Μάνες! Πως κοιτάς στα μάτια τις μάνες τους;

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

«… Τα ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα, μου τα ’πες με το πρώτο σου το γάλα. Μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι, εσύ κοιτάς τ’ αρχαία σου τα κάλλη και στις αρένες του κόσμου, μάνα μου Ελλάς, το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς…»!

Αυτές, αυτές, οι λέξεις ιερών και θείων του Γκάτσου νυν και αεί γιατί εμείς δεν τις πετυχαίνουμε. Ποιες να βρεις;

Πατρίς; Θρησκεία; Οικογένεια;  «Ελλάς; (πυρ!), Ελλήνων; (πυρ!), Χριστιανών; (πυρ!) «Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;» που έγραψε και ο μέγας Σεφέρης. Και ψωμί; Παιδεία; Ελευθερία; Αυτή η τελευταία άραγε σε σόλο καριέρα ή σε αναφορική ερώτηση με το «θάνατος» παλαιότερο σύνθημα – έμβλημα, πιθανόν πάντα αναπάντητο και ζητούμενο ρητορικά!

Γύρω τα Εξάρχεια – νησί, ανάμεσα στο Πολυτεχνείο, το Χημείο, τη Νομική. Καφέδες, στριφτά τσιγάρα ή άσσος κασετίνα! Οδομαχίας. Μια πόλη σε πόλεμο. Στολές απ τη μια, μαντήλια στα πρόσωπα και μαύρα ρούχα στην άλλη. Λέγε. Τι θα γίνει μετα;

Η γενιά του Πολυτεχνείου. Αίγλη. Δέος. Σέβας. Τεχνοκράτες. Οι πρώτοι στις δουλειές με ξενικούς τίτλους. Μάνατζερ και εξεκιουτιβ. Και από εξουσία εξαργυρωμένη, αλλάζουνε κι αυτοί! Στο περιθώριο; Νεκροί! Κουμής, Κανελοπούλου, Καλτεζάς, Γρηγορόπουλος. Ο κύκλος δεν κλείνει ποτέ. Μόνο αέναα θυμάται μια επέτειο και ζητά τα ρέστα του σε αίμα! Ο φόβος, το τυχαίο, το οριακό, η κακή στιγμή συναντιούνται! Στη μάνα της Σταματίνας Κανελλόπουλου, πες το αυτό ή του 15χρονου Μιχάλη Καλτεζά. Στις μανάδες πες το. Όχι εκείνο μόνο που θυμηθήκαμε και κάνουμε όλοι copy paste του Μάνου Χατζιδάκι, πως ««Όταν έχω να κρίνω ανάμεσα σ’ ένα παιδί 15 χρόνων, που πετάει μολότοφ, κι έναν τριαντάρη εκπαιδευμένο αστυνομικό, που κρατάει πιστόλι, εγώ είμαι με το μέρος του παιδιού και όχι του αστυνομικού. Εκτιμώ βαθύτατα ένα παιδί που εξεγείρεται και βγαίνει στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί, έστω κι αν υπερβάλλει, έστω και αν κρατάει μολότοφ. Και δεν εκτιμώ καθόλου έναν αστυνομικό που το πυροβολεί. Ό,τι και αν έχει γίνει, όπως και αν έχουν τα πράγματα, θεωρώ τραγικό λάθος την αθώωση του αστυνομικού. Και πολύ κακό μήνυμα, που στέλνουμε στα νέα αυτά παιδιά, το υγιέστερο κομμάτι της κοινωνίας μας, που δεν έχει ακόμη διαφθαρεί, όπως εμείς». Και το παιδί, τα παιδιά σκοτώνονται και Χούντα δεν έχουμε, αλλά νεκρά παιδιά, κρατάμε!

1980 ήταν. Επτά μόλις, νωπά χρόνια απ το τέλος της χούντας. Ιάκωβος Κουμής, ετών 26, φοιτητής της Νομικής, απ την Κύπρο και Σταματίνα Κανελλοπούλου, ετών 19, εργάτρια! Λαϊκό και Ιπποκράτειο υπογράφουν για δυο ζωές ένα πρόωρο, παράλογο τέλος. Πικρά στόματα απ τα δακρυγόνα. Χείλη – περισπωμένες να ξυραφίσουν κάθε υποψία μελλοντικού χαμόγελου. Εκείνος έδειχνε πως θα γινόταν ποιητής και ήταν ταγμένος στην απελευθέρωση της Κύπρου και ενάντιος σε κάθε αδικία. «Γυρεύω µια σταγόνα λευτεριάς στα βήματά σου και συ µ’ αρνηθείς για τα συμφέροντά σου» έγραφε ένα μήνα νωρίτερα απ το θάνατο του. Πρόλαβε να ζήσει Αττίλα, αγνοουμένους, μανες και αδελφές με μαύρα μαντίλια, βουβές, πεθαμένες, σα χορός αρχαίας τραγωδίας να κρατάνε ασπρόμαυρες φωτογραφίες αγαπημένων, φιλημένων ανδρών που κανείς, ποτέ δεν αποκρίθηκε τι έγιναν. Πρόλαβε, να υπηρετήσει φαντάρος την πατρίδα, να αγαπήσει, να παντρευτεί, να σπουδάσει, να ονειρευτεί, ελεύθερη Κύπρο, δίκαιο, έναν όμορφο αυριανό κόσμο. Καθόταν σε μια καρέκλα σε ένα καφενείο στο Σύνταγμα, εκείνο το βράδυ. Τον χτύπησαν από πίσω!…  (… Γη του ξεραμένου λιβαδιού, γη της πικραμένης Παναγιάς, γη του λίβα, τ’ άδικου χαμού, τ’ άγριου καιρού, των ηφαιστείων. Χρυσοπράσινο φύλλο, ριγμένο στο πέλαγο…)…

Πεθαίνουν στα νοσοκομεία. Από τα χτυπήματα των γκλομπ. Λένε και πότε κανείς δεν βγήκε να απαντήσει, πως ο Κύπριος φοιτητής είχε σφαίρα από πυροβόλο όπλο!

 (… Sometimes I feel like a motherless child. Long way from my home. Sometimes I wish I could fly, like a bird up in the sky…)…

Η Σταματίνα Κανελλοπούλου ήταν 21 ετών. Ήταν εργάτρια. Ξυλοκοπήθηκε άγρια από αστυνομικούς έξω από το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία». Ήταν μια μικρόσωμη, κοπελίτσα. Μονή της. Επικίνδυνη ή εύκολος στόχος για κοτζάμ άνδρες, ένα εύθραυστο γυναίκειο σώμα – στόχος; Σύμφωνα με την ιατροδικαστική εξέταση έφερε 18 σοβαρά τραύματα στο κεφάλι και είχε δεχθεί πολλαπλά χτυπήματα στο σώμα. Αχός από θλίψη, στοίχειωμα, το κλάμα της μάνας της. Η ανιψιά που δεν γνώρισε ποτέ και πήρε το όνομα της, η Ματίνα Κανελλοπούλου, πριν λίγα χρόνια σημείωσε σε κάποια ιστοσελίδα πως «… ο αδερφός της που την έχασε και δεν το ξεπέρασε ποτέ με πεθαίνει, ο πάππους μου το ίδιο, η γιαγιά μου, με λίγα λογία όλοι οι άνθρωποι της οικογένειας, οι φίλοι της, ο αρραβωνιαστικός της, οι άνθρωποι που συνάντησε στην πορεία της ζωής της, που τόσο άδικα τέλειωσε. Για κάποιους είναι απλά ένα πρότυπο, μια ιδέα, λοιπόν για μένα είναι ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ. Και ντρέπομαι που ακόμα θέλετε να την κατηγοριοποιήσετε, ήταν παραπάνω από ένα κόμμα, ήταν ένας άνθρωπος. Στο πέρασμα αυτών των 26 ετών με έχουν πλησιάσει πολλοί άνθρωποι και (οργανισμοί), για προσωπική τους διαφήμιση. Έχω νιώσει τόση περηφάνια που είναι θεία μου, αλλά και απελπισία γιατί θα μπορούσε να γίνει πολλά περισσότερα από ένα όνομα στην ιστορία, θα μπορούσε να ζήσει, να κάνει οικογένεια, να γελάσει, να κλάψει και να νιώσει. Όλοι μας θα ζήσουμε ή θα πεθάνουμε για τις επιλογές που θα κάνουμε. Δεν είμαι εδώ για να κρίνω και δεν θα το κάνω. Αλλά ελατέ για μια στιγμή στην θέση της μητέρας, του πατερά και του αδερφού που ξέρουν ότι η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ τους υπέστη 18 ρο παλιές στο κεφάλι και ένας θεός ξέρει πόσες στο σώμα και προσπαθήστε να ζήσετε μετα από αυτό…»…

Οι γονείς των δύο άτυχων νέων κατέθεσαν μηνύσεις, χωρίς ποτέ να δικαιωθεί η μνήμη των παιδιών τους. Η Κυβέρνηση αρκέστηκε στο να πει: «Και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ σπάθην κρατεί στα χέρια του για να αμυνθεί εναντίον των δαιμόνων. Δεν κρατεί άνθη», προσπαθώντας να δικαιολογήσει τη χρήση βίας των ΜΑΤ, ενώ πολλοί έκαναν λόγο για προβοκάτσια. Οι δολοφόνοι των ΜΑΤ, δεν συνελήφθησαν ποτέ. Εφτά χρόνια μετά, όσοι αστυνομικοί κατηγορήθηκαν για τα επεισόδια της 16ης Νοεμβρίου, αθωώθηκαν….

1985: Μια σφαίρα, σε εκείνες τις εκδηλώσεις για το Πολυτεχνείο, βρίσκει την πλάτη έναν 15χρονο! Είναι ο Μιχάλης Καλτεζάς. Δεν συμμετείχε καν, στα επεισόδια. Τελικά, τον έκαναν να συμμετείχε… (τ’ αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει, όποτε ακούω από τότε ακορντεόν κι έχει σαν στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει, δε θα περάσει ο φασισμός)… 

Η Αθήνα, την επόμενη μέρα της δολοφονίας του, εμπόλεμη και έρημη την Αθήνα, με ήχους από μπότες και κλαγγές από όπλα και γκλομπ να κροταλίζουν στις ασπίδες. Μυρίζει υγρασία και καίγανε τα μάτια. Για το νεκρό αγόρι. Και απ τα δακρυγόνα. Ο  15 χρόνων Μιχάλης, έφυγε με μια σφαίρα στο πίσω μέρος, στο κεφάλι. Ούτε στο νοσοκομείο δεν πρόλαβε να φτάσει. Πάει…

Δεν τολμώ να μπω καν στα ανθρώπινα! Ποια ήταν η τελευταία τους σκέψη; Πόνεσαν; Πρόλαβαν να συγχωρέσουν, να νιώσουν φόβο, να γεμίσουν θλίψη για το χρόνο που δεν ένιωσαν; Να σκέφτηκαν τις μάνες τους και ποιος θα τους πάει την είδηση; Ποιος θα πει στις μανάδες τους, πάει το παιδί σου;; Και εκείνες; Οι μάνες, λέω, πως συνέχισαν μετά; Και οι οικογένειες και οι αγάπες τους, οι αδελφές και οι αδελφοί, οι πατεράδες; Ποιον θα φιλούν στα ανοιξιάτικα μάγουλα, ποιου βήματα θα περιμένουν, πότε θα νομίσουν πως γυρνάει το κλειδί το λατρεμένο παιδί που δε θα επιστρέψει ποτέ, στα χάδια, στην αγάπη, στην ζωή; Ποια παρηγοριά; Ποια ίχνη ανθρώπου που σκότωσαν να μένουν πίσω; Ένα σημείωμα; «Μαμά, θα αργήσω το βράδυ, σε φιλώ…». Μια κάλτσα πεσμένη που κάποτε σήκωνε καβγά; Ένα τετράδιο που δεν θα γεμίσει ποτέ; Πως αντέχεται τα ανθρώπινο, κατακρεουργημένο απ το ανυπόφορα απάνθρωπο; Νικημένο από μια σφαίρα και ένα ματωμένο γκλομπ;

(… γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου, πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου…)

Και πέρασε και ο καιρός και πάει… και περνάμε σιγά σιγά και εμείς, με σιτεμένες μνήμες και μια αιωρούμενη απόγνωση συμπεριφοράς για τα όσα ζήσαμε και όσα μας βρήκαν και τα όσα πιστέψαμε και τα ακόμα περισσότερα που μας διαψεύσανε. Λέμε, και πάλι, ψωμί και παιδεία και ελευθερία… και πούντα; Θυμόμαστε ταμπέλες και ετικέτες να κολάσουμε σε κούτελα και να χρωματίσουμε ιδεολογίες… (… Τα παιδιά δεν έχουν μνήμη, τους προγόνους τους πουλούν

και ότι αρπάξουν δε θα μείνει, γιατί ευθύς μελαγχολούν.…)…  Είναι κόκκινο σκούρο σαν από ανθρώπινο αίμα βαμμένοι οι Νοέμβρηδες στην χωρά μας. Και να, που ο Δεκέμβρης αρπάζει, βυσσινί και πένθιμο και αγριεμένο.

«… πέρασε η ψυχούλα μου, πέρασε απάνω απάνω… Αχ έφυγε και χάθηκε, χάθηκε μέσα στα αστέρια. Θα βάλω στο μαντήλι σου τρία καλά του κόσμου, τον ήλιο και τον άνεμο και το λαμπρό φεγγάρι…»…

Κάποτε ήμουνα θλίψη για εκείνους που χάθηκαν έτσι, τώρα είμαι φόβος, μάνα και εγώ, με παιδιά στην ηλικία εκείνου του αγοριού, του Γρηγορόπουλου, με ίδιο βλέμμα στο φακό, να σε κοιτάει στη καρδιά μέσα, λίγο τρυφερά και λίγο κοροϊδευτικά και σα να σου απαντά «έλα, ρε μάνα!  Μα αυτή τη ζακετούλα! Θα την πάρω μη κάνεις έτσι». Δεν είναι η ζακετουλα καμάρι μου! Είναι που μα αυτην, προσεύχομαι σα να σε έχω αγκαλιά, να μη πάθεις τίποτα. Μη πας, απόψε, μη πας χθες, μη πας, ποτέ…δε το λες, τη τελευταία φορά, δε το ξέρεις… «Ζακετουλα να πάρεις», λες. Σαν τη μάνα σου και εσύ.

6 Δεκεμβρίου 2008. Το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου 2008, ο 15χρονος μαθητής Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος, βρισκόταν εκεί μαζί με τον φίλο του Νίκο Ρωμανό, για να γιορτάσουν την ονομαστική του εορτή, ενώ λόγω και της ημέρας -Σάββατο- οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμο. Λίγο πριν τις 9 μμ, ένα περιπολικό της αστυνομίας που περνούσε από την περιοχή δέχτηκε αποδοκιμασίες ή κατ’ άλλους και αντικείμενα από ομάδα νεαρών. Στη συνέχεια απομακρύνθηκε, αλλά οι δύο αστυνομικοί επέστρεψαν πεζοί, και ένας εξ αυτών, ο ειδικός φρουρός Επαμεινώνδας Κορκονέας στόχευσε ευθεία προς το πλήθος πυροβολώντας δυο φορές, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος. Το περιστατικό συνέβη στη διασταύρωση των οδών Μεσολογγίου και Τζαβέλλα. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος, καθώς σύμφωνα με την ιατροδικαστική εξέταση η σφαίρα διαπέρασε την καρδιά και καρφώθηκε στον 10ο θωρακικό σπόνδυλο. Οι αστυνομικοί έφτασαν περπατώντας μέχρι το περιπολικό και έφυγαν από την περιοχή. «Ζακετούλα να πάρεις»…

Η μάνα του Αλέξανδρου, χτισμένη στα μαύρα πια, η Τζίνα Τσαλικιάν, όταν το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λαμίας «έσπασε» τα ισόβια για τον πρώην ειδικό φρουρό, τον Κορκονέα και του επέβαλε ποινή κάθειρξης 13 ετών, όπου εκείνος, μάζεψε τα πράγματά του και πήγε σπίτι του, σημειώνει:  «Το παιδί μου δολοφονήθηκε από ένα στυγερό δολοφόνο και από τον αδίστακτο συνεργάτη του.

Αλλά το παιδί μου δεν δολοφονήθηκε μια φορά. Δολοφονήθηκε ξανά και ξανά από την υπεράσπιση των δολοφόνων και τους υποστηρικτές τους με συκοφαντίες, που αν και καταρρίφθηκαν από τους αυτόπτες μάρτυρες και το βίντεο που κατέγραψε τη δολοφονία, συνέχισαν να επαναλαμβάνονται.

Έχω υποφέρει πολλά και έχω υποστεί όλες αυτές τις δολοφονίες του παιδιού μου και αντί να ακούσω μια ειλικρινή συγγνώμη από τους δολοφόνους και τους συκοφάντες υποστηρικτές τους, αντιμετώπισα τόση εχθρότητα μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, που με εμπόδισε να παρακολουθήσω αυτή τη δίκη. Ήθελα μόνο να φωνάξω δυνατά και να με ακούσει ολόκληρη η κοινωνία: «Εγώ είμαι η μάνα του αδικοσκοτωμένου παιδιού, δεν είμαι η μάνα του δολοφόνου». Οι γονείς όμως του δολοφόνου αντιμετωπίστηκαν με μεγάλη κατανόηση από το δικαστήριο.

Τώρα ήρθε και το ολοκληρωτικό χτύπημα. Το παιδί μου στο χώμα και οι δολοφόνοι ελεύθεροι.

Το άδικο όμως δεν πνίγει μόνο εμένα, πνίγει ολόκληρη την κοινωνία. Την κοινωνία που θέλει να ζήσει ειρηνικά και να χαρεί τα παιδιά της. Αυτή η κοινωνία ας δείξει με όποιο ειρηνικό τρόπο διαθέτει ότι η δικαστική απόφαση δεν συμβαδίζει με το κοινό περί δικαίου αίσθημα».

 Η γενιά του «εδώ Πολυτεχνειο» γίνονταν τεχνοκράτες με ξενικούς τίτλους και ισχυροί και επίτροποι στην Ευρώπη και ξερόλες και εξουσία. Και είχαν πολλά σπίτια στην Εκάλη, ή στον Διονύσιο και παιδιά στα ιδιωτικά και ακριβά αυτοκίνητα να χάσουν πυροβολημένοι σε μια πορεία, καταμεσής σε μια ηλίθια, ορμονούχα, ανοιξιάτικη, αφελή εφηβεία. «Ζακετουλα να πάρεις» μου χει καρφωθεί στο μυαλό αυτή η φράση που λες μια μέρα σαν τις άλλες, που δεν θα ναι τέτοια, μα δεν το ξέρεις… «μα τότε που στη μοίρα μου μιλούσα, είχες ντυθεί τα αρχαία σου τα λούσα και στο παζάρι με πήρες γύφτισσα μαϊμού, Ελλάδα Ελλάδα μάνα του καημού».