Ένα Βήμα για το Τέλος – Β’ Μέρος

ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΠΡΑΤΑΝΟ

Οικία Μαυρομιχάληδων, 23:30

«Δεν κοιμάστε», αναρωτήθηκε ο ηχηρός ψίθυρος που ξεκίνησε από το ισόγειο και ανέβηκε ως το δωμάτιο όπου ο θείος και ο ανιψιός συνωμοτούσαν καθισμένοι στο κρεβάτι. Ο γηραιότερος κόλλησε τον δείκτη του χεριού του κάθετα στα χείλη του, χωρίζοντας τη μουστάκα του ισομερώς στα δύο. Ο ψίθυρος εξαφανίστηκε στο σκοτάδι και η σιωπή ανακατέλαβε τα τμήματα που είχε χάσει. Ήταν ο ένας από τους δύο φρουρούς που είχε βάλει ο Κυβερνήτης για να τους συνοδεύουν, τους οποίους και εξαγόρασαν οι Μαυρομιχάληδες. Κοιμόντουσαν στο ισόγειο της κατοικίας.

«Δεν τους εμπιστεύεσαι», ρώτησε ο ανιψιός επιμένοντας να κοιτάζει το ξεχαρβαλωμένο παράθυρο από τις ρυτίδες του οποίου εισέβαλλε ύπουλα η ψύχρα.

«Τους εμπιστεύομαι όσο δεν κάνουν τη δουλειά τους. Πληρωμένα σκυλιά είναι» απάντησε ήρεμος ο θείος, κοιτάζοντας ευθεία προς τη μισάνοιχτη πόρτα.

«Λες να κάνουν καμιά μπαγαμποντιά», ρώτησε ανήσυχος ο ανιψιός. Ο θείος έγνεψε αρνητικά και έπειτα κατέβασε το κεφάλι του, σαν να μην βαστούσε ο λαιμός το βάρος των λέξεων που έρχονταν.

«Γιώργη, η κυρά σου είναι έγκυος. Θα γεννήσει σε λίγο. Πού θα έπρεπε να είσαι;» ρώτησε και σήκωσε για λίγο το κεφάλι του να τον αντικρύσει.

Ο δευτερότοκος γιος του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη ήταν όμορφος. Όλοι οι Μαυρομιχαλαίοι ήταν όμορφοι, αλλά ο Γιώργης ήταν ο ομορφότερος όλων. Αυτός ήταν και ο λόγος που τον επέλεξε η Διαμαντούλα, η κόρη του Πανούτσου Νοταρά, η πιο πολύφερνη νύφη της Πελοποννήσου, εξαιτίας προίκας και ομορφιάς. Ο Γιώργης δεν ήταν ο μοναδικός που τη διεκδίκησε, φυσικά. Το αντίπαλον δέος είχε επώνυμο πιο βαρύ από το δικό του, αλλά υστερούσε σε άλλους ζωτικούς τομείς: Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, γιος του Θεόδωρου, ήταν επίσης ερωτευμένος με τη Διαμαντούλα, αλλά ατύχησε. Δεν ήταν η ομορφιά του Γιώργη η μόνη ατυχία του Γενναίου, ήταν που και η οικογένειά της, οι Νοταράδες, ήθελαν να εξασφαλίσουν τα συμφέροντά τους στην Κορινθία και καλύτερο εχέγγυο από τους Μαυρομιχαλήδες δεν θα μπορούσαν να βρουν. Ένα χρόνο απείχε ο Γιώργης από τις πολεμικές επιχειρήσεις -είχε πιο άγριο αγώνα να δώσει, αυτόν της κατάκτησης της Διαμαντούλας. Επέστρεψε μόνο όταν την πήγε νύφη στη Μάνη.

«Εκεί που είναι το καθήκον και η τιμή μου» απάντησε αφού έδωσε χρόνο στον εαυτό του να το σκεφτεί.

«Δεν είναι απάντηση αυτή. Το καθήκον και την τιμή τα ορίζει ο καθένας καταπώς νομίζει» απάντησε ο θείος.

«Ξέρεις την απάντηση» αποκρίθηκε ενοχλημένος ο Γιώργης, όχι από την προφανή πίεση του θείου του να φύγει, αλλά από το στήθος του που βάρυνε απότομα.

«Σαν μεγαλώσει το παιδί θα ξέρει πως ο πατέρας του έλειπε από τη γέννα του γιατί του εξασφάλιζε μια καλύτερη ζωή, σε ένα κράτος με Δημοκρατία και Σύνταγμα» απάντησε πιο ήρεμος ο Γιώργης, ανακουφίζοντας πιο πολύ τον εαυτό του, παρά τον θείο του. Συνέχισε στον ίδιο τόνο, σαν να έκανε μασάζ στο ίδιο του το στήθος.

«Να πάω στη γέννα του να του τάξω, τι; Μας τα πήρε όλα ο Τύραννος, δεν μας άφησε τίποτε. Θα χτυπάν οι πόρτες και δεν θα είναι για συγχαρίκια, μα για τις δόσεις που χρωστάμε στους δανειστές μας» είπε με πίκρα, απελευθερώνοντας και άλλο το στήθος από την πίεση.

«Μας ρήμαξε! Μας κατέστρεψε» μονολόγησε μέσα στην απελπισία του ο θείος, ο Κωνσταντίνος, που δεν έβρισκε τον τρόπο να σώσει και την τιμή της οικογένειας και ταυτόχρονα τον ανιψιό του. Τα βλέμματά τους συνάντησαν το ίδιο σκοτάδι έξω από το παράθυρο, στο μυαλό τους ήρθαν κοινές μνήμες: Τα πλούτη να εξαφανίζονται, οι υπάλληλοι των δανειστών να πληθαίνουν στην αυλή των σπιτιών τους, σε αντίθεση με τα τραπεζώματα, τα ζώα… Η απόφαση του Κυβερνήτη να μην εισπράττει  πλέον τους φόρους της Μάνης η οικογένεια, όπως γινόταν επί Τουρκοκρατίας, αλλά το Κράτος, γονάτισε την ξακουστή οικογένεια και την έσπρωξε προς την αντιπολίτευση. Στην αιχμή της αντιπολίτευσης, ακριβέστατα. Δεν ήταν μόνο οι Μαυρομιχαλαίοι που στριμώχτηκαν στην έδρα των αντιφρονούντων, την Ύδρα. Με το Ναύπλιο να γίνεται ολοένα και πιο στενάχωρο, οι επιφανείς παράγοντες της επανάστασης περνούσαν ένας προς ένας απέναντι, για να φιλήσουν το δαχτυλίδι του Κουντουριώτη.  Βέβαια, η ατζέντα καθενός ήταν διαφορετική και το μόνο συνεκτικό στοιχείο ήταν το κοινό μίσος προς τον άνθρωπο που στεκόταν εμπόδιο στην εκπλήρωσή της. Ίσως ο Κυβερνήτης να μην υποληπτόταν εκείνους που τον εγκατέλειψαν, ωστόσο στις τάξεις των αντιπολιτευόμενων πέρασε ένας πολύτιμος, άλλοτε ένθερμος υποστηρικτής του. «Η Ελλάς δεν ανέστη, τάφον μόνον ήλλαξε και από νεκροθάπτην Τούρκον επέρασεν εις Έλληνα» έγραψε ο Αδαμάντιος Κοραής συνοψίζοντας σε μια πρόταση όχι απλά τη στροφή, αλλά και την αποστροφή του προς τον Κυβερνήτη. Τα λεπτά σιωπής περνούσαν βιαστικά, με τον θείο και τον ανιψιό να προσπαθούν να βρουν πειστικές δικαιολογίες για να οικοδομήσουν μια βολική αλήθεια για τους ίδιους: «Δεν είναι δολοφονία, είναι πολιτική αντίδραση… Μία τυραννοκτονία».

Κυβερνείο, 23.30

Σε αντίθεση με το αφηρημένο του βλέμμα που είχε κολλήσει στο παράθυρο, το μυαλό του επεξεργαζόταν κάθε παράμετρο του αδιεξόδου στο οποίο είχε περιέλθει,  μόνο που κάθε σενάριο απόδρασης αποδεικνυόταν απογοητευτικό για το προφίλ που είχε φιλοτεχνήσει για τον εαυτό του.  Το πρώτο, να απελευθερώσει τον Πετρόμπεη καθιστούσε τον ίδιο αποδυναμωμένο στα μάτια του λαού. Η αντιπολίτευση θα σημείωνε μια καθαρή νίκη, την οποία θα έσπευδε να την εξαργυρώσει θέτοντας επιπλέον πίεση για άλλα θέματα. Το δεύτερο, να έρθει σε συνεννόηση με τους Μαυρομιχαλαίους απορρίφθηκε σχεδόν απνευστί, αφού δεν τους είχε καμία εμπιστοσύνη. Το τρίτο, να απευθυνθεί στις Μεγάλες Δυνάμεις απορρίφθηκε επίσης με συνοπτικές διαδικασίες. Τοποθετούσε τον εαυτό του σε ένα νέο αδιέξοδο, πιο ασφυκτικό από το προηγούμενο. Οι Γάλλοι και οι Άγγλοι τον υπονόμευαν μεθοδικά, αφού δεν τον εμπιστεύονταν, θεωρώντας τον άνθρωπο του Τσάρου. Αποδυνάμωνε σε τέτοιο βαθμό τη διαπραγματευτική του θέση, που σύντομα θα έπρεπε να κάνει πίσω σε ζωτικής σημασία θέματα που σχετίζονταν με το όραμά του για τη χώρα. Ήδη του έκαναν τη ζωή δύσκολη: Η απροθυμία των Άγγλων να συναινέσουν στο διαμοιρασμό της εθνικής γης στους φτωχούς ακτήμονες τον εκνεύριζε. Είχε φτιάξει την Αγροτική Σχολή για να μάθουν οι συμπολίτες του τις σύγχρονες αγροτικές τακτικές και είχε αποφασίσει πως ο αγροτικός τομέας θα αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά της χώρας. Θα ικανοποιούσε έτσι και το αίτημα των απλών αγωνιστών, που πολέμησαν και θα έπρεπε να αποζημιωθούν. Τα προηγούμενα χρόνια οπλαρχηγοί και πολιτικοί τους ξεγελούσαν τάζοντας χωράφια, χωρίς να γνωρίζουν πως την ελληνική γη την είχαν υποθηκεύσει για να πάρουν δάνειο από τους Άγγλους. Ένα δάνειο που το μεγαλύτερο μέρος του είχε ήδη εξανεμιστεί πριν φτάσει στη χώρα. Θα περίμενε μεγαλύτερη πρωτοτυπία.

Ο Κυβερνήτης είχε μονίμως απέναντι τους Άγγλους και σαν να μην έφτανε αυτό, η άλλοτε φιλική Γαλλία έδωσε εντολή στο εν Ελλάδι κόμμα των Γαλλόφιλων να περάσουν στο αντιπολιτευτικό μπλοκ. Όσο εκείνος προσπαθούσε να στήσει την Ελλάδα στα πόδια της, ο Μαυροκορδάτος με τον Κωλέττη έστηναν τις παγίδες. Άλλη κατάσταση περίμενε να συναντήσει όταν λάβαινε την πρόσκληση να μεταβεί στο Ναύπλιο και να αναλάβει τις τύχες της χώρας. Το «συμβόλαιό» του προέβλεπε μια ανέφελη επταετία διακυβέρνησης, χωρίς το βραχνά του πολύ προοδευτικού -ακόμη και για τα παγκόσμια δεδομένα, Συντάγματος. Τουλάχιστον έτσι θεωρούσε, μέχρι την ανησυχητική διαπίστωσή του πως το μόνο εμπόδιο στα σχέδια των Άγγλων να ελέγξουν την ανατολική Μεσόγειο και τις θαλάσσιες διόδους των Ρώσων προς τη Δύση ήταν ο ίδιος. Η επιθετική εξωτερική του πολιτική θα αμφισβητούνταν από τη θορυβώδη αντιπολίτευση, υποκινούμενη και από τους Γάλλους, που ήθελαν την ανατολική Μεσόγειο φιλική και αξιόπλοη για τα συμφέροντα της. Έψαχνε έναν τακτικό ελιγμό, μια βαλβίδα αποσυμπίεσης, για να κερδίσει χρόνο. Αυτό ζητούσε μόνο, ακόμη και στις μακρόπνοες προσευχές του. Γνώριζε πως αν είχε χρόνο θα μπορούσε να κερδίσει τους «αγροίκους» όπως τους χαρακτήριζε ο Βιάρος και οι φτωχοί Έλληνες θα δικαιώνονταν για την εμπιστοσύνη που του έδειχναν. Η ιδέα να εξαγγείλει διεργασίες για τη συγγραφή ενός νέου Συντάγματος που θα έπρεπε να επικυρωθεί με το τέλος της επταετούς διακυβέρνησής του δεν του φάνηκε άσχημη. Για την ανακοίνωση αυτή, βέβαια, θα έπρεπε να μεσολαβήσει οπωσδήποτε πάνω από ένα τρίμηνο και ένας σχετικός κατευνασμός των πνευμάτων για να μην φανεί ως «παραχώρηση», αλλά ως μια στρατηγική επιλογή του.  «Τέσσερα χρόνια έμειναν» μονολόγησε στο σκοτάδι. Η σκέψη πως θα παρέδιδε μια σύγχρονη Ελλάδα και θα αποσυρόταν στην Κέρκυρα ήταν το τελευταίο του μεγάλο του όνειρο. Θα καλούσε και τη Ρωξάνδρα να κατέβει…

«Άραγε το φοράει ακόμη το δαχτυλίδι;» αναρωτήθηκε και πάλι, μάλλον από νευρικότητα, για να συμπληρώσει πικρόχολα: «Ή η πεταλούδα κάηκε;».

Επέστρεψε βιαστικά στο γραφείο του, κάθισε στη λιτή πολυθρόνα του, βούτηξε την πένα με ορμή στο μελανοδοχείο, αλλά έτσι απότομα, οι βίαιες κινήσεις του μετριάστηκαν και μια σκέψη ήταν αρκετή να επιφέρει την ακαμψία. Δεν θα μπορούσε να μοιραστεί τίποτε από όλα αυτά με τη Ρωξάνδρα! Θα τον συμβούλευε, θα τον παρότρυνε, θα του αγρίευε, θα τον ικέτευε να παραιτηθεί και να φύγει το συντομότερο δυνατό για τη Ζυρίχη. Για εκείνη, δεν είχε προτεραιότητα η ανοικοδόμηση της χώρας. Για εκείνον, αυτή η πολυτέλεια δεν του παρεχόταν.

 Οικία Μαυρομιχάληδων, 24.00

Η λέξη «Μαύρος» στη Μάνη -πέραν των προφανή, είναι ο κομψός εναλλακτικός χαρακτηρισμός του «ορφανός». Κάπου στα 1340, ο Μιχάλης ένας «Μαύρος» με καταγωγή από βυζαντινή οικογένεια πάτησε στα κακοτράχαλα χώματα της περιοχής. Κόντρα στις πιθανότητες, όχι μόνο επιβίωσε, αλλά έφτιαξε και μια μεγάλη φαμίλια. Η ανθεκτικότητα που είχε εντυπωθεί στο DNA του, πέρασε και στους τρεις γιους του Μαύρου Μιχαήλ, του «Μαυρομιχάλη» για τους συμπολίτες του. Καθώς τα χρόνια περνούσαν, η φαμίλια δυνάμωνε, καθώς τα γονίδια εξελισσόταν. Ένα από τα παιδιά έφτασε να γίνει Έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου της περιοχής. Με τις γνωριμίες να γίνονται όλο και πιο υψηλές, ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, ο εγγονός του «Μαύρου», αναγορεύεται Καπετάνιος της Καπετανίας της Μάνης στην Κωνσταντινούπολη. Στην κατοχή του εκτός από γη, όπλα και χρήματα, περιέρχεται και μια πανέμορφη γυναίκα, που τη γνώρισε όταν ο καπετάνιος ενός πλοίου την έβγαλε σε ένα όρμο της περιοχής. Πέρα από τα κάλλη της, η ξένη διέθετε και βασιλικό αίμα, αφού καταγόταν από Ενετούς ευγενείς. Έτσι, ούτε το προσωνύμιο «νεραΐδα» άργησε να της αποδοθεί, ούτε ο Γεώργιος να την παντρευτεί. Το ζευγάρι απέκτησε δύο γιούς, τον Ιωάννη, «Σκυλογιάννη» για τους ντόπιους εξαιτίας του ατρόμητου του χαρακτήρα του, και τον Πιέρρο. Στα δύο αδέλφια, αλλά και τους απογόνους τους θα τους αποδίδεται στο εξής και ο χαρακτηρισμός «νεραΐδογέννητοι». Ψέμα δεν ήταν, οι Μαυρομιχαλαίοι ήταν πανθομολογούμενα ένα σόι με όμορφους άντρες.

Ο Σκυλογιάννης διαδέχθηκε τον πατέρα του ως Καπετάνιος. Παρά την απροθυμία του λόγω των θολών υποσχέσεων για υποστήριξη των Ρώσων, πρωτοστάτησε στην εξέγερση των Ορλωφικών, την πρώτη οργανωμένη προσπάθεια κάποιων Ελλήνων να αποτινάξουν τον οθωμανικό ζυγό. Ο Σκυλογιάννης δικαιολόγησε μέχρι την τελευταία του ανάσα το χαρακτηρισμό του, αφού έπεσε μαζί με τους γιους τους. Όλους εκτός από έναν, τον οποίο και πήραν μαζί τους οι Οθωμανοί και τον έκαναν μωαμεθανό. Περίπου την ίδια τύχη είχε και ο Πιέρρος, ο οποίος κατάφερε να σώσει τη Μάνη από τους Αλβανούς που είχαν επιστρατεύσει οι Τούρκοι, αλλά έχασε τη ζωή του αργότερα. Οι νεανικοί ώμοι του πρωτότοκου γιου του Πιέρρου αποδείχθηκαν αρκούντως ανθεκτικοί για να σηκώσουν τη βαριά κληρονομιά του ονόματος. Ο Πέτρος, με τη συμπαράσταση των πέντε αδελφών του, θα έπαιζε κομβικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821: Πέραν του αναμφισβήτητων ηγετικού του χαρακτηριστικών, το πακέτο του διέθετε και άλλες, σημαντικές αρετές: Οξυδερκής, ευέλικτος, ισορροπιστής, ξεχώρισε γρήγορα ανάμεσα στους υπόλοιπους προύχοντες της Πελοποννήσου κερδίζοντας το σεβασμό τους. Έφτασε να αλληλογραφεί με τον Ναπολέοντα, καλώντας τον να απελευθερώσει την Ελλάδα, αμέσως μετά την κατάκτηση της Βενετίας. Εκείνος του αντιπρότεινε να συναντηθεί με τον Γάλλο στρατηγό Ντανζελότ, διοικητή της Κέρκυρας, και να συζητήσουν για την εκστρατεία του στην Αίγυπτο. Μπορεί να ανέλυε σωστά τις καταστάσεις, αλλά οι εξελίξεις τον είχαν προλάβει… Οι Γάλλοι εγκατέλειπαν τα Επτάνησα όταν εκείνος πατούσε στην Κέρκυρα και έτσι, διέφυγε στο Δυρράχιο και από εκεί στην Κωνσταντινούπολη. Όταν επέστρεψε στην Πελοπόννησο βρέθηκε μπροστά σε μια εκρηκτική κατάσταση: Οι άρχοντες της Πελοποννήσου είχαν στραφεί ο ένας εναντίον του άλλου και όλοι μαζί εναντίον του! Οι αντιμαχόμενοι κατονόμασαν στους αξιωματούχους του Σουλτάνου τον Πέτρο Μαυρομιχάλη ως υπεύθυνο για τις αναταραχές. Ο Σουλτάνος, που δεν άφηνε τίποτε στην τύχη μετά τα Ορλωφικά, έστειλε τον Βαλή των νησιών του Αιγαίου, Σιουκούρ Μπέη, να διερευνήσει την υπόθεση και να εξετάσει τις ευθύνες του Πέτρου. Όταν τον κάλεσε για ανάκριση στο πλοίο του, η Μάνη ήταν στο πόδι -άλλοι έτριβαν τα χέρια τους, άλλοι σχεδίαζαν το φευγιό τους. Με το τέλος της ανάκρισης τα μηνύματα ήταν μπερδεμένα, αφού ο Πέτρος, όχι απλά δεν ήταν κρεμασμένος σε κάποιο τουρκικό κατάρτι, αλλά κατέβηκε από το πλοίο συνοδευόμενος από τον ίδιο τον Σιουκούρ Μπέη, που τον ακολούθησε ως τον πύργο των Μαυρομιχάληδων. Κάποιοι λέγανε, μάλιστα, πως ζήτησε να δει τη μητέρα του Πέτρου, της φίλησε το χέρι και γύρισε πίσω στο πλοίο, για να επιστρέψει δύο χρόνια αργότερα για τις ανακοινώσεις: Ήταν 1816 όταν ανακοίνωνε πως ο Πέτρος Μαυρομιχάλης θα είναι στο εξής Μπέης της Μάνης, «Ο Πετρόμπεης». Τότε μόνο έγινε γνωστό πως ο Σιουκούρ Πασάς, ο Νομάρχης του Αιγαίου, ήταν ο πρώτος ξάδελφος του Πετρόμπεη, ο χαμένος γιος του Σκυλογιάννη που τον άρπαξαν οι Οθωμανοί και τον μεγάλωσαν ως δικό τους -δικαιώνοντας τα γονίδια αιώνων!

Παντοδύναμος πλέον ο Πετρόμπεης, παραδίδει μαθήματα φωτισμένης ηγεσίας επιβάλλοντας το τέλος των βεντετών ανάμεσα στις μανιάτικες οικογένειες και «καθαρίζοντας» τα πειρατικά πλοία που λυμαίνονταν το Αιγαίο. Οι προεργασίες της Επανάστασης τον βρίσκουν «μουδιασμένο», αλλά πρόθυμο να δωρίσει 1.000 γρόσια για τους σκοπούς της. Το «μούδιασμα» οφειλόταν στο στραπάτσο-μάθημα των Ορλωφικών, το οποίο είχε στερήσει σπουδαίους άντρες από την οικογένεια. Ο Πετρόμπεης θέλησε να εξακριβώσει ποιοι σημαντικοί ηγέτες θα υποστήριζαν την κίνηση και κυρίως, αν η Ρωσία θα βρισκόταν έμπρακτα στο πλευρό των Ελλήνων. Οι επιστολές του Πατριάρχη Γρηγορίου και του Υψηλάντη τον έπεισαν. Είχε στείλει και στον Καποδίστρια, αλλά ο αγγελιοφόρος του σκοτώθηκε. Χρόνια αργότερα θα μάθαινε πως ο τότε υπουργός Εξωτερικών της πανίσχυρης Ρωσίας τον πληροφορούσε πως ο Τσάρος θα συντασσόταν με την Ιερή Συμμαχία για αυτό και τον παρότρυνε να μην προχωρήσει ανάλογα σχέδια. Κόντρα στην παρότρυνση του τότε υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας, τα σχέδια προχώρησαν, η Επανάσταση πραγματοποιήθηκε, μόνο που οι Έλληνες απέκτησαν και έναν δεύτερο εχθρό πέραν των Οθωμανών: Τον κακό τους εαυτό, ο οποίος αποδεικνύεται ισχυρότερος όλων των εχθρών που έχουν αντιμετωπίσει έως τώρα.  Μέσα στο σκοτάδι, ένας θείος και ένας ανιψιός, από υψηλή γενιά, μοιράζονται τις ίδιες ιστορίες που άκουγαν από παιδιά, αδυνατώντας να ξεφύγουν από τις επιλογές τους ή τη μοίρα τους, την οποία εκείνοι έπλεξαν. Ακόμη και όταν ο Τζανής Μαυρομιχάλης, ο αδελφός του Πετρόμπεη, ξεσήκωνε τα πλήθη εναντίον του Κυβερνήτη στην Πελοπόννησο, κανείς δεν πίστευε πως το ζήτημα θα έφτανε τόσο μακριά. Ξεχείλωσε γιατί οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές, από υψηλή γενιά και άρα εγωισμό, δεν συναντήθηκαν ποτέ στη μέση, τραβώντας προς τα αντίθετα άκρα: Ο Κυβερνήτης διέταξε τον Πετρόμπεη να παραμείνει στο Ναύπλιο, με σκοπό να ελέγχει τις κινήσεις του. Εκείνος τον παράκουσε και πήγε στη Μάνη, με τη δικαιολογία πως ήθελε να ηρεμήσει τους στασιαστές. Πώς να κάνει πίσω ένας Μαυρομιχάλης, με το εντυπωσιακό ιστορικό θυσιών προγόνων του για τον αγώνα. Η λέξη «συμβιβασμός» ίσως και να μην υπήρχε στα Μανιάτικα της εποχής, ίσως η λέξη «ατίμωση» κάλυπτε όλα τις υπόλοιπες έννοιες αντώνυμο του «ξεκαθάρισμα λογαριασμών».

Το διήγημα του Γιώργου για τις τελευταίες ώρες του Καποδίστρια γράφτηκε για λογαρισμό του artscript.gr.