Η Υπόθεση της Goldman Sachs και η οικονομική κρίση στην Ελλἀδα

ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ

Στις 16 Απριλίου του 2010, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των Η.Π.Α. Securities and Exchange Commission, η SEC, κατέθεσε μια πολυσέλιδη αγωγή στο ομοσπονδιακό δικαστήριο της Νέας Υόρκης κατά της εταιρίας Goldman Sachs και κατά του 31χρόνου αντιπροέδρου της εταιρίας, Fabrice Tourre .

Εν ολίγοις, το SEC κατηγορεί την Goldman Sachs και τον Tourre ότι το 2007 έκαναν ψευδείς δηλώσεις και ουσιαστικές παραλείψεις στον τρόπο που δημιούργησαν, προώθησαν και πούλησαν ένα δομημένο χρεωστικό ομόλογο, το Collateralized Debt Obligation, δηλαδή το CDO, σε επενδυτές. Αυτό το CDO είχε την ονομασία ABACUS 107ACI και ήταν συνδεδεμένο με την απόδοση των λεγόμενων Subprime Mortgage-Backed Securities ή RMBS, ένα προϊόν που είχε σαν εγγύηση διάφορα στεγαστικά δάνεια στις ΗΠΑ με σκοπό να πετύχει καλύτερη διασπορά του κινδύνου. Αν και το SEC κατέθεσε την αγωγή μόνο εναντίον της Goldman Sachs και του Tourre, σημαντικό ρόλο στην όλη ιστορία είχε και o John Paulson ιδιοκτήτης της εταιρίας κερδοσκοπικών κεφαλαίων, των hedge fund  Paulson & Co. Inc.

Ο John Paulson και ο ρολος της Paulson & Co. Inc. Στα στεγαστικά δάνεια των ΗΠΑ

Ο Paulson δημιούργησε το 2006 δύο funds που έκαναν αρκετά ριψοκίνδυνες επενδύσεις σε στεγαστικά δάνεια αγοράζοντας στη συνέχεια προστασία μέσα από ασφάλιστρα αντιστάθμισης κινδύνου χρεοκοπίας – τα λεγόμενα CDS, Credit Default Swaps. Προώθησε έτσι μια στρατηγική επενδύσεων στα αξιολογημένα ως BBB κεφάλαια RMBS, δηλαδή στα κεφάλαια που οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης έδιναν υψηλούς βαθμούς επισφάλειας, με την προσδοκία ότι αυτά είχαν πολλές πιθανότητες να εμφανίσουν πιστωτικά προβλήματα. Στο τέλος του 2006 με τις αρχές του 2007, ο Paulson πραγματοποίησε ξανά μια ανάλυση επενδυτικών κεφαλαίων και 100 ομολόγων που προσδοκούσε πάλι να έχουν πιστωτικά γεγονότα στο προσεχές μέλλον. Έτσι διάλεξε έναν μεγάλο αριθμό στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο, από δανειολήπτες με πολύ χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα και στεγαστικά δάνεια σε πολιτείες όπως η Αριζόνα, η Καλιφόρνια, η Φλόριδα και η Νεβάδα – περιοχές που είχαν ραγδαίες αυξήσεις στις τιμές των ακινήτων την εποχή που η αγορά ακινήτων και άλλων επενδυτικών προϊόντων στις Η.Π.Α. είχε αρχίσει να δείχνει σημάδια κατάρρευσης. Από την πλευρά της η Goldman Sachs είχε και στο παρελθόν προσφέρει στους πελάτες της παρόμοια επενδυτικά προϊόντα, αφού το 2004 είχε οργανώσει ειδικό τμήμα της εταιρίας που προωθούσε αυτού του είδους τα κεφάλαια με στόχο την αύξηση των κερδών της σε μια πολύ ανταγωνιστική αγορά δομημένων επενδυτικών προϊόντων. Ο Paulson πρότεινε στην Goldman Sachs το συγκεκριμένο πακέτο και στη συνέχεια της ζήτησε βοήθεια για την αγορά CDS για τα RMBS που επέλεξε ώστε να επωφεληθεί οικονομικά σε περίπτωση μείωσης της αξίας του ίδιου του χαρτοφυλακίου. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Goldman Sachs και ο Paulson γνώριζαν την αδυναμία να προωθήσουν ένα τέτοιο πακέτο σε επενδυτές που είχαν ενημερωθεί πως ένας θεσμικός επενδυτής, όπως η εταιρία Paulson, είχε σημαντικό ρόλο στην επιλογή του χαρτοφυλακίου την ίδια στιγμή που είχε ποντάρει στην αποτυχία του μέσω των CDS. Έπρεπε λοιπόν να βρουν έναν έμπειρο και ουδέτερο σύμβουλο – μεσολαβητή που θα εξυπηρετούσε στην συγκάλυψη του κινδύνου που προέκυπτε από την διαδικασία επιλογής του χαρτοφυλακίου από την Paulson ώστε να μπορούν να το προωθήσουν στο κοινό σε μια εποχή που οι αγορές έδειχναν σημάδια κάμψης. Η Goldman Sachs επίσης είχε την πληροφορία ότι η IKE Deutsche Industriebank AG είχε δείξει ενδιαφέρον, αλλά δεν θα επένδυε σε ένα πακέτο CDO χωρίς την συμμετοχή ενός ενδιάμεσου διαχειριστή ενεχύρων που θα είχε κάνει τις απαραίτητες αναλύσεις και θα είχε επιλέξει να στηρίξει το εν λόγω πακέτο. Μετά από εκτενείς διαβουλεύσεις, οι δύο εταιρίες έπεισαν την ACA Management LLC, να λειτουργήσει ως ο διαχειριστής του ABACUS 107ACI, γεγονός που θα ενίσχυε την εμπιστοσύνη προς το προϊόν, καθώς μέχρι το τέλος του 2006 η ACA είχε δημιουργήσει και διαχειριστεί 22 πακέτα CDO που συνολικά αφορούσαν ενεργητικό που ξεπερνούσε τα $15,7 δισεκατομμύρια. Σημαντικό στοιχείο στην όλη διαδικασία είναι το γεγονός ότι η ACA δεν είχε γνώση για τις κινήσεις του Paulson, και η Goldman Sachs της έδωσε πληροφορίες που έδειχναν μια πλήρως παραποιημένη εικόνα για την συμμετοχή του Paulson στην υπόθεση. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις η Goldman Sachs ετοίμασε προσπέκτους και προωθητικό υλικό για τους πελάτες που περιείχε αυτά τα παραπλανητικά και ψευδή στοιχεία για το ABACUS 2007-ACI.

Η παραπλάνηση, οι ασφαλιστικές εταιρείες, ο συμβιβασμός, τα εκατομμύρια δολάρια

Το SEC επίσης καταγγέλλει ότι η Goldman Sachs παραπλάνησε την ACA δημοσιεύοντας πληροφορίες ότι ο Paulson συμμετείχε ως θεσμικός επενδυτής (με $200 εκατομμύρια συμμετοχή) ώστε να πείσει πιθανούς επενδυτές ότι και ο Paulson είχε συμφέρον στην επιτυχία του πακέτου. Με αυτό τον τρόπο, η Goldman Sachs και η Paulson κατάφεραν να πάρουν την έγκριση της ACA για συμμετοχή της στην επιλογή του επενδυτικού πακέτου. Το διοικητικό συμβούλιο της Goldman Sachs ενέκρινε το ABACUS 2007-ACI τον Μάρτιο του 2007 υπολογίζοντας ότι τα κέρδη της εταιρίας από την πώλησή του θα κυμαίνονταν μεταξύ 15-20 εκατομμύρια δολάρια. Τον Απρίλιο του 2007, η γερμανική τράπεζα ΙΚΕ αγόρασε συνολικά $150 εκατομμύρια ενώ μέσα σε λίγους μήνες το ABACUS 2007-ACI είχε σχεδόν μηδενική αξία. Η μητρική εταιρία της ACA, η ACA Capital Holdings, Inc. προσέφερε την ασφαλιστική κάλυψη του ABACUS 2007-ACI με συνολικό ποσό 909 εκατομμύρια δολάρια χωρίς να γνωρίζει την αγορά CDS από την Paulson. Μετά την καταστροφική πορεία του ABACUS 2007-ACI, η Goldman Sachs πληρώθηκε τον Αύγουστο του 2008 την ασφαλιστική κάλυψη που ανερχόταν σε 840.909.000 εκατομμύρια δολάρια, ποσό που κυριολεκτικά μεταβίβασε στον Paulson, ενώ οι επενδυτές και οι ασφαλιστικές εταιρίες υπέστησαν ζημιές που υπερέβαιναν το 1 δισεκατομμύριο δολάρια. Σε λιγότερο από 3 μήνες, η Goldman Sachs συμφώνησε σε εξωδικαστικό συμβιβασμό με το SEC δέχοντας να καταβάλει το ποσό των $550 εκατομμυρίων δολαρίων.   

Οι Διαχειριστές των Hedge Funds με θρυλικά κέρδη, το στοίχημα εναντίον του ευρώ και η κρίση της Ελλάδας

Ενώ η παγκόσμια αγορά έχει πέσει αισθητά, οι 25 πιο επιτυχημένοι διαχειριστές hedge funds είχαν σημαντικά κέρδη το 2008 ξεπερνώντας συνολικά τα $11,6 δισεκατομμύρια ενώ το 2007 κέρδισαν περισσότερα από $22,5 δισεκατομμύρια.

Ενδεικτικά, σύμφωνα με δημοσίευμα του περιοδικού Alpha:

Fund Manager 2008      2007
James H. Simons, Renaissance Technologies $2.5 bn $2.8 bn
John Α. Paulson, Paulson & Co. $2.0 bn $3.7 bn
John D. Arnold, Centaurus Advisors, LLC. $1.5 bn $480 mm
George Soros, Soros Fund Management $1.1 bn $2.9 bn

Ένα ακόμα πολύ σημαντικό γεγονός που πέρασε σχεδόν απαρατήρητο στα ΜΜΕ ήταν μια είδηση στην εφημερίδα Wall Street Journal τον Φεβρουάριο του 2010, ότι αρκετοί διαχειριστές hedge funds μετά από μια συνάντηση – δείπνο που είχαν, απεφάσισαν να στοιχηματίσουν εναντίον του Ευρώ. Η επίλεκτη αυτή ομάδα, μεταξύ των οποίων ήταν οι εταιρίες, SAC Capital Advisors, Soros Fund Management και Greenlight Capital, διατύπωσε την άποψη ότι το ευρώ θα έπεφτε και θα είχε την ίδια ισοτιμία με το δολάριο. Όπως αναφέρει η Wall Street Journal, ο διαχειριστής της SAC Capital Advisors, Aaron Cowen, που αρχικά προώθησε αυτήν  την επίθεση κατά του ευρώ, είπε μεταξύ άλλων ότι κανένα σενάριο που είχε σχέση με την κρίση της Ελλάδας δεν μπορούσε να έχει θετικό αποτέλεσμα για το ευρώ. Ο Soros επίσης ανέφερε ότι: “το ίδιο ισχύει και για το ευρώ. Η πτώση του 2008 απέδειξε τα μειονεκτήματα στην δόμησή του όταν τα κράτη-μέλη έπρεπε να σπεύσουν σε βοήθεια των τραπεζικών τους συστημάτων ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Η εκτίναξη του χρέους της Ελλάδας έφερε το πρόβλημα στην κορύφωσή του. Αν οι οικονομίες της Ευρωζώνης δεν είναι σε θέση να πάρουν τα απαραίτητα μέτρα, το ευρώ μπορεί να καταρρεύσει.” Επιπλέον, σύμφωνα με την Wall Street Journal οι διαχειριστές hedge funds θα έχουν σημαντικά κέρδη σε περίπτωση που το ευρώ φτάσει σε ισοτιμία με το δολάριο. Σε άρθρο των New York Times τον Φεβρουάριο του 2010, αναφέρεται ότι αρκετά hedge funds αύξησαν τα στοιχήματα εναντίον της Ελλάδας, ενώ κάποια άλλα που δεν είχαν άμεση σχέση με την κρίση της χώρας μας άρχισαν να παίρνουν μέτρα ώστε να αποφύγουν τυχόν απώλειες που θα προκαλούνταν από την αστάθεια των αγορών. Σε ένα άρθρο του στην Boston Globe ο οικονομολόγος Richard Parker αναφέρει: “Σημείο αναφοράς στο κατρακύλισμα της Wall Street το 2008 ήταν τα δισεκατομμύρια σε CDS – τα φθηνά στοιχήματα στα παράγωγα, με απολαβές που μπορούσαν να παρομοιαστούν με κέρδη από τυχερά παιχνίδια που οι κερδοσκόποι τοποθέτησαν εναντίον ιδιοκτητών ακινήτων στις Η.Π.Α. Σήμερα ανάλογα στοιχήματα είναι αυτά που η Wall Street έχει τοποθετήσει εναντίον της Ελλάδας στο πλαίσιο του κερδοσκοπικού της παιχνιδιού – και τώρα παρακολουθούμε ίσως μια επανάληψη που θα έχει τις ίδιες καταστροφικές συνέπειες.”

Τα ΜΜΕ των ΗΠΑ δίνουν μια εικόνα για την κατάσταση στην Ελλάδα καταστροφική και όχι πως η κρίση της είναι αποτέλεσμα κερδοσκοπικών εταιριών

Η αγωγή εναντίον της Goldman Sachs δίνει κάποια στοιχεία για το πως οι Η.Π.Α. οδηγήθηκαν στην τελευταία κρίση σε σημείο που το αμερικανικό κράτος να αναγκαστεί να χρηματοδοτήσει τις τράπεζες και τις μεγάλες χρηματιστηριακές εταιρίες, την περίοδο που η κατάσταση στις αγορές συγκλόνιζε την οικονομία της χώρας. Βασικός λόγος για αυτήν την ξέφρενη πτώση των αγορών το 2007 ήταν η αλλαγή στο νομοθετικό πλαίσιο των Η.Π.Α. την εποχή της προεδρίας Κλίντον που απελευθέρωσε το τραπεζικό σύστημα και τους μηχανισμούς ελέγχου της χρηματαγοράς. Μέχρι τότε, η νομοθεσία απαγόρευε την τοποθέτηση στοιχημάτων σε στεγαστικά δάνεια ή σε κρατικά ομόλογα ενώ ο Πρόεδρος Κλίντον παρασύρθηκε από τους υποστηριχτές της απελευθερωμένης αγοράς, όπως ο Tim Geithner, o Larry Summers και o Ben Bernanke και καθιέρωσε ένα καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισμού. Οι συνέπειες δυστυχώς εμφανίστηκαν αρκετά χρόνια μετά όταν η φούσκα στα στεγαστικά δάνεια έσκασε και προκάλεσε τις απώλειες που καλά γνωρίζουμε, ενώ τα στοιχήματα σε κρατικά ομόλογα και στεγαστικά δάνεια πλέον δεν είναι αντίθετα με την αμερικανική νομοθεσία. Δηλαδή, οι διαχειριστές hedge funds μπορούν ελεύθερα να ποντάρουν σε πιστωτικές κρίσεις και να παίζουν με κρατικά ομόλογα στο όνομα της απελευθέρωσης των αγορών. Αν και είναι σε εξέλιξη στο Κογκρέσο μια προσπάθεια της κυβέρνησης Obama να ψηφίσει κάποιες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις σε θέματα κερδοσκοπικών παιχνιδιών, δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένη να προχωρήσει σε ριζικές αλλαγές που να δίνουν λύσεις στα προβλήματα της ανεξέλεγκτης αγοράς. Από την πλευρά της η Γερμανία προσπαθεί να πολεμήσει το βρώμικο παιχνίδι των εταιριών και πιθανολογείται ότι αυτό θα είναι ένα θέμα αντιπαράθεσης μεταξύ της Ε.Ε. και των Η.Π.Α. στο επόμενα χρόνια. Ωστόσο, το πρόβλημα με την Ελλάδα έγκειται στο γεγονός ότι είναι αρκετά απομακρυσμένη από το πολιτικό και οικονομικό γίγνεσθαι των Η.Π.Α. αφού δεν υπάρχει ομάδα ανατροπής της αμερικανικής κοινής γνώμης ή ομάδα αντιμετώπισης κρίσεων με αξιόλογες διασυνδέσεις στο αμερικανικό πολιτικό και οικονομικό σύστημα. ‘Όπως και με τα μεγάλα πολιτικά θέματα που αφορούν τις σχέσεις μας με τους γείτονες μας, έτσι και τα οικονομικά θέματα δεν τα χειρίζονται οι ελληνικές κυβερνήσεις με μακροχρόνια στρατηγική και σύγχρονες μεθόδους δημοσίων σχέσεων – λόμπι. Η εικόνα που παρουσιάζουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στις Η.Π.Α. για την κατάσταση στην Ελλάδα είναι καταστροφική ενώ στην πραγματικότητα η κρίση αυτή είναι αποτέλεσμα κερδοσκοπικών εταιριών που χρησιμοποιούν κάθε μέσο ώστε να εξασφαλίσουν τεράστια οφέλη ακόμα και σε στιγμές κατάρρευσης του ελληνικού κοινωνικού κράτους. Αν και είναι πια εύκολο να κάνουνε την αυτοκριτική μας για τους λόγους που οδηγηθήκαμε στη σημείο αυτό, μεγάλο μέρος της αποτυχίας αυτής έχει σχέση με την έλλειψη κατανόησης από το ίδιο το κράτος ότι σήμερα τα οικονομικά και πολιτικά γεγονότα ανά τον κόσμο αρχίζουν και τελειώνουν στην Wall Street και την Ουάσινγκτον. Χωρίς ομάδα ειδικών συμβούλων – λομπίστες – για την αντιμετώπιση κρίσεων, που να υπάγεται στο γραφείο του πρωθυπουργού (και όχι σε υπουργεία) και να ασχολείται επαγγελματικά και σε μακροχρόνιο ορίζοντα με θέματα δημοσίων σχέσεων (λόμπι) δεν υπάρχει περίπτωση να επηρεάσουμε τις οικονομικές και πολιτικές αποφάσεις στις Η.Π.Α. όσο αρνητικές κι αν είναι για τον τόπο μας.