Σήμερον κρεμάται επί ξύλου: Η Μεγάλη Πέμπτη και η Μεγαλύτερη Προσδοκία…

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Μ. ΠΕΜΠΤΗ, ΜΕΡΑ ΤΡΕΜΑΜΕΝΗ όμορφη σαν νεκροταφείο

με κατεβασιές ψυχρού ουρανού

Γονατιστή Παναγία κι αραχνιασμένη

Τα χωμάτινα πόδια μου άλλοτε

(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος θα πρέπει να ήμουν)

Οι και δύο και τρεις ψυχές που δύανε

Γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα.

 ΣΩΣΤΟΣ ΘΕΟΣ.

Όμως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του γουλιά γουλιά

καθώς του είχε ταχθεί

έως ότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.

Χάθηκαν τα βουνά.

Και τότε αλήθεια φάνηκε πίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας

Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην.

(Ο Οδυσσέας Ελύτης αισθάνεται με λέξεις μέρα τη μέρα, την Μεγάλη Εβδομάδα)

Ο τελευταίος δείπνος! Η μαζοχιστική σχεδόν ανάγκη να γευτείς τη χαρά της φιλίας, του μοιράσματος, του νιασίματος, της οικειότητας του κρασιού και ενός ζεστού φαγητού. Να καθίσεις γύρω από τραπέζι γιορτινό, στρωμένο όμορφα με φαγητά φτιαγμένα κυρίως από αγάπη και με καλά τραπεζομάντιλα και σερβίτσια. Να στολίσεις ένα βάζο με ανοιξιάτικα αγριολούλουδα. Να ‘χεις ανοιχτό παράθυρο να μπαίνει μοσχοβολήστε ο αέρας ο ανοιξιάτικος, μίγμα πασχαλιάς, κυκλάμινου, ανθών λεμονιάς και νυχτολούλουδου. Να ανεμίζει ελαφρά, σα κύμα, η λευκή κουρτίνα. Να ‘χει η αρμονία, η γαλήνια, η ευδαιμονία του δείπνου, του τελευταίου δείπνου, την υπόσχεση της ομορφιάς που παρ’ ολίγον αγγίχτηκε και μετά γλίστρησε και έφυγε και πάει. Να μοιάζει η γαλήνη αιωνιότητα και πως το κακό, δεν βρίσκεται έξω απ την πόρτα και μοχθηρό, όλο θάνατο και σκοτάδι καραδοκεί να σε καταπιεί δίνοντας του την τελευταία και μεγαλύτερη οδύνη. Η καθημερινή σταύρωση, ετοιμάζεται. Η προδοσία χαμογελάσει πλάι σου, πίνει απ τογ λυκό κρασί σου, σου τρυφερεύει. Πολύ πιο μισητή απ το ίδιο το τέλος. Πολύ πιο ύπουλη, ραδιούργα, ψεύτρα, απατηλή. Και εσύ κάθε μέρα να μοιράζεις το ψωμί σου και να προκαλείς: «έλα, λοιπόν, πρόδωσε με να τελειώνουμε». Για έναν που θα σε προδώσει, υπάρχουν άλλοι 11 να σ αγαπούν και να πονέσουν με τον χαμό σου και την απουσία σου… «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας. Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται, ο των αγγέλων βασιλεύς. Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται, ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις. Ράπισμα κατεδέξατο, ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ. Ήλοις προσηλώθη, ο νυμφίος της Εκκλησίας. Λόγχη εκεντήθη, ο υιός της Παρθένου. Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ. Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν»… Και η νύχτα δε ξημερώνει. Βαραίνει ο αγέρας απ τα λουλούδια που ανασαίνουν μόνο τα βράδια. Χρώματα, αρώματα, να μπλέκονται, με υπογραμμίστηκα, βασανιστική την ομορφιά τους. Θα μαραθούν, θα πεθάνουν πάνω στον τάφο του σπουδαίου νεκρού…

Ότι όμορφο γεννιέται, να πεθαίνει κιόλας! Τι θλιβερό! Τι ειλικρινές! Τι αδυσώπητο μαρτύριο και καταδίκη… Τα άνθη μπλέκονται σε στεφάνια και στολίδια. Το τελευταίο αντίο. Και ύστερα… η προσμονή… γιατί πάντα, σε κάθε θρησκεία, όλες τις εποχές των ανθρώπων, Ανάσταση των δικών μας νεκρών αγαπημένων, επιθυμιών, προσδοκιών, προσευχών, θα προσδοκούμε. Αμήν… 

Τα έργα τέχνης με θέα τα Θεία Πάθη της Μεγάλης Πέμπτης, είναι με την σειρά: Τιντορέττο και Μυστικός Δείπνος, Λεονάρντο Ντα Βίντσι και Μυστικός Δείπνος, Πολ Γκογκέν και Χριστός στο Όρος των Ελαιών