
Ο Νίκος Μουτσινάς μετά από πέντε χρόνια -πολλά είναι!- ολοκλήρωσε την εκπομπή «Καλό μεσημεράκι». Μα όμως, τι κλαυθμός και οδυρμός ήταν αυτός στην τελευταία εκπομπή του! Τι παρέλαση τηλεαστέρων, μουσικών αστέρων, ηθοποιών αστέρων, σκέτων αστέρων αδιευκρίνιστης δημοσιότητας, ήταν αυτή! Από την Έλλη Στάη και την Νατάσσα Μποφίλου, στην Ελένη Μενεγάκη και από τον Σάκη Ρουβά και τον Γρηγόρη Αρναούτογλου στην Παπαρίζου, σε τραγουδίστριες κοπέλες ωραίες που δεν ξέρω (λείπω και όσα χρόνια κάνει ο Μουτσινας το Καλό Μεσημεράκι), έναν που τραγουδούσε τους στίχους «τα αστέρια κοιτιούνται, τα -…παύση… – μου κουνιούνται», την κυρία Γιούσεφ να χορεύει πάνω στη σπάλα του Νίκου, το Γωγουλίνι Γαρυφάλλου να θέλει να τον παντρευτεί με ένα νυφικό, αγκαλιάζοντας τον σαν κισσός αναρριχόμενος και πολλούς άλλους! Το σύμπαν τσέπης της ελληνικής τηλεόρασης ήταν εκεί, κεφάτο μεν, κλαίγοντας δε, γιατί αφήνει το σόου του μεσημεριού, ο Μουτσινας που δεν έκλαιγε, καθολου, τουναντίον χαμογέλαγαν και τα τσιγκελωτά του μουστάκια. Προς στιγμήν -ζω και στην αλλοδαπή, τα πάμε!- αγριεύτηκα! Μωρέ μη και τον βρήκε τίποτα τον άνθρωπο -χτύπα ξύλο!- και κάνουν όλοι έτσι; Μπας και τα κατάφερε και βρήκε το κόλπο και βγαίνει νωρίς στη σύνταξη; Μπας και φεύγει και αυτός απ την Ελλάδα και έρχεται προς τα δω στην Εσπερία μετανάστης της κλέφτρας ξενιτειάς που τα παληκαριά και εμάς τις κοπελάρες παίρνει; Μήπως -απίθανο το βρίσκω, απλώς το εξετάζω!- ασπάστηκε τις θεωρίες του Ελον Μασκ για τη σωτήρια της ανθρωπότητας με τον αποικισμό του Άρη και θέλει να εκπαιδευτεί στο διάστημα; Αλλιώς πως εξηγείται τόσο θριαμβικό anthem, τόσος κλαυθμός και οδυρμός και τόσο παρακάλι να μη το κάνει αυτό; Ο Μάρκος Σεφερλής μάλιστα γονάτισε και τον ικέτευε να μη αφήσει την εκπομπή του! Παιδιά μήπως όλο αυτό για να το πούμε και να συνεννοηθούμε με απλά λόγια είναι to much και over acting στα όρια του γκροτέσκ; Πραγματικά ξεχωριστός ο Νίκος Μουτσινάς, ευφυής, με ενσυναίσθηση, με χιούμορ, με θεατρική κουλτούρα που όσο να ναι αν μαθαίνεις ακόμα και παπαγαλία στις σχολές τόσους κλασσικούς και το σπουδαίο θεατρικό λόγο, κάτι σου μένει για να ξεχωρίσεις και κάνεις τη διαφορά στην παρουσίαση και στους αστέρες της, που ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει «ένα μικρό χωριό». Και η εκπομπή ήταν συμπαθητική σε ένα μεγάλο μέρος. Τραγουδάκια, ο ταλαντούχος Νίκος με τις γκριμάτσες και τις ατάκες του, σχολιάκια για ρούχα δανικά και εμφανίσεις κυριών παλιακά, σαν στήλες life style παρωχημένων περιοδικών μόδας. Θέλω να πω πως δεν άνοιξε τρύπα στη γεωγραφία της τηλεόρασης και φίδι μαύρο που μας έφαγε, τώρα, που δε φωνάζει η Βάλια, «Μούτσιιιι… Μούτσιιιι».

Μια ευχαριστη εκπομπή ήταν, όχι σατυρική σαν αυτές του Λαζόπουλου ή της Ελληνοφρένειας, που η πολιτική και η κοινωνία δέχονταν βαθιές νυστεριές! Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το τηλεοπτικό «μικρό χωριό» κριτικάρονταν απαλά, σχεδόν χαϊδευτικά, διότι είναι και όλοι φίλοι μεταξύ τους και ακκίζονταν προς το φακό για να τονίσουν πόσο χιούμορ έχουν που δεν παρεξηγούνται γιατί δεν άρεσε το κορσάζ που διάλεξαν οι ενδυματολόγοι στο Νίκο και το είπε -για παράδειγμα- μεσαιωνική πανοπλία του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου πηγαίνοντας να λευτερώσει τους Αγίους Τόπους και να κατατροπώσει τον Σαλαντίν. Πέρα απ τους διάσημους που εμφανίστηκαν κλαίγοντας στο τελευταίο Καλό Μεσημεράκι, θρηνούσαν και όλοι οι συντελεστές, με λυγμούς, αγκαλιές και παθιασμένα πονεμένα φιλιά, στα πλαίσια βέβαια του καθιερωμένου αποχαιρετισμού στο τέλος της σεζόν, που έχουν τάμα και ρουτίνα οι επαγγελματίες. Για την ιστορία, τα πολυτελή SUV των τηλεαστέρων είναι ήδη, φορτωμένα με ακριβές αποσκευές και κατευθείαν απ τα πλατό φεύγουν για τα πενταστερα ξενοδοχεία κυρίως της Μυκόνου. Άσε που το Σεπτέμβρη πάλι στους ίδιους καναπέδες θα ναι, εμφανώς ανανεωμένοι απ την ξεκούραση και απ το φρεσκάρισμα της ανανέωσης των αισθητικών τους επεμβάσεων.

Επιστρέφοντας, στο θέμα μας, όμως, στο Νίκο Μουτσινά και στο καλοβαμμένο μοιρολόι σύσσωμης της ελληνικής τηλεόρασης και τραγουδιού για την απώλεια μιας καθοριστικά ανώδυνης για τους ίδιους εκπομπής, βρίσκουμε λογικά και ώριμα κριτήρια στον ίδιο για την επιλογή του. Σε συνεντεύξεις του σε ανύποπτο χρόνο είχε πει πως «κάποτε θέλεις να διασκεδάσεις, να γεμίσεις με κέφι, να ανέβεις. Άλλη φορά θες να καθίσεις σπίτι, αβγό, κέλυφος, να θυμηθείς τη μήτρα, στην ησυχία, μόνος σου, να ακούς το γκλου γκλου μες στο κεφάλι σου. Άλλοτε θες να βρεθείς με κόσμο, να συζητήσεις, να ανταλλάξεις απόψεις. Κάποτε θες -που θέλω πολύ- να πας ένα ταξίδι, να ανοίξει λίγο το μάτι σου, να δεις και παραέξω τι γινεται, να φύγει το πλάνο, ν ανοίξει, γιατί το πλάνο έχει στενέψει πια, βλέπουμε πολύ κοντά πια». Γιατί εν πάση περίπτωση θέλει να σταματήσει εδώ γιατί έτσι του! Δεν έκρυψε πως βρίσκει την εποχή πολύ μαύρη και άγρια, πως η μαυρίλα είναι πια αδιανόητη, πως ο κοροϊνος έκανε κοντινό πλάνο σε όλους μας ευθύνης και φόβου και πως σ αυτό το πλαίσιο ο ίδιος δε μπορεί συνέχεια να είναι μέσα στο κέφι, τα γέλια και τη τρελή χαρά. «Όλοι οφείλουμε στον εαυτό μας να σκεφτούμε και να ξεκουραστούμε, γιατί κουβαλάμε μεγάλο βάρος» έχει πει σε δυο τουλάχιστον τηλεοπτικές του συνεντεύξεις. Αξιολογώντας και ιεραρχώντας τις αξίες και τα προσωπικά ζητούμενα του, αφού κατέκτησε τον στόχο – όνειρο του, για ένα stand up comedy καθημερινό, κομμένο και ραμμένο πάνω του, έπιασε μεγάλα νούμερα, που μετα είδε να πέφτουν αισθητά, αναθεωρεί, βάζει άλλες προτεραιότητες και πάει άλλα. Ας πάψει ο θρήνος του χορού της δραματικής μας τηλεόρασης στο καλοκαιρινό στάσιμο. Ο ίδιος ομολογεί πως αφού έκανε ψυχανάλυση για εφτά χρόνια, αυτοβελτίωση για πέντε κατέκτησε μια αργή ενηλικίωση, χάνοντας τη μάνα του, αποκαθιστώντας την ύπαρξη του πατέρα στη ζωή του και βάζοντας τις λέξεις «αδέλφια» στη καθημερινότητα. Εξελίχθηκε, άλλαξε, υπάρχει σε μια άλλη εκδοχή του εαυτού του. Υποθέτουμε πως και ο ίδιος θα βαριέται να κρίνει πως έπεσε το μεταλλικό μίνι στη Στυκουδη, για παράδειγμα, που κουκλάρα είναι και χαρτοπετσέτες να κολλήσει στα επίμαχα, πάλι ωραία θα δείχνει. Σε μια εκπομπή, που και ο ίδιος λέει θα ήταν μια «μπούρδα» αν δεν έχει κέφι και ενέργεια, τα χαμηλά νούμερα τηλεθέασης δείχνουν, πως αν δεν στέρεψαν αυτά, τουλάχιστον βγαίναν με κόπο και πως ο κόσμος αλλάζει όσα και όλα εκείνα που τον κάνουν να γελάσει.

Ακόμα και αυτό το τελευταίο επεισόδιο με την παρέλαση αστέρων σε αυτοαναφορική πάντα υπόκλιση προς τον Νίκο όμως, έκανε ένα σύνολο τηλεθέασης της τάξης του 14,2%. Μπορεί, λοιπόν, οι σταρς, οι δημοσιότητες της χώρας, να θρήνησαν, αλλά το κοινό, μάλλον το χει σίγουρο πως θα με τη νέα σεζόν θα δει τον Νίκο Μουτσινά σε μια άλλη εκπομπή, ίσως πιο ξεκούραστη για τον ίδιο και περισσότερο πλουσιοπάροχα αμειβόμενη. Άλλωστε «με όλα αυτά που μας περιμένουν, οι καιροί είναι σκοτεινοί και ακόμα σκοτεινότεροι» έλεγε ο ίδιος στη συζήτηση του με τη Νατάσσα Μποφίλου, άρα δεν είναι κακό να εξασφαλίζεις μεγαλύτερα κασέ για να πληρώνεις άπλετο ρεύμα και να φωταγωγήσεις τα σκοτάδια. Κατανοούμε, παρηγορούμε τους πληγωμένους, δακρυσμένους για την απώλεια αστέρες και τους αγαπούμε για όλη αυτή την αγωνία επιβεβαίωσης λάμψης και ισχύος που καταβάλουν. Γιατί; Διότι και εμείς αυτοβελτιωνόμαστε. Τι; Μόνο ο Μουτσινάς!

Τώρα, στα αλήθεια, θα λείψει το «Καλό μεσημεράκι» και ο Νίκος Μουτσινάς στο τηλεοπτικό κοινό; Όχι ως προσωπικότητα, που είναι χαρισματικός και με ότι κι αν καταπιανόταν καλλιτεχνικό ή επικοινωνιακό θα βγάζε πέρα. Όχι. Σαν προϊόν ενός μέσου αχόρταγου, με εύκολες λύσεις, με προχειρότητά συχνά, που αναδεικνύει πρόσωπα για να αναζητήσει και να καθιερώσει άλλα, με την ίδια ευκολία; Όλοι ξέρουμε την ισχύι της μεγάλης αρχής πως «εσύ δε λείπεις από την τηλεόραση, αλλά αυτή λείπει από σένα». Με τη νέα σεζόν, άλλες τηλεοπτικές συνήθειες θα εξαφανίσουν κάθε άλλη και θα μείνει μόνο μνήμη στις ρετρό τηλεοπτικές στήλες και στη βικιπαίδεια. Μα τι λέω; Ήδη από την επομένη μέρα, η εφήμερη συνήθεια θα έχει αντικατασταθεί και κάθε θέμα θα έχει ξεχαστεί. Η τηλεόραση εκ των πραγμάτων θέλει την παρουσία για να θυμόμαστε την ίδια την ύπαρξη του σταρ. Για τον Νίκο λοιπόν, με την βεβαιότητα πως έχει πλήρη συνειδητή του παιχνιδιού στίχοι του Ντίνου Χριστιανοπούλου, εξαιρετικά αφιερωμένοι: Ὅ,τι μας γλύκανε, το ξέπλυνε ο χρόνος κι η συναλλαγή, εκείνοι που μας χαμογέλασαν βουλιάξαν σε βαθιά πηγάδια και μείναν μόνο κείνοι πού μας πλήγωσαν, εκείνοι πού αρνήθηκαν να τους υποταχτούμε»…
