
Για τον Νικόλο Μακιαβέλι, ως ποιητή, πλέον, η πίκρα επειδή η Εξουσία και η δράση τού στερήθηκαν, ανταμείβεται από τη συγγραφή του Μανδραγόρα και γλυκαίνεται με τα παιχνίδια. Η συνέχεια της εισαγωγής αποτελεί περισσότερο αυτοβιογραφικό μέσο προβολής, κριτικής και κρίσης: Κι όμως αυτήν (αμοιβή) που τώρα περιμένει/ είναι να δει καθένα σας σκυμμένο/κρυφά ν’ αχνογελά, κρισολογώντας/όσα θα βλέπει εδώ κι όσα θ’ ακούγει./ Δεν είναι δα και δύσκολο το θέλει,/γιατί, θαρρώ, στα χρόνια μας συνήθεια/ το ‘χουμε πάντα το κακό να λέμε./ Έτσι τη δίκια στράτα έχουμε σφάλει/ και πια κανείς δεν καταπιάνεται έργα/ μεγάλα, ωιμέ! Γιατί άσφαλτα του φέρνουν/ καταλαλιά και μπόρα στο κεφάλι./ Μ’ αν από σας κανείς, κακολογώντας,/νομίσει πως κρατάει το Μακιαβέλι/ ή πως τον σκιάζει, θα βγει γελασμένος./ Ξέρω κι εγώ να σιγυρνώ, κι ας μάθει/ ξεσκόλισα την τέχνη τούτη πρώτος./ Κι ούτε θαρρώ στην Ιταλία απάνω/ να βρίσκεται πολίτης που ν’ αξίζει/ καθώς εγώ την κάπα και τη σπάθα./ Μ’ αν τους βολεί, οι κακόγλωσσοι ας τσιρίζουν!/

Η κατάκτηση της γυναίκας – εξουσίας, με δόλο και φυσικά χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς!
Αυτή την έξοχη μακιαβελική εισαγωγή θα τη δούμε μέσα στο θεατρικό έργο ο Μανδραγόρας, ως αποτέλεσμα της πολιτικής και φιλοσοφικής σκέψης του. Η ανάλυση της πραγματικότητας και των αδυναμιών για να επιτευχθεί ο στόχος της κατάκτησης της γυναίκας – μεταφορικά της εξουσίας, είναι έργο του παράσιτου Λιγούριου – Μακιαβέλι, ο οποίος, αφού αναλύσει τα δεδομένα με το πρίσμα της γνώσης και της Αρετής – Virtù, δηλαδή ευφυΐα και θέληση, θα δώσει στον Ηγέτη τη λύση για να κατακτήσει τη γυναίκα – εξουσία, με δόλο και φυσικά χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς. Η ταύτιση της μητέρας – θεμέλιο, όπως και του παπά – εξυψωτή του θεού (Τιμόθεος), με την κρίση της οικογένειας και της εκκλησίας είναι προφανής. Έτσι στο Μανδραγόρα εμπεριέχεται και ενσαρκώνεται, μέσω των προσώπων, όλη η φιλοσοφία και η σκέψη του Μακιαβέλι. Το παιχνίδι της εξαπάτησης και της υποκρισίας είναι εμφανέστατο. Στο μοτίβο της υπόθεσης ο Μακιαβέλι στόχευσε σε μια πειστική αλληλουχία περιστατικών, εμποδίων και αποφασιστικών πνευματικών ελιγμών. Σύμφωνα με τη συμβουλή του Λιγούριου ο Καλλίμαχος προσποιείται το γιατρό, ο Νικίας προσποιείται ότι είναι κουφός (Γ’ πράξη, Σκηνή Δ’). Ο Λιγούριος προτείνει στον Τιμόθεο μια ψεύτικη περίπτωση σταματημένης εγκυμοσύνης, πριν να του θέσει την «αληθινή» περίπτωση εγκυμοσύνης. Ο Τιμόθεος χειρίζεται την ηθική διδασκαλία και την ιερή ιστορία για να εξαπατήσει την Λουκρητία. Η δόση του «μανδραγόρα» είναι στην πραγματικότητα κρασί ζαχαρωμένο (Δ’ πράξη, σκηνή Β’). Το αποκορύφωμα είναι η νυχτερινή σκηνή, στην οποία κανένας δεν είναι αυτός που παρουσιάζεται: ο Καλλίμαχος μεταμφιέζεται σε αγόρι που με λαγούτο θα «περάσει» για να τραγουδήσει κάτω από το σπίτι του Νικία, ο παπάς Τιμόθεος για το εγχείρημα θα μεταμφιεστεί σε Καλλίμαχο και ο Νικίας θα αλλοιώσει την εμφάνισή του και θα προσπαθήσει να αλλάξει τη φωνή του. Ο Λιγούριος «καθοδηγεί» τη νυχτερινή ενέδρα σαν μια μάχη και στην ένατη σκηνή της τέταρτης πράξης τίποτα δεν είναι «αληθινό», καμιά λέξη από αυτές που προφέρονται δεν αντιστοιχεί στο «γεγονός». Η βεβαιότητα της υποκρισίας και η ματαιοδοξία του αληθινού φτιάχνουν το κλίμα όλης της κωμωδίας. Ο Νικίας είναι σχεδόν ειλικρινής και γι’ αυτό εκείνο που λέει δεν είναι σχεδόν ποτέ «αληθινό». Όταν προσποιείται ότι είναι κουφός ακουμπάει την αλήθεια με τη συναίσθηση ότι δεν καταλαβαίνει: «Μπρε, νύχτα είναι ή μέρα; Είμαι ξυπνητός ή ονειρεύομαι; Είμαι μεθυσμένος ή ξενέρωτος; Κακό που με βρήκε! Τι ωφελούν τόσα παραμύθια;».

Μια κωμωδία που είναι τραγωδία και ήρωες, χαμένοι!
Ο Καλλίμαχος είναι ένας «ερωτευμένος νέος» , ο λόγος του, όταν δεν είναι προετοιμασμένος από το Ληγούριο, είναι γεμάτος «ερωτικά λόγια» που «προκαλούν γέλιο» όπως εκείνα τα «ανόητα», επειδή παρουσιάζουν διαστρέβλωση και κρίση της πραγματικότητας. Τα λόγια της Λουκρητίας, στο τέλος της κωμωδίας, που τα ακούμε από τον Καλλίμαχο, ανήκουν και δεν ανήκουν σε αυτήν, ανήκουν και δεν ανήκουν στον Καλλίμαχο. Η Λουκρητία είναι εξαπατημένη, αλλά ανακαλύπτει και εκπληρώνει την επιθυμία της. Ο Νικίας εκπληρώνει την επιθυμία του, αλλά είναι εξαπατημένος. Ο Μανδραγόρας παρουσιάζεται σαν ευτυχής ερωτική κωμωδία, αλλά στη σκηνή βλέπουμε περισσότερο «τραγωδία». «Εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα εγώ δεν λέω ποτέ εκείνο που πιστεύω, ούτε πιστεύω ποτέ εκείνο που λέω, κι αν κάποτε μου έρχεται να πω την αλήθεια, εγώ την κρύβω μέσα σε πολλά ψέματα που είναι δύσκολο να την βρουν».
Αν καμιά φορά γελώ ή τραγουδώ
Το κάνω γιατί δεν έχω άλλη διέξοδο
Παρά αυτήν που ξεγελά
Της αγωνίας μου το κλάμα
Λέγοντας και γράφοντας αυτά ο Μακιαβέλι μας δίνει τη δυνατότητα με τη σκέψη και τη θεώρηση του Ηγεμόνα να διακρίνουμε εκείνο που η ταχυδακτυλουργική πλευρά της «ερωτικής κωμωδίας» προσπαθεί να κρύψει.

Ηγεμόνας και Μανδραγόρας, μπορεί και Ηγεμόνας ή Μανδραγόρας
«Για τους ανθρώπους μπορείς να πεις, γενικά, ότι είναι αχάριστοι, ευμετάβλητοι, υποκριτές και ψεύτες, φυγάδες μπροστά στον κίνδυνο, άπληστοι για κέρδος». Το δέκατο έβδομο κεφάλαιο του Ηγεμόνα αποτελεί κριτήριο επιχειρηματολογίας. Ο πολιτικός συγγραφέας πρέπει να εικάσει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι μοχθηροί. Πρέπει να επιχειρηματολογήσει και να δράσει σαν να ήταν όλοι οι άνθρωποι κακοί, γιατί αυτοί όλοι δεν είναι καλοί. Και «ένας άνθρωπος που θέλει να φανεί σ’ όλα καλός, εύλογο είναι να καταστρέφεται ανάμεσα σε τόσους που δεν είναι καλοί». Στον κόσμο του Μανδραγόρα, αντίθετα, η παρουσίαση των ανθρώπων ωσάν άπληστοι, υποκριτές και αχρείοι λειτουργεί ως σταθερά ενός ανθρωπολογικού πλαίσιου που δε δέχεται εξαιρέσεις. Σ’ αυτόν τον κόσμο, το συμφέρον δεν είναι ένα, αλλά η μοναδική δύναμη που ρυθμίζει τις ανθρώπινες σχέσεις. Το συμφέρον μόνο εγγυάται την εμπιστοσύνη του Καλλίμαχου στο Ληγούριο: Σύρος (ο υπηρέτης του Καλλίμαχου): φυλαχτείτε μη σας γελάσει. Αυτά τα κολλητήρια δεν έχουν μπέσα.
Καλλίμαχος: Εμένα μου λες; Μα το συμφέρο του Λιγούριου είναι να δείξει καλή διαγωγή. Του έταξα μια γερή αμοιβή αν πετύχει. Κι αν αστοχήσει, πάλι δε θα χάσει το γιόμα του, γιατί δεν μπορώ να τρώγω μοναχός .
Η «θέληση» του Νικία και της Λουκρητίας να έχουν παιδιά φαίνεται συνδεδεμένη ουσιαστικά με κοινωνικούς και πατρογονικούς λόγους: «…και καθώς έχουν τα ελέη του θεού, ν’ απομένουν άκληροι, τους ματώνει την καρδιά». Σε αυτό άλλωστε επιμένει η Σωστράτη, για να πείσει την κόρη να δοκιμάσει κάθε τι για να θεραπεύσει την ακαρπία: «Δεν το ξέρεις πως γυναίκα δίχως παιδιά είναι γυναίκα δίχως κατοικία; Πεθαίνει ο άντρας σου, μένεις στους πέντε δρόμους. Ποιος σ’ είδε, ποιος σε ξέρει;».

Η «ηθική» των αρχόντων, του κλήρου, της γυναικείας επιβίωσης ή κυριαρχίας
Για το συμφέρον του ο Νικίας είναι πρόθυμος να απατηθεί, να εκδώσει τη σύζυγο: «θέλω να κάμω τη γυναίκα μου πόρνη και τον εαυτό μου κερατά;» και να δηλητηριάσει τον αθώο νεαρό με μοναδική του ανησυχία «να μη φτάσει στ’ αυτιά των Οχτώ!». Το συμφέρον του Παπά Τιμόθεου, «μα τι με κόφτει εμένα; Αν αυτό το πουγκί δεν είναι γεμάτο κάλπικα, θα έχω να ξοδεύω σε καλύτερη μεριά από λόγου τους…» και «όμως θα ‘χω κ’ εγώ την ωφέλειά μου. Τόσο ο σιορ Νικίας όσο κι ο Καλλίμαχος έχουν τον τρόπο τους, και κάτι θα τσιμπήσω από λόγου τους», βρίσκεται στα χρήματα. Η ευσέβειά του είναι σταθερά εμπορεύσιμη: «αφού είναι να ‘ρθουν να με βρουν, ας μην κάθομαι εδώ. Ας πάω να τους προσμένω στην εκκλησιά, όπου πουλάω καλύτερα την πραμάτεια μου…». Ο Τιμόθεος δεν παραμελεί καμιά περίπτωση κέρδους:
Τιμόθεος (στο Νικία): Τί; Σας πέρασε μονομιάς η κουφαμάρα;
Λιγούριος: Ο άγιος Κλήμης τον ελέησε.
Τιμόθεος (στο Νικία): Μεγάλη η χάρη του! Άρχοντά μου, να μας χαρίσετε μια εικόνα του, που να μαθευτεί το θάμα, να κερδίσουμε κ’ εμείς κανένα όβολο.

Στον άκαμπτο νόμο του συμφέροντος του Μανδραγόρα δεν εξαιρείται ούτε η Λουκρητία. Οι αρετές της τιμιότητας και της καλοσύνης που εξυμνούνται δεν είναι άλλο παρά υποστήριξη των κανόνων συμπεριφοράς, που εγγυώνται μια επουράνια επιβράβευση. Μπαίνοντας νύφη στον οίκο των Calfucci, η Λουκρητία κατάφερε να δημιουργήσει ένα πραγματικό σύστημα επιβίωσης, που διευθετούταν από την ηθικά ευσυνείδητη παρατήρηση θρησκευτικών τελετουργιών και με χαρακτηριστικά καθεστώτος γυναικείας κυριαρχίας κύρους . Αυτό το χαρακτηριστικό της παρουσιάζεται και από το Λιγούριο γιατί η Λουκρητία είναι «γυναίκα όμορφη, φρόνιμη, συσταζούμενη, κ’ ικανή να κυβερνήσει ένα βασίλειο». Γι’ αυτή την κατάσταση ο Νικίας έχει γνώση και συναίσθηση:
Νικίας: Απομένει, ωστόσο, ένα εμπόδιο, μπορεί το μεγαλύτερο.
Καλλίμαχος: Ποιο εμπόδιο;
Νικίας: Θα την καταφέρω τη γυναίκα μου; Εκείνη δεν παίρνει από λόγια. Χρυσή να την κάμω, δε μου γίνεται το χατίρι.
Καλλίμαχος: Αυτό μας έλειπε! Αν ήμουν στη θέση σας, θα την έκανα να υπακούει. Στη βάση του «συστήματος» στη Λουκρητία πρέπει να υπάρχει η καταστολή του πόθου, για να μπορεί να ικανοποιεί τους συνειδησιακούς της κανόνες, πράγμα που καθιστά δυνατή μια πιστή συνύπαρξη με τον τρελό και όχι αντάξιο Νικία.

Συνείδηση, αυτοεκτίμηση, υπαρξιακές αξίες και σύστημα
Υπάρχει τέλος η σκηνή της δόσης του Μανδραγόρα και το ζήτημα που θέτεται από τη Σωστράτη και τη Λουκρητία ότι δεν «είναι αυτό πράμα να βαραίνει τη συνείδηση» . Για τη Σωστράτη η αναφορά σε κανόνες συνείδησης είναι φυσικά πολύ λιγότερο σημαίνουσα παρά για τη Λουκρητία, για την οποία αποτελεί σημαντικό κριτήριο αυτοεκτίμησης. Ιδιαίτερα, ο κανόνας της συζυγικής πίστης θεωρείται το αληθινό κέντρο του «συστήματος», γιατί, δεδομένου του εκφυλισμού του μισότρελου συζύγου, η Λουκρητία έπρεπε να συγκρουστεί με τη δεσμευτική δύναμη. Γι’ αυτό και η αντίστασή της είναι τόσο ισχυρή. Όμως όταν ο παπάς εγγυάται ότι πίνοντας το Μανδραγόρα κι ερχόμενη σε σεξουαλική επαφή με έναν άγνωστο νέο, ο οποίος αργότερα θα πεθάνει από το δηλητήριο του βοτανιού: «σου τ’ ορκίζομαι, κυρά μου, στην ιεροσύνη μου πως αν κάμεις το θέλημα του άντρα σου, δεν κριματίζεσαι περισσότερο απ’ όσο αν καταλύσεις κρέας την Παρασκευή. Τέτοια κρίματα ξεπλένονται με το αγιόνερο». Η γυναίκα συναινεί. Η συνάντηση με τον Καλλίμαχο συντρίβει το παλιό σύστημα και η Λουκρητία βιάζεται να δομήσει ένα άλλο. Προδομένη από τον Νικία, από τη Σωστράτη, από τον Τιμόθεο – που δεν θέλησαν ή δεν ήξεραν να υπερασπίσουν τη χρηστότητα του υπαρξιακού κανόνα της – η Λουκρητία στηρίζεται και εμπιστεύεται συνολικά και για όλα μόνο τον Καλλίμαχο: «Σε παίρνω λοιπόν άντρα μου κι αφέντη μου. Εσύ θα είσαι από δω και μπρος ο πατέρας μου, ο προστάτης μου και το μόνο μου αγαθό», σταλμένος από «κάποιο άγιο» ως νέος εγγυητής του συμφέροντος και του ωφέλιμου, χορηγός απόλαυσης «χωρίς όνειδος». Το πολυσυζητημένο ζήτημα ότι η κυρία Λουκρητία δεν θα εμφανιστεί πραγματικά «τέλεια καλή και με τιμή κακή», αφού «οι άνθρωποι δεν ξέρουν να είναι με τιμή κακοί ή τέλεια καλοί, και, όπως μια κακοβουλία έχει μέσα της μεγαλοσύνη, ή είναι εν μέρει γενναιόψυχη, αυτοί δε γνωρίζουν να εισδύσουν σε αυτή» , καθώς η «κακοβουλία» του Καλλίμαχου και της Λουκρητίας δεν έχει μέσα της μεγαλοσύνη, ούτε εν μέρει γενναιοψυχία, αφού εξαπατούν έναν ηλίθιο μισότρελο. Αλλά, αν κοιτάξουμε καλύτερα, η αρχή των «Discorsi sopra la prima Deca di Tito Livio» μας μιλάει για τον πραγματικό κόσμο, τον κόσμο των «σοβαρών θεμάτων» και της σοβαρότητας, στον οποίο δρουν άνθρωποι πραγματικοί, σωστοί, και γι’ αυτό – μεταξύ των άλλων – καλοί ή κακοί.

Μια κτηνώδης ωφελιμιστική διάσταση, ασυνείδητη στο καλό και το κακό
Στο «Μανδραγόρα» οι «άνθρωποι» δεν είναι ούτε καλοί ούτε κακοί, απλά γιατί, πιεσμένοι σε μια κτηνώδη ωφελιμιστική διάσταση, τους λείπει η συνείδηση ότι υπάρχουν καλό και κακό και ότι εναντιώνοντας το ένα στο άλλο δεν συνταυτίζονται. Όλοι εκτός από έναν. Μετά από τον πρώτο συμβιβασμό της Λουκρητίας, ο Λιγούριος αναφέρει στον Καλλίμαχο:

Καλλίμαχος: Τι νέα μου φέρνεις; Μίλα αν είσαι χριστιανός!
Λιγούριος: Τα νέα είναι καλά.
Καλλίμαχος: Λες αλήθεια;
Λιγούριος: Καλύτερα δε γίνονται
Καλλίμαχος: Την κατάφεραν τη Λουκρητία;
Λιγούριος: Την κατάφεραν. Όλα μέλι γάλα.
Καλλίμαχος: Ώστε ο παπάς το έπαιξε το παιχνίδι μας;
Λιγούριος: Αν το έπαιξε! Τον άφηνα εγώ ν’ αγιάσει;
Καλλίμαχος: Α, τον καλό τον άνθρωπο! Θα παρακαλώ παντοτινά για την ψυχή του.
Λιγούριος: (Νόστιμο αυτό. Θαρρείς πως ο θεός ευλογεί το αγαθό και το πονηρό χωρίς διάκριση!). Μόνο σ’ αυτή την περίπτωση ένας χαρακτήρας στο Μανδραγόρα εκφράζει ένα συλλογισμό αυθεντικά ηθικό. Μόνο ο Λιγούριος κάνει το κακό ξέροντας να το κάνει και κατέχει μια συμπεριφορά ανθρώπινης πολυπλοκότητας, που τον καθιστά καλύτερο και χειρότερο από τους άλλους χαρακτήρες, καθώς δεν μπορεί πλήρως να επιλυθεί στην δραματική του αποστολή. Είναι σαν ο Μακιαβέλι να μην αισθανόταν την ανάγκη να παραδώσει πλήρως στη θεωρητική προσέγγιση τού Μανδραγόρα το χαρακτήρα που περισσότερο ήταν συνδεδεμένος με αυτόν. Για το Μακιαβέλι ο Λιγούριος είναι ένας καλός «αναγνώστης» του Ηγεμόνα αφού υπενθυμίζει τις αρχές του 18ου κεφαλαίου γνωρίζοντας ότι «οι άνθρωποι, εν γένει, κρίνουν περισσότερο με βάση τα μάτια παρά τα έργα», «στον κόσμο δεν υπάρχει παρά μονάχα όχλος», «ο όχλος παρασύρεται από τα φαινόμενα και τις επιτυχίες». Αλλά στον κόσμο στον οποίο αυτός καταφέρνει να δράσει, η αρχή της «απάτης-fraude» διευρύνεται με τρόπο υπερβολικό.

Η πολιτική λογική ως καθαρή τεχνική στον κόσμο του Μανδραγόρα
Στον κόσμο του Μανδραγόρα η μοναδική απόδειξη της εξυπνάδας είναι η «απάτη». Κυρίως η μακιαβελική εξυπνάδα του Λιγούριου καλείται να αναμετρηθεί με το πρόβλημα της εξαπάτησης. Η καταστροφική και καταλυτική παρουσίαση του κόσμου του Μανδραγόρα «υποκινήθηκε» από το Μακιαβέλι στα ακραία όρια τη στιγμή που έδωσε στη δράση του Καλλίμαχου το δυϊστικό χαρακτήρα που ο Ηγεμόνας είχε εκχωρήσει απευθυνόμενος στην απελευθερωτική δράση του οίκου των Μεδίκων: «Εδώ υπάρχει πολύ μεγάλη προθυμία… εδώ είδαμε να γίνονται από το Θεό έργα θαυμαστά και πρωτοφανέρωτα… Τα υπόλοιπα πρέπει να τα κάνετε εσείς. Ο Θεός δεν θέλει να κάνει τα πάντα, για να μην μας στερεί την ελεύθερη βούληση και το μερίδιο της δόξας που μας ανήκει». Και ιδού στο Μανδραγόρα η αντίστοιχη προτροπή του Λιγούριου στον Καλλίμαχο:

Λιγούριος: Μόλις ξεπροβάλεις στη γωνιά, εμείς θα χιμίσουμε πάνω σου, θα σου αρπάξουμε το λαγούτο, θα σου δέσουμε τα μάτια, και θα πάμε να σε ρίξουμε στο ξένο κρεβάτι. Τα παραπέρα είναι δική σου δουλειά.
Καλλίμαχος: Όσο γι’ αυτό, ξέρω τι να κάμω.
Λιγούριος: Ξέρεις τι να κάμεις απόψε που είναι βρεγμένο το παξιμάδι. Μ’ αν θέλεις να ξαναγυρίσεις, αυτό κρέμεται από σένα κι όχι από μας.
Καλλίμαχος: Τι λες να κάμω;
Λιγούριος: Κοίτα να την ευχαριστήσεις όσο γίνεται. Πάρε της τον αέρα! Προτού φύγεις το πρωί, πες της ποιος είσαι, μαρτύρησέ της το κόλπο, φανέρωσέ της τον έρωτά σου, και κάμε να σε πιστέψει πως θέλεις το καλό της. Πες της στο τέλος πως μπορείτε ν’ αγαπιέστε χωρίς να το ξέρει κανείς, ενώ αν δείξει έχθρητα, μπορεί να της βγει σε κακό. Είναι αδύνατο να μην τα συμφωνήσετε, αδύνατο να θελήσει η νύχτα αυτή να είναι η τελευταία. Στην πρώτη περίπτωση, η ευκαιρία χορηγείται από τη θεία πρόνοια και η αρετή του ηγεμόνα πρέπει να άρει την Ιταλία από τα ερείπιά της. Στη δεύτερη, η ευκαιρία χορηγείται από την ευφυΐα ενός παράσιτου, ενώ η αρετή του εραστή καλείται να υπερισχύσει ενός αλλόφρονα συζύγου, σχεδόν γέρου και όχι και καλοστεκούμενου. Λέει σωστά ο Λιγούριος ότι «είναι αδύνατο» η Λουκρητία να μη συμφωνήσει. Η αναλογία των λογικών σχημάτων προωθεί τη διαφορά της «υπόθεσης». Στον κόσμο του Μανδραγόρα, η πολιτική λογική παρουσιάζεται σαν καθαρή τεχνική, σαν ένα σύνολο μεταφερόμενων κανόνων στην «πραγματική τους αλήθεια» – τη σύγκρουση μέσα στις κοινωνίες και μεταξύ των κρατών . Αυτό είναι που δίνει νόημα και αξία στην πολιτική λογική.

Το μακιαβελικό στρατιωτικό δοκίμιο «Η Τέχνη του Πολέμου» στον ελαφρύ, ποιητικό Μανδραγόρα
Όταν η πολιτική αποκαλύπτεται σαν καθαρή τεχνική, χωρίς περιεχόμενο, αυτή μας φαίνεται ένας υποβαθμισμένος ορθολογισμός πνευματικής φτώχειας. Για να «χιμίσεις» πάνω σε ένα αγόρι, σε μια σκοτεινή γωνιά της Φλωρεντίας, το οποίο μάλιστα ανυπόμονα δεν βλέπει την ώρα και τη στιγμή για να τον συλλάβουν, ο Λιγούριος «ταξινομεί» τους ανθρώπους του σύμφωνα με τους κλασικούς κανόνες που έχουν ξαναπαρουσιασθεί από το Μακιαβέλι στην Τέχνη του Πολέμου – L’arte della guerra: «Ας μη χάνουμε καιρό. Εγώ θα είμαι ο στρατηγός που θα ορίσει τη διάταξη της μάχης. Στο δεξιό κέρας θα είναι επικεφαλής ο Καλλίμαχος, στο αριστερό εγώ. Στο κέντρο θα στέκεται ο σιορ Νικίας. Ο Σύρος θα κάνει την οπισθοφυλακή, που θα τρέξει να βοηθήσει τον τομέα που θα λυγίσει. Το σύνθημα θα είναι «Άγιος Κερατέας!». Το στρατιωτικό δοκίμιο «Η Τέχνη του Πολέμου» ολοκληρώθηκε από το Μακιαβέλι μεταξύ του Νοεμβρίου 1519 και του καλοκαιριού του 1520. Επομένως συμπίπτουν τα χρόνια συγγραφής του με εκείνα του Μανδραγόρα. Στο «θλιβερό καιρό – tristo tempo», όπως υποδηλώνει ο Πρόλογος της κωμωδίας, αντιστοιχούν τα «νωχελικά χρόνια – oziosi tempi» όπως ονομάζονται στο προοίμιο του βιβλίου Τέχνη του Πολέμου:

«Αποφάσισα, για να μην περνάω αυτά τα νωχελικά χρόνια χωρίς να κάνω κάτι, να γράφω, προς ικανοποίηση εκείνων που αγαπούν τις αρχαίες πράξεις, για την τέχνη του πολέμου εκείνο που εγώ καταλαβαίνω». Στην ονειρική ευχαρίστηση της συζήτησης με τους αρχαίους, απ’ όπου γεννιέται το πρότυπο – μοντέλο μιας τέλειας στρατιωτικής τέχνης, αλλά χωρίς πρακτική εφαρμογή, η οκνηρία του Μακιαβέλι τού παρέχει τη δυνατότητα να απεικονίσει στον Μανδραγόρα εκείνα τα χρόνια χωρίς «συμβάντα», χωρίς αλήθεια, χωρίς δυνατότητες «δράσης» και λύτρωσης γιατί: «Γνωρίζοντας τις πίκρες και τις βασανισμένες ανησυχίες του Μακιαβέλι που αποδόθηκαν με τη σκληρή απογοήτευση στον Ηγεμόνα, δεν θα μπορούσαν παρά να καταλήξουν σε ένα έργο όπως ο Μανδραγόρας με πλήρη σαρκασμό εσωτερικού πάθους… και με τις αυτοβιογραφικές νύξεις: άμα δεν έχεις εξουσία σ’ αυτόν τον κόσμο, δε βρίσκεται ούτε σκύλος να σε γαβγίσει»

«Μακιαβέλι, ο ιδρυτής της σύγχρονης εποχής»
Μετά 400 χρόνια, το 1869, και με αφορμή τον εορτασμό του γενεθλίου του Μακιαβέλι ο δάσκαλος της Ιταλικής Λογοτεχνίας Φραντσέσκο Ντε Σάνκτις (1817 – 1883) όταν η Ρώμη απελευθερωνόταν το 1870 στον τρίτο πόλεμο της ιταλικής ανεξαρτησίας θεωρούσε ότι επιτέλους ο Μακιαβέλι δικαιώθηκε και αποκαταστάθηκε, γράφοντας για τη μοναδική του επιστημονική ιδιότητα που άνοιξε δρόμο στη νέα εποχή. Ο Μακιαβέλι δεν ήταν μόνο «εναντίον του Παπισμού, εναντίον της Αυτοκρατορίας, εναντίον της φεουδαρχίας, πολιτικός, σύγχρονος και δημοκρατικός,… αλλά είναι εκείνος που προαναγγέλλει στο σύγχρονο κόσμο την ώριμη ήδη διανόηση, απελευθερωμένη από μυστικιστικά, ηθικά και ποιητικά στοιχεία και την καθιστά την ανώτατη ρυθμιστική δύναμη του κόσμου… Γι’ αυτό το λόγο μπορεί να θεωρείται ο ιδρυτής της σύγχρονης εποχής», αλλά επίσης γιατί: «χρησιμοποιεί την ανεκτικότητα που έχει την ιδιότητα να κατανοεί και να συγχωρεί. Όχι εκείνη την αδιάφορη ανοχή ενός σχετικιστή, ενός ηλίθιου ή ενός σαχλού, αλλά την ανοχή του επιστήμονα, που δεν μισεί το θέμα το οποίο αναλύει, το σπουδάζει και το χειρίζεται με την ειρωνεία ενός ανώτερου, ως προς τα πάθη, ανθρώπου κι έχει την ικανότητα να λέει: “σε ανέχομαι όχι γιατί σε αποδέχομαι, αλλά γιατί σε καταλαβαίνω”», ιδιότητες που ο μεγάλος του χιούμορ Λουίτζι Πιραντέλο (1867 – 1936) καταγράφει και εξηγεί γιατί θεωρεί το Μακιαβέλι μοναδικό συγγραφέα: «Είχε κατανοήσει, όπως ελάχιστοι έκαναν, τη δύναμη της ζωής όπου η λογική συναρτάται πάντοτε με τα πεπραγμένα. Ακόμα και την πιο συγκεχυμένη σύνθεση, εκείνος κατάφερνε να την ποτίζει με την πιο πνευματώδη και σχολαστική ανάλυση… Σκεφτόμουν ότι κανείς δεν διέθετε πιο διεισδυτικό ύφος, πιο οξυδερκές πνεύμα για διερεύνηση και παρατήρηση από εκείνον, ότι ελάχιστες ψυχές υπήρξαν τόσο διορατικές στην αντίληψη των αντιθέσεων και στην ενδόμυχη σύλληψη της αμφισημίας της πλάσης»…
