Mια φορά στο Τεοτιουακάν

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΌΛΚΑ

Κάποτε, που μου μοιάζει να ήμουν πολύ πολύ νέα, σε απόσταση συμπαντική απ τον τωρινό μου εαυτό, είχα πάει σε μια αρχαία πόλη, έξω απ το Μέξικο Σίτι, που υπήρξε στους καιρούς και για αιώνες μητρόπολη του κόσμου, με 200.000 κατοίκους. Τεοτιουακάν!

Αυτές οι σαν βράχια γκρι τεράστιες κατασκευές, οι σκάλες, λες, μουσκεμένες από το αίμα των ανθρωποθυσιών, οι πόρτες – μαύρες τρύπες στο σκοτάδι, πλάκες τεράστιες για δρόμοι και δρομάκια! Εγκαταλείφθηκε, όπως και άλλες πόλεις των Μάγιας, ξαφνικά. Οι άνθρωποι άφησαν την πόλη των αιώνων, τα έχοντα του και χάθηκαν για πάντα, χωρίς να πούνε γιατί και πως. Μια πόλη φάντασμα ήταν αυτή, βαριά απ την σκιά των Κονγκισταντόρες που ερχόταν να βάλουν τέλος στην Ιστορία όπως την όριζαν μόνοι τους.

Περπάταγα στην όλο γκρι και σάπιο κίτρινο ερημία, ανάμεσα σ ανθρώπων έργα. Περπάταγα στο βόρειο άκρο της πόλης, σε έναν δρόμο που λεγόταν η «Λεωφόρος των Νεκρών». Τι άσχημο, το κακόγουστο, τι πνιγηρό να βαδίζω σε ένα δρόμο με αυτό το όνομα! Κάπου – κάπου απ τις μαύρες τρύπες των αρχαίων χαλασμάτων ξεπρόβαλαν παιδιά βρώμικα με έξυπνα, άπλυτα μουτράκια και ζήταγαν κέρματα. Άλλοτε, αγριόσκυλα κοκαλιάρικα μου γάβγιζαν την άγνωρη ελληνική μυρωδιά μου. Είχε έναν ήλιο ανελέητα τεράστιο και καυτό και ούτε δροσιά υπήρχε, ούτε αέρας για ανάσα, που να μη σε πυρακτώνει. Είχε και μια εκκωφαντική σιωπή και η σκιά μου απ τον κάθετο ήλιο έμοιαζε να με κυνηγάει μεγαλύτερη από μένα.

Φοβήθηκα, αγριεύτηκα απ την ερημιά. Γιατί άφησαν αυτή τη μεγάλη πόλη ξαφνικά; Που πήγαν οι κάτοικοι της; Να ξεφύγουν από τι; Δεν αγαπούσαν, δεν πονούσαν, δεν είχαν άρρωστους αγαπημένους, γυναίκες ετοιμόγεννες, μωρά που ήθελαν γάλα και σκιά, δεν μισούσαν, δεν είχαν φιλοδοξίες έτοιμες, μηχανορραφίες να εξαπολύονται, χρέη, αγορές, σχέδια, ήττες, μεγάλους έρωτες, αγαπημένα αντικείμενά, σοδειές μαζεμένες με κόπο, τροφές στα κατώγια τους, φιλίες να γελάνε και να μοιράζονται το καιρό, επιτεύγματα να ολοκληρωνόσουν, ιστορίες προσωπικές να πλάσουν, τους νεκρούς τους στους ιερούς τους τόπους; Πως τα άφησαν όλα πίσω, αναζητώντας το άγνωστο; Ποιος τους απειλούσε; Τι ζύγιζαν και όρισαν το αποτρόπαιο καταφεύγοντας στην σωτηρία του ταξιδιού στο πουθενά του καθετί δεδομένου; Αλήθεια υπάρχει πότε περίπτωση σωτηρίας, απ αυτά, απ αυτούς ίσως, που σε κυνηγούν, αλλά και απ τον ίδιο σου τον εαυτό σου, το γέννημα της ίδιας σου της πόλης;

Κανένα αεράκι πουθενά. Οι πλάκες οι στρωμένες και κάποτε καλοδουλεμένες γλιστρούσαν τώρα, απ την γλίτσα του τουριστικού χρόνου. Γύρισα ξαφνικά και δεν ήθελα να πάω στην κεντρική πυραμίδα, εκεί με τη μεγάλη κλίμακα απ έξω που κάποτε κυλούσαν τα κεφάλια των θυμάτων των Θεών. Ούτε και στο ιερό του Κετζαλκόατλ ήθελα να πάω, πια, που τον είχα ξεχωρίσει απ τον ιλουστρασιόν τουριστικό οδηγό, γιατί ήταν ένας θεός με τη μορφή φτερωτού φιδιού, που χάριζε ζωή και γονιμότητα. Σιγά τον θαυματουργό και παντοδύναμο δηλαδή! Ούτε ζωή, ούτε γονιμότητα είχε σκορπίσει, τελικά! Από μακριά φαίνονταν ανάγλυφα διακοσμητικά τα δώδεκα κεφάλια φτερωτών φιδιών στις σκάλες του ναού του, έτοιμα να δαγκώσουν κάθε ασφάλεια μου. Θέλησα να γυρίσω στο γνωστό, στο οικείο, στην παρέα μου, σ εκείνους που θα με κορόιδευαν στα σαν πατρίδα ελληνικά “κότα” και “νούμερο”. Βουτηγμένη σε έναν ίδρωτα που έμοιαζε να με λούζει και ξαφνικά να είναι κρύος, με ένα παράξενο αίσθημα πως με κοιτούσαν χωρίς να βλέπω, πως με παρατηρούσαν χωρίς να ξέρω, πως με κατέγραφαν απειλητικά για την άγνοια μου, ξεκίνησαν να τρέχω προς την έξοδο απ την αρχαία πόλη. Και ένιωθα να τρέχουν δίπλα αρχαία φαντάσματα με βαριές ανάσες, όλοι μαζί να ξεφύγουμε, από άλλες φοβίες ο καθένας, απ το χρόνο, το μέλλον, το παρελθόν, τα λάθη, την ίδια την απειλή… Φυσικά και δεν ήταν τίποτα. Μεσημέρι, ήλιος, ζεστός τόπος και εγώ μια ξένη σε άγνωστο πολιτισμό σαν εξωγήινη σχεδόν!

Θυμάμαι, συχνά, την Τεοτιουακάν, ενώ νόμιζα, κάποτε, πως την είχα ξεχάσει για πάντα. Ανακαλώ λεπτομέρειες, μηδαμινά πράγματα στην καθημερινότητα, όπως τι φορούσα και εκείνα που τα πιάνει, η άκρη του ματιού, σα φόντο, όπως ένα καφέ σκυλί που μου γρύλιζε και με φοβέριζε πάνω από μια αρχαία ταράτσα και γεύομαι πάλι αισθήσεις για το πόσο με έκαιγε ο ήλιος και πόσο δίψαγα και πόσο με φόβιζε η σιωπή και ο ήχος των βημάτων μου μονάχα τους, στην ερημιά. Σα να ενοχλούσα την ακινησία που έπαιρνε μεταφυσικές διαστάσεις. Η προσωπική μου φοβία – αίσθηση Τεοτιουκάν, με πιάνει πια συχνά. Μεσημέρι Αυγούστου μόνη στο κέντρο στην Αθήνα, στο Μανχάταν, ακίνητη, όταν όλοι γύρω τρέχουν, στη Σόφια όπου οι πινακίδες είναι όλες γραμμένες κυριλιανά και εγω πρέπει να στρίψω σε σταυροδρόμι, στα μεγάλα αεροδρόμια όταν αδειάζουν οι πύλες και μένω μόνη με μια χειραποσκευή να κοιτάω τους πίνακες αναχωρήσεων πάντα και σπανίως προσωπικών αφίξεων. Η αιφνίδια ερημία της Τεοτιουακάν!