Ελένη Ροδά στον Πέτρο Μπιρμπίλη: «η ψησταριά μου, στην Αμφιθέα, συντηρεί τέσσερις οικογένειες»

ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΕΤΡΟ ΜΠΙΡΜΠΙΛΗ

Ο Πέτρος Μπιρμπίλης, πολύτιμος πάντα στον δημόσιο λόγο και στην γραφή, το 2002 συναντήθηκε για λογαριασμό του περιοδικού KΛΙΚ, με την τραγουδίστρια και ηθοποιό ΕΛΕΝΗ ΡΟΔΑ, η οποία σημάδεψε μια εποχή με τα τραγούδια της, τις συνεργασίες και την αυθεντικότητα της. Λιτά αλλά εξαίσια δουλεμένα, ο Πέτρος Μπιρμπίλης της δίνει τον λόγο, αφαιρώντας την δημοσιογραφική του παρουσία, σαν να πρόκειται για ένα θεατρικό μονόλογο, μιας γυναίκα που έζησε πολλά και τα μοιράζεται. «Μου μίλησε για τη ζωή της» σημειώνει ο συγγραφέας, «ανάμεσα σε πολλά γέλια». Ιδού:

«Είμαι παιδί μεταπολεμικό. Τα χρόνια πριν το σχολείο τα θυμάμαι αμυδρά. Θυμάμαι τους αντάρτες στο χωριό έξω από την Καρδίτσα που δίδασκε η μητέρα μου που ήταν δασκάλα και τον αρχηγό τους που μ’ άρπαζε και με έβαζε πάνω στ’ άλογο. Ό αντάρτης αυτός ήταν ο πατέρας μου. Θυμάμαι τα μάτια και την χαίτη του αλόγου, την κάπα του πατέρα. Τα πρώτα μου τραγούδια αναπόφευκτα, ήσαν τα αντάρτικα. Έτσι, όταν στην Λάρισα πια, πήγα πρώτη δημοτικού και μια μέρα η δασκάλα ρώτησε ποιο παιδί θέλει να πει ένα τραγούδι, σήκωσα το χέρι κι είπα ένα αντάρτικο. Αυτή μου έδωσε μια καρπαζιά. “Κάτσε κάτω. Που το’ μαθες εσύ το τραγούδι αυτό;” μου είπε θυμωμένη. «Μα κυρία το τραγουδάγανε στο χωριό» απάντησα εγώ. Στο σχολείο δεν άνοιξα ποτέ μου βιβλίο, πρώτα απ’ όλα διότι δεν είχα βιβλία. Στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, όπως ήταν φυσικό, έμεινα επανεξεταστέα. Το πήρα πολύ βαριά. Πήγα στο σπίτι του καθηγητή κι αφού εξέφρασα τα παράπονά μου έτρεξα στο μπαλκόνι να πέσω κάτω.

Μετά το γυμνάσιο -τωρινό Λύκειο- με πήρε ο πατέρας κι ήρθαμε στην Αθήνα για να δώσω στην Γυμναστική Ακαδημία, διότι ήμουν αθλήτρια, έκανα ακόντιο και σφαίρα. Τι να το κάνεις όμως! Εγώ είχα άλλα σχέδια. Ένα βράδυ βρήκα το θάρρος και είπα στον πατέρα: “μπαμπά δεν θέλω να γίνω γυμνάστρια, θέλω να γίνω θεατρίνα”. Είχα τρέλα με τον κινηματογράφο. Δεν έχανα ταινία! Ο πατέρας μου ήταν πολύ αυστηρός. Έμπαινε σπίτι και καθόμασταν όρθιοι. Όταν του είπα λοιπόν ότι του είπα περίμενα να φάω καμία! Όμως, “να γίνεις” μου είπε αυτός, απροσδόκητα. “Δεν θέλω να την πάθεις σαν εμένα που ο πατέρας μου ήθελε να με κάνει δεσπότη”. Το όνειρο του πατέρα μου, που δεν πραγματοποιήθηκε, ήταν να γίνει αεροπόρος, να πετάει με αεροπλάνα. Ο παππούς όμως που ήταν παπάς, είχε άλλα σχέδια.

Μια και δυο έδωσα στο Εθνικό. Δεν πέρασα και ο λόγος ήταν ότι έχοντας ζήσει σε χωριά, μιλούσα βλάχικα, στην επιτροπή δεν καταλάβαιναν τι έλεγα. Είδαν κι αποείδαν μου ζήτησαν να πω τον Εθνικό ύμνο. Τον είπα κι αυτόν βλάχικα. Στη σχολή του Ωδείου Αθηνών μπήκα πιο εύκολα γιατί ο δάσκαλός μου ο Ροντήρης είχε περισσότερη κατανόηση για την προφορά. Μαζί με τον Ροντήρη, σαν μαθήτρια πάντα, ταξίδεψα σε όλον τον κόσμο, δίνοντας παραστάσεις σε μεγάλα θέατρα: Αγγλία, Ισραήλ, Τουρκία, Ρουμανία, Σκανδιναβία, Βουλγαρία, Αμερική… Η Αμερική ήταν ένα παραμύθι για μένα. Τα μηχανήματα της Coca Cola, τα αρωματικά σαπούνια, τα παγωτά! Μην ξεχνάμε ότι ήταν δεκαετία του πενήντα, λίγοι ταξίδευαν στην Ελλάδα και πλενόμασταν ακόμα με σαπούνια πράσινα.

Στην Ρωσία ερωτεύτηκα έναν μεγάλο σταρ της εποχής που τον έλεγαν Ουρμπάνσκι! Έπαιξε και στην «μπαλάντα του στρατιώτη», στον σινεμά. Μπορεί να μην έγινε ποτέ τίποτα μεταξύ μας αλλά στη ζωή μου δεν ξανάνιωσα αυτό το πράμα. Με την πρώτη νόμισα ότι αντίκρισα τον Θεό. Ακόμα έχω την φωτογραφία του σε κορνίζα. Παντρεύτηκα, ξαναπαντρεύτηκα, αλλά η φωτογραφία του Ουρμπάνσκι εκεί!

Το τραγούδι μπήκε στη ζωή μου απρόσμενα. Είχα γνωρίσει την Κατερίνα Γώγου και κάναμε παρέα. Η Κατερίνα, παιδί με άσχημα εφηβικά χρόνια, ήταν ατίθαση, αντιδραστική και είχε φοβερή πλάκα. Υπήρχαν βράδια, διότι παίζαμε και στο θέατρο μαζί, που διακόψαμε την παράσταση από τα νευρικά γέλια. Μέχρι χαστούκι μας έδωσε η Βίλμα Κύρου, μπροστά στον κόσμο, πάνω στη σκηνή. Η Κατερίνα λοιπόν έκανε παρέα με τον Μίκη Θεοδωράκη. Ένα βράδυ πήγαμε όλοι σε μια ταβέρνα. Με αυτά και με αυτά αρχίσαμε τα τραγούδια. Με άκουσε ο Θεοδωράκης και σε δυο εβδομάδες τραγούδαγα μπρος στα πλήθη, στην Καισαριανή, χωρίς να ξέρω μέτρα, κλίμακες, τίποτα. Έκανα πολλά λάθη αλλά ο Μίκης έβρισκε κάτι αυθεντικό σε μένα.

Το 1966 με το νέο κύμα στην Πλάκα γνώρισα τον Μάνο Λοϊζο, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο κι όλη την παρέα. Ξενύχτια, κρασί και τραγούδια. Από αυτήν την παρέα έρχομαι σε επαφή με όλους τους ρεμπέτες και φυσικά με τον Τσιτσάνη. Να’ ναι καλά ο Τσιτσάνης όπου κι αν βρίσκεται! Του χρωστάω πολλά. Με πήρε μαζί του στα κέντρα. Στην αρχή με την Ρίτα Σακελαρίου κι ύστερα μόνη. Εκείνον τον καιρό έκανα και μια ταινία, το «Τρούμπα 67». Ακολούθησαν και άλλες ταινίες και ύστερα περιοδείες στην επαρχία, με όλα τα μεγάλα ονόματα του θεάτρου και του σινεμά.

Δεν μ’ αρέσει να τις βλέπω τις ταινίες μου σήμερα. Ήταν πρόχειρες, δεν ήξερα να πω τα λόγια μου καλά καλά. Αφού μου τα ‘διναν πριν το γύρισμα! Μόνο την «Ευδοκία» του Δαμιανού μ’ αρέσει να βλέπω. Κι ας μην με ανέφεραν στα βραβεία, παρότι είπαν κάποιοι ότι χωρίς τη φωνή μου δεν θα’ ταν η ίδια ταινία! Περιττό να σας πω ότι στην Ευδοκία βρέθηκα κατά τύχη. Ούτε λεφτά πήρα ούτε τίποτα. Μέσα σε μια ώρα, άντε δύο, τα’ χα πει τα λόγια. Έτσι, τσάκα τσάκα. Γενικά την καριέρα μου δεν την πήρα ποτέ στα σοβαρά. Με καλούσε ο Παπαδόπουλος και ο Λοϊζος σε δίσκους με τον Νταλάρα και την Αλεξίου και δεν πήγαινα. Με ένοιαζαν άλλα πράγματα, οι έρωτες, τα φλερτ, τέτοια… Δεν μετανιώνω. Ότι έκανα το ‘κανα για το κέφι μου μόνο. Άσε που ντρεπόμουνα να πάρω λεφτά! Νόμιζα ότι μου κάνανε δώρο. Κι ότι έβγαζα τα χάλαγα. Ακολούθησε ο γάμος με τον Καραντάνη, τον επιχειρηματία με τα εμφιαλωμένα νερά. Αγαπηθήκαμε πολύ και κάναμε μια ζωή πολυέξοδη. Κότερα, δεξιώσεις, μιλάμε για χλιδή! Αν σήμερα οι πολυτέλειες δεν μου λένε πια τίποτα είναι διότι τα χόρτασα.

Κατά τη διάρκεια της Χούντας άνθισαν τα μαγαζιά της παραλίας, η Νεράιδα, η Φαντασία, τα Δειλινά, μαγαζιά απρόσιτα, πολύ λουσάτα. Στα Δειλινά με πήραν μόνο γιατί ήμουνα ένα ωραίο κορίτσι κι ερχόντουσαν παρέες ειδικά για μένα. Η φωνή μου δεν ήταν σωστή γι’ αυτά τα μαγαζιά. Άλλωστε τα μόνα τραγούδια που ήξερα ήταν όσα έλεγα με τον Θεοδωράκη. Το “Η δουλειά κάνει τους άντρες” κλπ, και φυσικά τα ρεμπέτικα. Θυμάμαι ότι την πρώτη μέρα στα Δειλινά μ’ έβαλαν να χτυπάω μόνο παλαμάκια. Η Μοσχολιού που τραγουδούσε εκεί με τον Μπιθικώτση δεν με χώνευε, παρότι εγώ την θαύμαζα. Μας πήρε χρόνια να γίνουμε φίλες. Εγώ αν και χαιρόμουνα που χτύπαγα παλαμάκια στο τέλος της βραδιάς μ’ έπιασε το παράπονο κι έβαλα τα κλάματα. Κάποιος του μαγαζιού μου μίλησε. Έτσι έμεινα. Με τον καιρό βρήκα τη θέση μου στα μπουζούκια. Εκεί με άκουσε ο ιδιοκτήτης της Κολούμπια οπότε έβγαλα τον πρώτο μου δίσκο. Με τον δίσκο έγινα πασίγνωστη. Δεν έγινα ποτέ πρώτο όνομα με την έννοια της Μοσχολιού αλλά τραγουδούσα πλέον μόνη μου δίπλα στα μεγαλύτερα ονόματα. Επίσης δεν υπήρχε περίπτωση να μπω σε δημόσιο χώρο και να περάσω απαρατήρητη. Όλα αυτά μέχρι που γεννήθηκε ο γιος μου. Με απορρόφησε πολύ το παιδί.

Μετά ήρθε η μεταπολίτευση. Κάποιοι αυτοβαπτίσθηκαν κουλτουριάρηδες, αντιστασιακοί. Έτσι χωριστήκαμε στους μεν και τους δε. Επί πλέον, στην δισκογραφία, για να κάνεις τώρα δίσκο, όποιος και να ‘σουνα, έπρεπε να πληρώσεις εσύ την παραγωγή. Κάπως έτσι χάσαμε το τρένο και πέσαμε στην αφάνεια. Όταν, δε, βγήκε η ιδιωτική τηλεόραση δεχτήκαμε το τελειωτικό χτύπημα, αφού μπήκαν νέα παιδιά που δεν μας ήξεραν. Με τον καιρό η Κουμιώτη, ο Βιολάρης, ο Καλαϊτζής, εγώ, ξεχαστήκαμε. Δεν έχω παράπονο, ζω καλά και σήμερα. Το οφείλω σε μεγάλο βαθμό στην μάνα μου η οποία με ανάγκασε να πάρω ένα σπίτι και μερικά οικόπεδα. Εγώ ήμουνα σπάταλη, δεν θα ‘χα πάρει τίποτα. Αφού έλεγα κάθε φορά του δοσατζή – με δόσεις τα πήρα- να τα πάρει πίσω, δεν τα’ θελα.

Εδώ και τέσσερα χρόνια, έχω και την ψησταριά μου, στην Αμφιθέα. Την ανοίξαμε τρεις φίλες μαζί. Οι άλλες φοβήθηκαν μήπως το μαλλί τους μυρίζει τσίκνα. Έτσι έμεινα εγώ στην τσίκνα. Δεν βγάζω λεφτά, αλλά συντηρεί τέσσερις οικογένειες αυτή η ψησταριά. Δεν λέω είναι ταλαιπωρία διότι εκτός του ότι σερβίρω, τραγουδάω επίσης τα περισσότερα βράδια Τι να κάνω! Ξέρω ότι ο κόσμος δεν έρχεται ούτε για τα παϊδάκια, ούτε για το πλαστικό που έχω βάλει για να κόβει τον αέρα. Όλοι αυτοί, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες, υπουργοί, έρχονται για μένα.

Καμιά φορά, όταν με παίρνει από κάτω δεν παραδίδομαι, τα φιλοσοφώ τα πράγματα. Αν δεν τα φιλοσοφείς θα σε φάει το μαράζι, θα τρελαθείς. Δεν με ενδιαφέρει το ότι κάποιοι που ήσαν πίσω από μένα γίνανε φίρμες και πάμπλουτοι, δεν ζηλεύω, δεν λέω “γιατί;” Μπορεί να φταίω κι εγώ! Ευτυχώς δεν έχω ανάγκη ούτε τα κότερα ούτε τα φώτα. Μπορώ μάλιστα να πω ότι, καλά καλά δεν χαίρομαι που με γνωρίζουν στην λαϊκή που πάω για ψώνια, που μου φωνάζουν “γεια σου Ελενάρα!” Προτιμώ να περνάω απαρατήρητη. Προχτές μου λέει ένας “καλώς την κυρία Κλειώ”. Δεν του είπα πως δεν είμαι η Κλειώ Δενάρδου για να μην τον στενοχωρήσω. Ένα πράγμα θα’ θελα μόνο σήμερα για να πω την αλήθεια. Να γινόταν να ξαναπαίξω στο θέατρο. Έτσι από καημό. Αλλά σε όσους το έχω ζητήσει μου λένε : «καλά είσαι εκεί που είσαι». Σου λέει “Σιγά μην βγάλουμε την μπουζουξού στο θέατρο τώρα!”

Ο Πέτρος Μπιρμπίλης είναι συγγραφέας. Στο παρελθόν έχει ασχοληθεί με  πολιτιστικό ρεπορτάζ και την αρθρογραφία ως δημοσιογράφος και ως σκηνοθέτης με ταινίες μικρού μήκους, βίντεο κλιπ και τηλεοπτικές εκπομπές και ανάμεσα τους, έχει σκηνοθετήσει την Έλενα Ναθαναήλ και τα βίντεο κλιπ των Stereo Nova. Έχει εκδώσει τις συλλογές διηγημάτων, Έχω Μόνο Εσένα, Ξυπόλητος, την βιογραφία της Μαλβίνας Κάραλη της Οδός Πανός, την ποιητική συλλογή Η Μέρα που χάθηκε μέσα σε μια άλλη. Το τελευταίο του βιβλίο, που λατρέψαμε, είναι η νουβέλα «Μπελ Ετουάλ».  Επικοινωνεί και γράφει μέσω Facebook, ενώ ζει με τον Ρίκο, το σκυλάκι του, στα Εξάρχεια. Ταξιδεύει πολύ και αγαπά την Ελλάδα, τον Σεπτέμβρη.  

(photo: Ανανίας Κωτσοβός)