Άγρια δολοφονία ζευγαριού από υποψήφιο εργαζόμενο τους

ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΖΕΪΜΣ ΔΕΓΛΕΡΗ

Γιούτα, που θα πει στη γλώσσα των Ινδιάνων Γιούτ που ζούσαν πάντα σ αυτήν, «Οι άνθρωποι των βουνών». Στη μέση των ΗΠΑ.  Εδώ αποφάσισαν να εγκατασταθούν, μια φορά, οι πιστοί της Εκκλησίας των Μορμόνων, γιατί η άγονη, άγρια γη της ερήμου θεωρήθηκε τόπος που δεν θα θέλαν άλλοι να ζήσουν, άρα θα ασκούσαν την θρησκεία τους αφοσιωμένα και ελεύθερα. Σήμερα, είναι μια από τις πιο πλούσιες πολιτείες της Αμερικής, με τον πληθυσμό της να ακμάζει και να ζει με πολυτέλεια, με το Forbes να την ανακηρύσσει ως «καλύτερη πολιτεία για τις επιχειρήσεις» και το Newsweek να την αποκαλεί «νέα οικονομική Σιών».

Σ αυτή την θρησκευόμενη και πλούσια περιοχή, η είδηση της δολοφονίας δυο ευκατάστατων, νέων, ευτυχισμένων γονιών, με τα τρία τους παιδιά να κοιμούνται στα δωμάτια τους στον επάνω όροφο, σόκαρε την τοπική κοινωνία. Το ζευγάρι αγωνίστηκε και προσπάθησε με κάθε δύναμη να αμυνθεί. Δεν τα κατάφεραν.

Το περασμένο Σάββατο, ο Τόνι και η Κάθριν Μπάτερφιλντ δολοφονήθηκαν με πυροβολισμούς, με τους συγγενείς και τους φίλους να είναι συγκλονισμένοι και τουλάχιστον ευγνώμονες που γλίτωσαν τα παιδιά, ηλικίας μέχρι 4 ετών, τα οποία δεν καταλάβαν τίποτα. Στη μία και τέταρτο, το βράδυ του Σάββατου, ένας γείτονας κάλεσε το 911, την άμεσο δράση, για να αναφέρει που ακούγονται πυροβολισμοί και γυναικεία ουρλιαχτά απ το σπίτι των Μπάτερφιλντ.

 Όταν έφτασαν οι αστυνομικοί βρήκαν την Κάθριν νεκρή στο σαλόνι του σπιτιού, ενώ το σώμα του συζύγου της, του Τόνι ήταν στην πίσω αυλή, έχοντας κυνηγήσει τον εισβολέα του σπιτιού του με ένα μαχαίρι της κουζίνας και φαίνεται να πάλεψε πολύ, να τον είχε χτυπήσει με τις γροθιές του και να τον είχε τραυματίσει με το μαχαίρι, για να τον αποκρούσει και τον διώξει απ τα παιδιά του, για να μη βλάψει και εκείνα. Η Κάθριν είχε το χαϊδευτικό «Ηλιαχτίδα» από τους φίλους της για την χαρούμενη της πάντα και δοτική διάθεση, ενώ ο Τόνι είχε μια ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ, γινόταν η «ψυχή της παρέας» και τους έκανε όλους να γελούν. Η αστυνομία χρειάστηκε μόλις δυο μέρες για να συλλάβει τον ύποπτο για τη δολοφονία του ζευγαριού.

Ο Άλμπερτ Τζόνσον είχε προσπαθήσει να προσληφθεί στην εταιρεία διαμόρφωσης εξωτερικών χώρων που είχε ο Τόνι. Δεν είχε πάρει την δουλειά. Ως συνεργός και με την κατηγορία της καταστροφής και της απόκρυψης αποδεικτικών στοιχείων και παρακώλυση της δικαιοσύνης και η σύζυγος του Τζόνσον, η Σάνι.

Η Σάνι Τζόνσον παραδέχτηκε πως τη νύχτα που δολοφονήθηκε το ζευγάρι, ο σύζυγός της επέστρεψε στο σπίτι ξημερώματα, γύρω στις 3 ή 4 το πρωί. Ήταν ματωμένος, χτυπημένος στο πρόσωπο, μαχαιρωμένος και πολύ ταραγμένος. Της είπε πως «η ζωή του είχε τελειώσει». Έκανε ντους, άλλαξε τα ρούχα του και έφυγε. Η Σάνι παραδέχτηκε πως μόλις άκουσε την είδηση για τη διπλή δολοφονία πέταξε τα ρούχα του και τα παπούτσια του και καθάρισε όλο το διαμέρισμα με χλωρίνη. Η αστυνομία του Σολκ Λέικ Σίτι δεν έχει δώσει ακόμα το κίνητρο της διπλής δολοφονίας στη δημοσιότητα, ούτε το τι λέει στις ανακρίσεις ο ύποπτος.