Το βαλς της Λάρας και ο Σταύρος Βασιλείου, ο τελευταίος ρομαντικός της Αθήνας

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Η Ιστορία. Οι ξεσηκωμοί, οι επαναστάσεις, οι μεγάλοι πόλεμοι, η αλλαγή του κόσμου που δεν έρχεται, οι άνθρωποι να συνθλίβονται από γεγονότα, μεγαλύτερα απ την μικρούλα ύπαρξη τους, οι ιδεολογίες, ο έρωτας, οι συμβιβασμοί, η φύση και το άτομο, η ποίηση και η λογοτεχνία σαν το ύστατο καταφύγιο των ψυχών μας και οι λέξεις, οι εικόνες, η μουσική να ναι αυτό που μας απομένει τελικά! Και η Λάρα, ο Γιούρι Ζιβάγκο, ο Κομαρόσβκι, ο Πάσα, ο Στρέλινικοβ, ο Μπόρις Πάστερνακ, ο Ζαν Μισέλ Ζαρ, ο Ομάρ Σαρίφ, η Τζούλι Κρίστι, ο Ντέιβιντ Λην, η Τζέρλαντιν Τσάπλιν, Αλεκ Γκίνες, Ροντ Στάιγκερ. Μυθολογία σε προσωπικές προβολές σωτηρίας ψυχών, ημών των ιδίων. Ντάτσες, τούνδρες και στέπες, ψηλές σημύδες, σοβιετικά αστέρια και λευκοί στρατοί, κόκκινες σημαίες και τα οικόσημα των τσάρων, παγωμένα σπίτια, με κρυσταλλιασμένους σταλακτίτες σαν λημέρια του Χειμώνα και της απάνθρωπης βασίλισσας του χιονιού! Και η μοίρα! Ω! Το τυχαίο που σμίγει και χωρίζει! Οι εξαφανίσεις, η λήθη, η θλίψη, ο θάνατος, η αυτοχειρία, η τιμή, ο φανατισμός, η πείνα, η επιβίωση, η εξουσία. Στο τέλος, μόνη αλήθεια; «H ανικανότητα να αγαπάς, είναι κάτι σαν έγκλημα» όπως έγραψε ο ίδιος, ο συγγραφέας και ποιητής, ο Μπόρις Πάστερνακ! Όμως, το θέμα μου, εδώ, δεν είναι να σας πω κάτι καινούργιο -ή και παλιό- για το μεγαλειώδες μυθιστόρημα Δρ. Ζιβάγκο του Πάστερνακ, που απαγορεύτηκε στην Σοβιετική Ρωσία, που τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το οποίο το καθεστώς υποχρέωσε τον δημιουργό να αρνηθεί, που μεταφράστηκε σε όλες σχεδόν τις γλώσσες της Δύσης και που  η αμερικάνικη έκδοσή του έμεινε για 26 εβδομάδες στην κορυφή της λίστας μπεστ-σέλερς των Τάιμς της Νέας Υόρκης. Ούτε η αριστουργηματική ταινία, με τις εμβληματικές σκηνές που έγινε το 1965,  σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Λην και διασκευή Ρόμπερτ Μπολτ και συγκαταλέγεται μέσα στις καλύτερες και κλασικότερες ταινίες όλων των εποχών, 39η θέση στη λίστα με τις 100 καλύτερες ταινίες της ιστορίας του σινεμά, υποψήφια για 10 Όσκαρ, που κέρδισε τελικά, τα έξι, είναι το θέμα μου. Ούτε καν, η ψιθυρισμένη από αγγέλους, σχεδόν μουσική του Μορίς Ζαρ και το βαλς της Λάρας του, από τις κινηματογραφική μουσικές που καταγράφτηκαν στον πανανθρώπινο DNA με αφορά, εδώ. Η μάλλον, με αφορούν όλα μαζί, γιατί ως υψηλή τέχνη, επέδρασσαν όλα μαζί, πάνω σε έναν άνθρωπο, τον Σταύρο Βασιλείου, τον τελευταίο ρομαντικό της Αθήνας, που ξέρω εγώ…

Σταύρος Βασιλείου: ο τελευταίος ρομαντικός

… Ο Σταύρος Βασιλείου, δεν γεννήθηκε σε εποχή, σημαδιακή για την ιστορία της ανθρωπότητας, ούτε μεγάλωσε σε κάποιο εξωτικά σχεδόν, παγωμένο μέρος, αλλά στο Νέο Ηράκλειο, εποχές που παίζαμε με ποδήλατα, μπάλα σε αλάνες, πέφταμε ο ένας πάνω στον άλλον, στην πλατεία του ενός καφενείου, του Τσιργώτη, ενός σουβλατζίδικου, που δε θυμάμαι τ όνομα, ενός ζαχαροπλαστείου, του Καρρά και δυο καφετεριών, της Nick και της Γρανάδας. Τότε, που όλοι σχεδόν γνωριζόμασταν στο προάστιο και που το σταμάτημα και η έναρξη του ηλεκτρικού, μες στην απόλυτη ησυχία, μας σήμανε το βαθύ βράδυ και το ξημέρωμα. Στο θερινό σινεμά Νοσταλγία ή στα Τρία Αστέρια, παντός καιρού, θα είδε κάποτε τον Δρ. Ζιβάγκο του σερ Ντέιβιντ Λην, ο Σταύρος Βασιλείου. Μέσα του γεννήθηκε η εικονοκλασία για ό,τι ακουμπούσε σε συναισθήματα, εκφράσεις, σιωπές, μελωδίες, η κάμερα για να διηγηθεί την επική ιστορία ανθρώπων που αναμετριούνται για τη ζωή, το θάνατο, την προσωπικότητα των πολιτών ενάντια στο κράτος, την καρδιά που πολλές φορές εναντιώνεται στη λογική. Συλλεγεί ο Σταύρος μας λοιπόν, από τότε, όλα όσα αφορούν στην ταινία, διαβάζει ξανά και ξανά το βιβλίο, κάπου σε ένα άλλο σύμπαν, οι ήρωες του χαρτιού και του φιλμ, είναι υπαρκτοί και συνεχίζουν να αγαπιούνται η να χωρίζουν, να διεκδικούν κομματάκια στην ευτυχία και στην χαρά, ή τελικά λύτρωση στη λήθη. Κάποτε, σε ένα παλιό στρατιωτικό τζιπάκι, που έχει επιδιορθωθεί σχεδόν χειροποίητα, κομμάτι, κομμάτι, βάζει και ζωγραφίζουν επάνω, σαν ένα έργο τέχνης, μεταμοντέρνο πια σε λαμαρίνα, την αφίσα της ταινίας, με την Τζουλι Κρίστι, πολύτιμα αγκαλιασμένη, από τον Ομαρ Σαριφ, με φόντο κόκκινες σημαίες και αλά υπαρκτού σοσιαλισμού εργοστάσια. Θα πάρει, το πτυχίο, θα δουλέψει, θα βρει την δική του Λάρα και θα την κρατήσει για πάντα, θα κάνει δυο παιδιά, ενήλικους πια. Και η αφοσίωση του στην εικόνα, η δύναμη του σερ Λην, στη σκηνοθεσία της δικής του καλλιέργεια ψυχής θα τον ακολουθεί για πάντα.

Η αφοσίωση στην Ανάδειξη του Έργου Χρήστου Καραγιάννη, του λασπωμένου, ταπεινού λογοτέχνη και ήρωα στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Ουκρανική Εκστρατεία και στην Μικρασιατική Καταστροφή

Ο Σταύρος έχει απίστευτες γνώσεις για πολλά πράγματα, για το λαϊκό τραγούδι και τους μεγάλους συνθέτες και ερμηνευτές του, το ρεμπέτικο, τους Βαλκάνιου παραδοσιακούς μουσικούς, τον Γιώργο Νταλάρα που έχει αδυναμία, ήρωες της ελληνικής ιστορίας και τις αληθινές τους, συχνά άγνωστες ιστορίες.  Δημιούργησε, κίνησε, εμψύχωσε, αγωνίστηκε με την Ομάδα για την Ανάδειξη του Έργου Χρήστου Καραγιάννη και του “Ημερολογίου”, που εκείνος ο ανώνυμος για τους πολλούς ήρωας, κρατούσε και κατέγραφε στην 2η στρατιωτική του θητεία, την ατέλειωτη σε χρόνο επιστράτευση στον Α’ Παγκόσμιο  Πόλεμο, την εκστρατεία στην Ουκρανία , την Μικρασιατική καταστροφή. Ο Χρήστος Καραγιάννης από το Στεβενίκο, δηλαδή, την Αγία Τριάδα Βοιωτίας, έμαθε γράμματα μόνος του, χωρίς να πάει ούτε μια μέρα σχολείο και κράτησε λεπτομερές «Ημερολόγιον»  της ζωής του, ως απλός φαντάρος, σε πολέμους από εκείνους που δεν επιτρέπουν στην ανθρωπιά, να κρατήσει αντιστάσεις. Γεμίζει σελίδες η ψυχή του απλού ανθρώπου, στο περιθώριο μιας Ιστορίας που δεν τον λογαριάζει, ούτε τον μετράει και το  κείμενό του γεμάτο ευγένεια και αγνό πατριωτισμό έχει  ιδιαίτερη φιλολογική αξία. Ο Σταύρος Βασιλείου, λοιπόν, βρίσκει στο Ημερολόγιο του Καραγιάννη τα ίδια στοιχεία, που τον συγκίνησαν και τον σημάδεψαν και στο έργο των Παστερνάκ – Λην και αγωνίζεται, για να βρει την αναγνώρισή του στα νεοελληνικά γράμματα, θεωρώντας την βιωματική λογοτεχνική σημαντική του, στο ίδιο σημείο με το σπαρακτικό «Η ζωή εν τάφω» του Στρατή Μυριβήλη. Ήθελα να βοηθήσω την αφοσίωση του Σταύρου, του παιδικού και για πάντα φίλου του μεγαλύτερου μου αδελφού, στο να μαθευτεί ο Χρήστος Καράγιαννης, ο αυτοδίδακτος γραμματιζούμενος και γενικός γιατρός, που από το 1923 και μέχρι τον θάνατό του το 1976, υπηρέτησε  ανελλιπώς για 53 χρόνια τους συγχωριανούς και κοντοχωριανούς του με  τις ιατρικές του γνώσεις, μικροχειρουργικής επεμβάσεις, διαγνώσεις, φαρμακευτικές αγωγές. Όμως τα μέσα που πάντα δούλευα, κυνηγούσαν την επικαιρότητα και τη λουσάτη πλευρά της είδησης, δε περίσσευε χώρος, για έναν λασπωμένο, ταπεινό ηρώα, με μεγάλη ψυχή, που λάτρευε τους ανθρώπους, τα γράμματα και την Ελλάδα, σε ένα χωριό και σε πολλούς πολέμους.

 «Δόκτωρ Ζιβάγκο του Μπόρις Παστερνάκ, μέσα από τις σκηνές του David Lean» του Στάθη Ασημάκη και Νότης Μαυρουδής στο Εκστάν, ένα βράδυ στα Πατήσια

Μέσα σ αυτές τις γνώσεις, το μοίρασμα τους, τις ευγενείς αφοσιώσεις του Σταύρου Βασιλείου που αφορούν σε μια συνολική στάση ζωής και ένα υψηλό αξιακό σύστημα, συναντιέται με τον εξίσου ρομαντικό και ιδεολόγο Στάθη Ασημάκη, που εμπνέεται από το πάθος του Σταύρου και στο κοινό τόπο του προβληματισμού για την Ιστορία και τις ιδέες, τις ιδεολογίες και τις συμπεριφορές των ανθρώπων, του εμπνέει ένα βιβλίο. Πρόκειται για το «Δόκτωρ Ζιβάγκο του Μπόρις Παστερνάκ, μέσα από τις σκηνές του David Lean». Το βιβλίο, μάλιστα, παρουσιάστηκε μια Τετάρτη αυτού του Νοέμβρη,  στον πολυχώρο «Εκστάν», στα Πατήσια, με μια φιλική συζήτηση που συντόνισε ο καθηγητής Ιταλικής Φιλολογίας & Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, ο Γιάννης Τσόλκας -για μένα, ο αδελφούλης μου, άνευ τίτλου- και που συμμετείχε ο κεφαλαιώδης συνθέτης Νότης Μαυρουδής. Θέλω κάπου εδώ να καταλήξω, πως απ την μια μεριά υπάρχει ένας κόσμος λόγιων επιφανών, που χαίρει προβολής και αναγνώρισης και απ την άλλη βαραίνουν άνθρωποι, παθιασμένοι, αφοσιωμένοι, δωρικοί σχεδόν στην λιτότητα και τη σεμνότητα τους, σαν τον Σταύρο, τον Στάθη Ασημάκη, τον Νότη Μαυρουδή, τους ανθρώπους που με κόπο και προσωπικό αγώνα λειτουργούς τον πυρήνα τέχνης Εσκτάν, που κάνουν τη διαφορά στην κάθε μέρα μας. Αυτοί κάνουν τον πολιτισμό μας, αυτοί αντιστέκονται σε καιρούς που θυσιάζουν την ουσία για την βοή και τον αυτάρεσκο θόρυβο. Και είναι ναι, αυτοί, που συναντιούνται σ αυτό που στην ποίηση του έγραψε ο Παστερνάκ πως… «έπραξα ένα μεγάλο έγκλημα, έκανα την υφήλιο να κλάψει, για την ομορφιά της ρωσικής γης. Αλλά ακόμα και όταν με σκεπάσει η παγωμένη γη, σιγουριά θα με ζεσταίνει ότι θα έρθει ο καιρός, που το άδικο και το μίσος θα παραμεριστούν και η δικαιοσύνη και το καλό θα πάρουν την εκδίκηση τους».

Το βάλς της Λάρας, το βλέμμα του Ομαρ Σαρίφ, η επικινδυνότητα του Στάιγκερ και «θα έρθει ο καιρός, που το άδικο και το μίσος θα παραμεριστούν και η δικαιοσύνη και το καλό θα πάρουν την εκδίκηση τους»

Έχω, με τη σειρά μου και εγώ διαβάσει το βιβλίο, ένα επικό μυθιστόρημα που συνεχίζει την παράδοση και είναι βαθύτατα επηρεασμένο από τον Ντοστογιέφσκι και τους «Καταραμένους» του και έχω δει κάμποσες φορές την ταινία. Όσες φορές λοιπόν και αν χαθώ στις εικόνες του Λην, δεν μπορώ να μην συγκινηθώ από την αισιοδοξία των ανθρώπων όταν ο σκληρός χειμώνας υποχωρεί και έρχεται η γεμάτη χρώματα, ήλιο και αρώματα η Άνοιξη, τη πρώτη εμφάνισης της Τσαπλιν τυλιγμένη γούνες και με βλέμμα όλο αγάπη για τον άνδρα της, την υγρή ευαισθησία στα μάτια της Τζούλι Κρίστι, τη μπαλαλάικα που της εργάτριας κόρης που αρνιέται πως είναι κόρη του ποιητή και της μεγάλης του αγάπης, αλλά την κουβαλά παντού μαζί της, όπως ο πατέρας της, τον αποχαιρετισμό στο τραίνο, το μουσικό θέμα απ το βαλς της Λάρας, το κρυσταλλιασμένο από πάγους σπίτι που γινεται καταφύγιο ερωτικό, την αγωνιά του Δρ. Ζιβάγκο όταν στην Μόσχα νομίζει βλέπει την Λάρα σε έναν πολυσύχναστο δρόμο και να χάνεται, την βεβαιότητα πως ναι, η δικαιοσύνη και το καλό, το τέλος, θα πάρουν την εκδίκηση τους…