Η Πηνελόπη Κατσαρέλη φωτογραφίζει πόρτες που δεν ανοίγει πια κανείς

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΚΑΤΣΑΡΕΛΗ

«Αν οι πόρτες της αντίληψης καθαρίζονταν, τα πάντα θα φαίνονταν στον άνθρωπο όπως αληθινά είναι. Άπειρα» – Γουίλιαμ Μπλέικ

Μίροσλαβ Χόλουμπ (Miroslav Holub), «Η πόρτα»

Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.

Μπορεί απ’ έξω εκεί να στέκει

ένα δέντρο, ένα δάσος,

ένας κήπος,

ή μια πόλη μαγική.

Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.

Μπορεί να είναι το σκυλί που ψαχουλεύει.

Μπορεί να δεις κάποια μορφή,

ή ένα μάτι,

ή την εικόνα

μιας εικόνας.

Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.

Αν είναι η καταχνιά

θα καθαρίσει…

…Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.

Κι αν είναι μόνο η σκοτεινιά

που θορυβεί

κι αν είναι μόνο

κούφιος άνεμος

κι αν

τίποτα

δεν είναι

έξω εκεί,

πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.

Τουλάχιστο

θα γίνει

κάποιο

ρεύμα.

«…Αληθώς αληθώς σας λέγω, ότι εγώ είμαι η θύρα των προβάτων. Πάντες όσοι ήλθον προ εμού, κλέπτε είναι και λησταί. Αλλά δεν ήκουσαν αυτούς τα πρόβατα. Εγώ είμαι η θύρα. δι’ εμού αν τις εισέλθει θέλει σωθεί, και θέλει εισέλθει και εξέλθει, και θέλει εύρει βοσκήν…» – Ιησούς, Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο

Δυο πόρτες έχει η ζωή

άνοιξα μια και μπήκα

σεργιάνισα ένα πρωινό

κι ώσπου να ’ρθει το δειλινό

από την άλλη βγήκα – Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, μουσική και πρώτη εκτέλεση Στέλιος Καζαντζίδης

Διάβαζα και … πιέζοντας μάτια άγρυπνα και προσμένοντας ένα χτύπημα στην πόρτα. Σκεφτόμαστε για το κλειδί, καθένας μέσα στη φυλακή του» – Τ.Σ. Έλιοτ

Μαρκ Στραντ, «Η πόρτα»

«Η πόρτα είναι μπροστά σου πάλι κι οι στριγκλιές

Αρχίζουν κι η τρελή φωνή εδώ εδώ

Ο μύθος της άνεσης πεθαίνει και το ανάκλιντρο

Του κορμιού της σκόνη. Σύννεφα μπαίνουν στα μάτια σου.

Είναι φθινόπωρο. Άνθρωποι πηδάν από τα τζετ

Οι συγγενείς τους πηδούν στον αέρα να τους συναντήσουν.

Γι αυτό οι στριγκλιές. Κανείς δε θέλει

Ν’ αναχωρήσει, κανείς δε θέλει να μείνει πίσω.

Η πόρτα είναι μπροστά σου και αδύνατο να μιλήσεις.

Ειν’ η ανάσα σου αργή κι όλο κρυφοκοιτάς απ’

Το παράθυρο. Ο γιατρός σου φοράει ποδιά χασάπη

Και κρατάει μαχαίρι. Εγκρίνεις.

Και θυμάσαι την πρώτη φορά που ήρθες. Τα φύλλα

Στροβιλίζονταν απ’ τις μουριές όπως έτρεξες προς το σπίτι.

Έτρεξες όπως φανταζόσουνα πως θα ‘τρεχες.

Το χέρι σου στην πόρτα. Εδώ είναι που μπήκες εσύ.».

Ιβάν Γκόλλ, «Οι πόρτες»

Πέρασα μπροστά από τόσες πόρτες

μέσα στο διάδρομο των χαμένων φόβων και των φυλακισμένων ονείρων

άκουσα πίσω απ’ τις πόρτες δέντρα που τα βασάνιζαν

και ποταμούς που προσπαθούσαν να τους δαμάσουν…

…Πέρασα μπροστά απ’ τη χρυσή πόρτα της γνώσης

μπροστά από πόρτες που έκαιγαν και δεν ανοίγαν

μπροστά από πόρτες που κουράστηκαν να μένουν πολύ καιρό κλειστές

κι από άλλες σαν καθρέφτες απ’ όπου περνούσαν μόνο οι άγγελοι…

…Υπάρχει όμως μια πόρτα απλή, δίχως σύρτη ούτε μάνταλο

στο βάθος του διαδρόμου, απέναντι απ’ το ρολόι

η πόρτα που οδηγεί πέρα από σένα-

κανένας δεν τη σπρώχνει ποτέ.

Μίλτος Σαχτούρης, «Η πόρτα»

Η πόρτα που άνοιξες με τόσο πάθος

άνοιξε στο θάνατο

και δε μπορούν να τον σκεπάσουν τρία λουλούδια

και δε μπορούν να τον ξορκίσουν

τα ζαχαρένια μάγουλα του κοριτσιού

πίσω απ’ την πόρτα

πίσω απ’ την πόρτα το κορίτσι γδύνεται στον άνεμο

τα κυπαρίσσια ψιθυρίζουνε μια προσευχή χιονιού

βογκάει λυγάει τα κλαδιά ο βοριάς ο μαύρος

οι ξυλοκόποι χάθηκαν στη θάλασσα

χλωμά καΐκια κατεβάσαν τις σημαίες τους

σάλπιγγες στο βυθό σημάνανε το τέλος

ενώ στο λιμάνι βγαίνουν κυριακάτικο περίπατο

γυναίκες μες στα μαύρα σέρνουν τ’ αγόρια τους

εταλωτές παιδεύουνε τ’ άμοιρα τ’ άλογά τους

άγριες λατέρνες μαχαιρώνουνε τα ντέφια τους

παιδιά πουλάνε κοκοράκια κόκκινα σα χιόνι

καράβια και πουλιά σφυρίζουν φεύγουνε

κατάρτια ανοίγουν δρόμο ανάμεσα από τ’ άστρα…

η πόρτα που άνοιξες με προσοχή

έχει άλλες χίλιες πόρτες πίσω της

πίσω από κάθε μια και μια κραυγή

πίσω από κάθε μια κι ένα στητό κορίτσι.

Δημοτικό τραγούδι, Στη πόρτα της Σαλονικιάς, απ το Αηδονοχώρι Σερρών:

Στην πόρτα της, στην πόρτα της

στην πόρτα της Σαλονικιάς,

στην πόρτα της Σαλονικιάς

κάθιτι ένας γιανίτσαρους.

Κάθιτι ένας γιανίτσαρους,

κρατούσι κι στα χέρια του

μαλαματένιου ταμπουρά:

– Παίξι καημένι ταμπουρά,

– Μα τι να παίξου, τι να πω

αγάπη μου δεν είναι ‘δω

πάησι στη βρύση για νιρό…

Η Πηνελόπη Κατσαρέλη, επιχειρηματίας, πάντα, φωτογραφίζει στιγμές, λεπτομέρειες, εντάσεις, με το πάθος του πραγματικού εραστή της τέχνης, έχει αρχείο από 60.000 φωτογραφίες, δύο γιούς, τον έναν στην Μαδρίτη και τον άλλον, τον μικρό της μόλις τον καλοδέχτηκε, αρχιτέκτονα, από την Αγγλία στην Αθήνα και έναν σύζυγο που αγαπά και υποστηρίζει το βλέμμα της στον κόσμο. Ζει στο Αίγιο αλλά όλο και κάπου ταξιδεύει.