Όταν η γενιά μου έβγαλε error

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Κάθε γενιά φαντάζεται ότι είναι πιο έξυπνη από τη γενιά που πέρασε και πιο σοφή από τη γενιά που ακολουθεί – Τζορτζ Οργουελ

Αφιερώματα στον Ζαν Πολ Γκοτιέ και ποιες Ελληνίδες, αλήθεια, περπάτησαν στις επιδείξεις του. Τότε, που ήταν τεράστιο θέμα αν έφτιαχνε μυτερά σουτιέν και τα φορούσε η Μαντόνα και η Αντζυ Σαμίου. Μικρές ελεγείες και επικά κείμενα. Η μνήμη μιας εποχής και μιας γενιάς, της γενιάς μας, που ασχολήθηκε με το πραγματικά ανούσιο, το φανταχτερό, το υπερτιμημένο, που χρέωσε πιστωτικές για πάρει τσάντες να φαίνεται, φανταχτερό, το λογότυπο, πετσέτες μπάνιου και κουβέρτες από διεθνείς σχεδιαστές, παπούτσια σαν αυτά που φόραγε η Σάρα Τζέσικα Πάρκερ, τον περασμένο αιώνα, ως Νεοϋορκέζα και που αν υπάρχει, έστω και μια γυναίκα στο Μανχάταν να κόβει χιλιόμετρα ποδαράτο, με 12ποντα, να βάλουμε κι εμείς ξυλοπόδαρα να τρέχουμε στις Τρείς Γέφυρες – Κυνοσαργους! Το ανούσιο ως επίκεντρο ζωής! Η σπατάλη στα μικρά πράγματα, στα αντικείμενα που έγιναν θεϊκά σύμβολα, κοινωνικής ανόδου, καταξίωσης και επιτυχίας. Μαζί με τα πούρα Αβάνας, αν ενθυμείστε, τα παλαιωμένα ουίσκι και τα χειροποίητα ανδρικά παπούτσια, σε τιμές που θαρρείς πως το δέρμα αν το χάιδευες θα μεγάλωνε και το σκαρπίνι θα γινόταν μπότα.

Το ανούσιο ως επίκεντρο ζωής

Ήταν η εποχή, στην Ελλάδα που γνωρίζουμε, γιατί σε ξένες μητροπόλεις δεν ξέρουμε τι γινόταν, που όλοι είχαν τίτλους αμερικανικούς CEO και managaραίοι σε κάτι, ακόμα και στα κομμωτήρια και που η σπαστή προφορά στα ελληνικά, σαν τρίτης γενιάς ομογενής στην Αστόρια, ήταν σχεδόν υποχρεωτική. Ήταν η εποχή που περιουσίες τρώγονταν στα μπουζούκια, στα πρώτα και δεύτερα τραπέζια πίστα, σε γαρύφαλλα απ τις κηδείες, σε μεγάλες μεθυσμένες καψούρες εις το όνομα των τραγουδιστριών του ενός σουξέ, σε γραμμάτια για γερμανικό αυτοκίνητο και σε δάνεια για μεζονέτα ασφυκτική, στα νέα Βόρεια προάστεια, προς το Μαρούσι, γιατί για Πολιτεία και Εκάλη, πάντοτε, ούτε λόγος να γίνει. Ο όρος «νεόπλουτος» ως υποτίμηση, λες και είχαμε τιγκάρει στους τίτλους ευγενείας σαν το Λονδίνο και είχαμε να συγκρίνουμε δούκες και κόντηδες με την Τέτα που απ το μανικιούρ – πεντικιούρ έκανε περιουσία. Είχαμε φυσικά πιστωτικές, γιατί το σύστημα μας ήθελε «όπως Αμερική», να είμαστε το credit μας! Αλλά ούτε αυτό ήμασταν, ούτε έχουν τα Σεπόλια 5th Avenue. Και είμασταν χαρούμενοι, με τα διακοποδάνεια για ενοικιαζόμενο δωμάτιο στην Μύκονο, ντάλα Αύγουστο, να κοστίζει το βράδυ όσο ένα μηνιάτικο, χωρίς air condition και μπάνιο – σα ντουλαπάκι κουζίνας. Και εκεί πάντα, ένα βιβλίο και αυτό όχι φανατικά, Bret Easton Ellis και «Λιγότερο απ το μηδέν», η -υπερτιμημένη- λογοτεχνική φωνή των 80s. Σεξ, ναρκωτικά, αλκοόλ, πάρτι, νιότη, παιδιά πάμπλουτων οικογενειών που βαριούνται και γυρνάνε με ακριβά αυτοκίνητα, ψάχνοντας συνεχώς να βρουν κάτι που να μην έχουν δοκιμάσει, μες στην απάθεια και τον μηδενισμό, τρέχοντας στους φαρδιές λωρίδες στους αυτοκινητοδρόμους του Λος Άντζελες. Το τι ταυτιζόμασταν, εμείς με τον Κλέϊ, τον ήρωα του βιβλίου, οι μαθημένοι σε μποτιλιάρισμα στην Πατησίων, με το αυτοκίνητο σε γραμματεία, δε λέγεται!

Ο θορυβώδης πάταγος…

Τα πρώτα κινητά, τα κομπιούτερ με σύνδεση με κάτι καλώδια απ τον ΟΤΕ, τα πράσινα γράμματα, τον ήχο ώσπου να συνδεθούν. Μετά το my space και το face book. Γάμοι στο Island, γεννήσεις στο ΙΑΣΩ, δάνεια για πλαστικές, για χτιστά δόντια, για νέα στήθη, για εμφύτευση μαλλιών, για πιγούνια, για ζυγωματικά, για μεγάλα μέτωπα. Το όνειρο του σκάφους, το μήκος του φουσκωτού, που αν δεν είχες, έπρεπε να χουν οι φίλοι σου. Και η πισίνα φυσικά -όσο πιο μεγάλη τόσο πιο κατάφορος ο πλούτος!- ήταν σημάδι υπεροχής. Όλοι οι άλλοι, όσοι δεν ήταν όσα είχαν ήταν losers. Χωρίζονταν ο κόσμος σε επιτυχημένους και μη. Χωρίζονταν ο κόσμος σε μοδατους, trendy και παλαιό χίπηδες ή άσχετους και «βλάχους». Οι τελευταίοι δεν πήγαιναν για ψώνια στο Μιλάνο δυο φορές το χρόνο, φυσικά! Και οι απ έξω απ όλο αυτό, ήθελαν να μπουν μέσα και οι υπόλοιποι, κόσμος, απλά ήταν! Και μετά; Και ξαφνικά; Ο θορυβώδης πάταγος…

Η επομένη γενιά, τα παιδιά μας, απροετοίμαστοι όλοι, για ένα δυστοπικό παρόν

Τα παιδιά μας μεγάλωσαν, έφυγαν για δουλειές στις πρωτεύουσες του κόσμου, που τα έσοδα τους, ίσα που επαρκούν για τα ακριβά νοίκια και κάνα σούπερ μαρκετ. Είναι οι νέοι που δεν αγαπούν το έξω, αλλά μπορούν να ζουν μέσα απ τις οθόνες των κινητών, των τάμπλετ, των κομπιούτερ, ακόμα και με άλλες, τεχνικές ταυτότητες. Αυτοί που δεν νοιάζονται να κατέχουν, αλλά να ζουν και συλλέγουν εμπειρίες. Καθορισμένοι υπηρέτες και αυτοί, σε ένα σύστημα που εμείς στηρίξαμε με πάθος και ηλιθιότητα. Είναι εκείνοι, που εμείς μεγαλώσαμε και γέμισαν  ερωτηματικά σε σχέση με το τι αξίζει και τι όχι. Μονομάχοι σε μια αρένα ανισοτήτων, ταμπελών, βίας, αυτοκαστροφής, που μόνο οι τέλειοι επιβιώνουν, όπως λένε όλες οι εικόνες απ τις οποίες βομβαρδιζόμαστε, καθημερινά. Και σίγουρα ότι άξιζε για μας, είναι τώρα σκουπίδια, στις χωματερές των αχρηστών πράγματων και του καταναλωτισμού μας. Και ζουν -και ζούμε- σε ένα δυστοπικό τοπίο, όλο τεχνολογία, βομβαρδισμούς από ειδήσεις, νέα, πρόσωπα, διαφημίσεις, που όλο αλλάζουν ταχύτητα και υπάρχει μόνο το αντιφέγγισμα της οθόνης μας, να σκορπίζει σκοτάδια σε στενά διαμερισματάκια, κλειστοφοβικά και σαν κελιά. Και δεν είμασταν προετοιμασμένοι, δεν τα ‘χαμε σκεφτεί, έτσι, τα πράγματα, εμείς, αχ, εμείς οι ηλίθιοι! Τα παιδιά μας στις πρωτεύουσες της Ευρώπης και η γενιά μου, όσοι αντέξανε από εκείνες τις εποχές, απο κάθε λογής treatment of addictions, είναι στην Σιγκαπούρη, στο Ντουμπάι, στη Μόσχα! Τους βλέπω στο Instagram τους, δίπλα σε νέα παιδιά, να μιμούνται την φτιαχτή ευτυχία της πόζας. Σαν selfie στο χείλος του κρατήρα αβυσσαλέου ηφαιστείου που ξερνάει φωτιές και απλώνει κάτω απ τα πόδια μας ρήγματα… όπου να ναι μας καταπίνει, λέτε;

*Εικονογράφηση με λεπτομέρειες αστικών τοπίων από το έργο του σπουδαίου Αμερικανού EDWARD HOPPER