Στον πατέρα μου
Πατέρα, αν δεν ήσουν εσύ ο δικός μου
πατέρας, αν ακόμα κι εσύ ήσουν ένας ξένος άνθρωπος
γι’ αυτό που ήσουν θα σε αγαπούσα εξίσου.
Γιατί θυμάμαι ένα χειμωνιάτικο πρωινό
Ότι την πρώτη βιολέτα στον απέναντι
Τοίχο ανακάλυψες από το παράθυρό σου
Και μας είπες τα νέα χαρούμενος.
Έπειτα την ξύλινη σκάλα πήρες στον ώμο σου
Βγήκες από το σπίτι και την ακούμπησες στον τοίχο.
Εμείς παιδάκια στεκόμασταν στο παράθυρο.
Κι εκείνη την άλλη φορά θυμάμαι
Όταν τη μικρή μου αδελφή,
κυνηγούσες μέσα στο σπίτι, απειλώντας
( δεν ξέρω τι είχε κάνει εκείνη η πεισματάρα).
Αλλά όταν την έφτασες και ούρλιαζε δυνατά
Από τον φόβο σου έλειψε η καρδιά σου:
Γιατί είχες δει να κυνηγάς εσύ τη δική σου
Μικρή κόρη, και, την κατατρομαγμένη εκείνη
Εσύ, τρέμοντας, την τράβηξες στο στήθος σου,
Και με χάδια μέσα στην αγκαλιά σου
Την περιέβαλλες σαν να την προστάτευαν
Από εκείνον τον κακό που ήταν ο εαυτός σου πρωτύτερα.
Πατέρα, αν δεν ήσουν εσύ ο δικός μου
Πατέρας, αν ακόμα κι εσύ ήσουν ένας ξένος άνθρωπος
Απ’ όλους τους ανθρώπους πολύ περισσότερο
Για την παιδική σου καρδιά εσέ θα αγαπούσα.
Το ποίημα αυτό του Camillo Sbarbaro (1888-1967) αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά για τον πατέρα ποιήματα του 20ού αιώνα. Αποτελεί μέρος της ποιητικής συλλογής Pianissimo.Είναι μια πράξη αγάπης προς τον πατέρα στον οποίο ο γιος ποιητής αφιερώνει ορμητικούς και ειλικρινείς στίχους. Από αυτές τις αναμνήσεις αναδύεται η εικόνα ενός ανθρώπου πλούσιου σε ανθρωπιά και ευαισθησία, ο οποίος μπορούσε να αγαπηθεί ακόμη και πέραν του γεγονότος ότι ήταν πατέρας του. Τα παιδικά επεισόδια που αφηγείται ο ποιητής, με νοσταλγία και πόνο, εκείνου του πατέρα με τις ιδιότητες της ευαισθησίας και της καλοσύνης, έχουν πλούσια αξία αλλά δεν πέφτουν ποτέ σε θλιβερές υπερβολές. Επιφανειακά, μπορεί να φαίνεται ότι είναι έξω από τον συνηθισμένο ποιητικό κόσμο του Sbarbaro, όπου κυριαρχούν η αίσθηση θλίψης και η αγωνία για την κατάσταση του μοναχικού ανθρώπου. Στην πραγματικότητα, αυτά τα συναισθήματα παραμένουν στο υπόβαθρο αυτού του ποιήματος.