
Κάποτε Κορυφάσιον, Βαρίνος ή Αναβαρίνος, Αβαρίνο και Ναβαρίνο ή Ναυαρίνο, Port-de-Jonc, Zonglon ή Ζόγγον ή Ζόγγος, μέρος με τα σφεντάμια, Château Navarres ή Σπανοχώρι, δηλαδή το χωριό των Ισπανών και Αναβαρίν…

…Η Πύλος! Σ αυτό το χρυσό απ την αμμουδιά τόπο, τον πράσινο από τα δέντρα και γαλανό από τον ουρανό και το Ιόνιο πέλαγος, κατοικούσαν οι άνθρωποι από τα βάθη της ύπαρξης τους.

Από το 6.500 π.Χ. οι άνθρωποι αφήνουν εδώ τα ίχνη τους, όσο υπήρξαν και υπάρχουν…

Η Πύλος! Την ίδρυσε ο μεγαρέας Πύλος και γνώρισε τόσο μεγάλη ακμή και δόξα με τον Νηλέα που ο Όμηρος την αποκαλεί πόλη του Νηλέως.

Εκεί, στη πλούσια, «όμορφη», «με ωραία ακτή» και «ημαθόεις», δηλαδή «αμμουδερή», Πύλος, βασίλεψε ο Νέστωρ, ο γιός του Νηλέα βασίλεψε για χρόνια πολλά και ήταν ο σοφότερος, ο πιο σώφρονας, καλόγνωμος, εξαιρετικός ομιλητής και με πολλές γνώσεις, ανάμεσα στους Έλληνες των επικών χρόνων.

Σε ολόκληρη την ελληνική μυθολογία, με τους γεμάτους αδυναμίες θεούς και ανθρώπους, ο Νέστορας παραμένει ο μόνος ακέραιος, μια προσωπικότητα που διακατέχεται από όλα όσα οι αρχαίοι θεωρούσαν σημαντικά, τη σοφία, τη δικαιοσύνη και τη φιλοξενία.

Ο Νέστωρ πήρε το προσωνύμιο Γερήνιος, από τη χώρα των ιπποδαμαστών Γερήνιων στη Μεσσηνία, όπου βρισκόταν, όταν ο Ηρακλής σκότωνε τον πατέρα του και έντεκα από τα αδέρφια του, επειδή ο Νηλέας αρνήθηκε να τον βοηθήσει στην κάθαρση για τον φόνο του Ιφίτου.

Γλίτωσε εκείνος, ο Νέστωρας, μα ο Απόλλωνας, ένιωθε πως τον αδίκησε σκοτώνοντας, μαζί με την αδελφή του την Άρτεμη, όλους τους συγγενείς του. Του κάνε δώρο λοιπόν, μια ζωή πλούσια σε άθλους και κατορθώματα αλλά και τεράστια σε διάρκεια, για περισσότερο από τρεις γενεές.

Ο Όμηρος όλο μελετά στα έπη του, το κύπελο του Νέστωρα από το οποίο έπινε κρασί και νερό. Ήταν μεγάλο, ολόχρυσο, περίτεχνο, με τέσσερις λαβές, σκαλισμένο με πουλιά και κλαριά από δέντρα και ήταν -λέει- τόσο βαρύ που ακόμα και οι πιο δυνατοί πολεμιστές δυσκολεύονταν να το σηκώσουν. Ο Νέστορας όμως, αν και γερασμένος, το έπαιρνε στο χέρι του και έπινε με ευκολία.

Σύμφωνα με τον Παυσανία, η ομηρική Πύλος ήταν στο ύψωμα Κορυφάσιο, βόρεια πάνω από τον κόλπο της Βοϊδοκοιλιάς. Εκεί ήταν, όπως έλεγαν, το σπίτι και ο τάφος του Νέστωρα, και κοντά του ο τάφος του Θρασυμήδη, ενός από τους επτά γιούς του και εκεί ήταν και η σπηλιά όπου έβαζε ο μυκηναίος βασιλιάς τις αγελάδες του.

Το ανάκτορο του Νέστωρα βρέθηκε 6 χιλιόμετρα βορειοδυτικά από το Κορυφάσιο, στον Επάνω Εγκλιανό.

Τα ερείπια του ανακτόρου σε συνδυασμό με τις περιγραφές του Όμηρου βεβαιώνουν ότι το εκτεταμένο βασίλειο του Νέστωρα, που έφτανε μέχρι τον Ταΰγετο ήταν το δεύτερο σε ισχύ, ακτινοβολία και πλούτο, μετά τις Μυκήνες.

Εκατό καράβια έστειλε στην Τροία ο Αγαμέμνων, ο αρχηγός της πανελλήνιας εκστρατείας, ενενήντα ο Νέστωρ.

Και ήρθε ο χαλασμός και οι ξεσηκωμένοι και κάηκαν τα μυκηναϊκά, πλούσια και μεγάλα και διώροφα ανάκτορα της Πύλου και εγκαταλείφθηκαν και μόνο ο αέρας σφύριζε στα χαλάσματα κοροϊδεύοντας τους ίσκιους των περαστικών, που θα γίνουν και εκείνοι κόκκοι και άμμος σαν τους ήρωες και τους βασιλείς και τους σοφούς, κάποτε…

Ήρθαν οι Αθηναίοι και μετα οι Σπαρτιάτες και ύστερα οι Αβάροι και μετα οι Φράγκοι και οι Ενετοί και οι Οθωμανοί…

.. και πόλεμοι και χαλασμός και ναυμαχίες και καμένα σπαρτά και γη… μα ο τόπος πάντα γλυκός και χρωματιστός, γαλήνευε τις οδύνες και άρχιζε απ την αρχή…

Κάποτε εδώ έγινε η ναυμαχία του Ναβαρίνου.

Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία έστειλαν πλοία να βοηθήσουν τους ξεσηκωμένους Έλληνες, ενάντια στο σουλτάνο και στα πλοία του Ιμπραήμ…

«Οι λαοί, τώρα και χρόνια, σε θρηνούσανε μονάχοι:
Κρίμα Ελλάδα! Ελλάδα κρίμα! Δε σου μένει πια πνοή,
κάθε μέρα αδυνατίζεις, απ’ τις φλόγες και απ’ τη μάχη
Κουφοί πάντα οι βασιλιάδες, οι άμβωνες δεν αντηχούνε,
στ’ όνομα και στα δεινά σου μόνο οι ποιηταί πονούνε.

Τους ζητούσαμε τη δόξα, την παληκαριά να ντύσουν
μέσ’ σε λευθεριάς πορφύρα και ορφανή να μη σ’ αφήσουν
να πεθάνεις στο σταυρό σου. Κάποιο σταύρωσαν λαό…
Τι τους μέλει σε ποιο πάνω τον εσταύρωσαν σταυρό;» – Ναυαρίνο του Βίκτωρα Ουγκό

… Στις 20 Οκτωβρίου του 1827 ξεκίνησε η ναυμαχία του Ναβαρίνου, η τελευταία που έγινε ποτέ με ιστιοφόρα πλοία και κατέληξε σε πανωλεθρία για τον στόλο του Σουλτάνου και ύστερα έγινε η Ελλάδα…

Τριάντα καράβια αρμένιζαν, Κάβο-Μαλιά και Ύδρα
άιντε , τα δέκα ήταν φρα- μωρέ, ήταν φραντσέ-
έρημε Μπραήμη μ’, φραντσέ- μωρέ, φραντσέζικα
τα δέκα ήταν φραντσέζικα, τα δέκα της Αγγλίας
και τ’ άλλα ήταν του Μόσκοβα, του βασιλιά του Ρούσου
μα ήρθανε κι αράξανε στην Πύλο στο λιμάνι,
πιάνουν και γράφουν γράμματα και στο Μπραήμη στέλνουν.
– Φεύγα Μπραήμ’ απ’ το Μοριά.

Σε διάφορα σημεία της Πύλου διάσπαρτα είναι τα μνημεία για τη ναυμαχία του Ναβαρίνου.

Και έχει Μουσεία και εκθέματα και απομεινάρια από όλη την ιστορία του τόπου…

Από δω ήταν ο για τέσσερις φορές Ολυμπιονίκης Κωστής Τσικλητήρας και σώζεται το σπίτι, που γεννήθηκε.

Ο Κωστής Τσικλητήρας, γεννήθηκε στην Πύλο, την 30η Οκτωβρίου 1888, σε αριστοκρατική οικογένεια. Ο πατέρας του γιατρός Ηρακλής ήταν δήμαρχος από νεανική ηλικία και πρόξενος της Γαλλίας στην πόλη, ενώ η μητέρα του Μαριγώ ανήκε στην ντόπια μεγάλη οικογένεια των Καλογερόπουλων, αδελφή του Δημητρίου, βουλευτή, νομάρχη και Έλληνα πρόξενου στην Τύνιδα.

Ο Κωστής Τσικλητήρας, πέθανε σε ηλικία 24 χρόνων από μηνιγγίτιδα, ενώ υπηρετούσε την θητεία του, κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων.

Εδώ η βόλτα είναι πορεία στο χρόνο σαν κινηθείς στον παραλιακό δρόμο της Πύλου ή στο Νεόκαστρο.

Το Νιόκαστρο χρησιμοποιήθηκε σαν φυλακή σκληρή και τραγουδήθηκε πολύ από τη δημοτική παράδοση.

«…Το Κακοσούλι να καεί, τ’ Ανάπλι να βουλιάξει και του Νιοκάστρου οι φυλακές, ο θιός να τις φυλάει, πο ‘χει λεβέντες διαλεχτούς κι ούλο βαρυποινίτες, μέρα και νύχτα καταγής, στον τοίχο ακουμπισμένοι …»…

Το φυσικό κάλος του κόλπου του Ναβαρίνου και της γύρω περιοχής, από τον λόφο στον οποίο βρίσκεται το Παλαιόκαστρο με την εκπληκτική πανοραμική θέα του, η λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας, τόπος ξεκούρασης και ζωής για τα μεταναστευτικά πουλιά και η παραλία Διβάρι, μαγεύουν και ξελογιάζουν…

«… Ξαναβλέπω τους απαλούς, χαμηλούς λοφίσκους όπου θάβονταν οι επιφανείς νεκροί· βλέπω το βιολετί φως στα σκληρά χαμόδεντρα, τα φαγωμένα βράχια, τους τεράστιους βράχους στις ξερές κοίτες των ποταμών να λαμπυρίζουν σαν μαρμαρυγή· βλέπω τα νησάκια να επιπλέουν πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, στεφανωμένα με εκθαμβωτικές λευκές κορδέλες· …»…

«… βλέπω τους αετούς να εφορμούν από τα επιβλητικά απόκρημνα βράχια στις απρόσιτες βουνοκορφές, τις ζοφερές σκιές τους να σχηματίζουν αργά το φωτεινό χαλί της γης αποκάτω· βλέπω τις σιλουέτες των μοναχικών ανθρώπων να ακολουθούν τα ποίμνιά τους πάνω στη γυμνή ραχοκοκαλιά των λόφων και τα δέρατα των ζώων τους όλα με χρυσαφί τρίχωμα όπως τις ημέρες του μύθου·…»…

«… βλέπω τις γυναίκες να μαζεύονται στα πηγάδια μέσα στους ελαιώνες, τα φορέματά τους, τους τρόπους τους, την κουβέντα τους να μη διαφέρει από τα βιβλικά χρόνια· βλέπω τη μεγάλη πατριαρχική φιγούρα του παπά, το τέλειο συνταίριασμα αρσενικού και θηλυκού, τη θωριά του ήρεμη, ειλικρινή, γεμάτη ειρήνη και αξιοπρέπεια· βλέπω το γεωμετρικό σχέδιο της φύσης να ερμηνεύεται από την ίδια τη γη σε μια σιωπή εκκωφαντική.» – Χένρι Μίλερ, όταν ένα καλοκαίρι, με τον Σεφέρη, τον Κατσίμπαλη και τον Λώρενς Ντάρρελ, περιπλανήθηκαν στην Πελοπόννησο, την Κρήτη και τα νησιά του Σαρωνικού…

Η Πηνελόπη Κατσαρέλη, επιχειρηματίας, πάντα, φωτογραφίζει στιγμές, λεπτομέρειες, εντάσεις, με το πάθος του πραγματικού εραστή της τέχνης, έχει αρχείο από 60.000 φωτογραφίες, δύο γιούς, τον έναν στην Μαδρίτη και τον άλλον, τον μικρό της μόλις τον καλοδέχτηκε, αρχιτέκτονα, από την Αγγλία στην Αθήνα και έναν σύζυγο που αγαπά και υποστηρίζει το βλέμμα της στον κόσμο. Ζει στο Αίγιο αλλά όλο και κάπου ταξιδεύει.
