Σιμόνα Κοσσάκ: Η πραγματική, εμβληματική Χιονάτη

ΑΠΟ SPOTLIGHPOST TEAM

Βαθιά, μέσα σε ένα σκοτεινό, γεμάτο από τεράστια, παμπάλαια δέντρα, αρχέγονο δάσος, απ τα ελάχιστα, πια της  στην Ευρώπη, μεταξύ Λευκορωσίας και Πολωνίας, βρίσκεται ένα μοναχικό, παλιό κυνηγετικό καταφύγιο, βγαλμένο σαν από παραμύθι. Παραμυθένια είναι, όμως και η φιγούρα της Σιμόνα Κοσσάκ, που έζησε εκεί, για περισσότερα από 30 χρόνια, χωρίς ανέσεις, ηλεκτρισμό ή τρεχούμενο νερό, έχοντας για φίλους τους ζώα του δάσους. Όπως η Χιονάτη στο σπιτάκι των 7 νάνων μιλούσε και επικοινώνησε με τα ζωντανά ζώντας ευτυχισμένη, έτσι και η Σιμόνα μοιράστηκε δεκαετίες ζωής με ένα κοράκι που είχε κλεπτομανία, έναν λύγκα που ονόμασε Αγκατκα και την Φρόγκι, ένα θηλυκό κάπρο 400 κιλών…

Η εμβληματική ιστορική οικογένεια των 4 γενεών καλλιτεχνών και η ατάλαντη κόρη!

…Τι έκανε αυτή την λεπτεπίλεπτη γυναίκα απ την Κρακοβία, να αναζητεί την απομόνωση; Μα, η ιστορία είναι γεμάτη με καταγραφές ανθρώπων που διακόπτουν τους δεσμούς τους με το παρόν τους και αναζητούν κάτι μεγαλύτερο από τους ίδιους, αιώνιο, άφθαρτο και παντοδύναμο. Συγγραφείς, ζωγράφοι, φυσικά ασκητές και άνθρωποι με θρησκευτικές επιλογές, έχουν νιώσει το κάλεσμα της φύσης τουλάχιστον, σε περίοδο περισυλλογής και ενδοσκόπησής. Η Σιμόνα είχε απ την αρχή της ζωής της, τον Μάιο του  1943, πολλά ερεθίσματα για να θελήσει να ακούει τις σκέψεις χωρίς θόρυβο, αλλά και για να αφοσιωθεί στο μεγαλείο της φύσης. Υπήρξε γόνος μιας διάσημης και πολύ σημαντικής οικογένειας της Πολωνίας. Ήταν εγγονή του διάσημου ζωγράφου και αγωνιστή της ελευθερίας Βόιτσεχ Κόσσακ, δισέγγονη του εμβληματικού στην Πολωνία ζωγράφου και κορυφαίου εικονογράφου σκηνών μάχης και στρατιωτικών πορτρέτων Γιούλιους Κόσσακ. Θεία της ήταν η σπουδαία συγγραφέας Μαγκνταλένα Σαμοζβάνιετς και η θεατρική συγγραφέας και έξοχη ποιήτρια γνωστή ως η «Πολωνή Σαπφώ» και «βασίλισσα της λυρικής ποίησης» Μάρια Παβλικόφσκα – Γιασνοζέφσκα. Ο πατέρας της Σιμόνα ήταν επίσης διακεκριμένος ζωγράφος.

Σε μια οικογένεια που ενέπνεε και απελευθέρωνε τη δημιουργικότητα και που μόνο τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα ήταν άξια λόγου και θαυμασμού, η Σιμόνα, έδειξε από νωρίς πως δεν είχε κανένα διακριτό δημιουργικό ταλέντο. Ήταν το μαύρο πρόβατο της σπουδαίας αυτής οικογένειας. Ο ατάλαντος παρίας της. Η ίδια, αδιαφορώντας για τα πινέλα και τα χρώματα, τις λέξεις και τη λογοτεχνική έκφραση, απομακρύνθηκε πολύ πριν την εφηβεία της από τις προσδοκίες της οικογένειάς της και βρήκε παρηγοριά και ενδιαφέρον στα ζώα που υπήρχαν άφθονα γύρω από το μεγάλο της σπίτι. Παρατηρούσε, μαγεύονταν, θαύμαζε με τον φυσικό κόσμο γύρω της. Έγινε βιολόγος, οικολόγος και καθηγήτρια δασικών επιστημών. Αφοσιώθηκε με μοναστηριακό ζήλο σχεδόν, στην διατήρηση των φυσικών οικοσυστημάτων στην Πολωνία αλλά μελέτησε επιστάμενα τη συμπεριφορική οικολογία των θηλαστικών. Ήταν αδιάλλακτη στην ανάγκη προστασίας της φύσης.  Όλα αυτά, πολύ πριν το οικολογικό κίνημα διαδοθεί και στρατευτούν εκατομμύρια άτομα και προσωπικότητες στην αναγκαιότητα του.

Το σπίτι της για 30 χρόνια στο αρχέγονο δάσος

Δυσκολευόταν στο σχολείο και στη δημιουργία σχέσεων με ανθρώπους, αλλά τελικά εξασφάλισε μια θέση στο Jagiellonian University στην Κρακοβία όπου ολοκλήρωσε το πτυχίο της στη Ζωολογία και τη συμπεριφορά των ζώων το 1970. Η πραγματική της εκπαίδευσή θα ξεκινούσε όταν εξασφάλισε δουλειά στο Ινστιτούτο Έρευνας Θηλαστικών στο Εθνικό Πάρκο Białowieża. Εκεί, βρήκε την απομόνωσή της και το σπίτι της, ένα ερειπωμένο, τάχα στοιχειωμένο καταφύγιο κυνηγών που ονομαζόταν Dziedzinka που κινδύνευε να το κατασπαράξει το δάσος. Παντού γύρω του υπήρχαν άγρια aurochs, αλλιώς αύρες, ένα είδος προγόνου της αγελάδας, που πια είναι εξαφανισμένο. Ερωτεύτηκε το μέρος, αμέσως μόλις το είδε.

Σημείωσε με γλαφυρότητα -να που τελικά κάποιο ταλέντο μάλλον είχε από την φημισμένη οικογένεια της!– πως τη πρώτη φορά που αντίκρυσε το σπίτι της, για τα επόμενα τριάντα χρόνια, είδε σ αυτές τις πρωτόγονες αγελάδες ένα σημάδι καλωσορίσματος και πως ήταν σα να τη χαιρετούσαν. Θαμπώθηκε από την γλυκύτητά των γραμμών του λόφου, τη λευκότητα του χιονιού, το απόκοσμο φως της πανσελήνου πάνω στις κορυφές των δέντρων. Το σπίτι φάνταζε εγκαταλελειμμένο, στοιχειωμένο, μοναχικό, φοβικό. Το λάτρεψε! Δεν χώριζαν καν τα δωμάτια και ήταν ένας ενιαίος, ξύλινος, σκονισμένος χώρος. Και έτσι όπως κοίταζε το οίκημα, ασημένιο από το φεγγάρι και λευκό από χιόνι, της φάνηκε μαγικό και είπε: «τελείωσε! Έφτασα! Είναι εδώ ή πουθενά αλλού!».

Η Σιμόνα ήταν πολύ νέα, όταν επέλεξε τη νατουραλιστική απομόνωση και τη γλώσσα του δάσους αντί απ αυτην του σύγχρονου της κόσμου. Αποφάσισε πως ήθελε να μοιραστεί τη νιότη και το χρόνο της με τα ζώα που την περιβάλλαν και να περάσει τη ζωή της μελετώντας και προφυλάσσοντας τα καθώς προσπαθούσε να κατανοήσει τους κίνδυνους και να τους απομακρύνει οργανωμένα, διατηρώντας τον φθίνοντα βιότοπό τους. Κάνει κάτι σα πρώτο ριάλιτι και καταγράφει τη ζωή της στο δάσος, σε ταινία, ώστε να γίνει κατανοητή η σημασία της εύθραυστης σύνδεσής μας με τη φύση. Εκεί, μελέτησε τα ζώα, που κατοικούσαν στο δάσος. Έμαθε να καταλαβαίνει τους ήχους της φύσης, των δέντρων και να νιώθει τη γλώσσα σώματος, επικοινωνώντας με τα ζώα, που έφερνε μέσα στο σπίτι της. Στην αρχή είχε μια κουκουβάγια, πολλές καρακάξες και έναν τραυματισμένο σκαντζόχοιρο. Κάποια χρόνια αργότερα ήρθε κι άλλος ένας κάτοικος, που η Σιμόνε δεν είχε προσκαλέσει: ο Λεχ Γουίλτσεκ!

Ένας ανεπιθύμητος συγκάτοικος για έναν έρωτα ζωής

Ο Λεχ Γουίλτσεκ, λοιπόν, φυσιοδίφης, φωτογράφος και συγγραφέας, κατέφθασε στο κυνηγητικό περίπτερο που είχε διορθώσει, ανακατασκευάσει, βάψει και κάνει σπιτικό της η Σιμόνε, με ειδική άδεια από τις υπηρεσίες του Εθνικού Πάρκου. Δεν τον καλοδέχτηκε, ούτε τον καλοείδε εκείνη. Προτιμούσε τα ζώα του δάσους για συντροφιά, απ ότι τα δίποδα θηλαστικά. Είχαν τσακωμούς, δυσάρεστες στιγμές, αμοιβαία δυσφορία ο ένας για τον άλλον. Όμως ο Λεχ έκανε εξαιρετική δουλειά με τις φωτογραφίες της άγριας φύσης και ήταν παθιασμένο με τα περιβαλλοντικά ζητήματα, τόσο που η Κόσσακ, άρχισε να τον σέβεται. Όταν εκείνος, φέρνει στο σπίτι ένα ορφανό αγριογούρουνο μια μέρα για να ζήσει μαζί τους, κατάλαβαν και οι δυο πως η αμοιβαία αγάπη και ο σεβασμός τους για το δάσος θα οδηγούσε σε μια δημιουργική συνεργασία. Φυσικά ερωτευτήκαν και έζησαν αγαπημένοι για όλη τους τη ζωή.

Ζάμπκα, το ορφανό αγριογούρουνο – φύλακας, Κορασέκ, το κλεπτομανές κοράκι

Το ορφανό αγριογούρουνο το βάφτισαν Ζάμπκα, που θα πει βάτραχος και κοιμόταν στα κρεβάτια τους, ενώ τους ακολουθούσε παντού, σαν κατοικίδιο σκυλί παρά σαν τον χαυλιόδοντα κολοσσό που ήταν. Οι επισκέπτες του ζευγαριού έπρεπε να είναι προσεκτικοί με αυτόν τον γίγαντα, γιατί ήταν πολύ ευαίσθητος και προστατευτικός φύλακας σε ό,τι αφορούσε στον χώρο και στην παρουσία της Σιμόνε και του Λεχ. Κάπου εκεί μπήκε στη ζωή τους, ο Κορασέκ, το κοράκι τους, που έκλεβε οτιδήποτε του άρεσε. Βουτούσε από κλειδιά, τρόφιμα, χρήματα έως ρούχα ενώ τα φορούσαν οι άνθρωποι, έγγραφα, τσιγάρα και βούρτσες μαλλιών. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος των περαστικών και των επισκεπτών, αλλά ο καλύτερος, αχώριστος φίλος του Λεχ. Ένας ξυλοκόπος ο Στανισλάβ Μουισλίνσκι έλεγε πως ο Κορασέκ, «θα έκλεβε ακόμη και τους μισθούς των ξυλοκόπων στο εργοτάξιο. Κάποτε, μου βούτηξε την άδεια εισόδου στο δάσος. Το έβγαλε από την τσέπη μου και το ξέσκισε. Του άρεσε να επιτίθεται σε ανθρώπους που έκαναν ποδήλατο, ειδικά σε κορίτσια. Επιτίθονταν στο κεφάλι των ποδηλατών με το ράμφος του, εκείνοι έπεφτε και μετά αυτός καθόταν στο κάθισμα τους, θριαμβευτικά και καμαρωτός, κοιτάζοντας την περιστρεφόμενη ρόδα».

Το θηλυκό λύγκα, ως κόρη, οι δίδυμες άλκες Pepsi και Cola, ελαφίνες, αρνιά, αρουραίοι

Με τα χρόνια, στο σπίτι ήρθαν να μείνουν ένας γάιδαρος, μια ελαφίνα, δίδυμα μοσχαράκια άλκες ο Pepsi και ο Cola, ένας πελαργός, κάμποσα παγώνια, αρνιά, αρουραίοι και το θηλυκό λύγκα, η Αγκατκα, την οποία η Σιμόνα ανέφερε ως κόρη της. Ορφανά ζώα, αδέσποτα, εγκαταλελειμμένα, τραυματισμένα ήταν ευπρόσδεκτα σ αυτό το σπίτι, φροντισμένα και αγαπημένα. Η Κόσσακ  θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν το πνεύμα του δάσους, όπως οι ντόπιοι από τα αρχαία χρόνια, πίστευαν ή η καλή μάγισσα, που μιλάει, ζει, υπάρχει με τα ζώα και είναι η θεραπεύτρια τους και η προστάτιδα τους. Η Σιμόνα μπορεί να ήταν όλα τα πιο πάνω για τους ανθρώπους της Πολωνίας, αλλά ήταν κυρίως μια εμβληματική περιβαλλοντική ακτιβίστρια και οικολόγος που θα αναφερόταν στον εαυτό της ως «ψυχολόγος ζωολογικού κήπου».

Συνέχισε την εργασία της για το Ινστιτούτο στο Τμήμα Φυσικών Δασών και απέκτησε το διδακτορικό της το 1970, ενώ έγινε ακαδημαϊκός. Συνέχισε να δημοσιεύει βιβλία και να γράφει άρθρα, να δημιουργεί ταινίες και να ολοκληρώνει εκατοντάδες επιστημονικές μελέτες. Έφτιαξε ένα ηχητικό σύστημα που προειδοποιούσε τα ζώα του δάσους για την διέλευση τρένων. Το 2000, η ​​πολωνική κυβέρνηση της απένειμε το παράσημο Χρυσός Σταυρό της Αξίας, το υψηλότερο παράσημο για πολίτες, που αφορούσε στο έργο και την έρευνά της για την προστασία του τελευταίου αρχέγονου δάσους της Πολωνίας. Στη συνέχεια, το 2003, διορίστηκε Διευθύντρια του Τμήματος Φυσικών Δασών, ρόλο που θα διατηρήσει μέχρι το θάνατό της, τον Μαρτίου του 2007.

Μια ζωή για την φύση, τα ζώα, την ίδια την ανθρωπιά

Ο Σιμόνα Κόσσακ και ο Λεχ Γουίλτσεκ θα ζούσαν για όλη τους τη ζωή στο απομονωμένο τους καταφύγιό, περιτριγυρισμένοι από την δική τους οικογένεια, αυτή των ζώων, βρίσκοντας πληρότητα, που έλειπε στον κόσμο λίγο πιο πέρα, στην άκρη του δάσους. Μετά τον θάνατο της γυναίκας του, εκείνος δημοσίευσε το βιβλίο, «Meeting with Simona Kossak», ενώ το 2022 κυκλοφόρησε  το ντοκιμαντέρ του με τίτλο «Simone». «Ο άνθρωπος» σημείωσε εκείνη και δημοσίευσε αυτός, «είναι επίσης μέρος της φύσης, και δεν υπάρχουν περισσότερο ή λιγότερο σημαντικά μέρη σε αυτήν. Ένα λουλούδι, ένα αστέρι, μια πέτρα, ένας άνθρωπος κουβαλούν την ίδια θεϊκή σπίθα. Όσοι μαθαίνουν να συμπονούν τα φυτά και τα ζώα, μπορούν να καταλάβουν και τους άλλους ανθρώπους, να είναι καλύτεροι μαζί τους, για τον ίδιο τους εαυτό τους. Γιατί ένας άνθρωπος, που αγαπά και κατανοεί τη ζωή, δεν θα κάνει, ποτέ τίποτα ενάντια στην ίδια του, τη φύση».