
Για μια Μαρία:… την πρώτη, την απόλυτη, που γέννησε Θεό, που έθαψε γιό, που αγάπησε πολύ και δε ζήτησε ποτέ της τίποτα, που δάκρυσε, που είδε το μίσος για το σπλάχνο, το θαύμα και την Ανάσταση. Πολλές Μαρίες μετα, η Μαρία Μαγδαληνή, η Μαρία Σαλώμη, η Μαρία η Αιγυπτία. Και οι ιστορικές Μαρίες, όπως η Μαρία Θηρεσία, η Μαρία της Σκωτίας, η Μαρία Αντουανέτα. Και η Μαρία Κάλλας, η Μαρία η Πενταγιώτισσα, η Μαρία με τα Κίτρινα και η Μαρία Μανταλένα και η Γειά σου Μαρία και η Μαρία του West Sind Story και η Μαρία του Κάρλος Σαντάνα και Ave Maria. Η Μαρία που αγάπησες! Εκείνη που προσκύνησες και προσευχήθηκες και έκανες τάμα. Μια μάνα. Η Μάνα! Το κορίτσι που ερωτεύτηκες, η γυναίκα που παντρεύτηκες, η κόρη που γέννησες, η μικρή σου αδελφή! Μαρία. Για μια Μαρία έγινες καλύτερος. Για μια Μαρούλα, Μαριγούλα, Μάρω, Μαράκι, Μαριώ, Μάρα, Μαρίκα, Μαρικάκι, Μαίρη και Μαράκι…

Και όπως λέει γλυκά το παλιό τραγουδάκι, με το χιλιοτραγουδισμένο όνομα, σε στίχους Κώστα Νικολαΐδη και μουσική Γιώργου Μουζάκη:
«Παντού τ’ όνομα σου ακούω μακριά σου Μαρία
της νύχτας τ’ αγέρι γλυκά το προφέρει Μαρία
το βλέπω στα αιθέρια γραμμένο μ’ αστέρια Μαρία
κι ο μπάτης γλυκά ψιθυρίζει
το κύμα κι αυτό μουρμουρίζει
το λένε χιλιάδες πουλιά Μαρία.
Παντού όπου να ‘μαι εσένα θυμάμαι Μαρία
σαν θεία εικόνα προβάλεις Μαντόνα Μαρία
για σένα αναπνέω για χάρη σου κλαίω Μαρία
για σένα μιλά η ψυχή μου
τα βράδια μέσ’ την προσευχή μου
στη Σάντα Μαρία να ‘ρθεις Μαρία.
Τις νύχτες που λείπεις στα χέρια της λύπης τα κρύα
τα μάτια μου κλαίνε τα χείλη μου λένε Μαρία
ζητώ να ξεχάσω μα όπου περάσω Μαρία
το νοιώθω παντού τ’ άρωμά σου
ακούω παντού τ’ όνομα σου
για σένα όλα γύρω μιλούν Μαρία.

Για μια εκκλησία σήμερα και τώρα:… εκεί που θα κάνεις τον σταυρό σου και θα δεις τους στολισμούς γιατί σαν σήμερα κοιμήθηκε η πιο Αγία των Αγίων, η παν Αγία των γυναικών, η Μάνα, αυτή που συγχωράει, που ξέρει, που αγαπά, που δεν ζητά, που υπομένει. Θα σε στη Παναγία τη Σπηλιανή στη Νίσυρο, μετα τα μοιρολόγια να τρως με πατάτες τηγανιτές και κατσικάκι με όλο το χωριό, ή στην Παναγία Αγγελόκτιστη, στη Λάρνακα, ή στη Πρέβεζα στο νησί της Παναγίτσας και θα βλέπεις τη βαρκαρόλα στη μνήμη αντιστάσεων, επιστροφών και αγώνα. Η Παναγία η Κανάλα, των ψαράδων, στην Κύθνο, η Παναγία η Προυσιώτισσα, των βοσκών, στην Ευρυτανία, η Παναγιά η Φιδού, στην Κεφαλονιά, η Μυρτιδιώτισσα στα Κύθηρα και εκεί και η Παναγία Ορφανή, η Σουμελά, η Εκατονταπυλιανή, η Τριχερούσα, η Γκουβερνιώτισσα, Παναγιά του Χάρου στους Λειψούς, η Παναγιά η Γοργόνα στην Λέσβο, η Επτάσπαθη ή των επτά θλίψεων, η Γαλακτοτροφούσα, η Χρυσοσπηλιώτισσα, η Παναγιά η Χελιδονού στην Κηφισιά… Για μια Παναγία, με πολλά επίθετα και χάρες και εκκλησιές και εκκλησάκια και μοναστήρια. Για μια προσευχή στο Όνομα Της που κάνουμε όλοι στα ζόρια και στις μεγάλες οδύνες. Αχ, Παναγιά μου…

Και γράφει ο Μάνος Ελευθερίου για τις «Παραμονές Δεκαπενταύγουστου»:
«Σαν τη λαίδη Μακμπέθ σε υπνοβασία
πιτσιλισμένη απ’ τον ασβέστη
στα μαλλιά και το φόρεμα.
Και τα δωμάτια μοσχοβολούσαν
παραμονές Δεκαπενταύγουστου.
Οι φωτιές της ροδιάς. Η αυλή με τη βρύση.
Τα μυρμήγκια που τρέχουν για να γλιτώσουν.
Τα σκούπιζες και τα ‘ριχνες στο κηπάκι
για να σωθούν.
Ώρα έξι το απόγευμα και μάζευες
την άγκυρα να ελευθερωθεί το σπίτι.
Μάζευες τα σκοινιά κι άναβες τις μηχανές
να φύγει το σπίτι, να σαλπάρει το σπίτι
και να ταξιδέψει
στο άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε, άχραντε
και σ’ εκείνο το θεόνυμφε που υποσχόταν δόξες».

Για μια μέρα στη μέση του Αυγούστου:… τη σημαδιακή, που είναι ο θάνατος της ανάπαυση απ την οδύνη και την κάνουμε γιορτή καταμεσής στον ήλιο του καλοκαιριού. Και στρώνεται λευκά τραπεζομάντηλα και κεντητές πετσέτες, σε μεσημεριανά τραπέζια, κάτω από δέντρα και τσουγκρίζουν ποτήρια και το φαγάκι πλούσιο ζεσταίνει καρδιές. Και αγαπάμε. Και αγαπιόμαστε. Και ιστορίες, γέλια, λιακάδα, λίγη ζαλάδα απ το αλκοόλ και βαρυστομαχιά για όσους νήστεψαν. Και μόνο οι ποιητές έχουν εδώ τις λέξεις.

Να, ο Οδυσσέας Ελύτης στη συλλογή ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, πως βρίσκει άκρη στο συναίσθημα με τον Άνεμο της Παναγιάς:
«Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια
Δύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο Αύγουστο
Είδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σου
Βήμα χαμένο. Ή αν δεν ήτανε η καρδιά στη θέση της
Ήταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκα
Η ευχή που λαχτάρησε μεσ’ απ’ τους κόρφους του βασιλικού
Να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας!
Ώρα της νύχτας! Κι ο βοριάς πλημμυρισμένος δάκρυα
Μόλις ερίγησε η καρδιά στο σφίξιμο της γης
Γυμνή κάτω από τους αστερισμούς των σιωπηλών της δέντρων
Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρου
Την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά
Και δίχως ήμαρτον κανέν’ από την αμαρτία χαράχτηκε
Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη
Πριν από την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου
Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή
Εκατόφυλλη ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!

(μανούλα μου, αναπαύσου και εσύ, που σήμερα θα γιορτάζαμε τον όνομα σου. Τι άλλο θα σουνα εκτός από Μαρία;)