Ο σπουδαίος κύριος Φοίβος Γκικόπουλος, ο Τιμητικός Τόμος για αυτόν του ΑΠΘ και η Αλήθεια του καιρού μας

ΑΠΟ SPOTLIGHT POST TEAM

Ο Πρύτανης του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής, η Πρόεδρος του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, πλήθος ακαδημαϊκών και δεκάδες φοιτητριών και φοιτητών, ήταν εκεί, σε μια βραδιά τιμής για τα 30 και πλέον χρόνια πανεπιστημιακής αφοσίωσης και προσφοράς, σε ένα σπουδαίο επιστήμονα, δάσκαλο, άνθρωπο: στον Φοίβο Γκικόπουλο.  Τον τόμο επιμελήθηκαν οι Ντίνα Ευαγγέλου και Γιάννης Τσόλκας, ενώ την αισθητική του και καλλιτεχνική δημιουργία ανέλαβε η Εύη Μελεζιάδου. Η βραδιά ήταν συγκινησιακά φορτισμένη. Ο ίδιος τόνισε πως νιώθει «υποχρέωση και ότι δεν πρέπει να σταματήσω να προσφέρω, με κάθε δυνατό τρόπο, στην επιστήμη και την κοινωνία τις γνώσεις μου και την εμπειρία μου όλων αυτών των χρόνων». Διαβάζοντας τα κείμενα τα κατέταξε, υποκειμενικά,  σε δύο κατηγορίες: η πρώτη περιέχει τα καθαρώς επιστημονικά (φιλολογικά, ιστορικά, φιλοσοφικά, λογοτεχνικά, τέχνης), υψηλού επιπέδου, ενώ στη δεύτερη καταγράφονται προσωπικά βιώματα, συναισθήματα, κοινές προσδοκίες και, κυρίως, αμέριστη αγάπη προς το πρόσωπό μου. Υπάρχει επίσης και μια μικρή κατηγορία κειμένων που συνδυάζουν το επιστημονικό με το προσωπικό.

Ο Φοίβος Γκικόπουλος είπε ανάμεσα σε αλλά πως: «με βαθιά συγκίνηση θα ήθελα να ευχαριστήσω πρώτα απ’ όλα το Τμήμα μου που αποφάσισε να εκδώσει τον τόμο και με την υποστήριξη της Κοσμητείας της Σχολής. Τα χρόνια που έζησα στις αίθουσες του Τμήματος, δίπλα σε εκλεκτούς συναδέλφους και συναδέλφισες και έναν αναρίθμητο αριθμό φοιτητών και φοιτητριών, έχουν μείνει βαθιά ριζωμένα μέσα μου και θα με συνοδεύουν για πάντα. Και είναι μεγάλη μου χαρά και προσωπική μου ικανοποίηση όταν βλέπω ότι σήμερα, ορισμένοι από αυτούς τους παλιούς μου φοιτητές και φοιτήτριες, βρίσκονται στη θέση που ήμουν εγώ πριν από τριάντα και πλέον χρόνια. Ιδιαίτερες ευχαριστίες θέλω να δώσω στους αγαπητούς δύο επιμελητές του τόμου, την Ντίνα Ευαγγέλου και τον Γιάννη Τσόλκα, που υπήρξαν και φοιτητές μου, που ανέλαβαν το δύσκολο έργο συντονισμού για την έκδοση του τόμου, και που μας ενώνουν πολλά  μέσα από κοινή πορεία και πνευματική και ιδεολογική σύμπλευση. Ευχαριστώ επίσης την Εύη Μελεζιάδου που επιμελήθηκε την αισθητική και καλλιτεχνική πλευρά του τόμου. Ένα ευχαριστώ στους συγγραφείς που υπηρετούν στο αδελφό Ιταλικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και φυσικά στους δικούς μας, του ΑΠΘ. Ευχαριστώ επίσης τους φίλους συγγραφείς εκτός Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων που προσφέρουν τις γνώσεις τους και την πολύπλευρη εμπειρία τους στην κοινωνία. Ευχαριστώ θερμά τους αγαπητούς συναδέλφους που μίλησαν από καρδιάς σήμερα εδώ,  τον Γιάννη Τσόλκα και την Ντίνα Ευαγγέλου, την Γιάννα Καρύμπαλη, την Αγγελική Κοιλιάρη, την Εύη Μελεζιάδου,  και τον Δημήτρη Μαυροσκούφη. Και δεν μπορώ να παραλείψω  τα ευχαριστώ μου για την άψογη οργάνωση και την γραμματειακή υποστήριξη από την Μαρία Δούνδη και τη Βάσω Σαροπούλου. Επίσης θέλω να ευχαριστήσω και τον κ. Γιάννη Μάρκου, του εκδοτικού οίκου Ζυγός, που ανέλαβε και έφερε σε πέρας, σε χρόνο ρεκόρ, την έκδοση του Τόμου. Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους εσάς που ήρθατε σήμερα εδώ, στην Αίθουσα Τελετών της Φιλοσοφικής Σχολής, μια αίθουσα που σημαίνει πολλά για μένα, για να με τιμήσετε με την παρουσία σας». Αναφέρθηκε, ακόμα, στη σύντροφός του Γιούλη, αυστηρό κριτή και σύμβουλο στα κείμενα του και στις πράξεις του και συμπαραστάτης του στη ζωή και στην κόρη μου Irene που ηταν εκεί το ίδιο πρωί από την Ιταλία για να βρίσκεται δίπλα στον πατέρα της. Και μίλησε για την Αλήθεια Καιρών. Ιδού:

Η αλήθεια του καιρού μας  

Συχνά άκουσα να λένε –παρατηρεί μια αγαπητή μου φίλη με την οποία συχνά συνομιλώ μαζί της- ότι η λογοτεχνία, ή καλύτερα τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα που γράφουν σήμερα οι συγγραφείς μας, δεν «αφηγούνται τη ζωή», αυτά που συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας, στη χώρα μας και στον κόσμο. Και ότι τη ζωή την αφηγούνται καλύτερα οι δημοσιογράφοι γιατί, λόγω επαγγελματικής ενασχόλησης, είναι πιο κοντά στα γεγονότα και τα χειρίζονται με την κατάλληλη αντιμετώπιση. Δεν συμφωνώ -της απαντώ- γιατί δεν είναι ξεκάθαρο τι σημαίνει να «αφηγείσαι τη ζωή». Πιστεύω ότι σημαίνει να αντιλαμβάνεσαι αμέσως, με κάθε δυνατό τρόπο, τι το σημαντικό βρίσκεται κοντά στην αλήθεια του καιρού μας. Αλλά την αλήθεια του καιρού μας, εκείνη που ενδιαφέρει τη λογοτεχνία, δεν τη βρίσκουμε ποτέ στις σελίδες των εφημερίδων ή στα ρεπορτάζ που στέλνουν οι ειδικοί ανταποκριτές από τις καυτές περιοχές του πλανήτη όπου συμβαίνουν τα γεγονότα, οι εμπόλεμες συγκρούσεις, οι γενοκτονίες ή οι επαναστάσεις και οι εξεγέρσεις. Εξάλλου τίποτε δεν γερνάει περισσότερο από την επικαιρότητα που ακολουθούν ασθμαίνοντας. Άλλο είναι το πεδίο της λογοτεχνίας: είναι η διαρκής αναζήτηση ενός παρόντος πιο αληθινού από το παρόν στο οποίο ζούμε, εκείνο που ακουμπά το «νεύρο του καιρού», δηλαδή το πιο ευαίσθητο σημείο του. Είναι αυτού του τύπου η ραβδοσκοπική αναζήτηση στο χώρο της λογοτεχνίας, μια αναζήτηση μέσα από μια άλλη γλώσσα, διαφορετική από εκείνη την αναγκαία για να γράψεις ένα καλό άρθρο, και γι’ αυτό μπορείς να την διαβάσεις μετά από πολλά χρόνια παραμένοντας πάντα ζωντανή και προξενώντας πάντα τις ίδιες συγκινήσεις. Για να καταστεί αυτό δυνατό είναι αναγκαίο όχι μόνο να έχουμε επίγνωση για τη γλώσσα που χρησιμοποιούμε, αλλά αυτή η   σιγουριά πρέπει να μας οδηγήσει να την τοποθετήσουμε σε ένα οργανωμένο λογοτεχνικό πλαίσιο με τέτοιο τρόπο ώστε να το κάνουμε να αντέχει στο χρόνο∙ σε μια μεταφορά ή σε μια συμβολική δομή που θα έχει τη δυνατότητα να διαρκεί και να εκπέμπει νοήματα. Γι’ αυτό θα έλεγα ότι η ποιότητα μιας αφήγησης είναι η ανεπανάληπτη φόρμα που παίρνει σ’ αυτήν η μοναχική (φυσιολογική ή ενστικτώδης) αναζήτηση της αλήθειας του καιρού της. Αυτή η αλήθεια δεν έχει μόνο μια μορφή, αλλά πολλές και μεταβλητές∙ και όχι μόνο στα γεγονότα που συμβαίνουν αλλά ακόμη και σ’ εκείνα τα πιθανά, που δεν συμβαίνουν. Δεν μπορεί να εκφραστεί από καμιά επιστήμη ή ειδικότητα, ούτε μπορεί να οριστεί ούτε να περιγραφή. Είναι όμως κάτι που υπάρχει, που βρίσκεται στον αέρα, στην οποία όλοι, λίγο ή πολύ, συμμετέχουν, και που αναγνωρίζουν μόνον ύστερα από την αποκάλυψη ενός  καλλιτέχνη. Είναι λίγοι εκείνοι που μπορούν να συλλάβουν κάποια της αντανάκλαση, βρίσκεται εκεί όπου κάποιος δεν πιστεύει ότι υπάρχει, και μπορεί να εμφανιστεί σε ένα δυσδιάκριτο σημάδι, σχεδόν ασήμαντο. Ένας αφηγητής μπορεί να τη συλλάβει με μια λέξη (Η ναυτία του Σαρτρ ή Η πλήξη του Μοράβια) ή μόνο με ένα επίθετο (Ο ξένος του Καμύ) που χρησιμοποιούνται με μια διαφορετική και αποκαλυπτική έννοια. Αν την κοιτά από πολύ κοντά μπορεί και να μην τη δει, αν την κοιτά από πολύ μακριά μπορεί να του προκαλέσει σύγχυση∙ και μπορεί να συμβεί ακόμη και να τη συλλάβει χωρίς να το αντιληφθεί, βασισμένος πάνω σε μια καλά υπολογισμένη υπόθεση, όπως ο αστρονόμος που ανακαλύπτει ένα άγνωστο μέχρι τότε αστέρι, ή πάνω σε μια νοητική απεικόνιση.

Η Πολιτική, η Ιδεολογία, η Μόδα, η Τηλεόραση, η Διαφήμιση, οι Εφημερίδες, πιστεύουν ότι μας μιλούν για την αλήθεια του καιρού μας, αλλά δεν μπορούν παρά να την χειραγωγήσουν σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα. Ό,τι συμβαίνει, ό,τι φαίνεται μέσα από αυτούς τους φακούς, σχεδόν πάντα παραμορφώνεται, ακόμη και στη δομή των φράσεων και την επιλογή των εικόνων. Όποιος καλλιτέχνης, ενστικτωδώς, ψάχνει να διηγηθεί κάτι σχετικό με την αλήθεια του καιρού μας, να ακουμπήσει το «νεύρο του καιρού», πρέπει να κρατιέται μακριά από όλα αυτά και, αν και το γνωρίζει καλά, πρέπει να είναι απροκατάληπτος και ανιδιοτελής. Αν το μακρινό 1975 ένας δημοσιογράφος, όταν έπεφτε το βράδυ, είχε πάει για μια βόλτα ανάμεσα στους αγρούς, και είχε δει ότι οι πυγολαμπίδες δεν έλαμπαν πια στους φράχτες, όπως θυμόταν όταν ήταν παιδί, σίγουρα δεν θα είχε δώσει σημασία σ’ αυτό το γεγονός, δεν θα είχε σκεφτεί να τηλεφωνήσει στον διευθυντή της εφημερίδας του για να μεταφέρει αυτή τη συγκλονιστική είδηση. Αλλά αν έκανε την ίδια βόλτα στην εξοχή ένας συγγραφέας όπως ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι, τότε αυτό το ελάχιστο και φαινομενικά ασήμαντο γεγονός θα αποκτούσε μια κεφαλαιώδη σημασία, και μπορεί να αναγνώριζε την αλήθεια του καιρού του. Ο Παζολίνι είδε σ’ αυτό το ελάχιστο συμβάν την καταστροφή που ερχόταν με σκοπό να λεηλατήσει την Ιταλία -και όχι μόνο την Ιταλία- ακριβώς εκείνα τα χρόνια, που όλοι το έβλεπαν μπροστά στα μάτια τους, χωρίς να έχουν αντιληφθεί την τεράστια σημασία: είδε το τέλος μιας εποχής κι ενός πολιτισμού, την «απώλεια της ευτυχίας», με όλα τα επακόλουθα. Δεν έχει σημασία αν οι πυγολαμπίδες μερικά χρόνια αργότερα επέστρεψαν να λάμπουν πάνω στους φράχτες, γιατί η δύναμη της μεταφοράς του Παζολίνι παρέμεινε, με όλη την αποκαλυπτική της δύναμη, και λάμπει ακόμη περισσότερο. Και δίνοντας  άλλο ένα παράδειγμα: ενώ την ίδια χρονιά, το 1975, όλοι οι δημοσιογράφοι ανέφεραν τις κενές, χωρίς κανένα νόημα, φράσεις των πολιτικών, πιστεύοντας έτσι ότι πληροφορούσαν τον κόσμο και μιλούσαν για την αλήθεια του καιρού τους, ο Παζολίνι από τις ίδιες εκείνες φράσεις δημιουργούσε την εικόνα (τη μεταφορά) της Εξουσίας, όπου η πολιτική, απόμακρη από τις ανάγκες της χώρας, είχε οχυρωθεί, και την ιδέα (τη μεταφορά) της Δίκης που έπρεπε να οριστεί ενάντια στους ανθρώπους της Εξουσίας για τα δεινά και τις καταστροφές που είχε προξενήσει η πολιτική τους. Αυτή ήταν η αλήθεια του καιρού του. Αλλά μόνο ένας συγγραφέας την είχε αντιληφθεί και την είχε μεταδώσει με τη σωστή μορφή.

Δεν έκανε το ίδιο και ο Κάφκα; Ποιος θα είχε φανταστεί ότι τη στιγμή που έγραφε τη Δίκη ή τη Σωφρονιστική αποικία ο κόσμος ετοιμαζόταν και έτρεφε στους κόρφους του, τον ναζισμό και τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης; Κι όμως όλα αυτά ήταν η αλήθεια του καιρού του, αλλά μόνον αυτός την περιέγραφε με τον τρόπο του, και κανένας δημοσιογράφος δεν μιλούσε γι’ αυτά. Κι αν πάμε μερικούς αιώνες πίσω, δεν ήταν μήπως ο Βιργίλιος να διακρίνει στην Τέταρτη Εκλογή την εικόνα του καιρού του, το προαίσθημα μιας νέας πνευματικότητας που σε λίγο καιρό από τότε θα άλλαζε τις τύχες του κόσμου; Ούτε ο Τάκιτος ούτε ο Σουητώνιος, οι πιο μεγάλοι «δημοσιογράφοι» της αυτοκρατορίας, παρά την παρουσία Αυτοκρατόρων και Στρατηγών, Συμβούλων και Προξένων που κοσμούσαν τις σελίδες τους, έφτασαν ποτέ στο σημείο να πλησιάσουν εκείνη την αλήθεια που ένας ποιητής είχε προαισθανθεί. Αυτή η αλήθεια όταν κρύβεται σε ένα έργο, δεν είναι ενδιαφέρουσα γιατί μας αποκαλύπτεται γι’ αυτό που είναι, ή γιατί είναι μια ακριβής διάγνωση, ή μια προφητεία που επαληθεύεται, αλλά γιατί δίνει στο έργο μια ένταση που δεν υπήρχε, μια δύναμη, ένα μυστήριο, κάτι καινούριο σε τονισμό και γλώσσα, που εξυψώνουν την ποιότητά του, πολλαπλασιάζουν την αίσθηση και το νόημα, με άλλα λόγια συντρέχουν στην επιτυχία του (αισθητική), και ταυτόχρονα αλλάζουν την άποψή μας για τη λογοτεχνία και την πραγματικότητα, για την αλήθεια του καιρού μας.