Μια συναρπαστική ιστορία φαντασμάτων από την αρχαία Ρώμη του 1ου αιώνα μ.Χ.

ΑΠΟ SPOTLIGHT POST TEAM

Είτε πιστεύετε είτε όχι σε φαντάσματα ή στοιχειωμένα σπίτια, αυτή η ιστορία είναι συναρπαστική, ιστορικά. Όλοι οι εμπλεκόμενοι ήταν υψηλά μορφωμένοι, εξέχοντες άνδρες της ρωμαϊκής κοινωνίας, σκεπτικιστές και όχι  οι τύποι των ανθρώπων που έχουν εμμoνές με προκαταλειψεις και θρησκευτικές δοξασίας. Είναι, λοιπόν,  1ος αιώνα μΧ. όταν ο  Γάιος Πλίνιος Σεκούνδος, γνωστός ως Πλίνιος ο νεότερος (61 μ.Χ. – 113 μ.Χ.) Ρωμαίος δικηγόρος, συγγραφέας, που υπηρέτησε τη πόλη ως ταμίας και δικαστής γράφει, στον φίλο του Λούσιους Λικίνιους Σούρα (40 μ.Χ. – 108 μ.Χ.). Αυτός ήταν Ρωμαίος συγκλητικός από την Ιβηρική χερσόνησο και είχε τη φήμη του σοφού.

Ο πολυγραφότατος γενικά Πλίνιος ζητά από τον Σούρα τη γνώμη του για τα φαντάσματα και το παραφυσικό, κάνοντας αναφορά σε μια «αληθινή» ιστορία. «Θέλω διακαώς, να μάθω αν πιστεύετε στην ύπαρξη φαντασμάτων» σημειώνει στην επιστολή του, «και αν είναι πραγματικές μορφές ή ένα είδος θεοτήτων; Η ίσως αποτελούν οράματα τρομοκρατημένων ανθρώπων με πολύ φαντασία;». Αυτό που γύρευε τελικά ο Πλίνιος ήταν μερικές συμβουλές για προσωπικά του θέματα. Ήθελε απαντήσεις για αφηγήσεις εμφάνισης φαντασμάτων και κυρίως ενός που έκοβε τα μαλλιά από το ενός νεαρού αγοριού μέλους της οικογένειας και ενός συνομήλικου πρώην σκλάβου, ενώ κοιμόντουσαν! Προλόγισε τη δική του ιστορία με δύο άλλες που του είχαν διηγηθεί, τις οποίες μπορεί να πίστευε ή όχι, αλλά θεώρησε ότι άξιζε να τις μοιραστεί με τον Σούρα ούτως ή άλλως. Έτσι, τελικά περνά σ αυτό που τον καίει:

Η επιστολή του Πλίνιου για το φάντασμα των Αθηνών

«…Υπήρχε στην Αθήνα ένα μεγάλο, ευρύχωρο, πολύ αρχοντικό σπίτι, το οποίο, όμως, είχε κακό όνομα. Κανείς δεν μπορούσε να ζήσει εκεί. Μέσα στη νύχτα ακουγόταν συχνά ένας θόρυβος, που αν τον άκουγες προσεκτικά, ακουγόταν σαν κροτάλισμα αλυσίδων, στην αρχή από μακριά που όλο και πλησίαζε. Στο τέλος εμφανιζόταν ένα φάντασμα με τη μορφή ενός ηλικιωμένου άνδρα, εξαιρετικά αδύνατου και εξαθλιωμένου. Είχε μακριά γενειάδα και ατημέλητα μαλλιά και κουβάλαγε βαριές αλυσίδες στα πόδια και στα χέρια του. Οι ταλαιπωρημένοι ένοικοι εν τω μεταξύ περνούσαν τις ξύπνιες νύχτες τους κάτω από τους πιο τρομερούς τρόμους που μπορούσε να φανταστεί κανείς. Χωρίς ξεκούραση, κατέστρεφαν την υγεία τους και είχαν συνεχώς ταραχή, ενώ πολλοί πέθαιναν απ τον  τρόμο. Ακόμα και την ημέρα, αν και το φάντασμα δεν εμφανιζόταν, ωστόσο η εντύπωση παρέμενε τόσο δυνατή στη φαντασία τους που φαινόταν ακόμα μπροστά στα μάτια τους και τους κρατούσε σε διαρκή ανησυχία. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού το έβαλε προς πώληση ή προς ενοικίαση, ελπίζοντας ότι κάποιος που δεν γνωρίζει την ιστορία του θα μετακόμιζε σ αυτό. Κατά συνέπεια, το σπίτι, ήταν για καιρό έρημο και είχε εγκαταλειφθεί εντελώς στο φάντασμα. Ωστόσο, με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να βρεθεί κάποιος ενοικιαστής που να αγνοούσε όλα αυτά, το σπίτι συνέχιζε να βρίσκεται στην αγορά για ενοικίαση ή πώληση».

Ο φιλόσοφος Αθηνόδωρος και το αλυσοδεμένο στοιχειό

Κάποτε φτάνει στην Αθήνα ο φιλόσοφος Αθηνόδωρος. Ο Αθηνόδωρος Κανανίτης (74 π.Χ.- 7 μ.Χ.) ήταν Έλληνας στωικός φιλόσοφος του πρώτου αιώνα. Υπήρξε προσωπικός φίλος και συνεργάτης του Κικέρωνα, του Στράβωνα και του Ευσεβίου και ήταν δάσκαλος ενός νεαρού Οκταβιανού, ο οποίος αργότερα θα γίνει Καίσαρας Αύγουστος. Ήταν πλήρως προσηλωμένος στον στωικισμό , στη λογική, την ακεραιότητα και τον συναισθηματικό αυτοέλεγχο. Όταν έμαθε τη πολύ φτηνή τιμή του σπιτιού και τους λόγους, ενισχύθηκε η επιθυμία του να το νοικιάσει. Και έτσι έκανε.  Όταν έφτασε, λοιπόν, το βράδυ, διέταξε να του ετοιμάσουν έναν καναπέ στο μπροστινό μέρος του σπιτιού και, αφού φώναξε για φως, μαζί με το μολύβι και τη πλάκα του για γράψιμο, πρόσταξε όλους τους ανθρώπους του να αποσυρθούν. Άρχισε λοιπόν να γράφει με τη μέγιστη προσοχή. Το πρώτο μέρος της νύχτας πέρασε σε ολοκληρωτική σιωπή. Μέσα στο σκοτάδι και σιγαλιά, κάποτε, ακούστηκε ένα χτύπημα από σίδερο και κροτάλισμα αλυσίδων. Ο φιλόσοφος, ούτε σήκωσε τα μάτια του ούτε άφησε το γράψιμο του. Παρέμεινε ήρεμος και συγκεντρωμένος. Ο θόρυβος έγινε πιο δυνατός και πιο κοντινός, λες και η αδιαφορία για αυτόν, προκαλούσε εκνευρισμό. Κάποτε πλησίασε κοντά στη θέση του.

Ο Αθηνόδωρος σήκωσε το βλέμμα του, είδε και αναγνώρισε το φάντασμα ακριβώς όπως του είχαν περιγράψει! Στεκόταν μπροστά του, γνέφοντας με το δάχτυλο, σα να τον καλούσε. Ο Αθηνόδωρος σε απάντηση έκανε ένα σημάδι με το χέρι του ότι έπρεπε να περιμένει λίγο, και συνέχισε το γράψιμο του. Τότε το φάντασμα κροτάλισε τις αλυσίδες του πάνω από το κεφάλι του φιλοσόφου, ο οποίος το κοίταξε πια και επιτέλους σηκώθηκε να το ακολουθήσει, όπως του έγνεφε. Το φάντασμα προχώρησε αργά, σαν να ήταν φορτωμένο με τις αλυσίδες του, και, γυρίζοντας μέσα στο σπιτιού, ξαφνικά εξαφανίστηκε. Ο Αθηνόδωρος, σημάδεψε με λίγο χορτάρι και φύλλα στο σημείο που χάθηκε το πνεύμα. Την επόμενη μέρα μίλησε στους άρχοντες της Αθήνας και τους συμβούλεψε να σκαφτεί εκείνο το σημείο. Έτσι κι έγινε! Εκεί λοιπόν, στο σημείο που υποδείχτηκε βρέθηκε ο σκελετός ενός άνδρα αλυσοδεμένου. Τα οστά μαζεύτηκαν και θάφτηκαν όπως έπρεπε. Οι αλυσίδες πετάχτηκαν. Έγιναν τελετές θρησκευτικές μέσα στο σπίτι κατάλληλες για κηδεία. Το φάντασμα δεν εμφανίστηκε ξανά.

Τι πίστευαν για τα φαντάσματα σε Ρώμη και αρχαία Ελλάδα

Υπήρχε μια ποικιλία θρησκευτικών πεποιθήσεων στην αρχαία Ρώμη, αλλά στην καθημερινότητα οι άνθρωποι τιμούσαν και σέβονταν όσους έμεναν στα σπίτια πριν απ αυτούς, με τελετές. Δημόσια, οι  Ρωμαίοι δεν πίστευαν στην έννοια του παραδείσου ή της κόλασης, αυτή καθαυτή, αλλά σε τρεις διακριτές περιοχές του κάτω κόσμου. Μετά την κρίση, οι καλοί άνθρωποι πήγαιναν στα Πεδία του Ηλύσιου, εάν ήταν πολεμιστές ή ήρωές, στην Πεδιάδα του Ασφοντέλ οι απλοί άνθρωποι και οι κακοί στα Τάρταρα. Εκεί οι εγκληματίες και όσοι είχαν βαριά κρίματα, θα βασανίζονταν μέχρι να πληρωθεί το χρέος τους προς την κοινωνία. Η ηθική συμπεριφορά δεν υπαγόρευε απαραίτητα σε ποια περιοχή πήγαινε μια ψυχή. Η κρίση βασιζόταν περισσότερο στην τήρηση των νόμων, στην τακτική λατρεία και στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ήταν πολύ σημαντικό για τους Ρωμαίους τα αγαπημένα τους πρόσωπα να θάβονται σωστά για να εξασφαλίσουν την είσοδό τους στον κάτω κόσμο. Αν τους απαγόρευαν την είσοδο, έμειναν κολλημένοι ανάμεσα σε κόσμους για αιωνιότητα, εκτός αν η κατάσταση διορθώνονταν απ τους ζωντανούς. Για αυτόν τον λόγο ήταν πολύ συνηθισμένο για τους Ρωμαίους να πιστεύουν σε πνεύματα και στοιχειώματα, τα οποία συνήθως περιλάμβαναν κάποιο πρόβλημα με την ταφή. Στην ιστορία του Πλίνιου, το σπίτι του Αθηνόδωρου καθαρίστηκε από τα πνεύματα μόνο αφού θάφτηκαν σωστά τα οστά. Τα πνεύματα και τα φαντάσματα δεν ήταν συνήθως κακά και πολλοί Ρωμαίοι πίστευαν ότι μπορούσαν να τους επισκεφτούν ή να τους προειδοποιήσουν οι νεκροί αγαπημένοι τους στα όνειρα.

Αντίθετα, οι αρχαίοι Έλληνες δεν πίστευαν τόσο έντονα στα φαντάσματα και τις δεισιδαιμονίες, όσο οι Ρωμαίοι. Η γενική πεποίθηση ήταν ότι όταν ένα άτομο πέθαινε, πήγαινε ή στα Ηλύσια Πεδία  αν ήταν καλό ή στους λάκκους των Ταρτάρων αν ήταν κακό ή θα κατέληγε να περιπλανιέται άσκοπα στον Άδη σε κατάσταση ουδετερότητας, εάν οι τελετές του δεν είχαν ολοκληρωθεί ή οι αναμνήσεις ξεχάστηκαν από τους ζωντανούς. Ο προορισμός μιας ψυχής καθοριζόταν από τις πράξεις του στη γη και από το πόσο καλά απέφευγε να εξοργίσει τους θεούς. Ήταν επίσης εξαιρετικά σημαντικό για τους ζωντανούς να θυμούνται αυτούς που είχαν περάσει και να τους θυμούνται καλά για να παραμένουν στα Ηλύσια πεδία. Θεωρούταν «ευσέβειας»η τιμή στους προγόνους και ήταν απόλυτο καθήκον του Έλληνα πολίτη απέναντι στην οικογένεια και στην Πόλη γενικότερα. Βέβαια τα αρχαίο – ελληνικά φαντάσματα ήταν παρόμοια με τα ρωμαϊκά, καθώς ένα πνεύμα θα μπορούσε να επιστρέψει εάν οι τελετές κηδείας δεν γίνονταν σωστά, αλλά ήταν πιο πιθανό να εκδικηθούν έναν θάνατο ή να διορθώσουν κάποιο λάθος. Υπήρχαν Νεκρομάντες και στις δυο Ιστορικές κοινωνίες, που μπορούσαν να καλέσουν τα φαντάσματα για να ταλαιπωρήσουν τους εχθρούς τους, αλλά τα ίδια τα πνεύματα, δεν πολύ – εκτιμούσαν την ενόχληση και θα εκδικούνταν. Γενικά τα πνεύματα πολύ σπάνια έμπαιναν στο κόπο να φύγουν από τον Άδη εκτός κι αν επρόκειτο για μεγαλοπρεπείς γιορτές όπως τα Ανθεστήρια.  Οι Έλληνες ήταν πολύ πιο απασχολημένοι με τη ζωή παρά με τον θάνατο, οπότε συνήθως δεν ανησυχούσαν για τέτοια πράγματα.

Οι ιστορίες φαντασμάτων από την αρχαιότητα δεν είναι μόνο διασκεδαστικές, αλλά παρέχουν συναρπαστική εικόνα για την καθημερινή ζωή και τις πεποιθήσεις των αρχαίων. Οι παραφυσικές πεποιθήσεις και οι θρησκευτικές έννοιες επίσης μεταμορφώθηκαν και άλλαξαν κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων. Τότε αρχίσαν νένα βλέπουν και να φοβούνται φαντάσματα που εμφανίζονταν από αδιάφορη ομίχλη έως την ολόσωμα. Όταν κυριάρχησε ο  Χριστιανισμός, τα φαντάσματα, αν υπήρχαν, θεωρήθηκαν κακά και συνδέθηκαν με δαιμονικές επιρροές. Οι άνθρωποι λοιπόν, νυν και αεί, πιστεύουν στις σκιές και στη συνέχιση της ζωής μετά το θάνατο, με εικόνες εκπληκτικά παρόμοιες με μερικούς από τους αρχαίους θρύλους. Μόνο που τότε επιτρεπόταν η πίστη υπερφυσικό, ενώ τώρα θα γίνει χολιγουντιανή θρίλερ ταινία, στη καλύτερη.