Ένα Βήμα για το Τέλος – Δ’ -τελευταίο- Μέρος

ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΠΡΑΤΑΝΟ

Κυβερνείο, 06.00

Η μπλε ρεντιγκότα πρόσθετε κάποιους πόντους στον μετρίου αναστήματος Κυβερνήτη και μια ένδειξη υψηλής καταγωγής -που δικαιωματικά διέθετε, ενώ οι δύο σειρές ασημένιων κουμπιών προσέδιδαν κύρος και φανέρωναν την τόλμη που κρυβόταν κάτω από το σακάκι και το κορμί. Το μπλε σκούρο ψηλό καπέλο, φανέρωνε τη διαφορά του από όλους τους συμπολιτές του. Όλα αυτά τις συνηθισμένες ημέρες, αλλά όχι τη συγκεκριμένη. Εκείνοι που τον γνώριζαν θα αναρωτιόντουσαν πού χάθηκε το αγέρωχο βλέμμα του, τι συνέβη στο πηγούνι του και σχεδόν εφάπτεται στον λαιμό του. Εκείνοι που δεν θα τον αναγνώριζαν καν, θα σκέφτονταν «ποιο είναι αυτό το ανδρείκελο και πώς βρέθηκαν στην κατοχή του αυτά τα πανάκριβα ρούχα που τον εξέθεταν».

Πήγαινε μπροστά, με ρυθμό σταθερό και κάθε βήμα θαυμαστά ισομήκες με το προηγούμενο. Ο Κοζώνης και ο Λεωνίδης, στρατιώτης από την Τρίπολη, οι οποίοι ακολουθούσαν λίγα μέτρα πιο πίσω δεν φαίνονταν έκπληκτοι από τη μελαγχολία του Κυβερνήτη, που εναλλασσόταν σταθερά με την οργή τις δύο τελευταίες ημέρες. Ο μπλαβί ουρανός που τους υποδέχτηκε καθώς εξέρχονταν της κεντρικής καμάρας που δέσποζε στο κέντρο του τριώροφου κτίσματος που ονομάστηκε «Κυβερνείο», αποτύπωνε την ακριβή συναισθηματική και πνευματική κατάσταση του αρχηγού του Κράτους. Ο σημερινός εκκλησιασμός στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα σήμαινε και κάτι παραπάνω για εκείνον, πέρα από την τυπική εκπλήρωση των θρησκευτικών του καθηκόντων: Ο Άγιος Σπυρίδωνας είναι ο πολιούχος Άγιος της πατρίδας του, της Κέρκυρας, εκεί όπου στα 17 του κινδύνευσε να χάσει τη ζωή του, όταν το άλογό του αφηνίασε και το πόδι του πιάστηκε στον αναβατήρα. Για πολλά μέτρα το άλογο έσερνε τον αναβάτη του και τότε ένας ιερομόναχος διαισθάνθηκε πως κάτι φοβερό συμβαίνει και βγαίνοντας από τη Ιερή Μονή της Πλατυτέρας παρακολουθεί το φρικτό θέαμα. Το άλογο φέρεται να σταμάτησε μπροστά στον μοναχό, ο οποίος περιέθαλψε τον τραυματισμένο έφηβο. Ίσως αυτήν την αίσθηση να είχε και τώρα: Η αφηνιασμένη χώρα τον έχει πετάξει από τη σέλα και σέρνεται από τις εξελίξεις, αναμένοντας κάποιον να σταματήσει την τρελή αυτή κούρσα. Το μόνο που του απομένει είναι αυτό το θαύμα!

«Κύριε, εγώ δεν είμαι τίποτε παραπάνω από ένας πιστός δούλος σου, έτοιμος να πεθάνω, έτοιμος να ζήσω. Αλλά αυτή τη στιγμή, δεν είμαι σίγουρος για το αν μπορώ να ανταποκριθώ σ’ αυτή τη δοκιμασία! Ζητώ την υπομονή του Ιώβ, την πίστη του Αβραάμ όταν πήγαινε να θυσιάσει τον μονάκριβό του».

Συνομιλούσε με τον Κύριο μουρμουρίζοντας, χτυπώντας μόνο τα χείλη του και μόνο κάποιοι φθόγγοι αντηχούσαν στο κούφιο στόμα του.

«Γεννηθήτω το θέλημά σου…» ξεστόμισε ανακουφισμένος, όταν άκουσε τα γαβγίσματα ενός σκύλου. Γύρισε και έκπληκτος είδε έναν σκύλο να τρέχει προς το μέρος του και ενστικτωδώς προσπάθησε να προστατεύσει τον κορμό του, στρίβοντας το κορμί του. Το σκυλί άρπαξε την άκρη της ρεντιγκότας και άρχισε να την τραβάει, μέχρι να αντιληφθεί τον Κοζώνη και τον Λεωνίδη που έτρεχαν προς τα πάνω του και άρχισε να τρέχει μακριά με τη σειρά του.

«Είστε καλά κύριε Κυβερνήτα» τον ρώτησε ο λαχανιασμένος Κοζώνης.

«Εγώ καλά είμαι, αντίθετα με τη ρεντιγκότα μου» αποκρίθηκε εκείνος προσπαθώντας να δείχνει ατάραχος. «Μα τι έπαθε» αναρωτήθηκε.

«Πρώτη φορά θα είδε τέτοιο χρώμα» ήταν η αυθόρμητη, αφελής εξήγηση του Κοζώνη, την οποία καθόλου δεν έλαβε υπόψη ο Κυβερνήτης.

«Πάμε πίσω, πρέπει να αλλάξω» είπε και πήρε το δρόμο της επιστροφής, χωρίς να περιμένει κάποια απάντηση.

«Τι σημάδι ήταν αυτό» ψέλλισε με το χαμηλωμένο του πρόσωπο να μοιάζει με ενωμένα κομμάτια μιας θλιμμένης γκριμάτσας, κρατώντας την άκρη της σκισμένης ρεντιγκότας.

Κέντρο Ναυπλίου 06.05

Το δίκτυο των πληροφοριοδοτών τους είχε ενημερώσει πως ο Κυβερνήτης ξεκινάει από την οικία του ακριβώς στις 6, με το που ακουστεί η πρώτη καμπάνα. Ο Καλαμογδάρτης ορκιζόταν το προηγούμενο βράδυ για αυτήν την πληροφορία και μόλις λίγες ώρες αργότερα αποδεικνύεται αφερέγγυος. Έχουν στήσει καρτέρι, οι δύο φρουροί τους είναι κάποια μέτρα πιο πίσω και τα άλλα δύο παλικάρια τους, τα οποία ελέγχουν τους φρουρούς για τυχόν εκπλήξεις, είναι ακόμη πιο πίσω. 

«Λες να τον ειδοποίησαν και πάλι;» ρώτησε αγωνιώντας ο Γιώργης, για να εισπράξει μια γκριμάτσα απογοήτευσης και ένα χαμήλωμα του κεφαλιού από τον θείο του.

Είχαν δοκιμάσει τα ίδια πικρά συναισθήματα μόλις μια Κυριακή πριν, όταν και είχαν ενορχηστρώσει άλλη μια επιχείρηση για να βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο με τον Κυβερνήτη, περιμένοντάς τον στην εκκλησία, αλλά εκείνος δεν εμφανίστηκε ποτέ. Ένα από τα πρωτοπαλίκαρα τους, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με την παρακολούθηση των φρουρών των Μαυρομιχάληδων, έτρεξε προς το μέρος τους και αφού πήρε δύο λαχανιασμένες ανάσες ξεκίνησε την ενημέρωση.

«Ο Ζεράρ και ολόκληρο το γαλλικό τάγμα του είναι στην κεντρική πλατεία».

«Εντάξει, πήγαινε πίσω τώρα» του είπε ο Γιώργης σκεπτικός, ενώ τα δύο τελειώματα της μουστάκας του θείου του ανασηκώθηκαν από τα ευχάριστα νέα.

Το σχέδιο τους είχε μπει σε εφαρμογή. Ο στρατηγός Ζεράρ θα έβγαζε έξω το τάγμα του, για ασκήσεις. Αν χρειαζόταν να προστατευτούν οι δύο Μαυρομιχαλαίοι τους δρόμους θα καθάριζε ο Γάλλος στρατιωτικός.

«Αν οι δικοί μας δεν πετύχουν τον Κοζώνη, κανείς μας δεν θα πάει για εκείνον. Θα τρέξουμε κατευθείαν στο σπίτι του Ζεράρ» είπε ο θείος αποφασισμένος.

«Γιατί αλλάζεις το σχέδιο τώρα;» ρώτησε έκπληκτος ο Γιώργης.

«Γιατί τώρα είμαι σίγουρος για τον Ζεράρ. Δεν πρόκειται να μας αφήσει απ’ έξω. Ο στρατηγός Ζεράρ είναι δικός μας».

Πόνταραν πολλά στους Γάλλους και τους Άγγλους, καθώς οι εδώ εκπρόσωποί τους καθαγίασαν τους σκοπούς της ντόπιας αντιπολίτευσης, να απαλλαγούν για πάντα από τον τύραννο. Μετά το χτύπημα θα έβρισκαν καταφύγιο στου Ζεράρ και στη συνέχεια θα κατέφευγαν στη Γαλλική Πρεσβεία, για να αποφύγουν τις όποιες εκδικητικές τάσεις των φιλο-τυράννων.

«Πόση ώρα έχει που χτύπησε η καμπάνα» ρωτάει ανήσυχος ο Γιώργης.

«Κάμποση» του αποκρίνεται ο θείος του, στρίβοντας σκεπτικός το μακρύ του μουστάκι.

Ξεφυσάνε ταυτόχρονα, ξεκάθαρο δείγμα της ανυπομονησίας και της συγγένειας τους. Οι περαστικοί πυκνώνουν, κάποιοι μάλιστα τους κοιτάζουν καχύποπτα, έτσι όπως στέκονται στητοί, με τις μακριές, κατάλευκες φουστανέλες τους, που κρατιούνται από τα σφιχτά ζωνάρια στην κοιλιά τους, εκεί όπου ξεκινούν τα χρυσά κεντήματα στα γιλέκα τους, ενώ οι μαύρες, βαριές κάπες τους κρύβουν οτιδήποτε χρήσιμο αξίζει να κρυφτεί από κάτω… Τα βλέμματά των περαστικών που σταματάνε επάνω τους είναι ξεκάθαρα και φωνάζουν, «Οι Μαυρομιχαλαίοι!» επιταχύνοντας τώρα το -για λίγο ξαφνιασμένο- βήμα τους.

«Πάμε πιο πέρα, εδώ έχει πολλά μάτια» ψέλλισε ο Κωνσταντής και ο ανιψιός βημάτισε αμέσως προς την κατεύθυνση που ήδη είχε πάρει ο θείος του. Χωρίς στόχο, η κεντρική σκηνή τούς ήταν ανυπόφορη.

Κέντρο Ναυπλίου 06.10

Δεν ανέβηκε επάνω, περίμενε υπομονετικά στην εξώπορτα να του φέρουν τη μαύρη ρεντιγκότα. Φόρεσε ξανά το καπέλο του, τα λευκά γάντια του και ξεκίνησε και πάλι για την εκκλησία. Προσπαθούσε να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε χάσει τον έλεγχο των καταστάσεων με τόσο πομπώδη τρόπο, αλλά ήταν μάταιο. Λες και δεν είχε ζήσει την εισβολή του Ναπολέοντα στη Ρωσία, το χοντρό πόκερ πάνω σε ανθρώπινες ζωές στο Τροπάου, στο Λάιμπαχ και σε κάθε συνέδριο που ο Μέττερνιχ προσπαθούσε να επιβάλλει τους απεχθείς όρους του εναντίον κάθε λαού που επαναστατούσε… Κάποτε είχε δύο και τρεις εναλλακτικές κινήσεις για κάθε πιθανό σενάριο. Πλέον, υπάρχει μόνο ένα σενάριο, κομμένο και ραμμένο στο ρόλο του, αυτό του «θύματος».

«Όχι ηττημένο, όμως… Θύμα» επανέλαβε προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό πως υπάρχει και μια θετική διάσταση, για πρώτη φορά τις τελευταίες ώρες. Η αβεβαιότητα που αποτυπωνόταν στο βήμα και το βλέμμα έκανε τον θηριώδη Κρητικό να πάρει την πρωτοβουλία…

«Και την άλλη Κυριακή θα έχει εκκλησία» του ψιθύρισε καθώς στάθηκε για μια στιγμή πίσω του και στη συνέχεια απομακρύνθηκε. Το παράδοξο είναι πως ο αποτρεπτικός ψίθυρος έκανε τον Κυβερνήτη να επιταχύνει το βήμα του και να επικεντρώσει το βλέμμα του στο δρόμο.

«Αν είναι να με σκοτώσουν, ας το κάνουν στο δρόμο για τον οίκο Σου, Κύριε» άρχισε να ψελλίζει. «Δεν ζω φοβισμένος γιατί ξέρω πως με προστατεύεις», συνέχισε με τους άντρες πίσω του να βαδίζουν αθόρυβα, μήπως και καταλάβουν κάτι από τα ακατάληπτα που ξέφευγαν από τα χείλη του. Οι κραυγές που ακούστηκαν έκαναν τον Κυβερνήτη να σταματήσει και τους άντρες πίσω του να τρέξουν γύρω του. Τα κεφάλια στράφηκαν όλα δεξιά, από εκεί που ξεπρόβαλλε μια ηλικιωμένη τυλιγμένη με κουρέλια, με τα ούλα εκτεθειμένα, σκούζοντας και φωνάζοντας προς τον Κυβερνήτη. Ο Λεωνίδης κινήθηκε εναντίον της για να την απωθήσει…

«Άφησέ την» φώναξε ο Κυβερνήτης και έβγαλε κάποια κέρματα από την τσέπη του προσφέροντάς τα, αλλά εκείνη τα πέταξε και με τις παλάμες της απελευθερωμένες και πάλι, τις σήκωνε στο πρόσωπο του Κυβερνήτη υποδεικνύοντάς του να σταματήσει και να κάνει πίσω. Ο Κυβερνήτης αντιλήφθηκε για ποιο λόγο αναγκάστηκε να παρακολουθήσει αυτό το σόου της μουγκής ζητιάνας, αλλά ούτε τα κλαμένα της μάτια, ούτε η απόγνωσή της τον έπειθαν για το αντίθετο.

«Τα σημάδια είναι μπροστά του», θα μπορούσε να ισχυριστεί ένας λαϊκός άνθρωπος μεγαλωμένος με δοξασίες, χάνοντας τη μεγάλη εικόνα: «Ο Κυβερνήτης θέλει να τελειώνει»!

Δεν ήταν κυριευμένος από κάποια δικαιολογημένη μνησικακία. Στη νοητή σκακιέρα του, υπάρχει μόνο ένας αντίπαλος και τα πιόνια του. Ο Μαυροκορδάτος, ο Μιαούλης και η αντιπολιτευόμενη παρέα του είναι απλά ο Βασιλιάς, οι αξιωματικοί και οι τρελοί του παιχνιδιού. Δεν θα μπορούσαν να του κάνουν ματ, αν δεν τους μετακινούσε ο αντίπαλος. Ποιος άλλωστε μπορεί να κρατάει κακία στα πιόνια και να έχει ξεφύγει από τη βάση της διατροφικής πυραμίδας; Πόσο μάλλον, να κάθεται στα τραπέζια ανάμεσα στην ελίτ.

Κέντρο Ναυπλίου 06.15

Ο εκνευρισμός τους ήταν εμφανής και τον ένιωθαν κυρίως τα μουστάκια τους, που είχαν γίνει τόσο μυτερά που μπορούσαν να καρφωθούν σε τοίχο από το νευρικό «ακόνισμα». Τα έστριβαν μηχανικά, δίχως να έχουν καμία εξήγηση για την αγχολυτική επίδραση αυτής της κίνησης ή για τη μη εμφάνιση του Κυβερνήτη. Οι φρουροί τους στα είκοσι μέτρα περίπου είχαν χαλαρώσει, όπως χαλαροί ήταν και οι άντρες τους, στα πενήντα μέτρα.

«Αν δεν περάσει στα επόμενα δέκα λεπτά θα φύγουμε» ξεκαθάρισε ο Γιώργης Μαυρομιχάλης.

«Θέλω να τελειώνουμε» του απάντησε νευρικά ο Κωνσταντίνος.

«Κι εγώ, αλλά πρέπει να γίνει σύμφωνα με το σχέδιο» απάντησε μειλίχια ο θείος και αμέσως άλλαξε ύφος: «Εδώ δίνουμε στόχο» συμπλήρωσε ενώ οι περαστικοί πλήθαιναν, όπως και τα ολοένα πιο επικριτικά βλέμματα.

«Ας γυρίσουμε την πλάτη, τουλάχιστον, να μην μας βλέπουν».

Έχοντας την πλάτη τους γυρισμένη προς το στενό από το οποίο θα περνούσε ο στόχος, οι δύο Μαυρομιχαλαίοι κοιτούσαν προς τα πίσω, εκεί όπου βρισκόταν η κουστωδία τους. «Δεν γίνεται να περιμένουμε ως την άλλη Κυριακή» ψέλλισε ο Γιώργης.

«Δεν γίνεται και να κάνουμε γιουρούσι στο Κυβερνείο» απάντησε απογοητευμένος ο Κωνσταντίνος.

«Να πάμε να τον περιμένουμε έξω από την εκκλησία;» ρώτησε ο Γιώργης.

«Καλό είναι να πηγαίνουμε με το σχέδιο. Όποιος κάνει του κεφαλιού του στο τέλος το βρίσκει ανοιχτό» απάντησε ο θείος του. «Στην εκκλησία θα πάμε μόνο αν περάσει από εδώ» πρόσθεσε και τότε είδε τους φρουρούς να κουνάνε χέρια και πόδια.

Γύρισαν ασυναίσθητα τα κεφάλια τους προς την κατεύθυνση που έδειχναν τα χέρια και τα πόδια για να αντικρύσουν τη λεπτεπίλεπτη φιγούρα του Κυβερνήτη να περπατά διστακτικά, με τους δύο φρουρούς του να τον ακολουθούν κοιτάζοντας διερευνητικά προς όλες τις κατευθύνσεις.

«Πάμε! Από μπροστά και στην εκκλησία» είπε κοφτά ο θείος και ο ανιψιός έσπευσε να τον ακολουθήσει καθώς βάδιζε ταχύτατα και αποφασιστικά προς τον Κυβερνήτη.

Οι δύο άντρες κοιτούσαν τον έκπληκτο Κυβερνήτη να κοιτάζει πότε τον έναν και πότε τον άλλον, ενώ οι φρουροί κόλλησαν τα χέρια τους στην κοιλιά τους, εκεί όπου από τα ζωνάρια εξείχαν οι λαβές των πιστολιών. Η απόσταση μίκρυνε απότομα στα πέντε μέτρα μέσα σε λίγες στιγμές και τότε πρώτος ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης και μετά ο ανιψιός του, Γιώργης, έσκυψαν το κεφάλι βγάζοντας ταυτόχρονα τα φέσια τους και υποκλίθηκαν.

«Κύριε Κυβερνήτα, καλημέρα» είπαν αποφασιστικά για να εισπράξουν την ανταπόδοση με μια ελαφριά μετακίνηση του ψηλού καπέλου του.

Συνέχισαν τον βηματισμό τους ατάραχοι, προσπερνώντας και τους απειλητικούς φρουρούς, στρίβοντας στο πρώτο στενό που βρήκαν.

«Γρήγορα, στην εκκλησία» φώναξε ο θείος.

«Πάμε, τον έχουμε» απάντησε ενθουσιασμένος ο ανιψιός.

Κέντρο Ναυπλίου 06.15

Παρατηρούσε έντρομος κάθε παράθυρο που άνοιγε, κάθε στενό που διέσχιζε ή προσπερνούσε, κάθε λεπτομέρεια που μπορεί να έκρυβε τον διάβολο.

«Αν αυτός δεν είναι ο τελευταίος μου περίπατος, καλύτερα να σκίσω την επιστολή που έγραψα χθες» σκέφτηκε αισιόδοξα, κάνοντας σχέδια τα οποία θα μπορούσαν να προκαλέσουν το αυθόρμητο χαμόγελο του Θεού του. Ήταν μια σκέψη εντελώς παράδοξη, αν σκεφτεί κανείς την τεράστια ποσότητα αδρεναλίνης που παραγόταν στον οργανισμό του εξαιτίας του άγχους του. Χτύπησε τις τσέπες της μαύρης ρεντιγκότας για να αισθανθεί το διπλωμένο χαρτί και πέρασαν δύο στιγμές μέχρι να συνειδητοποιήσει πως η επιστολή βρίσκεται στην μπλε ρεντιγκότα που είχε ξεσκίσει ο αφηνιασμένος αδέσποτος σκύλος. Ξαφνικά, είδε δύο ανθρώπους να περπατούν απειλητικά προς τα πάνω του. Η αρχική παγωμάρα έφερε την ακινητοποίηση, η αποκωδικοποίηση των τεκταινόμενων ήρθε μετά, τρομακτική και αδυσώπητη: ήταν ο γιος και ο αδελφός του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, του υψηλού κρατούμενού του. Δεν ακουγόταν ανάσα στο σκηνικό, καθώς οι δύο βιαστικοί κύριοι μπροστά του, επιβράδυναν απότομα και με μια ελαφριά υπόκλιση, κρατώντας στα χέρια τους τα φέσια, τον καλημέρισαν. Ακούμπησε με τον αντίχειρα και τον δείκτη του δεξιού του χεριού το γείσο του καπέλου του, χωρίς να γυρίσει να τους δει καθώς τον προσπερνούσαν, αγωνιώντας μήπως κάποιος πρόσεξε τα τρεμάμενα δάχτυλά του. Οι εκπνοές των δύο φρουρών πίσω του όταν οι Μαυρομιχαλαίοι εξαφανίστηκαν, πιστοποίησαν το δικαιολογημένο φόβο του. Αλλά να που έχει δίκιο: Όλες αυτές οι εικασίες περί απόπειρας δολοφονίας δεν είναι τίποτε άλλο από μια παρανοϊκή ανάγνωση της κατάστασης. Θα μπορούσαν να του επιτεθούν, να προκαλέσουν μακελειό. Αλλά αυτοί εξαφανίστηκαν σαν τα ποντίκια πριν από τη φουρτούνα.

«Τα πράγματα είναι σύνθετα, αλλά η φυσική ροή της ζωής θα φέρει μπροστά στα πόδια μου την επίλυση» ψέλλισε, σπεύδοντας να αποδώσει τις ευχαριστίες του προς στον Κύριο του.

«Σε ευχαριστώ Κύριε που εισακούστηκε η προσευχή μου» είπε υψώνοντας λυτρωμένο το βλέμμα του προς τον ουρανό.

Η ανακούφιση που ένιωθε έγινε καύσιμο για να επανέλθουν στο μυαλό του επιδιώξεις, παράταιρες λίγα λεπτά πριν…

«Θα πραγματοποιήσω επίσημη επίσκεψη στην Αγία Πετρούπολη» είπε στον εαυτό του σχεδόν χαμογελώντας.

«Θα την καλέσω στην Κέρκυρα για τις θερινές διακοπές της» σκέφτηκε και το χαμόγελο παραλίγο να γίνει εμφανές ακόμη και στους περαστικούς.

Οι ψαλμοί ακούγονταν ολοένα και πιο έντονοι και εκείνος ένιωσε σαν να φτάνει σπίτι του.

Στενά του Ναυπλίου, 06:17

«Ήρθε η στιγμή να πληρώσει. Θυμήσου τον πατέρα με τις χειροπέδες, να τον περιφέρουν σαν ζωοκλέφτη, τους δανειστές να μας χτυπάνε τις πόρτες» μιλούσε φτύνοντας λέξεις, εικόνες για να γεμίσει με οργή τον θείο του, καθώς τρέχανε μαζί προς την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα.

«Θυμήσου το σχέδιο» του απαντούσε εκείνος, αλλά δεν εισακουγόταν.

«Θυμήσου την απόγνωση της γιαγιάς, τους νεκρούς μας» συνέχιζε ο Γιώργης και μόνο τότε ο θείος του κατάλαβε πως ο ανιψιός προσπαθούσε να εμψυχώσει τον ίδιο του τον εαυτό.

«Παιδί μου, θυμήσου πως έρχεται ένας γιος για σένα… Την έγκυο γυναίκα σου. Μην αφήνεις την οργή να σε παρασέρνει» του φώναξε ο θείος ανάμεσα στις λαχανιασμένες ανάσες του. «Πρέπει να βγούμε ζωντανοί». 

«Θυμήσου πως σε εξευτέλισε την πρώτη φορά που συναντηθήκατε, σχολιάζοντας τα ακριβά ρούχα που φορούσες» συνέχισε ο Γιώργης απροσπέλαστος σε οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα πέρα του μίσους. Στην τελευταία του φράση ήταν πλέον ξεκάθαρο: Απευθυνόταν στον εαυτό του, υπενθυμίζοντάς του την πρώτη συνάντηση που είχε με τον Κυβερνήτη και την ταπείνωση που εκείνος του επεφύλασσε. Είχε προετοιμαστεί φορώντας τα πανάκριβα ρούχα που είχε αγοράσει από την Ιταλία, θέλοντας να τον τιμήσει. Αλλά εκείνος μόλις τον είδε τον αποπήρε, με απαξιωτικά σχόλια για την ενδυμασία του την ώρα που οι πολίτες της χώρας λιμοκτονούσαν. Σχεδόν τον έδιωξε!

Οι δυο τους έτρεχαν σαν μανιασμένοι, με τον θείο να χάνει όλο και πιο πολλά μέτρα από τον ανιψιό του. Η απόσταση μεταξύ των μεγάλωνε σε κάθε τους βήμα, αλλά η σκέψη πως θα φτάσουν πριν από τον ανυποψίαστο Κυβερνήτη δυνάμωνε τις αντοχές τους. Το Ναύπλιο ξυπνούσε νυσταγμένο από τα ποδοβολητά, αλλά όχι και ανήξερο…

«Έλα, κάτσε εδώ, εγώ πάω πιο μέσα» είπε του θείου του σκυμμένος με το πρόσωπο στη γη και τις χούφτες του να πατάνε στα γόνατά του. Εκείνος ανάσαινε βαριά, το αναψοκοκκινισμένο του πρόσωπο είχε μαλακώσει σαν ζύμη που παίρνει χρώμα, αλλά τουλάχιστον η είσοδος του ναού μεγάλωνε όλο και περισσότερο στα μάτια του. Αφού έκαναν το σταυρό τους μπήκαν στον πρόναο. Ο βηματισμός τους τώρα δεν ήταν εχθρικός, τα κεφάλια τους ήταν πιο συγκαταβατικά, χαμήλωναν στην πρώτη ευκαιρία, στην κάθε εικόνα…

«Βοήθησέ με, Θεέ μου, να απαλλαγούμε από αυτόν τον τύραννο, να σώσω την οικογένειά μου και το λαό σου» ψέλλισε ο Γιώργης, καθώς στάθηκε στον προθάλαμο, στο ημίφως δεξιά της πόρτας. Έβλεπε τον θείο του να κάνει με τη σειρά του το σταυρό και να χτυπάει τα χείλη του με τα μάτια κλειστά.

«Ευλόγησε αυτά τα όπλα» αντιλήφθηκε να λέει και μετά το βιαστικό «Αμήν» τον είδε να σφίγγει το μαχαίρι στη χούφτα του.

Άγιος Σπυρίδωνας 06:20

Τα εκατό μέτρα απρόσμενης αγαλλίασης καταναλώθηκαν αλόγιστα βρίσκοντας ένα πρόωρο, ανεπιθύμητο τέλος στη θέα της μαύρης κάπας του Γιώργη Μαυρομιχάλη. Η πρωτόγνωρη παράλυση που ένιωσε στο κεφάλι του δεν αποτυπώθηκε στα σταθερά βήματά του, τα οποία μοιραία τον φέρνουν δύο μέτρα από την είσοδο της εκκλησίας, τους εχθρούς του, το τέλος. Στο μουδιασμένο του μυαλό μια μόνο σκέψη εμφανίστηκε, μοναχική και μακάβρια:

«Αυτό λοιπόν είναι το τέλος μου;».

Στην αναζήτηση για κάποιον από μηχανής Θεό, στρίβει το κεφάλι του αριστερά αντικρύζοντας τον Κοζώνη να παρακολουθεί ατάραχος, όμως δεν του μοιάζει με τέτοιον. Δεν προχωράει, δεν έχει δώσει εντολή στα πόδια του να κινηθούν προς τα εμπρός, στέκεται αποσβολωμένος ένα βήμα πίσω από τον τερματισμό, αλλά δεν είναι έτοιμος.

«Θεέ μου. Γιατί τώρα; Γιατί εδώ; Τι παιχνίδι είναι αυτό;» αναρωτιέται.

Με τις ερωτήσεις αναπάντητες γυρνά το κεφάλι του προς το σπίτι του υπουργού των Στρατιωτικών, Παναγιώτη Ρόδιου, αλλά τα σφαλισμένα παράθυρα δεν του δίνουν πρόσβαση στα ενδότερα, ούτε έστω μια πρόσκαιρη λύση σε ένα αναπόφευκτο δράμα. Οι μύες του έχουν κλειδώσει, ίσως η επιλογή της οπισθοχώρησης να μην μοιάζει πλέον τόσο αυτοκτονική. Αυτή η δραματική περιδίνηση του απευκταίου αλλάζει ολοκληρωτικά τις σταθερές της σκέψης του.

«Κοίτα πως στέκομαι ακίνητος, εγώ που σιχαίνομαι την ακινησία. Κοίτα πως ακινητοποιήθηκα, εγώ με την τεράστια δίψα» αποκρίθηκε στον εξαφανισμένο Θεό του.

Και να οι τρεις τους ακλόνητοι και εύθραυστοι, πρωταγωνιστές του δράματος που οι ίδιοι έχουν γράψει, έτοιμοι για τη μεγάλη σκηνή, ένα φινάλε αντάξιο των ιστορικών ονομάτων και επιδόσεων τους. Ο Λεωνίδης παρατηρεί τους δύο επίορκους φρουρούς που κινούνται αργά και διακριτικά προς την είσοδο, ο Κοζώνης παρακολουθεί τους δύο Μαυρομιχαλαίους, εκείνοι τον Κυβερνήτη, που παρακολουθεί συνεπαρμένος και ανήμπορος την κατάρρευση του εφήμερου κόσμου που είχε προλάβει να οικοδομήσει στα λίγα μέτρα που μεσολάβησαν από την πρώτη τους συνάντηση μέχρι την εκκλησία…

«Τελικά, δεν σεβάστηκαν τα λευκά μου μαλλιά», σκέφτηκε περιπαιχτικά αποδεχόμενος το τέλος.

Όλα απέχουν ένα βήμα πριν το τέλος. Ντροπιασμένος από την ολιγωρία του, αναγκασμένος να αποδράσει από έναν κόσμο που δεν τον καταλαβαίνει, κάνει το βήμα που πυροδοτεί την κίνηση των Μαυρομιχάληδων! Βγάζουν τα φέσια τους με το ένα χέρι, τα όπλα τους με το άλλο και ορμούν κατά πάνω του.

Το διήγημα του Γιώργου για τις τελευταίες ώρες του Καποδίστρια γράφτηκε για λογαρισμό του artscript.gr.