Η Ελπίδα στα γρανάζια της καθημερινότητας…

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΝΑ ΣΤΕΡΓΙΟΥ

Σταμάτησε ο κόσμος να ζει, επειδή γινήκανε κρίσεις; Σταμάτησε να ερωτεύεται, να φωνάζουν τα παιδιά στον δρόμο, σταμάτησαν να υπάρχουν φίλοι καρδιακοί; Όχι αδερφέ. Όχι, φίλε. Η ζωή περπατάει, τρέχει, λαχανιάζει. Δεν σταμάτησε επειδή δεν πληρώθηκαν μερικοί. Δεν σταμάτησε, επειδή υπάρχουν άνεργοι. Επειδή κάποιοι έσπασαν στον ξύλο έναν φοιτητή; Επειδή μπορεί να τον σκότωσαν κιόλας, τόσο που τον χτύπησαν; Δεν σταματάει, επειδή χτυπήθηκε άλλος στην Αμερική. Δεν σταματάει αυτή η ρόδα, που λέγεται ζωή, παρά μόνο αν κλείσει το καπάκι. Η καρδιά μόνο τότε σταματά να πεταρίζει, να ελπίζει να νοιάζεται, να θέλει. Μόλις σταματήσει να τριγυρίζει στη Γη, η Ελπίδα…

Ελπίδα, εσύ, ξελογιάστρα!

Για την Ελπίδα λοιπόν. Για τούτο εδώ το ανέμελο κοριτσόπουλο, το αφτιασίδωτο, το τρελοκόριτσο,  με τα λαμπερά μακριά μαλλιά ν΄ ανεμίζουν. Ελπίδα εσύ, νύμφη Ιερή, που κάνεις τη γη να γυρίζει, πιο γοργά. Για την ελπίδα του έρωτα, την ελπίδα της αγάπης, την ελπίδα της ανάρρωσης, της καλύτερης δουλειάς, του καλύτερου μεροκάματου, του καλύτερου σπιτιού. Ελπίδα, μου, καλή, για σένα γυρίζει ο κόσμος όλος. Ελπίδα, για τα νεραϊδένια όνειρα, μήπως κάποια απ΄ αυτά πραγματοποιηθούν. Για την Ελπίδα πως θα αγαπηθείς ενώ τρέχει κρύο το νερό της ντουζιέρας. Για την ελπίδα πως θα περάσεις στη σχολή, που θέλεις. Για την ελπίδα ότι ο πόλεμος στη χώρα σου θα τελειώσει. Για την ελπίδα ότι θα γυρίσει τα βλέφαρά του, να σε πάρει μία αγκαλιά και να μπερδευτούν τα κορμιά σας, μέχρι να στραγγίξουν από τους χυμούς. Για την ελπίδα, πως θα πετύχει ετούτη η εξωσωματική γονιμοποίηση και θα γίνεις επιτέλους μάνα.

Ελπίδα, εσύ, ξελογιάστρα, που δίνεις φτερά στα πόδια των ηλικιωμένων. Ελπίδα του Αινεία, που κουβαλά αποκαμωμένος τον πατέρα του. Ελπίδα, που φέρνεις προσφυγόπουλα, να κουβαλιούνται σε βάρκες και τους πατεράδες να τα κρατούν στους ώμους. Ελπίδα, εσύ που φέρνεις μανάδες, να ζητούν ένα κομμάτι ψωμί, να μην πεινάσουν τα παιδιά τους. Βασίλεια έχεις Ελπίδα. Δισεκατομμύρια βασίλεια. Παντού, σε κάθε ανάσα, σε κάθε γέλιο, σε κάθε λύπη. Σε κάθε σπίτι, σε κάθε ηλικία, σε κάθε νοσοκομείο, σε κάθε άστεγο. Σε κάθε μικρή και μεγάλη καρδιά. Βασίλεια σιωπηλά και φωνακλάδικα. Βασίλεια γεμάτα όνειρα. Βασίλεια γεμάτα χίμαιρες, γεμάτα τσουβάλια από όνειρα κι απογοητεύσεις. Ελπίδα, εσύ, που φέρνεις χαρά στους ταλαιπωρημένους, στους πάσχοντες, στους αδύναμους. Ελπίδα, που στρογγυλοκάθεσαι ξιπασμένη ώρες – ώρες πάνω από περβάζια θανάτου. Σταμάτα λίγο, να σου πω. Πες μου πως μαζί με τη χαρά, σερβίρεις δάκρυα το πρωί; Εντάξει. Ξέπνοη αλλά σ΄ έφτασα. Μου βγήκε η γλώσσα. Ελπίδα, που τις νύχτες, ν΄ ακροπατάς στις μύτες στα σπίτια. Ελπίδα, που πήγες πάλι; Που είσαι; Που κρύφτηκες τώρα; Σε ποια πόλη, σε ποιο χωριό, σε ποια γειτονιά;

Αχ, Ελπίδα… Που με σένα άτιμη ξυπνάμε…

Ελπίδα, έλα γλυκιά μου, δεν σε κατηγορώ. Έλα, που σαν τα χελιδόνια έρχεσαι. Μ΄ αυτά κουβεντιάζεις. Μην το παίρνεις κατάκαρδα. Δεν ξαναλέω τίποτα. Να ορίστε, ήσυχη θα κάτσω στη θέση μου, ούτε που θα σ’ ενοχλήσω. Θα διαβάσω το βιβλίο μου, όσο θα βλέπεις τηλεόραση. Θα φορέσω όλα μου τα ρούχα, πανοπλία θα βάλω. Είσαι ευχαριστημένη, να μη νιώθεις τα μάτιά μου, να βλέπουν τα δικά του; Έλα και μη φοβάσαι. Έλα, σου λέω.  Ντυμένη είμαι. Δεν θα σ΄ αγγίξω. Έλα μπες στο σπίτι. Δεν θ΄ αφήσω τις γάτες και τον σκύλο να σε πειράξουν. Έλα, κι ας γκρεμίζεις, σε μία μέρα ότι έχτισες τη χτεσινή. Έλα και θα φέρω τις γοργόνες να σε συνεφέρουν. Εδώ, σε μια γωνιά θα κάτσω. Κι ας μην υπάρχει μπαλκόνι, κι ας καίγεται το σύμπαν, Ιούλη μήνα. Έλα μα, θα σε φιλέψω φραπέ σκέτο, όχι γλυκό. Μας τελείωσε η ζάχαρη. Αλλά δεν αντέχω να μη στα ψάλω. Μ΄ έσκασες, μη μου κακιώνεις! Ισοπεδώνεις συναδέλφους, που κάηκε η γούνα τους.

Ελπίδα ανάμεσα σε απολυμένους, ταλαιπωρημένους των πτωχεύσεων, κάθε λογής, γιατί; Πες μου ένα «Γιατί» μονάχα. Έστω για ρους ξενιτεμένους; Γιατί για μία νύχτα μόνο σβήνεις λογαριασμούς και τόκους και κιτάπια; Μην ψάχνεις δικαιολογία πάντα. Ναι, Ελπίδα μου, το ξέρω. Σου χρωστάμε πολλά. Για μία νύχτα πήγαμε διακοπές, ίσαμε τα σύννεφα.

Για μία νύχτα ξυπνήσαμε χωρίς να σκεφτόμαστε πως δεν έχουμε να πληρώσουμε τα δανεικά. Για μια νύχτα χωρίς να συλλογιζόμαστε, αν θα έχουμε να πληρώσουμε τη δόση για το δάνειο του σπιτιού. Για μία νύχτα ότι δεν θα σκεφτούμε αν το παιδί περάσει κάπου πως δεν θα πάει. Για μια νύχτα δεν καρδιοχτυπήσαμε πως θα πληρώσουμε τα έξοδα της Υγείας. Για μια νύχτα αγαπήσαμε τον εαυτό μας, όπως πριν. Ελπίδα, αλαφροΐσκιωτη, που αλλάζεις χρώματα, μα, περπατησιά δεν αλλάζεις. Ελαφίνα είσαι, άγρια. Ελπίδα, που από μακριά φαντάζεις τόσο όμορφη, μα, από κοντά δεν πιάνεσαι, σημαδεμένη είσαι. Μόνο τα κέρατά σου δείχνεις παλιοβρόμα. Ελπίδα, φάρμακο και βάσανο. Αχ, δίχτυ δεν υπάρχει να πιαστείς. Δίχτυ να μη χαθείς κούκλα μου. Μη χάνεσαι γλυκιά μου, μη.  Έτσι, το΄ πα. Τόσους κάνεις καλά, ναι, φτου κι αλήθεια λέω…

Ελπίδα; Συγγνώμη, κούκλα μου

Μη χάνεσαι και πως θα ζήσουμε! Μη χάνεσαι, αμάν πια, αλλά σταμάτα να σκάβεις και να ξύνεις τις πληγές. Σταμάτα θα σου φτιάξω άλλο φαγητό. Δεν θα΄ χει ρύζι σήμερα. Μην κρύβεσαι πάλι, τι σου κάναμε! Ξεφύτρωσες πάλι, εκεί που δεν σε περιμέναμε. Ναι θα πετάξουμε τα ωραία λόγια στο πηγάδι. Μην ανησυχείς. Μες στο νερό θα πνιγεί η αγάπη. Κρύψου Ελπίδα, να μη σε πιάσω! Να μη σε δουν τα μάτιά μου. Μην κοροϊδεύεις πάλι, μην με ξεγελάς, πως τάχα θα γίνει η ανάσα του, ασπίδα ν΄ αγκαλιάζει. Ελπίδα, μη μασάς κορίτσι μου! Όλα τα καλά έχεις. Έτσι, τα λέω εγώ. Έχω κι εγώ τα νεύρα μου. Κάνω πορείες, πηγαίνω σε συγκεντρώσεις, βλέπω παγκάκια στρογγυλά. Μη δίνεις σημασία. Πάντα εσένα κυνηγάμε. Πάντα ένα λαχείο. Έλα στο τραπέζι μας να φας, να ξαπλώσεις. Έλα, δεν πειράζει, θα πληρώσει η συνταξιούχος το τραπέζι κι ας μην πήρε τα αναδρομικά. Έλα γλυκιά μου, που πάλι χτύπησες την πόρτα αλλά έφυγες βιαστική. Η αλήθεια είναι πως κάπως σε φοβόμαστε πια. Όσο και να σε θέλουμε μουσαφίρισσα, τρέμουμε, μην έρθει το πρωί. Μη φεύγεις! Έτσι, το ‘ πα μωρέ, για χωρατό. Αμέσως να παρεξηγηθείς. Σάμπως φταις εσύ; Συγγνώμη, κούκλα μου. Α! Και που ‘σαι! πάλι βάλαμε τα γιορτινά μας και σε περιμένουμε…

Στο κείμενο της Άννας οι εικόνες είναι από έργα του τόσο πρωτοποριακού Γερμανού ζωγράφου  August Macke (1887 – 1914) κορυφαίου μέλους της γερμανικής εξπρεσιονιστικής ομάδας Der Blaue Reiter (The Blue Rider).