Δον Κιχώτης, ένας ιππότης 400 ετών και 15 Ιταλοί λογοτέχνες

ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΤΣΟΛΚΑ

Ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός ανάμεσα στο 16ο και 17ο αιώνα παράγει λογοτεχνικά έργα που τείνουν να ξεπεράσουν τα εθνικά σύνορα λόγω της καλλιτεχνικής αξίας τους αλλά ακόμα περισσότερο εξαιτίας των κοινών χαρακτηριστικών που τα διακατέχει. Η ικανότητα να συντεθούν πολιτιστικές διεργασίες που η ανθρωπιστική παράδοση είχε επεξεργαστεί σε μεμονωμένες περιοχές, στην Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία, αναδεικνύει έμμεσα τρεις τρόπους διαφοροποίησης της θεματολογίας έρωτας – τρέλα, με περιεχόμενο αρκετά όμοιο, που παίρνει μορφή μέσα από τη διηγηματική διάσταση. Ο έρωτας άλλωστε ήταν το πιο «σημαντικό πεδίο» από το Μεσαίωνα έως την Αναγέννηση. Ο μύθος όμως τόσο του έρωτα όσο και της τρέλας αποκτούν ταυτόχρονα πλέον μια συμβολική αξία. Σύμβολο του διώνυμου έρωτας – τρέλα δεν είναι μόνο οι πρωταγωνιστές των έργων, Orlando, Don Quijote, αλλά και οι δημιουργοί – συγγραφείς τους. Έτσι αν με τον Μαινόμενο Ορλάνδο του Λουδοβίκο Αριόστο εκφράζεται η «Παραβολή του πραγματικού», με τον Δον Κιχώτη ο έρωτας και η τρέλα γίνονται αντικείμενο μιας τρομερής σαδομαζοχιστικής κωμωδίας της γελοιοποίησης. Η σύγκρουση ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και στην πραγματικότητα, ανάμεσα στο φανταστικό και στον πραγματικό κόσμο, εκφράζεται στο έργο του Θερβάντες  με τρόπο σημαντικό. Στην τρέλα τού συνταυτισμένου με τις αναγνώσεις του πρωταγωνιστή ο οποίος συγχέει την τέχνη με τη ζωή και που στις περιπέτειές του θα ήθελε να υπάρχουν ξανά τα λογοτεχνικά πρόσωπα, ο Θερβάντες εκφράζει τους ίσως ακραίους του προβληματισμούς και απόψεις για την πραγματικότητα. Διαχωρίζει συνειδητά τα σχέδια του ανθρώπου από τους κοσμικούς νόμους, την κρίση της βεβαιότητας και της εμπιστοσύνης του πολιτισμού της αναγέννησης.

Για το δυϊσμό αυτόν ο György Luckàcs (1885 – 1971) αναφέρει σχετικά με τη μεγαλειώδη κατάκτηση του όλου δια της απαγωγής από μεμονωμένα φαινόμενα: «Στην τυπολογία των μυθιστορηματικών μορφών, η εναλλακτική προβληματική διερευνά εάν, σε σχέση με το πραγματικό, η ψυχή του κεντρικού χαρακτήρα είναι περιορισμένη ή ευρεία. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, αυτός ο δυϊσμός επιτρέπει ν’ αποκαλύψουμε ορισμένες όψεις του επιλεγέντος τύπου, ο οποίος συνιστά τον πρώτο όρο της εναλλακτικής προοπτικής: τον «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες. Όμως, ακόμη και για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, ο δυϊσμός παραμένει υπερβολικά αφηρημένος για να επιτρέψει στη σκέψη να συλλάβει το ιστορικό και αισθητικό του πλούτο».

Η συμπλήρωση τετρακοσίων ετών από την πρώτη δημοσίευση του βιβλίου L’ Ingenioso Hidalgo Don Quijote de la Mancha – Ο ευφυής Χιντάλγκο Δον Κιχώτης από την Μάντσια (τον Ιανουάριο του 1605 εκδόθηκε ο πρώτος τόμος και το 1615 ο δεύτερος τόμος) του Miguel de Cervantes Saavedra (1547 – 1616) δίνει την ευκαιρία να εξετάσουμε την επίδραση και τον προβληματισμό που άσκησε αυτό το βιβλίο στην Ιταλική λογοτεχνία. Ακόμα είναι ενδιαφέρον να δούμε πώς παρουσίασαν μεγάλοι Ιταλοί λογοτέχνες τον ήρωα Δον Κιχώτη. Πρώτο και σημαντικό ζήτημα που γίνεται αντιληπτό από την εισαγωγή είναι η σχέση και η επίδραση του έργου Μαινόμενος Ορλάνδος (1516, 1521, 1532) του Λουδοβίκο Αριόστο (1474 – 1533) στο Δον Κιχώτη του Θερβάντες.  Από το κείμενο του Αριόστο εμπνεύσθηκαν ποιητές αλλά και  δραματουργοί και μυθιστοριογράφοι. Στο Δον Κιχώτη, ο οποίος ήταν πολύ παρεμφερής, όπως ειπώθηκε, με το Μαινόμενο Ορλάνδο, στον οποίον είχε γίνει η επιλογή της τρέλας ως έκφρασης ενός κόσμου ταραγμένου από την κρίση των αρχαίων ιδανικών, ο Θερβάντες αναφέρει τον Ορλάνδο δέκα τέσσερις φορές , ακόμα και με τον προσδιορισμό Μαινόμενος, και σχηματοποιεί πάνω σε θέματα τού ποιήματος μερικά από τα επεισόδια του μυθιστορήματός του . Φυσικό ήταν οι Ιταλοί λόγιοι όπως και οι ιστορικοί της λογοτεχνίας να ασχοληθούν με το θέμα . Άλλωστε ο Θερβάντες έζησε στην Ιταλία επτά χρόνια (1568 – 1575) και είναι σίγουρο ότι είχε μελετήσει τον Μαινόμενο Ορλάνδο. Κάνοντας σύγκριση στα δυο έργα ο ιστορικός της Ιταλικής Λογοτεχνίας Francesco De Sanctis (1817 – 1883) γράφει: «…Ο Βοκκάκιος, ο Σακέτι, ο Λαυρέντιος ο Μανίφικο, ο Πούλτσι, ο Μπέρνι εκφράζονται, έχοντας μπροστά τους έναν πραγματικό κόσμο, με το να δίνουν έμφαση στην κωμική πλευρά. Ο Αριόστο δεν έχει διάθεση να διακινδυνεύσει την ιπποσύνη, όπως έκανε ο Θερβάντες… Σε αυτόν τον παιδικό κόσμο της φαντασίωσης, όπου αποκαλύπτεται ένα τόσο ψηλό αίσθημα τέχνης και μαζί η συνείδηση ενός ενήλικου και πεφωτισμένου κόσμου, διαλύεται ο μεσαίωνας και γεννιέται ο σύγχρονος κόσμος. Επειδή αυτό το γεγονός είναι χωρίς εκφρασμένη διάθεση, αντίθετα με την πραότητα και τη φυσικότητα εκείνου που αισθάνεται και κατανοεί με εκείνο τον τρόπο, οι δυο κόσμοι δεν είναι μεταξύ τους σε αντίθεση, όπως στο Θερβάντες, αλλά συνυπάρχουν, μπαίνουν ο ένας μέσα στον άλλον, είναι καλλιτεχνική απεικόνιση ενός κόσμου που έχει πάνω του τη σφραγίδα του άλλου». Ο Luigi Pirandello (1867 – 1936), στο σημαντικότερο του ίσως δοκίμιο L’ Umorismo (1908), ψάχνοντας ομοιότητες και επαφές ανάμεσα στον Αριόστο και στον Θερβάντες καταλήγει, κρίνοντας ως εξής τους δυο ήρωές τους: «…Ο Δον Κιχώτης δεν υποκρίνεται ότι πιστεύει, όπως ο Αριόστο, σε εκείνον τον μεγαλειώδη κόσμο των ιπποτικών μύθων. Τον πιστεύει σοβαρά. Τον φέρνει, τον έχει μέσα του εκείνον τον κόσμο, ότι είναι η πραγματικότητα, η λογική της ύπαρξής του. Η πραγματικότητα που φέρει και αισθάνεται μέσα του ο Αριόστο είναι τελείως διαφορετική. Με αυτήν την πραγματικότητα μέσα του, αυτός είναι σαν χαμένος στο μύθο.

Ο Δον Κιχώτης, αντιθέτως, που έχει μέσα του το μύθο, είναι σαν χαμένος στην πραγματικότητα. Είναι τόσο αληθές που… τόσο χαμένοι όπως είναι, ο ένας ψάχνει την πραγματικότητα στο μύθο και ο άλλος το μύθο στην πραγματικότητα… Όταν ο Ορλάνδος συγκρούεται και αυτός με την πραγματικότητα και χάνει εντελώς τα λογικά του, πετάει τα όπλα, αποκαλύπτεται, ελευθερώνεται από κάθε μυθικό μηχανισμό και γκρεμίζεται, άνθρωπος γυμνός, στην πραγματικότητα. Ξεσπάει η τραγωδία. Κανένας δεν μπορεί να γελάσει με τις πράξεις του και την όψη του. Ό,τι μπορεί να είναι κωμικό ξεπερνιέται από το τραγικό της μανίας του». Ο Δον Κιχώτης είναι κι αυτός τρελός. Αλλά ένας τρελός που δε γδύνεται. Αντιθέτως είναι ένας τρελός που ντύνεται, μεταμφιέζεται με το μυθικό μηχανισμό και έτσι μεταμφιεσμένος προχωράει με τη μεγαλύτερη σοβαρότητα προς τις γελοίες του περιπέτειες. Εκείνη η γύμνια του ενός, όπως και η μεταμφίεση του άλλου είναι τα σημεία τα πιο έκδηλα της τρέλας τους. Εκείνη (του Ορλάνδου) στην τραγικότητά της έχει το κωμικό και η άλλη (του Δον Κιχώτη) το τραγικό στην κωμικότητά της.  

Ας δούμε όμως επίσης πώς ο Πιραντέλο παρουσιάζει, με τρόπο μοναδικό, τον Δον Κιχώτη και τη σχέση του με το δημιουργό του Θερβάντες:  «…Τα δυο στοιχεία – κωμικό και τραγικό – δε συνδυάζονται ποτέ. Θα συνδυαστούν σε ένα έργο, στο οποίο ο ποιητής, πολύ μακριά από το να εκδηλώσει τη συνείδηση της ανυπαρξίας τού φανταστικού κόσμου, …πολύ μακριά από το να μεταφέρει σε εκείνο το φανταστικό κόσμο τη λογική του παρόντος για να την επενδύσει με τα ικανά στοιχεία που την περιέχει, θα δώσει σε αυτόν το φανταστικό κόσμο του παρελθόντος αξιοπιστία ζωντανού προσώπου, σώμα, και θα τον ονομάσει Δον Κιχώτη, δίνοντάς του στο μυαλό και στην ψυχή όλους εκείνους τους μύθους και θα τον αντιπαραθέσει, με συνεχή και επώδυνη σύγκρουση, με το παρόν. Επώδυνη, γιατί ο ποιητής θα αισθανθεί μέσα του έντονο και αληθινό αυτό το δημιούργημά του και θα υποφέρει μαζί του συγκρούσεις και διαμάχες». Ο Πιραντέλο παρουσιάζοντας την πασίγνωστη σκηνή με τους ανεμόμυλους και τη θηριώδη μονομαχία του Δον Κιχώτη με τους υποτιθέμενους γίγαντες αναλύει ως εξής το έργο: «…Εμείς γελάμε. Αλλά το γέλιο που εδώ ξεσπάει γι’ αυτήν τη σύγκρουση με την πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετικό από εκείνο που βγαίνει από το ταίριασμα που ψάχνει ο ποιητής με εκείνο το φανταστικό κόσμο δια μέσου της ειρωνείας και που αρνείται ακριβώς έτσι την πραγματικότητα εκείνου του κόσμου. Το ένα είναι γέλιο ειρωνικό, το άλλο είναι χιουμοριστικό…». Μπορεί κάποιος να υποστηρίξει σοβαρά ότι πρόθεση του ποιητή γράφοντας το βιβλίο του ήταν μόνο ότι ήθελε να γελοιοποιήσει κάθε επιρροή και αίγλη που είχαν στο κοινό τα ιπποτικά βιβλία, με στόχο να καταστρέψει τα κακά αποτελέσματά τους, λες και ο ποιητής να μη στόχευε ποτέ να θέσει σε αυτό το αριστούργημά του όλα εκείνα που εμείς διακρίνουμε;

Ποιος είναι ο Δον Κιχώτης, και γιατί θεωρείται τρελός; Αυτός κατά βάθος – και όλοι το αναγνωρίζουν – έχει μια και μοναδική θεάρεστη επιδίωξη: τη δικαιοσύνη. Θέλει να προστατεύει τους αδύνατους και να προσγειώνει τους αλαζόνες, να βρίσκει διέξοδο στις προσβολές της μοίρας, να εκδικείται τη βιαιότητα της κακοήθειας. Πόσο πιο ωραία και πιο ευγενική θα ήταν η ζωή, πιο σωστός ο κόσμος, εάν οι επιδιώξεις του ευφυούς ευγενούς μπορούσαν να έχουν αποτέλεσμα. Ο Δον Κιχώτης είναι ήπιος, εξαιρετικών αισθημάτων, γενναιόδωρος και όχι αυτός που προσέχει τον εαυτό του, όλα για τους άλλους. Και πόσο ωραία μιλάει! Πόση ειλικρίνεια και πόση γενναιοδωρία σε όλα εκείνα που λεει. Αυτός θεωρεί τη θυσία σαν καθήκον, και όλες οι πράξεις του, τουλάχιστον στις προθέσεις του, είναι άξιες επαίνου και ευγνωμοσύνης. Η σάτιρα τότε που είναι; όλοι αγαπάμε αυτόν τον ενάρετο ιππότη. Οι αναποδιές του, εάν μας κάνουν από τη μια πλευρά να γελάμε, από την άλλη μας συγκινούν βαθύτατα…

Όμως ο Δον Κιχώτης; σθένος δοκιμασμένο, ψυχή ευγενέστατη, φλόγα πίστης, αλλά εκείνο το σθένος δεν του αποδίδει παρά αχρεία ξυλοκοπήματα. Η ευγενέστατη ψυχή είναι μια τρέλα και η φλόγα πίστης είναι ένα κακόμοιρο στούμπωμα που αυτός επιμένει να διατηρεί άσβεστο, κακόμοιρο κακοφτιαγμένο μπαλωμένο μπαλόνι, που δεν πετυχαίνει να πετάει, που ονειρεύεται να πετάξει για να πολεμήσει με τα σύννεφα, στα οποία βλέπει γίγαντες και τέρατα, αλλά ωστόσο πηγαίνει πεζός, σκοντάφτοντας σε όλα τα ξερά κλαδιά, βέργες και βράχους, που του δημιουργούν ταλαιπωρίες και σκοτούρες. Ας κρίνουμε τώρα την αισθητική αξία. Τι θα κάνουμε; μετά την πρώτη ανάγνωση και την πρώτη εντύπωση που έχουμε λάβει, θα υπολογίσουμε την ψυχική κατάσταση που ο συγγραφέας ήθελε να διεγείρει. Ποια είναι αυτή η ψυχική κατάσταση; θα θέλαμε να γελάσουμε για όλα εκείνα τα κωμικά που υπάρχουν στην παρουσίαση αυτού του φτωχού τρελού που μεταμφιέζει την τρέλα του, τον εαυτό του, τους άλλους και όλα τα πράγματα. Θα θέλαμε να γελάσουμε, αλλά το γέλιο δε μας βγαίνει στα χείλη γνήσιο και εύκολο. Αισθανόμαστε ότι κάτι μας το ταράζει και μας το εμποδίζει. Είναι μια έκφραση συμπάθειας και λύπης, πόνου και ταυτόχρονα θαυμασμού, ναι, γιατί αν οι ηρωικές περιπέτειες αυτού του φτωχού Χιντάλγκο είναι γελοιότατες, δεν υπάρχει όμως η αμφιβολία ότι αυτός στην ανοησία του είναι πραγματικά ηρωικός.

Έχουμε μια κωμική παρουσίαση, αλλά αυτή εμπνέει ένα συναίσθημα που μας απαγορεύει να γελάσουμε ή μας ταράζει το γέλιο της παρουσιαζόμενης κωμικότητας. Μας το καθιστά πικρό… Ο Δον Κιχώτης είναι αυτό, το συναίσθημα του αντίθετου αντικειμενικού. Ο ποιητής δεν παρουσίασε την αιτία της εξέλιξης αλλά παρουσίασε μόνο το αποτέλεσμα. Όμως το αίσθημα του αντίθετου εμπνέει, διαμέσου της κωμικότητας της παρουσίασης. Αυτή η κωμικότητα είναι καρπός του αισθήματος του αντίθετου που γεννιέται στον ποιητή από την ιδιαίτερη δραστηριότητα της σκέψης πάνω στην πρώτη αίσθηση που κρατά κρυφή. 

Η παρουσίαση του Δον Κιχώτη από το μεγάλο ιστορικό της Ιταλικής Λογοτεχνίας Francesco De Sanctis είναι, συγκρινόμενη μάλιστα με ιταλικά έργα της ίδιας χρονικής περιόδου, σημαντική και ρηξικέλευθη: Αντιθέτως ο Δον Κιχώτης είναι έργο αιώνιας φρεσκάδας, γιατί σε αυτό το έργο το ιπποτικό πνεύμα διαλύεται μέσα στην εικόνα μιας καινούργιας κοινωνίας, που στέκεται απέναντί του και με την παρουσία της το καθιστά κωμικό. Όλοι έχουν φυσικά ακούσει για τον Δον Κιχώτη αλλά και για τον αχώριστο ακόλουθό του Σάντσο Πάντσα στον οποίο η ρεαλιστική κοινή λογική συνδυάζεται με την ακλόνητη εμπιστοσύνη στις ιδέες και στις υποσχέσεις του κυρίου του. Ο ένας βυθισμένος στα ιπποτικά του όνειρα, ο άλλος προσηλωμένος στην ταπεινή καθημερινή πρακτική και στις ανέσεις της ζωής: από τη μια μεριά το ιδανικό, από την άλλη η πραγματικότητα. Αυτή η αντιμαχία είναι πάντα παρούσα στην κοινωνία των ανθρώπων κάθε εποχής και αποτελεί τον πυρήνα του θέματος του Δον Κιχώτη. Το δίδυμο Δον Κιχώτη – Σάντσο Πάντσα το παρουσιάζει ο Italo Svevo (1861 – 1928) με την εικόνα του «Συνεταιρισμού», που είναι και τίτλος κεφαλαίου στο πιο γνωστό βιβλίο του La coscienza di Zeno – Η συνείδηση του Ζήνωνα (1922):

«Δίπλα σ’ αυτόν αδρανοποιήθηκα τελείως. Προσπάθησα να τον βάλω στο σωστό δρόμο αλλά δεν τα κατάφερα, πιθανόν εξαιτίας της μεγάλης μου αδράνειας. Εξάλλου, όταν δυο άνθρωποι ξεκινούν μαζί, δεν έχουν την υποχρέωση να αποφασίσουν ποιος είναι ο Δον Κιχώτης και ποιος ο Σάντσο Πάντσα. Εκείνος έκανε τις επιχειρήσεις κι εγώ σαν καλός Σάντσο Πάντσα τον ακολουθούσα σιγά σιγά με τα βιβλία μου, αφού έκανα την ανάλυσή μου και την κριτική μου όπως όφειλα». Ο Giacomo Leopardi (1798 – 1837) θεωρούσε σημαντικότατο σταθμό στην πορεία της λογοτεχνίας το έργο Δον Κιχώτης, όπως και τη ρήξη του Θερβάντες με το μιμητισμό του προϋπάρχοντος κόσμου του ιπποτικού μυθιστορήματος, συνδέοντάς το μάλιστα με την τότε εποχή του, τις απαγγελίες και τις συνθέσεις διαφόρων «δημιουργών»:  «Εάν είχα την ιδιοφυία του Θερβάντες θα έκανα ένα βιβλίο για να εκκαθαρίσω, όπως έκανε αυτός την Ισπανία από το μιμητισμό των περιπλανώμενων ιπποτών, εγώ την Ιταλία και ακόμα περισσότερο τον υπόλοιπο πολιτισμένο κόσμο, από ένα βίτσιο… που είναι ούτε λιγότερο σκληρό ούτε λιγότερο βάρβαρο από κάποια κατάλοιπα κτηνωδίας των μεσαιωνικών χρόνων που χλευάζονται από τον Θερβάντες. Μιλώ για το βίτσιο τού να διαβάζεις ή να απαγγέλλεις σε άλλους τις συνθέσεις σου… Σήμερα που η σύνθεση είναι χαρακτηριστικό όλων και που το πιο δύσκολο πράγμα είναι να βρεις κάποιον που δεν είναι συγγραφέας, γίνεται όλεθρος, δημόσια συμφορά και νέος παραδαρμός της ανθρώπινης ζωής». Για τον Λεοπάρντι ο Δον Κιχώτης ήταν σημαντικότατο βιβλίο και για ένα ακόμα λόγο, αφού, γράφοντας στον πατέρα του Monaldo Leopardi, έλεγε: «Το «Άδικο και το Δίκαιο» του Bartoli, το επίτομο έργο του Λουκιανού του Έλληνα και τον πρώτο τόμο του Δον Κιχώτη από τη Μαδρίτη, τα έχω εδώ μαζί μου, τα έφερα για να μη διακόψω το καθημερινό μου διάβασμα Ελληνικών, Ιταλικών και Ισπανικών, ούτε καν στο ταξίδι». Ο Δον Κιχώτης επομένως ήταν «αχώριστος σύντροφος» του Λεοπάρντι, αφού εκτιμούσε την καθαρότητα της γλώσσας αλλά και τη δύναμη των ιδεών του Θερβάντες.

Ο Giuseppe Baretti (1719 – 1789) υπερασπιζόμενος μια λογοτεχνία βασισμένη σε πραγματικά ζητήματα και όχι σε λόγια, έγραφε στο περιοδικό La frusta letteraria (1763 – 1765) κάνοντας χρήση σκηνών από τον Δον Κιχώτη και αντλώντας παραδείγματα από αυτόν για να καυτηριάσει «ποιητές» συγκεκριμένης αντίληψης: «Ο Cervantes de Saavedra στη διάσημη ιστορία του ήρωα της Μάντσια, μιλάει για έναν ποιητή, που αγαπούσε πολύ τον Δον Κιχώτη, γιατί ο Δον Κιχώτης τού επαινούσε τους στίχους του. Κι όμως εκείνος ο ποιητής γνώριζε πολύ καλά ότι ο κακόμοιρος υμνητής του ήταν τελείως τρελός. Κι εγώ γνωρίζω περισσότερους από έναν και από δυο που θέλουν από το να μην τους επαινεί κανένας, να επαινούνται από αισχρούς κλέφτες». Όμως τα χαρακτηριστικά του Δον Κιχώτη δίνουν αφορμή και στον Ιησουίτη Saverio Bettinelli (1718 – 1807), μέλος της ομάδας του Ιταλικού διαφωτισμού και της λογοτεχνικής εφημερίδας Il caffè, να γράψει για τον Δάντη τα παρακάτω: «Κάποιος θα μίλαγε για συνείδηση του αληθινού ή και για ενδόμυχη έννοια του αληθινού. Ποιος είναι εκείνος ο λογικός άνθρωπος που δεν αισθάνεται και δε βλέπει τη βαναυσότητα του ύφους του Δάντη, την τερατωδία των πινάκων του, την ανυπόφορη μεγάλη διάρκεια των οραμάτων του, την εκκεντρικότητα των εικόνων του και των ευρημάτων του, το έρεβος των υπαινιγμών του, τον τρόμο των στίχων του και το μη φορμαλιστικό τού ποιήματός του; Οι τυφλοί και οι φανατικοί θαυμαστές τού Δάντη δε βλέπουν τίποτε απ’ αυτά και θέλουν μόνο να βλέπουν θαυμάσιες ομορφιές. Μου φαίνεται ο καθένας απ’ αυτούς ένας Δον Κιχώτης που επιτίθεται στους οδοιπόρους και κάτω από την τιμωρία της ζωής του, τους υποχρεώνει να ομολογήσουν ότι η χωριατοπούλα του από το Τομπόζο είναι η πιο ωραία μεταξύ όλων των πριγκιπισσών στη γη. Δεν ξέρω πώς, αλλά φυσικά είναι ο Δάντης, μεταξύ των ποιητών μας, σαν τον δικό σας θαυμάσιο Hanniman των παλιών αγγλικών μυθιστορημάτων, στον οποίον απονέμονται μεγάλα θαύματα και μεγάλα μυστήρια χωρίς άλλη λογική παρά μια μαγική δύναμη γοητείας. Αλλά, για όλα αυτά, τι θα κάνατε εσείς στην περίπτωσή μου;

Θα θέλατε να αντισταθείτε στον Δον Κιχώτη, που δίνει χτυπήματα σαν τρελός ή να απαρνηθείτε να θαυμάζετε τον Hanniman, που σας καταρρακώνει χωρίς έλεος;».  Ο Lorenzo Da Ponte (1749 – 1838) στις Memorie (1819 – 1830) θυμάται ότι βρέθηκε με τέσσερις σοφούς από τέσσερα κράτη, μεταξύ των οποίων ο ένας ήταν Ισπανός, και οι τρεις άλλοι Γάλλος, Γερμανός και Αμερικάνος. Όλοι καυχούμενοι, προσπαθούσαν να αναδείξουν την πολιτιστική τους παράδοση. Είναι εντυπωσιακό αυτό που σύγκρινε ο Ισπανός για να δείξει την αξία του Δον Κιχώτη: Καθένας, όπως ήταν πράγμα φυσικότατο, ανέβαζε ψηλότερα από τον πλανήτη Κρόνο τη γλώσσα και τη λογοτεχνία της χώρας του. Ο Δον Κιχώτης, έλεγε ο Ισπανός, αξίζει όσο άξιζε όλη η βιβλιοθήκη του βασιλιά της Γαλλίας, που ήταν, καθώς λένε, η πιο ωραία και η πιο πλούσια στον κόσμο. 

Ο Antonio Gramsci (1891 – 1937) απονέμει στον Θερβάντες, λόγω φυσικά της συγγραφής τού Δον Κιχώτη, τον τίτλο της εθνικής ιδιοφυΐας που χαρακτηρίζει μεγάλους συγγραφείς και ποιητές που ταυτίστηκαν με τη χώρα τους: Εθνικές ιδιοφυΐες: Κάθε έθνος έχει τον ποιητή του ή συγγραφέα, στον οποίο συνοψίζεται η διανοητική δόξα του έθνους και της φυλής. Ο Όμηρος για την Ελλάδα, ο Δάντης για την Ιταλία, ο Θερβάντες για την Ισπανία, ο Camoens για την Πορτογαλία, ο Shakespeare για την Αγγλία, ο Goethe για τη Γερμανία. Ένας ακόμα μεγάλος ποιητής και λόγιος ο Ugo Niccolò Foscolo (1778 – 1827) αναφέρεται στον Δον Κιχώτη του Θερβάντες με έμφαση σε χαρακτηριστικά που ο Φώσκολο πίστευε σημαντικά: «Θα αναφέρω τα λίγα τα οποία θυμάμαι. Εγκωμίαζε τον Δον Κιχώτη σαν πολύ τυχερό γιατί πλανιόταν για δόξα χωρίς φθόνο και γι’ αγάπη χωρίς ζήλια». Ο Massimo D’ Azeglio (1798 – 1866) στις δικές του αναμνήσεις, I miei ricordi (1866 – 1867), περιγράφει και τονίζει το περιπετειώδες στοιχείο του Δον Κιχώτη:

Έχω ήδη πει ότι κάνοντας την ανάλυση της φύσης μου κάποιος θα έβρισκε ένα χιλιοστόγραμμο του Δον Κιχώτη. Αυτός έβλεπε περιπέτειες σε κάθε γεγονός, σε κάθε συνάντηση ακόμα και την πιο συνηθισμένη. Κι εγώ χωρίς να παίρνω τα πράγματα στα σοβαρά όσο αυτός, οπωσδήποτε αισθανόμουν να δουλεύω τη φαντασία για να πλησιάσω, ανάμεσα σε εκείνες τις σκιές και τη σιωπή, στη μοναχική και δραματική μου κατοικία.  Οι εικόνες του Δον Κιχώτη είναι παρούσες και στο σημαντικότατο μυθιστοριογράφο του 19ου αιώνα Ippolito Nievo (1831 – 1861) στο μεγαλειώδες έργο του Οι Εξομολογήσεις ενός Ιταλού – Le confessioni di un Italiano (1867): «…Μη χαθείς Καρλίνο σε εκείνα τα νεφελώδη σύνορα ανάμεσα στο δυνατό και στο αδύνατο μαχόμενος με τη σκιά σου ή με τους ανεμόμυλους του Δον Κιχώτη… Όπως βλέπεις είναι ένας ωραίος νέος, ένας μελαχρινούλης σβέλτος και υψηλού αναστήματος, γεμάτος οίστρο έπαρσης και υγείας, θαρραλέος, λένε, όπως ένας αποφασισμένος για το θάνατο ξιφομάχος περισσότερο από τον Δον Κιχώτη. Επιπροσθέτως έχει τη στολή του στρατιώτη που στις γυναίκες αρέσει περισσότερο από την αξία».  Όμως ας δούμε και κάποια φυσικά χαρακτηριστικά του Δον Κιχώτη, όπως περιγράφονται από άλλους λόγιους Ιταλούς, ακολουθώντας τα στερεότυπα της περιγραφής του Θερβάντες: «Το δωμάτιο του εφημέριου ήταν ένας μικρός παράδεισος. Έκανε ζέστη. Στο τζάκι έκαιγε μια μεγάλη φωτιά και μπροστά της ένας άνδρας ψηλός και αδύνατος, ένα είδος Δον Κιχώτη παπά, ζέσταινε την πλάτη του με τα χέρια πίσω…». «…Ο Δον Ευγένιος, καπνίζοντας και φτύνοντας, με τις αδύνατες γάμπες σαν του Δον Κιχώτη κάθονταν με τα πόδια ανοιχτά, κούναγε το κεφάλι, έδινε δίκιο στον αμαξά, έδινε δίκιο στον εαυτό του…». 

Η γαλαντομία και η γενναιότητα είναι, όπως είδαμε, τα σταθερά και χαρακτηριστικά στοιχεία του ήρωα Δον Κιχώτη. Θα ήταν λοιπόν αδύνατο να μην περιγραφεί από τον μεγάλο κωμωδιογράφο Carlo Goldoni (1707 – 1793) η γαλαντομία του Δον Κιχώτη και κυρίως εκείνη η σχετική με τη Δουλτσινέα, όταν περιγράφει γυναίκες να μιλάνε μεταξύ τους για μονομαχίες ανδρών με στόχο την αγαπημένη τους: 

Βιολέντσα: Γιατί ο Δον Ρομπέρτο τραυμάτισε τον Δον Φάουστο;

Αρτζεντίνα: Γιατί ο Δον Φάουστο τον προκάλεσε εξ αιτίας σας.

Βιολέντσα: Το να μονομαχούν για τις γυναίκες ήταν πάντα πράξη ιπποσύνης. Και ο Δον Κιχώτης το έκανε για τη πανέμορφή του Δουλτσινέα.

Αρτζεντίνα: Αλλά δείτε λιγάκι, κυρία, τι σας γράφει εκείνος ο κακομοίρης 

Η παραδειγματική γενναιότητα και η αυτοθυσία του Δον Κιχώτη περιγράφεται επίσης από τον Antonio Fogazzaro (1842 – 1911): «Όμως είναι αλήθεια, εάν ήμαστε ενωμένοι, θα μου ήταν πιο εύκολο να επιστρέψω. Ένας άλλος θα ονειρευόταν  να σταματήσει εδώ για να ζήσει από τη νόηση και την αγάπη. Εγώ όχι, εγώ θα ζούσα γι’ αγάπη και για μάχες. Θα σε ήθελα μάρτυρα των νικών μου και παρηγοριά στις ήττες μου. Θα ριχνόμουν στη μάχη με κλειστά μάτια, μόνος, σαν Δον Κιχώτης. Ω τι ζωή θα ήταν! Τι ζωή Έλενα!». Η εικόνα του Δον Κιχώτη στα ιταλικά γράμματα είναι πολύ σημαντική. Στοιχεία επίδρασης του Δον Κιχώτη βρίσκονται σε έργα με κριτική και ειρωνική ματιά όπως στο La secchia rapita – Ο κλεμμένος κουβάς (1619) του Αλ. Τασόνι (1565 – 1635).  Δάσκαλος και οδηγός κάθε συμβατικής ελευθερίας  ο Θερβάντες με το δημιούργημά του Δον Κιχώτης παρουσίασε τη σύγκρουση ανάμεσα στο όνειρο και στην ανάνηψη από την αυταπάτη μέσα από τη σύγκρουση μεταξύ των ηρωικών ονείρων τού Δον Κιχώτη και της  πεζότητας της καθημερινότητας. Το έργο όμως αποτέλεσε και τον καθρέφτη της κρίσης και των κοινωνικών, οικονομικών αντιθέσεων της Ισπανίας των πρώτων δεκαετιών του 17ου αιώνα. Ένα κράτος που φιλοδοξούσε να συνέχιζε να είναι ισχυρή πολιτική δύναμη, αλλά που δεν ήταν όμως πια η πολεμική μηχανή των ηρωικών εποχών του Καρόλου του Ε΄ . Μια χώρα που ήταν πλέον εύθραυστη οικονομικά, με μια μικρή τάξη ευγενών αργή και νωθρή και με ένα στράτευμα απατεώνων που διέσχιζε τη χώρα ζώντας από τεχνάσματα (οι λεγόμενοι picari).

Οι σελίδες του Δον Κιχώτη δεν έπαυσαν να γοητεύουν τους αναγνώστες κάθε ηλικίας αφού αφηγούνται το τρελό θάρρος ενός πρωταγωνιστή πέραν του χρόνου, για τον οποίο οι αντιξοότητες και οι συμφορές, οι προσβολές και οι αυθαιρεσίες που διατρέχουν τον κόσμο είναι ζητήματα στα οποία ο καθένας καλείται να δώσει απαντήσεις. Στο Δον Κιχώτη καθένας μπορεί να δει τις μεταφορές που προτιμά, ή να το διαβάσει όπως του φαίνεται αλλά πάντα με τον σεβασμό που οφείλει σε έναν ήρωα αθάνατο.  Η τρέλα του Δον Κιχώτη έχει βαθιές και ανθρώπινες ρίζες, επειδή ενσαρκώνει την καταδίκη της χαιρεκακίας, της στρέβλωσης και της αδικίας εν ονόματι της καλοσύνης, της γενναιοδωρίας, του θάρρους και της εντιμότητας. Ο Δον Κιχώτης θα πεθάνει ηττημένος, αλλά το όνειρό του θα επιβιώσει, όπως το ιδανικό επιβιώνει του πραγματικού.  Σήμερα, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο αριστούργημα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, ο Δον Κιχώτης μας επιβάλει ένα τρομερό και σκληρό ερώτημα. Θα πρέπει να μελετούμε το πεπρωμένο κάθε γενναιόδωρης και ασυμβίβαστης πράξης ή τη διακωμώδηση για την τρελή αποποίηση της λογικής; Εάν υπάρχει, όπως πρέπει να υπάρχει, διαχωρισμός μεταξύ ουτοπίας και τρέλας, ίσως η κριτική και η πολύσημη ερμηνεία του Δον Κιχώτη, η προσεκτική ανάγνωση των αξιών του όπως και η εκρηκτική δυναμική αυτού του εξαιρετικού έργου, μπορεί να μας βοηθήσει όλους και κυρίως τις νέες γενιές να σκεφτούμε και να χαμογελάσουμε πέρα από κάθε ιδεολογικό ή ηθικοπλαστικό σχήμα.