Μπορούμε να διηγηθούμε τη συνάντηση με την ποίηση ενός ποιητή που αγαπήσαμε; Μπορούμε να αφηγηθούμε πώς τον διαβάσαμε και πώς μίλησαν στην ψυχή μας οι στίχοι του; Αυτό θα προσπαθήσω να κάνω περιγράφοντας πώς συνάντησα την ποίηση του Εουτζένιο Μοντάλε, όταν είχα περίπου την ηλικία των 20 χρόνων, το 1966 πρωτοετής φοιτητής στην Ιταλία. Ο μόνος τρόπος είναι να κάνεις λίγη αυτοβιογραφία, την αυτοβιογραφία ενός αναγνώστη όπως εγώ, λίγο πολύ στα είκοσι μου χρόνια, με μόνο εφόδιο τα σχολικά αναγνώσματα μιας άλλης χώρας και κουλτούρας, της Ελλάδας, που πέφτει για πρώτη φορά πάνω στους στίχους του Ιταλού Μοντάλε, δεν τους καταλαβαίνει, και γι’ αυτό μένει με ανοιχτό το στόμα και εντυπωσιάζεται. Γι’ αυτήν ακριβώς τη στιγμή θα ήθελα να μιλήσω, της προ-ερμηνευτικής στιγμής, για εκείνο το δεν καταλαβαίνεις που όμως κεντρίζει τη φαντασία, για εκείνη τη στιγμή όπου ένα νέο γλωσσικό σύμπαν ανοίγεται μπροστά σου σαν μια άγνωστη γη, γεμάτη περιπέτεια και μυστήριο, και από αυτό το γλωσσικό σύμπαν αντιλαμβανόμαστε το νεωτερικό μόνο μέσα από ομάδες λέξεων και επιθέτων που είναι ακόμη εξωπραγματικά και σχεδόν προ-γραμματικής.
Τα ιταλικά ήταν μια ξένη γλώσσα που μας μάθαιναν να διαβάζουμε και να γράφουμε, η γλώσσα τρομερά δύσκολων ποιητών όπως ο Δάντης, ο Πετράρχης, ο Αριόστο, ο Λεοπάρντι, ο Μαντζόνι, μ’ άλλα λόγια ήταν μια γλώσσα που δεν μου ανήκε, που δεν μιλούσα ακόμη και είχα μια κάποια επιφύλαξη γι’ αυτή. Έτσι ήταν περίπου η κατάσταση όταν σε ένα φοιτητικό περιοδικό διάβασα για πρώτη φορά ένα ποίημα του Μοντάλε. Και όπως είπα, δεν κατάλαβα τίποτε. Αλλά μπορεί να συμβεί να καταλάβεις χωρίς να καταλάβεις; Διαφορετικά γιατί θα είχα τόσο εντυπωσιαστεί; Ξέρω ότι από αυτό το δεν κατάλαβα με χτύπησε κάτι, άναψε μια σπίθα, και αργότερα όταν κατάλαβα το νόημα και την αξία της ποίησης του Μοντάλε αυτό το κάτι δεν ήταν τόσο διαφορετικό από εκείνο που είχα καταλάβει. Μετά από χρόνια διάβασα, στο δοκίμιο του Έλιοτ για τον Δάντη, ότι δεν ήταν το νόημα αλλά η καθαρότητα των εικόνων που τον είχε σημαδέψει στην πρώτη συνάντηση με την Θεία Κωμωδία, παρά την ελάχιστη ή και παντελή άγνοια των ιταλικών. Γράφει ο Έλιοτ: «οι καθαρές εικόνες του Δάντη αποκτούν μεγάλη ένταση από το γεγονός ότι έχουν κάποιο νόημα∙ αλλά δεν είναι αναγκαίο για μας να ξέρουμε ποιο είναι το νόημα, στην συνειδητή μας επίγνωση της εικόνας πρέπει να κατανοήσουμε ότι υπάρχει ένα νόημα». Αυτό συμβαίνει κυρίως με τους ποιητές που έχουν μια οπτική φαντασία, και πιστεύω ότι ο Μοντάλε είναι ένας από αυτούς.
Από τον Μοντάλε, από τους στίχους εκείνου του ποιήματος που είχε πέσει στα χέρια μου, και από άλλους που έψαξα και διάβασα αργότερα, πάντα σ’ αυτά τα φοιτητικά περιοδικά (πριν ασχοληθώ διεξοδικότερα και επαγγελματικά με την ιταλική λογοτεχνία), από τις λέξεις που συνέθεταν αυτούς τους στίχους και από τη συνάντηση μαζί τους, μου έφταναν σαν μια νέα μουσική, μια νοητική μουσική, που παλλόταν μέσα μου με τρόπο μοναδικό. Κάτι αντίστοιχο μ’ εκείνο που συμβαίνει τις στιγμές που προηγούνται της ερωτικής σύμπλευσης, που τόσο θεσπέσια αναλύει ο Σταντάλ, που μπορεί να συμβεί καμιά φορά στη συνάντηση με έναν ποιητικό κόσμο άγνωστο μέχρι τότε.
Συχνά τη δυστυχία της ζωής συνάντησα:
ένα ρυάκι στραγγαλισμένο που κόχλαζε,
ένα φύλλο στεγνό που ζάρωνε,
ένα άλογο σωριασμένο.
Καλό δε γνώρισα, εκτός από το θαύμα
που αποκαλύπτει τη θεία Αδιαφορία:
ένα άγαλμα μες στη νύστα
του μεσημεριού, και το σύννεφο, και το γεράκι που πετά ψηλά.
Ολόκληρη η ποιητική μου εμπειρία γεννιόταν απ’ αυτούς τους ήχους, απ’ αυτές τις λέξεις, από αυτόν τον αυστηρό Μοντάλε, στα Κόκκαλα σουπιάς, από τη συνομιλία με ένα τοπίο ή μια μέρα σκοτεινή ανυπέρβλητης λάμψης.
Το πορτρέτο του Εουτζένιο Μοντάλε, καθώς και οι εικόνες στο κείμενο του Φοίβου είναι από έργα του Αντρέα Σέριο, καλλιτέχνη και καθηγητή στο International School of Comics στο Τορίνο και τη Φλωρεντία.