Η επίδραση του Ολυμπισμού στην ανθρώπινη πρόοδο

ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΤΣΟΛΚΑ

Η ανανέωση του 18ου αιώνα για την Ιταλική λογοτεχνία πραγματοποιείται με τον κλασικισμό, στην προσπάθεια μιας νέας προσέγγισης της κλασικής αρχαιότητας  ενάντια στον απαρχαιωμένο κλασικίζοντα φορμαλισμό της Αναγέννησης ή καλύτερα στην ποιητική που αυτή είχε δημιουργήσει. Αυτή η διαπίστωση αποκαλύπτει για μια ακόμα φορά την πολλαπλότητα των μορφών του κλασικισμού και την επαναλαμβανόμενη λειτουργία του σε κάθε απόπειρα ανανέωσης της Ιταλικής Λογοτεχνίας.

Η Ακαδημία της «Αρκαδίας» του 1698

Όπως κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης ο κλασικισμός  καθόρισε ένα σύνολο επίσημης τελειότητας, που είχε ως αποτέλεσμα την ανύψωση όλης της Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, έτσι και στον 18ο αιώνα θέλει να καθορίσει, ή καλύτερα να σκιαγραφήσει, την ιδέα της ηρωικής, ακέραιης, αρμονικής και σωστής ζωής. Στο παλιό κλασικό ιδεώδες κυριαρχούσε ένα άλλο. Αυτό δε σημαίνει ότι στον 18ο αιώνα πρόβαλε ένας κλασικισμός ενάντια στον ίδιο τον κλασικισμό, πράγμα που θα ήταν παράλογο, αλλά εκδηλώθηκε ένας νέος κλασικισμός, ενάντια σε μια μορφή παλιάς και καταπονημένης προσέγγισής του. Η Ακαδημία της «Αρκαδίας» ιδρύθηκε το 1698 από μια ομάδα διανοουμένων και λογίων που σύχναζαν στο λογοτεχνικό κύκλο που είχε δημιουργήσει στη Ρώμη η πρώην βασίλισσα της Σουηδίας Χριστίνα (1626 – 1689), η οποία ήταν φίλη με τον Καρτέσιο (1596 – 1650) και τον εκτιμούσε αφάνταστα.

Κατά κάποιο τρόπο οι «ξεκάθαρες και ευκρινείς ιδέες» του Γάλλου φιλόσοφου παρουσιάζονταν σαν αποτελεσματικό αντίδοτο στο «αίσθημα μπαρόκ» και στην ισχύ της εποχής της αντιμεταρρύθμισης. Ο Καρτέσιος προτείνοντας μια συνέχεια και μια σύνθεση της επιστημονικής παράδοσης τής μετά το Γαλιλαίο εποχής συνεισέφερε σε σημαντικό βαθμό στην πολιτιστική ανανέωση της Ιταλίας. Η Αρκαδία πέρα από τη θεσμοθέτησή της και τη φυσιογνωμία της ως Ακαδημία, με «τα τελετουργικά», τους «ιερείς», τους «νομοθέτες», παρουσιάζεται σαν μια προσπάθεια να αποδεσμεύσει την ποίηση από τη χρήση αλληγοριών, που κατέληγαν να αλλοιώνουν τη «λογική» σχέση τέχνη – πραγματικότητα, και ταυτόχρονα παρουσιάζεται σαν μια προσπάθεια να την απελευθερώσει και από τις υπερβολές και τους πλεονασμούς του Μπαρόκ.

Η Ιταλική λογοτεχνία, η πολιτιστική της ανανέωση και η σφραγίδα ενός νεοκλασικού ιδεώδους

Στην Ιταλική λογοτεχνία λοιπόν ο ορθολογισμός λαμβάνει τα χαρακτηριστικά μιας νέας προσέγγισης του κλασικισμού, μετά τις παρεκκλίσεις του 17ου αιώνα και του Μπαρόκ. Ο προγραμματικός και πολεμικός προσανατολισμός της «Αρκαδίας» ήταν η ανοιχτή και εκούσια αντίδραση στην «κακή αισθητική» του Μπαρόκ, με πρόθεση να εκκινήσει μια πολιτιστική ανανέωση με τη σφραγίδα ενός νεοκλασικού ιδεώδους. Η Ακαδημία ονομάσθηκε «Αρκαδία» από το όνομα της ελληνικής περιοχής που ήταν μυθική για την ποιητική και ειδυλλιακή βουκολική της ομορφιά . Ήταν συνώνυμο με την απλότητα και την αυθόρμητη επαφή με τη φύση, όπως και με την αγνότητα και την παιδική καθαρότητα. Τα μέλη ονομάζονταν «ποιμένες» και ελάμβαναν ονόματα ποιμενικά. Η «σύριγξ», δηλαδή η φλογέρα, του θεού Πάνα ήταν το έμβλημά τους και ο Ιησούς Χριστός στη Φάτνη ο προστάτης τους. Ο πρόεδρος έπαιρνε το όνομα «φύλακας», ο τόπος συνάντησης ονομάσθηκε «Παρράσιο δάσος» (Παρρασία ήταν περιοχή της νοτίου Αρκαδίας), το αρχείο ονομαζόταν «δεξαμενή» και οι ακαδημαϊκές έδρες εκτός Ρώμης «αποικίες». Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπήρχε «ιδεολογική εξάρτηση από την αρχαία ελληνική παράδοση» και διαχρονική σύνδεση με την κλασική αρχαιότητα, πράγμα που το αποδεικνύει «ακόμα και η απόδοση στα μέλη της Ακαδημίας ελληνοφανών ή εξελληνισμένων ψευδωνύμων, σχηματισμένων συνήθως από δυο ελληνικά τοπωνύμια ή δηλωτικά ονόματα».  Η παρουσίαση της Ακαδημίας της Αρκαδίας από τον Γερ. Ζώρα αποτελεί σημαντική βοήθεια για τους μελετητές αφού γίνονται και αναφορές σε Έλληνες αλλά και ξένους λόγιους που ήταν μέλη της Αρκαδίας. Ενδεικτικά αναφέρονται λόγιοι αλλά και πολιτικοί και εκκλησιαστικοί άνδρες, στην παρένθεση γράφεται το Ελληνικό ψευδώνυμό τους: Όλοι οι πάπες του 18ου αιώνα, ως παράδειγμα αναφέρονται οι Κλήμης ΙΑ’ (1700 – 1721 Αλνανός Μελήτειος) και Κλήμης ΙΔ’ ( 1769 – 1774 Πιστόφιλος Ηλείος), Ηγεμόνες και μονάρχες όπως ο Βασιλιάς της Σαρδηνίας Εμμανουήλ Β’ (1769 – 1802 Ρουγγέριος Ερυμάνθιος), οι διάδοχοι της Χριστίνας στον Σουηδικό θρόνο, ο Στανισλάος Α’ της Πολωνίας (1702 – 1733 Ευθύμιος Αλιφηρεύς), ο Κάρολος Γ’ της Ισπανίας (1759 – 1788 Ηρακλείδης Σάμιος), κ.α. Από τον κόσμο των γραμμάτων αναφέρονται ενδεικτικά οι: J. Macpherson (1736 – 1796 Αλίδαυρος Ωλένιος), Johann Wolfgang von Goethe (1749 – 1832 Μεγαλείος Μελπομένιος), Giambattista Vico (1668 – 1774 Λαόφιλος Τηρεύς), Pietro Metastasio (1698 – 1782 Αρτύνης Κοράσιος), Carlo Goldoni (1707 – 1793 Πολυξένης Φυγεύς), Vittorio Alfieri (1749 – 1803 Φιλαέριος Ερατόστιχος) κ.α. 

Τα θέματα της Αρκαδικής ειδυλλιακής ποίησης

Το θεματολόγιο της Αρκαδικής ειδυλλιακής ποίησης, όπως η επίδραση και η χρήση κλασικών θεμάτων της ελληνικής αρχαιότητας, αποτέλεσαν την αφετηρία ενός σημαντικού ρεύματος το οποίο ξεκίνησε από τα Βουκολικά του Βιργιλίου (70 –19), συνεχίσθηκε με τον Ναπολιτάνο Γ. Σανατσάρο (1455/56 – 1530) που το έργο του η Αρκαδία σε πεζό και ποιητικό λόγο (1481 – 1496, εκδόθηκε το 1504) αποτέλεσε την πρόταση για μια απλούστερη και περισσότερο ουσιώδη πολιτιστική ζωή, σε αντίθεση με εκείνη της εποχής του, τον Τορ. Τάσο (1544 – 1595), τον Τζ.Μπ. Γκουαρνίνι (1538 – 1612), για να κορυφωθεί με τον πρώτο κυρίως αιώνα της Ακαδημίας της Αρκαδίας της Ρώμης. Μπορεί να κατηγορήθηκε το πολιτιστικό κίνημα της Αρκαδίας σαν ένα φαινόμενο επιφανειακό, τεχνικό και στιλιστικό, όπως και ότι ήταν εκτός του ιστορικό – πολιτικού περιβάλλοντος της εποχής αλλά επέδρασε ως κίνημα στη μετέπειτα λογοτεχνική ιταλική ζωή. Αυτό το αποδεικνύει η μελέτη του έργου των μεγάλων συγγραφέων και ποιητών Τζ. Παρίνι (1729 – 1799), Κ. Γκολντόνι (1707 – 1793) και Β. Αλφιέρι (1749 – 1803). Από τα γνωστότερα μέλη της Αρκαδίας ήταν οι Κ. Γκολντόνι και Π. Μεταστάζιο. Και στους δυο υπάρχουν επιδράσεις του Αρχαίου Ελληνικού πνεύματος.

Γκλοντόνι και Τερέντσιο

Ο θεατρικός συγγραφέας Κ. Γκολντόνι στην κωμωδία Τερέντσιο, που παρουσιάστηκε σε στίχους το φθινόπωρο του 1754 εξασφαλίζοντας μια σημαντική επιτυχία στο συγγραφέα στο πλαίσιο του ανταγωνισμού του με τον Κιάρι, προτρέπει «Αθήνα εξύμνησε τους αθλητές στους ολυμπιακούς αγώνες» και ότι «Η πυγμή, το καλάθι, ο δίσκος άλλων είναι αγώνες» εννοώντας ότι δεν τέρπεται η ψυχή πλέον από αυτά τα αγωνίσματα του ολυμπιακού ιδεώδους αλλά «από ξίφος, δηλητήριο και φωτιά». Αυτή η μικρή αναφορά στον Γκολντόνι είναι ίσως εισαγωγική παρένθεση για να κατανοηθεί ότι οι Ολυμπιακοί αγώνες και τα ιδανικά τους, που θεωρούνταν ευγενή και αναφέρονταν ακόμα και σε μια εποχή που δε διεξάγονταν, βρίσκονται στο προσκήνιο της κλασικής παιδείας και της ευγενούς άμιλλας. Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, η εξύμνηση των ολυμπιονικών φέρει δόξα και στις πόλεις τους. Η πολιτιστική προσφορά της «Αρκαδίας» είναι η επιστροφή στο πνεύμα των κλασικών ιδανικών. Με την προστασία της παράδοσης έρχεται μια νέα λογοτεχνία πιο πειθαρχημένη, αρμονική και ευπρεπής. Όπως λοιπόν η επιστροφή στους αρχαίους κλασικούς την περίοδο της αναγέννησης ήταν το άγγελμα της νέας σύγχρονης ψυχής, έτσι στο πεδίο της Ιταλικής λογοτεχνίας η επιστροφή στην παράδοση είναι το πρώτο σημείο ανανέωσης των Ιταλικών γραμμάτων.

Πιέτρο Μεταστάζι ή Pietro Trapassi

Ο Πιέτρο Μεταστάζιο, όνομα που είναι το εξελληνισμένο ψευδώνυμο τού Pietro Trapassi, αποτελεί ένα μοναδικό φαινόμενο επιτυχίας με τη θεατρική ποίησή του στον 18ο αιώνα. Ο Gravina (1664 – 1718) τον είχε υιοθετήσει από παιδί, επειδή είχε διακρίνει σε αυτόν ένα σπάνιο ταλέντο και τον προόριζε για συγγραφέα τραγωδιών, γιατί η Ιταλία δεν είχε βρει μέχρι τότε έναν ικανό τραγωδιογράφο. Ο Μεταστάζιο σπούδασε τους αρχαίους κλασικούς και αφού πήγε στη Νάπολη, όπου γνώρισε τις πρώτες του επιτυχίες συγγράφοντας λιμπρέτα, εγκαταστάθηκε από το 1730 στη Βιέννη όπου και έμεινε για όλη του τη ζωή (1782). Από το 1731 έγινε poeta cesareo (αυτοκρατορικός ποιητής) και τιμήθηκε όσο κανείς άλλος στην εποχή του. Ο Μεταστάζιο έμεινε φημισμένος από τα 27 μελοδράματά του, τα περισσότερα από τα οποία γράφτηκαν στην πιο παραγωγική δεκαετία της ζωής του από το 1730 έως το 1740. Είχε έντονη εκείνη την αίσθηση της ιδιαίτερης και σύνθετης δραματικής φόρμας, που είναι το μελόδραμα, και της εκφραστικής ενότητας της μουσικής και της ποίησης. Αν και δε μελοποιούσε τα δράματά του, εξευγένιζε και ανύψωνε την ερμηνεία κάνοντας τις άριες να γεννιούνται από τη δράση, δημιουργώντας πρόσωπα και συναισθήματα με τέτοιο τρόπο που αυτά να φαίνονται αυθόρμητα και φυσικά με την ενότητα της ερμηνείας και της μουσικής. Αντιλήφθηκε ότι μουσική και ποίηση έπρεπε να είναι υποθέσεις ενός και μοναδικού δεξιοτέχνη. Όλα τα έργα του Μεταστάζιο βασίζονται σε μια αντίθεση λίγο πολύ έντονη: ανάμεσα στον έρωτα και το καθήκον (Αινείας στη Διδώ) στη στοργή του φίλου και την αφοσίωση του γιου (Αρταξέρξης) στη φιλία και τον έρωτα (Λυκίδας και Μεγακλής στην Ολυμπιάδα) στη φιλία και στη δικαιοσύνη (Η ευσπλαχνία του Τίτο) στην αγάπη για την πατρίδα και την ευγνωμοσύνη του φίλου (Θεμιστοκλής) στην αγάπη για την πατρίδα και διάφορα άλλα συναισθήματα (Αττίλιο Ρέγκολο) ή όπως λεει πιο σύντομα ο Ντε Σάνκτις αντίθεση ανάμεσα στον «ηρωισμό και στη φύση». Αυτή η σύγκρουση διαρκεί για πολύ προκαλώντας στο θεατή ποικίλες και αδιάκοπα νέες εντυπώσεις. Καταλήγει όμως σχεδόν πάντα με την καλύτερη και ευτυχή κατάληξη και λύση, με τη νίκη της αρετής ενάντια στην κακία και στη διαφθορά, του ηρωισμού ενάντια στο πάθος, δηλαδή με την υπερίσχυση του ιδανικού και του συναισθήματος τού περισσότερου ισχυρού πάνω στο περισσότερο αδύνατο. Ο Ντε Σάνκτις καταλήγει «Έτσι ο Αινείας εγκαταλείπει τη Διδώ για να ακολουθήσει τη δόξα, ο Θεμιστοκλής και ο Ρέγκολο συναντούν το θάνατο για την αγάπη της Ελευθερίας, ο Μεγακλής προσφέρει τη ζωή του για το φίλο του και η Αργήνη για τον αγαπημένο της». Όλα καταλήγουν πάντα με ένα ευτυχές τέλος για να δώσουν στο θεατή ένα χρήσιμο ηθικό μάθημα, που όπως περιγράφει ο ίδιος ο ποιητής «έχασε όλη του τη ζωή για να παιδαγωγήσει τέρποντας το ανθρώπινο γένος». Ο χαρακτήρας λοιπόν της τέχνης του Μεταστάζιο είναι η ψυχολογική διαύγεια που εκφράζει ο ποιητής με μια απλότητα και με μια αμεσότητα που αποτελούν τη δύσκολη ευκολία τού στυλ του Μεταστάζιο. Με επιγραμματικό τρόπο ομιλίας εκφράζει τα συναισθήματα καταφέρνοντας να εκφράσει θαυμάσια το πέρασμα των συναισθημάτων στη μουσική και γι’ αυτό μπορούμε να τον οροθετήσουμε σαν ποιητή που μιλάει τραγουδώντας. Είναι άλλωστε γνωστός ο θαυμασμός που εξέφρασαν για το Μεταστάζιο ο Ρουσσώ (1712 – 1778) και ο Βολτέρος (1694 – 1778). Ο Βολτέρος, μάλιστα, τον επαίνεσε λέγοντας «τον μόνον όστις ηδύνατο να συγκριθή με ό,τι η Ελλάς έχει υψηλόν και ωραίον». Σε μια εποχή που το Λυρικό θέατρο ήταν η διασκέδαση και η ψυχαγωγία για τους περισσότερους ανθρώπους τα έργα του Μεταστάζιο γνωρίζουν μια τεράστια επιτυχία σε όλη την Ευρώπη ακόμα και μέχρι τη Βραζιλία. Τα ηθικοδιδακτικά και αρχαιογνωστικά στοιχεία που είχαν αφετηρία τον αρχαίο κόσμο γινόντουσαν σημείο αναφοράς. Η κλασική Ελλάδα είναι συχνά παρούσα στο Μεταστάζιο, αφού πολλά από τα έργα του διαδραματίζονται σε αρχαίους Ελληνικούς τόπους. Στο καλύτερο ίσως έργο του Τα Ολύμπια, η αρχαία Ελλάδα, οι Ολυμπιακοί αγώνες και τα ιδανικά αποτελούν τον καμβά του έργου. Το έργο είναι ένα λιμπρέτο για όπερα του όψιμου Μπαρόκ και του Ροκοκό με θέμα και δομή κλασικίζουσα. Η υπόθεση του έργου παρουσιάζεται, αποκλίνοντας αρκετά από το πρωτότυπο, όπως τη μετέφρασε το 1797 ο πρωτομάρτυρας της ελληνικής ελευθερίας και διανοούμενος Ρήγας Φεραίος (1757 – 1798):

Υπόθεση του Δράματος των Ολύμπιων από τον Ρήγα Φεραίο

«… Κλεισθένης, ο βασιλεύς της Σικυώνος (λέγεται τώρα Βασιλικά, κείται εις τον Κορινθιακόν κόλπον), θέλοντας να υπανδρεύση την περίφημον δια την ωραιότητα της κόρην του Αριστέαν με βασιλέως υιόν, όπου να ενίκησεν εις τους Ολυμπιακούς αγώνας, εκήρυξε την απόφασίν του. Εσυνάχθησαν επί τούτω πανταχόθεν συζητηταί, εν οις και Λυκίδας, υιός του βασιλέως της Κρήτης, έλθών εις περιήγησιν δια ν’ αλησμονήση τον έρωτα οπού είχε συλλάβει περί της Αργήνης, Κρητικής ήγεμονίδος, παρά βουλήν του πατρός του, φί¬λος ειλικρινής του Μεγακλέους, ευγενούς Αθηναίου, λυτρώσας την ζωήν του κινδυνεύσασαν εις Κρήτην από ληστάς ο δε Μεγακλής επήγεν εκεί απελπιζόμενος ότι δεν ημπορεί ν’ απόκτηση εξ αιτίας του πατρός της την ερωμένην του Αριστέαν, φλογιζομένην δι’ αυτόν. Η Αργήνη, απηλπισμένη δια την εγκατάλειψιν, έρχεται να ζή¬ση αγνώριστος εις την Ήλιδα ύπ’ ονόματι Λυκωρίς βοσκοπούλα. Η Αριστέα, περιδιαβάζουσα, την βλέπει, την αγαπά και ξεμυστηρεύονται τους ερωτάς των. Ο Λυκίδας, χάνοντας κάθε ελπίδα ανευρέσεως της Αργήνης, νομίζοντας την εις την Κρήτην, εκθαμβείται εις την Ολυμπίαν από τα κάλλη της Αριστέας, τιτρώσκεται εγκαρδίως και, μην όντας εξησκημένος εις τους αγώνας, παρακαλεί τον Μεγακλή, επιστρέψαντα, ν’ αγωνισθή αντ’ αυτού ως Λυκίδας, δια να τω την απόκτηση, ού¬τος δυσφορών, χωρίς να ειπή τίποτες κατά του φίλου του δι’ ευγνωμοσύνην, αγωνίζεται, νικά, και λαμβάνει ευχαριστίας παρ’ αυτού δια την απόκτησιν της ωραίας, αγνοούντος πώς ο Μεγακλής ήτον πα¬λαιότερος ηγαπημένος εραστής της. Η Αριστέα ευφραίνεται πώς θέ να απόκτηση τον περιπόθητόν της νικητήν, αυτός αθυμεί διατί θε να γίνη εκείνη κτήμα του φίλου του, θυσιάζει με αδημονίαν τον ερωτά του εις την φιλίαν και πίπτει εις τον Αλφειόν να πνιγή, οπούθεν σαγηνεύεται κατά τύχην από τους αλιείς καί αναζή. Μανθάνει το συμβάν η Αργήνη, τρέχει προς τον Λυκίδαν, γνωρίζεται, φανερούται το δόλιον στρατήγημα του περί των αγώνων, εμβάλλεται εις φυλακήν καί καταδικάζεται εις θάνατον. Ό Μεγακλής ζητεί ν’ αποθάνη άντ’ αύτού, η Αργήνη ομοίως. Δεν εισακούονται, καί, τέ¬λος, επάνω εις την στιγμήν της θανατηφόρου ποινής, γνωρίζεται ο κατάδικος ως υιός του Κλεισθένους και αδελφός της Αριστέας…»

Τα του δράματος πρόσωπα

ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ            βασιλεύς της Σικυώνος.

ΛΡΙΣΤΕA         Θυγάτηρ του.

ΑΡΓΗΝΗ        παρθένος Κρητική εξ ευγενών.

ΛΥΚΙΔΑΣ        υιός του βασιλέως της Κρήτης.

ΜΕΓΑΚΛΗΣ   Αθηναίος νέος εξ ευγενών.

ΑΜΥΝΤΑΣ     παιδαγωγός του Λυκίδα.

ΑΛΚΑΝΔΡΟΣ οικείος και μυστικός του Κλεισθένους.

Ή σκηνή του δράματος υποτίθεται εις τάς πεδιάδας της Ήλιδος, εγγύς της πόλεως Ολυμπίας, προς τας όχθας του ποταμού Αλφειού.

Σ η μ ε ί ω σε: Δια να εννοήση καλά ο αναγνώστης το παρόν όρα¬μα, πρέπει να Θεωρήση Νο 9 την επιπεδογραφίαν της Ολυμπίας όπου έχω εις την Χ ά ρ τ αν μου, ομοίως δε και Νο 5 την αυτήν, λεγομένην τώρα Σταυρός, και την Ήλιδα, Καλοσκόπι, κειμένης αμφοτέρας εις τον Μορέαν…»

Μόνο ο λαός μπορεί να αποφασίσει

Είναι σημαντικό επίσης ότι ο Ρήγας Φεραίος, στην εισαγωγή του «Δράματος», περιγράφει τα «παιγνίδια» που περιλαμβανόντουσαν στο αγωνιστικό πρόγραμμα των Ολυμπιακών αγώνων αναλύοντας και κάνοντας παρουσίαση αυτών (Δρόμος, Δίαυλος, Πάλη, Δίσκος, Άλμα, Παγκράτιο, Πυγμή).  Για να ολοκληρωθεί όμως η παρουσίαση του δράματος πρέπει να αναφέρουμε την απόπειρα κατά της ζωής του Κλεισθένη που διέπραξε ο Λυκίδας (απόπειρα πατροκτονίας, όπως θα ανακαλυφθεί στο τέλος, χωρίς να το γνωρίζουν), καθώς και το τέλος το οποίο είναι ευτυχές μετά το ξεπέρασμα του τελευταίου εμποδίου. Αυτό το εμπόδιο ήταν η επιμονή του Κλεισθένη ότι θα έπρεπε να σκοτώσει το γιο του Λυκίδα (Φίλυνθος πλέον) γιατί παραμένει ένοχος θανάτου (όποιος είχε διακόψει την τελετουργία μιας θυσίας, στο τέλος των Ολυμπιακών αγώνων, θα έπρεπε να θυσιαστεί ο ίδιος). Τη σωτήρια λύση τη βρίσκει ο Μεγακλής με το να ανακοινώσει ότι μόνο ο λαός πλέον μπορεί να αποφασίσει για τη ζωή του ενόχου. Έτσι με ένα χορικό στα αρχαία Ελληνικά κλείνει το δράμα με την απόφαση αθώωσης του Λυκίδα. Σχετικά με το θέμα θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι όντως, όπως περιγράφει ο Ηρόδοτος, ο Κλεισθένης είχε μια κόρη ονομαζόμενη Αγαρίστη και ήθελε να την παντρέψει με έναν άξιο νέο. Την ημέρα που ο Κλεισθένης κέρδισε στους Ολυμπιακούς Αγώνες, στην αρματοδρομία, έκανε μια δημόσια προκήρυξη που καλούσε στη Σικυώνα μετά από εξήντα μέρες όποιον ενδιαφέρονταν να γίνει γαμπρός του και μέσα σε ένα χρόνο ο Κλεισθένης θα εξέλεγε τον άνδρα που θα έδινε στην κόρη του. Πολλοί προσήλθαν που ήταν περήφανοι για την καταγωγή τους ή για τον εαυτό τους. Ανάμεσα στους μνηστήρες ήταν ο Μεγακλής και ο Ιπποκλείδης που είχαν έρθει από την Αθήνα. Ο Κλεισθένης αφού τους κράτησε ένα χρόνο μαζί του δοκιμάζοντας τον ανδρισμό τους, τον χαρακτήρα τους, τα επιτεύγματά τους και την ιδιοσυγκρασία τους είχε καταλήξει στον Ιπποκλείδη. Την ημέρα της διαλογής όμως, μετά το φαγητό και την ομιλία γύρω από ένα θέμα, ο Ιπποκλείδης άρχισε να χορεύει. Για να αποδείξει μάλιστα ότι χόρευε πολύ καλά στάθηκε με το κεφάλι του επάνω στο τραπέζι και άρχισε να τινάζει τα πόδια του προς τα επάνω. Ο Κλεισθένης ένιωσε αποστροφή για την αδιαντροπιά του Ιπποκλείδη και έδωσε την κόρη του στο Μεγακλή στο γιο του Αλκμέωνα. Απόγονος αυτού του γάμου ήταν ο Κλεισθένης, που πήρε το όνομα του παππού του από τη Σικυώνα, ο οποίος δημιούργησε τις φυλές των Αθηνών.

Οι επαναστατικοί λόγοι του Ρήγα Φεραίου μέσα από τον Μεταστάζιο

Η επίδραση της εικόνας των αρχαίων ολυμπιακών αγώνων και η γοητεία που ασκούσαν, καθώς και τα μηνύματα που ο Μεταστάζιο ήθελε να περάσει σχετικά με τα ιδανικά και τη σύγκρουση υψηλών και ευγενικών αξιών μέσα από το έργο του, οδήγησαν στη δημιουργία του σκηνικού της Αρχαίας Ολυμπίας. Οι τελικές σκηνές του δράματος δεν είναι τυχαίο ότι διαδραματίζονται μπροστά στο μέγιστο ναό του Ολυμπίου Διός. Ο χορός και το δημοκρατικό ψήφισμα, «χορός ιερέων και άπας ο λαός», οδηγούν στη μεγάλη επίδραση της ελληνικής σκέψης και του Ολυμπισμού, στον οποίο ο Μεταστάζιο διέκρινε όλα εκείνα τα ιδανικά που τον ενέπνευσαν. Η προσπάθεια επίσης επεμβάσεων του Ρήγα στο πρωτότυπο είναι σημεία που θέλει να συνδέσει την αρχαία με τη τότε σύγχρονη Ελλάδα και να σηματοδοτήσει την ανάπτυξη πατριωτικού ενθουσιασμού. Τα Ολύμπια γνώρισαν πάνω από τριάντα μελοποιήσεις και το έργο έτυχε μεγάλης αποδοχής από το κοινό, γνωρίζοντας και μεγάλη εκδοτική επιτυχία. Η αναφορά στους «Έλληνες της Βιέννης και το Θέατρο» είναι πολύ σημαντική για τον μελετητή, όπως και η σύνδεση του ιδεολογικού πλαισίου της αναβίωσης των Ολυμπιακών αγώνων στο τέλος του 18ου αιώνα με τη μετάφραση του Ρήγα και το πώς ακόμα και μέσα από ένα θέμα βουκολικό, αλλά με θεματολογία των Ολυμπιακών Αγώνων, ο Ρήγας έχει στόχους πολιτικούς και επαναστατικούς.

Πως η φιλία κερδίζει τον έρωτα

Το ιδανικό της φιλίας, όπως παρουσιάζεται μέσα στο έργο, είναι το πιο ισχυρό απ’ όλα τα υπόλοιπα, υπερισχύοντας ακόμα και του έρωτα. Η φιλία μεταξύ των ανδρών, όπως του Μεγακλή και του Λυκίδα, είναι μια σημαντική σχέση. Μπορεί κάποιος να θυσιάσει τον έρωτά του για το φίλο του, αφού η φιλία συνδέει πρόσωπα με κοινές ιδέες και ήθη.  Αναφέρεται για παραδειγμα: «…Αλλά πόσο υπέροχα είναι τα λόγια της Αριστέας προς τον αγαπημένο της Μεγακλή στη τρίτη πράξη:

Φίλτατε, τόσον είμ’ εδική σου,  που, όσα πάσχεις, πάσχω εξ ίσου.

Δυνάμει έρωτος εντυπούνται  και εις εμένα διαμορφούνται

αι της καρδίας σου ένδον κλίσεις, και έχω ίσας τας συναισθήσεις.

Εμέ η πίκρα σου με πικραίνει, η ευφροσύνη σου με ευφραίνει,

και ό,τι πράγμα επιθυμήσης,  το ποθώ τούτο κι εγώ επίσης…».

Με πλαίσιο λοιπόν τους Ολυμπιακούς αγώνες δεν είναι τυχαίο που ο Μεταστάζιο θέλει να εξυμνήσει τη φιλία και κυρίως εκείνη μεταξύ ανδρών. Ο Φρ. Ντε Σάνκτις (1817 – 1883) από τους στίχους αυτούς έγραψε την καλύτερη κριτική για την ποίηση του Μεταστάζιο: «Αυτές οι μουσικές παύσεις είναι όπως η άρπα του Δαυίδ που ηρεμούσε το μένος του Σαούλ,  αναζωογονούν την ψυχή και την κρατούν σε ισορροπία μεταξύ παθών τόσο ταραγμένων». Ξεχωρίζουμε: «…Τα Ολύμπια, δράμα του Αββά Μεταστάσιου του Ιταλού, μεταφρασθέν εις την ημετέραν διάλεκτον, Εν Βιέννη 1797, παρά Μαρκ. Πούλιου στίχοι 1443 – 1452:

«ΜΕΓΑΚΛΗΣ:            Τον φίλον τον αγαπητόν εγώ να τον αφήσω!

                        Εις τόσον, φευ, ουτιδανός εγώ να καταντήσω;

                        Τον ηκολούθουν μετ’ ευφροσύνης

                        Εις καλούς χρόνους, καιρούς γαλήνης,

                        Ωσαύτως θέλω μαζί του πάλιν,

                        Ν’ ακολουθήσω και εις την ζάλην……

                        Τας ψευδοφίλους όμως καρδίας

                        Ανακαλύπτουν εις δυστυχίας…».

Τα Ολύμπια είναι το ωριμότερο αποτέλεσμα της Μετασταζιανής ποίησης. Η ελληνική «ιστορία» με τις προκλήσεις των ιερουργιών, του ηρωισμού, του κλασικού παραδειγματισμού συνευρίσκεται με το μυθικό και μεγαλειώδες. Σε αυτό το περιβάλλον και πλαίσιο συγκρούονται στο πρόσωπο του Μεγακλή το μεγαλειώδες καθήκον (φιλία και πίστη) με τα ατομικά συναισθήματα (έρωτας). Τη σύγκρουση, με όχι όμως τα ίδια χαρακτηριστικά, τη βρίσκουμε και στο πρόσωπο του Κλεισθένη. Η λύση όμως στο τέλος προσφέρεται από την αμεροληψία και τη σοφία του λαού, που μπορεί να έχει τέτοια μεγαλειώδη αποστολή στην ιδιαίτερη περίσταση των ολυμπιακών εορτών. Όλα τα πρόσωπα των Ολυμπίων βιώνουν ερεθίσματα συναισθημάτων, ανάμεσα στον έρωτα, στην πατρική στοργή, τη φιλία αλλά και τη συμπάθια για τη γεροντική ευθυκρισία εξ αιτίας της φλογερής συναισθηματικής ζωής των νέων. Ο Λυκίδας μιλά στο τέλος της δεύτερης πράξης και περιγράφει τη σύγκρουση συναισθημάτων και ιδανικών που βιώνει: ….. την ελεεινήν καρδίαν πως την κατασπαράττουσι με έφοδον αγρίαν φιλία και εκδίκησις, συμπάθεια και μήνις, έρως και μεταμέλεια και έλεγχος αισχύνης…». Ο θρίαμβος της φιλίας και του μεγαλειώδους καθήκοντος είναι και θρίαμβος πάνω στα έθιμα της ανθρωποθυσίας αλλά και ένας θρίαμβος της λαϊκής εξουσίας ενάντια στους τυφλούς νόμους της βασιλικής αρχής.

Γενναιότητα, φιλία, τιμή, αγάπη για την πατρίδα

Η γενναιότητα, η φιλία, η τιμή, η αγάπη για την πατρίδα είναι ιδανικά που συνυπάρχουν στα Ολύμπια και οδηγούν τον Μεταστάζιο σε συνεχείς αντλήσεις από τον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό κόσμο. Στα Ολύμπια η θαυμάσια ισορροπία μεταξύ του συναισθηματικού, του αβρού, του ερωτικού, του ηρωικού και του ηθικού χρέους «ταυτίζεται με την προσπάθεια και την ικανότητα των διανοουμένων της Αρκαδίας να αναλάβουν τη διεύθυνση μιας ανανεωμένης ηθικής συνείδησης». Τα χαρακτηριστικά και τα ιδανικά αυτά της άρρηκτης σύνδεσης του Ολυμπισμού με τον Πολιτισμό δε θα μπορούσαν βεβαίως να μην εμπνεύσουν τον Μεταστάζιο. Η έμφαση στις αξίες της ισότητας, της τιμιότητας, της ευγένειας, της δικαιοσύνης, του σεβασμού για τον άλλον, του ορθολογισμού και της κατανόησης, της αυτονομίας, του «αριστεύειν» που ενέπνευσαν τον Ιταλό ποιητή, είναι οι ίδιες αξίες που ενέπνευσαν τον Ρήγα για να μεταφράσει τα Ολύμπια στο πλαίσιο της ηθικής και διδακτικής, με πολιτικές διαστάσεις. Οι αξίες του Ολυμπισμού, του Ανθρωπισμού και των αρχαίων ιδεωδών που είχαν εμπνεύσει τον Μεταστάζιο έδωσαν την αφορμή και το ερέθισμα στο Ρήγα για να τις επαναφέρει στην Ελλάδα με στόχους την τόνωση του λαϊκού αισθήματος και την πολιτιστική ταυτότητα. Οι σχέσεις άλλωστε και οι επιδράσεις της Ελληνοϊταλικού πολιτισμού είναι αναμφισβήτητα αμφίδρομες, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από Τα Ολύμπια.  Τα Ολύμπια δρώμενα, σε ένα χώρο ιερό όπως η Ολυμπία, δίνουν τη δυνατότητα στο Μεταστάζιο να εξυψώσει και να εξυμνήσει τα υψηλά ιδανικά, τα συνδεδεμένα με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Το μεγαλείο της κληρονομιάς του Ολυμπισμού χρησιμοποιήθηκε ως μέσον αναζωογόνησης, ανανέωσης, προβληματισμού, αρμονίας, κοινής ηθικής ρίζας και ιδανικών που γεννιέται στην Αρχαία Ελλάδα, φθάνει στην Ιταλία, ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο, επιστρέφει στην Ελλάδα και φτάνει μέχρι εμάς σήμερα.