Στην αρχή ήταν το Ποτέ την Κυριακή, με την τεράστια επιτυχία. Η ταινία παίρνει Οσκαρ, Μπάφτα, βραβεία στις Κάννες. Ο Ντασέν έχει πρόταση να κάνει ταινίες με το ίδιο τίτλο για όλες τις μέρες της εβδομάδας. Φυσικά και ο αμερικανοεβραίος σκηνοθέτης αρνείται. Δέχεται όμως να μεταφέρει την ταινία ως μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ. Ίλια Ντάρλινγκ. Οι παραστάσεις θα αρχίσουν τον Μάρτη του 1967. Οι Έλληνες πρωταγωνιστές της ταινίας -εκτός από τον Φούντα που αντικαθίσταται απ τον Κουρκουλο- καταφθάνουν στο Μανχάταν, αρκετούς μήνες νωρίτερα. Κάνουν πρόβες στο Μπρουντγουει, ανακατεύονται με τους έλληνες διανοουμένους, πλουσίους, κινηματογραφιστές που ζουν στο Μεγάλο Μήλο, ανακαλύπτουν νέα κινήματα στην τέχνη, κολλάνε όλοι με τους Μπίτλς, κυκλοφορούν στις μεγάλες λεωφόρους στο κέντρο του κόσμου, με την υπερβολική υγρασία το καλοκαίρι και τους αυτούς χειμώνες, όπου καπνοί βγαίνουν μέσα απ τις σχάρες των δρόμων και τα βλέμματα δεν συνάττουν ποτέ τον ουρανό, μαθημένα στο γκρι της σκιάς που ρίχνουν παντού οι ουρανοξύστες. Το έργο θα παίζεται με sold out το 1967 και το 1968.
Ο Μάνος Χατζιδάκις κάποια στιγμή γυρίζει στην Ελλάδα. Η Μελίνα Μερκούρη και ο Ζιλ Ντασέν προτείνονται για τα σπουδαιότερα του θεατρικού σύμπαντος βραβεία Τονι. Είναι μεσάνυχτα της 21ης Απριλίου, του 1967. Το τηλέφωνο στο Νεουορκεζικο διαμέρισμα του Ντασέν και της Μελίνας χτυπά. Είναι ο Μάνος. Τους λέει πως στην Ελλάδα έγινε Χούντα. Σιωπή. Λεπτά – αιωνιότητες σκέψης. Η αμηχανία της αρχής θα οδηγήσει σε ένα ενστικτώδη αγώνα. Θα απαγορευτεί στο ζευγάρι η δόση στην χωρά για τα επόμενα επτά χρόνια. Η Μελίνα, την επόμενη ακριβώς μέρα, κάνει δηλώσεις στις τηλεοπτικές κάμερες των αμερικανικών μέσων μαζικής ενημέρωσης. “Σας παρακαλώ μην πάτε στη χώρα μου” λέει κλαίγοντας. Για τις δηλώσεις αυτές, η χούντα θα της αφαιρέσει την ελληνική ιθαγένεια στις 12 Ιουλίου του ίδιου χρόνου. Εκείνη θα απαντήσει με το ιστορικό πλέον : “Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα. Ο Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας”. Από τον Νοέμβριο του 1967 και επί τρεις μήνες, το FBI την παρακολουθεί παντού. Υπάρχει προειδοποίηση ότι θα γίνει δολοφονική απόπειρα εναντίον της. Σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις της, που δόθηκε στο Down Town, η Δέσπω Διαμαντίδου θυμάται πως οι Αμερικανοί την επόμενη ακριβώς μέρα περίμεναν σιωπηλοί μπροστά απ το θέατρο για να δουν αν θα παιχτεί η παράσταση η όχι. Μόλις έφτασε η Μέλινα, ο Ντασεν και η Διαμαντίδου, το πλήθος τους παρακολουθούσε ακίνητο και βουβό να κατευθύνονται προς την είσοδο του θεάτρου. Κάποιος έκανε την αρχή. Μετά άρχισαν όλοι να τους χαιρετούν δια χειραψίας. Σαν συλληπτήρια. Και μετά τα φώτα της σκηνής ανάβουν. Και η Μελίνα γίνεται η Ίλια, μια πόρνη στο λιμάνι του Πειραιά, που μοιάζει να μην έχει ιδιαίτερη αίσθηση της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης γύρω της. Έναν αμερικανός τουρίστας, ο Όμηρος, συναντά την παθιασμένη Ίλια και αποφασίζει ότι της χρειάζεται περισσότερη εκπαίδευση μέσω του παραδοσιακού ελληνικού πολιτισμού. Προσπαθεί να τη διδάξει κι η Ίλια είναι πρόθυμη να παρατήσει το επάγγελμα της, μόνο για δύο εβδομάδες.
Η Μελίνα – Ιλια κοιτάζει απ το παράθυρο – σκηνικό, στον χάρτινο, ζωγραφισμένο λιμάνι, την μπογιατισμένη θάλασσα του Αιγαίου και τραγουδά πως θα θελε να έχει ένα και δυο και τρία και τέσσερα παιδιά, που όταν θα μεγαλώσουν όλα θα γίνουν λεβέντες, για χάρη του Πειραιά. Το Μπροντγουει αποθεώνει. Το μπουζούκι σημαίνει για αυτούς αντίσταση. Οι ηθοποιοί εκείνη την μέρα δεν παίζουν για το σοφιστικέ κοινό του Μπρόντγουέι αλλά για την Ελλάδα.
Ο δημοσιογράφος Ηλίας Λυμπερόπουλος γράφει στο διαδίκτυο για εκείνα τα χρόνια στην Νέα Υόρκη: «… ο Μάνος Χατζιδάκις δεν κάθεται να διηγηθεί στο χαρτί -και γράφει τόσο ωραία- όλα εκείνα τα ανεπανάληπτα χρόνια του Μανχάταν, που βγαίνοντας κάθε πρωί από το 117 του 57ου Δρόμου, λιγούρευε στη διπλανή βιτρίνα με τα πιάνα, το Στάνγουέι το εβένινο. Σ’ αυτό το δρόμο και την περιοχή υπήρχαν πολλά γραφεία ατζέντηδων και μπορούσες να δεις ξαφνικά μπροστά σου τον Μπελαφόντε ή τον Μπερνστάιν. Κι ακόμα τον Ηλία Καζάν, που πήγαινε συχνά για καφέ με τον Μάνο στο «Φιγκαρό», ντάουν τάουν, εκεί που είχαν απλωθεί από την πλατεία Ουάσιγκτον ως την Μπλίκερ στριτ τα Παιδιά των Λουλουδιών. Ο ανατολίτης έγραφε τότε το αυτοβιογραφικό βιβλίο του “ο συμβιβασμός” που το έκανε μετά και ταινία. Ο Έλληνας συνθέτης άκουγε τότε πολύ «Μπιτλς» κι έτρωγε τσιζ κέικ στου «Ρούμπενς» ή ξενυχτούσαμε στο «Μπρασερί» και στο «Τζιν’ς Πάτιο» του Γιάννη Δεληπέτρου, στους Οχτώ Δρόμους. Δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για το «Ιλια Ντάρλινγκ», όπως κι ο Ζυλ Ντασσέν, που είχε πάψει από καιρό να πατάει στο θέατρο.
Μόνο εγώ πήγαινα και ξαναπήγαινα κι έβλεπα τη παράσταση, με μιά Μελίνα, που ξεσήκωνε κάθε βράδυ τους θεατές με το μπρίο της κι αργότερα με τα αντιχουντικά συνθήματα της… Θυμάμαι μερικούς από τους επώνυμους θεατές της: Μάρλον Μπράντο, Ροντ Στάιγκερ, Μέι Μπριτ, Βαν Τζόνσον, Εντουαρντ Αλμπι, Νέλσον Ροκφέλερ, Χάρι Μπελαφόντε, Λορίν Μπακόλ, Πίτερ Ουστίνοφ, Αντζελα Λάνσμπουρι και τόσους άλλους…»… Και η Μελινα με τον Ζιλ να οργανώνουν την αντίσταση. Η παράσταση σκίζει πραγματικά αλλά αυτοί θέλουν να γυρίσουν στην Ευρώπη, όσο πιο κοντά στην Ελλάδα μπορούν. Θα αφήσουν πίσω τους την μνήμη μιας μεγάλης επιτυχίας και μια κατάκτησης των ελλήνων θεατράνθρωπων στη μεγαλύτερη θεατρική σκηνή του κόσμου.
Θα αφήσουν πίσω τους θεϊκές ηχογραφήσεις και τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι που εκτός απ την μελώδια των παιδιών του Πειραιά, κάνει μουσική και άλλες ταινίες, όπως το Αμέρικα – Αμέρικα του Καζάν και τις θεϊκές μελωδίες του «Ρεφλέξον». Θα αφήσουν πίσω τα ξενύχτια στα στέκια, τις παρέες, την ελαφρότητα των συζητήσεων και του γλεντιού. Θα αφήσουν πίσω τις επιτυχίες, τις καριέρες, τα χειροκροτήματα, τις μεγάλες κριτικές, τους θαυμαστές. Θα αφήσουν πίσω τους τις συντροφιές με τον Σπύρο Σκούρα, τον Ελία Καζάν, τον Αριστοτέλη Ωνάση, τον Κακογιάννη, τον Τζορτζ Τσακίρη, τον Τζίμυ Γκαλάνο, τον μετρ της μόδας, την Νάνα Μούσχουρη, που ξεκινούσε την καριέρα της, τότε, με τον Χάρυ Μπελαφόντε. Μπροστά του; Η πρόκληση! Ο αγώνας! Και μια ελευθερία. Η μάλλον άλλη μια ελευθερία. Κατά τα αλλά; «Όσο κι αν ψάξω δεν βρίσκω άλλο λιμάνι, τρελή να με έχει κάνει όσο τον Πειραιά. Όταν βραδιάζει τραγούδια μ αραδιάζει και τις πενιές του αλλάζει, γεμίζει από παιδιά»…