς της για να μη μαθευτεί η ντροπιαστική της ενασχόληση. Και για αυτό οι απορρίψεις της αποθαρρύνουν.  Όταν το διήγημα της “The Poinsettia and the Flame” απορρίφθηκε από το περιοδικό McClure, φάνηκε να γεμίζει απελπισία. Ο Τζορτζ, μετά από εβδομάδες που ισχυριζόταν ότι δεν είχε νέα της Ντόροθι από το διάστημα, πριν φύγει για την Ευρώπη, εμφάνισε μια επιστολή που του έγραφε μετρά την απαξίωση του διηγήματος της πως: «Η αποτυχία με κοιτάζει κατάματα. Το μόνο που υπάρχει μπροστά μου είναι ανηφόρα και η μητέρα θα σκέφτεται πάντα πως έχει συμβεί ένα ατύχημα».

Η εκδοχή του θανάτου σε παράνομη άμβλωση

Η έρευνα είχε φτάσει σε αδιέξοδο. Οι γονείς έμοιαζαν να έχουν πάρει απόφαση, πως το κορίτσι τους είχε δολοφονηθεί. Όμως η αστυνομία της Νέας Υόρκης συνέχισε τις έρευνες και θεώρησε την έλλειψη ιχνών, ή στοιχείων για τον θάνατο της, ως απόδειξη της ζωής της. Ο πατέρας ζήτησε να ερευνηθεί η παγωμένη λίμνη του Central Park, μήπως έπεσε μέσα. Μα, η λίμνη ήταν παγωμένη από όταν εξαφανίστηκε η Ντόροθι αντέταξε η αστυνομία. Και τι σήμαινε εκείνο το «η μητέρα θα σκέφτεται πάντα πως έχει συμβεί ένα ατύχημα»; Τι ατύχημα; Τι θα συνέβαινε; Ο Τζορτζ, ο δικηγόρος Κένεθ, οι φίλοι αρχίζουν να πιστεύουν πως πρόκειται για αυτοκτονία. Οι γονείς δεν επιτρέπουν ούτε η λέξη να ακουστεί!. Για τις στήλες των εφημερίδων, το «ατύχημα» συνέβητε στο «Σπίτι του Μυστηρίου». Το «Σπίτι» ήταν μια παράνομη, κλινική αμβλώσεων που, όπως αποκαλύφθηκε, κάτω από φρικτές συνθήκες καθαριότητας και τήρησης των κανόνων υγιεινής, πολλές γυναίκες έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια αμβλώσεων και μετρά απλά… «εξαφανίστηκαν»! Ο γιατρός που διηύθυνε την κλινική, ο Δρ. Μέρεντιθ, θα ισχυριζόταν ότι είχε κάνει μια επέμβαση στη Dorothy, αλλά δεν γνώριζε τι απέγινε μετρά, κάτω από συνθήκες ανάνηψης άθλιες, ώστε οι επιπλοκές και οι θάνατοι μεταξύ των ασθενών να είναι αναπόφευκτοι. Όταν οι γυναίκες πέθαιναν, καίγονται σε φούρνο. Ίσως  και η Ντόροθι να είχε την ιδιά μοίρα! Για πρώτη φορά ο Τζορτζ και οι γονείς της Ντόροθι συμφωνήσαν και συμμάχησαν μεταξύ τους! Η Ντόροθι δεν ήταν ποτέ έγκυος και δεν θα κατέφευγε σε τέτοιες κλινικές και μεθόδους του υπόκοσμού για να αντιμετωπίσει μια όποια εγκυμοσύνη.

Η εκδοχή του μυστηριώδη εγκληματία και της δολοφονίας

Έξι χρόνια αργότερα και ενώ η ιστορία ακόμα δεν έχει ξεχαστεί στη Νέα Υόρκη, στις εφημερίδες δημοσιεύεται η «Θεωρία της Μικρής Λουΐς». Το 1916, ο Έντουαρντ, ένας κρατούμενος σε φυλακή του Ρόουντ Άιλαντ, δήλωσε ότι πληρώθηκε για να εξαφανίσει το σώμα μιας νεαρής γυναίκας, στα 1910, την ίδια εποχή που χάθηκαν τα ίχνη της Ντόροθι. Ισχυρίστηκε πως ένας άνδρας, που ονόμαζε το πτώμα «Μικρή Λουΐς», του ζήτησε να το μεταφέρει από τη Νέα Υόρκη, στο West Point στο Νιου Τζέρσεϋ και να το πετάξει σε ένα βαθύ πηγάδι. Ο Έντουαρντ δήλωσε πως από ότι του είπε ο άνδρας, η κοπέλα είχε πεθάνει σε μια επέμβαση στο «Σπίτι του Μυστηρίου» και πως ο ίδιος, τελικά,  άφησε το πτώμα, στο κελάρι ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού. Ήταν λοιπόν ο άνδρας αυτός, ένας άνθρωπος από την κλινική; Ίσως ένας απαγωγέας; Όταν ήρθε η ώρα για τον Έντουαρντ να περιγράψει στην αστυνομία πως έμοιαζε ο άνδρας εκείνος, η περιγραφή έμοιαζε με τον… Τζορτζ! Όμως πτώμα δε βρέθηκε στο Νιου Τζέρσεϋ, ούτε το εγκαταλελειμμένο σπίτι, ούτε κάποιο κοντινό πηγάδι. Και η αστυνομία μέτρησε την κοινωνική υπολείψει του Τζορτζ και την μαρτυρία του, πάνω από εκείνη ενός κοινού εγκληματία, αν και αρκετοί τότε, είχαν διατυπώσει έστω καλυμμένες θεωρίες, πως οι αστυνομικοί είχαν χρηματιστεί από την πλούσια οικογένεια Γκρίσκομ.

Και κανείς ποτέ δεν έμαθε, αν ίσως -κι επιτέλους!- η καημένη η Ντόροθι που ήθελε να γίνει συγγραφέας, ήταν ελεύθερη

Όταν ο Φράνσις πέθανε, στη διαθήκη του δεν έκανε καμία αναφορά στη Ντόροθι. Η μητέρα της, απ την άλλη, μέχρι την τελευταία της πνοή, πιστεύει πως το κορίτσι της ζει και μια μέρα θα ανοίξει η πόρτα και θα μπει μέσα στο σπίτι τους. Μετα τον θάνατο των δυο γονιών, ο οικογενειακός φίλος, δικηγόρος και άτυπος ερευνητής αυτής της εξαφάνισης, ο Κένεθ, δήλωσε πως σύμφωνα με τις δικές του εντυπωσεις και τα στοιχεία που συλλέξει όλα αυτά τα χρόνια, η Ντόροθι, απογοητευμένη από την λογοτεχνική καριέρα που ονειρεύτηκε αλλά δεν γινόταν πραγματικότητα, την ερωτική της επιλογή με τον Τζορτζ και την όλο καταπίεση και αυστηρότητα καθημερινότητα της, εδώ τέλος στη ζωή της. Ο Τζορτζ συμφώνησε. Η υπόθεση εξαφάνισης της κληρονόμου του αρώματος, επίσημα, δεν έκλεισε ποτέ. Η ιστορία της μας δείχνει πως και τότε και τώρα και δυστυχώς ίσως πάντα, οι κοινωνικές επιταγές, οι δοτοί ρόλοι, οι τεράστιες ανισότητες που δίνουν προσοχή τα ΜΜΕ και η αστυνομία, η απόκρυψη πληροφοριών για να αποφευχθούν τα σκάνδαλα, είναι κυρίαρχη. Η εξαφανισμένη Κληρονόμος του Μανχάταν έγινε ένας μύθος της Νέας Υόρκης, με την πάροδο των χρόνων. Και από έναν ζοφερό θάνατο στο βρώμικο κρεββάτι μιας παράνομης κλινικής, μια απαγωγή, μια δολοφονία, μια αυτοκτονία, είναι πολύ καλύτερα να την φανταζόμαστε, πως πέρασε τις μέρες της γελώντας με τα δημοσιεύματα στον τύπο από μακριά, σε ένα καράβι προς την ηλιόλουστη Ελλάδα ή σε μια καμπίνα για την φωτεινή Καλιφόρνια. Ελεύθερη! Στα αλήθεια όμως, εκατό χρόνια μετά, δεν ξέρουμε τι απέγινε η Ντόροθι, η Κληρονόμος του αρώματος…