Θυμάμαι, συνάντησα ένα καλοκαιρινό απόγευμα, στο σπίτι της, την Ελένη Ανουσάκη, απ τις θρυλικές καλλονές του ελληνικού, παλιού κινηματόγραφου. Φορούσε ένα πλατύ, ψάθινο καπέλο, ρίχνοντας στη σκιά το μισό πασίγνωστο που μας έκανε οικείο ο φακός. Οι λέξεις της υπογραμμίζονταν, θεατρικά και πως αλλιώς, με κινήσεις των χεριών. Πότε είναι σαν κύκνοι, άλλοτε σαν μικροί ήλιοι και κάποτε σαν γκιλοτίνες. Δεν είχε κάνει μπότοξ και «τραβήγματα». Παρέμενε η ωραία Ελένη και αναγνωρίσιμη. Ζει σε ένα διαμέρισμα πρώτου ορόφου μιας τεράστιας πολυκατοικίας σε καλό προάστιο! Απολαμβάνει τον μεγάλο, κοινόχρηστο κήπο γυρίζοντας το πρόσωπό προς τον ήλιο και κλείνοντας τα μάτια. Σαν ένα παράξενο, σάρκινο ηλιοτρόπιο! Πολιτικοποιημένη πολύ, αλλά όχι πια με αποχρώσεις κομματικές, πια. «Άφησα την πολιτική, το Κοινοβούλιο απογοητευμένη για την ηθική τόσο των πολιτικών όσο κι ενός κόσμου που ήθελε να πλουτίσει χωρίς να υπολογίζει τίποτα. Οι αξίες μας είχαν γίνει τα αυτοκίνητα και η επίδειξη μετρητών! Τον αμοραλιστικό χορό που είχε γίνει με το χρηματιστήριο δεν μπορούσα να τον χορέψω! Τώρα; Παρακολουθώ τα πάντα» μου χε πει, και σα να μονολογούσε συμπλήρωσε πως «σ’ αυτό το σημείο που φτάσαμε χρειάζεται ενότητα. Όχι ο καθένας μόνος του, αλλά όλοι μαζί! Αλλιώς θα χαθούμε». Μου έλεγε πως τα βράδια ξενυχτάει, πως γράφει στα μπλοκ της, άλλωστε λατρεύει το internet, πως ταξινομεί το φωτογραφικό αρχείο της, πως αλλάζει θέση σε όλα τα έπιπλα, πως βγάζει τα ρούχα από τις ντουλάπες, πως τα αερίζει, πως καθαρίζει μες στη νύχτα! Μου έλεγε πως από ήταν από έξι χρόνων στο θέατρο, εκείνο το κοριτσάκι, ήταν που κρατούσε η Ελένη Χατζηαργύρη στην ταινία «Αμάρτησα για το παιδί μου» που πρωταγωνιστούσε ο πατέρας της, το χα δει το έργο; Το χα! Έχοντας γνωρίσει όλο το ελληνικό σινεμά -και αρκετό από το ιταλικό και το αμερικανικό!- δεν λέει κακή κουβέντα για κανέναν, δεν μεμψιμοιρεί, δεν κατηγορεί, δεν περηφανεύεται και αγαπάει τους ηθοποιούς! Σ εκείνη τη κουβέντα, πολλά είχαν ειπωθεί για να τα θυμάμαι, αλλά απ όλα, μου μείναν κάποιες στιγμές από τα παιδικά της χρόνια, απ αυτές, που αδιανόητες είναι, σήμερα, να τις αντέχουν άνθρωποι. Η Ελένη, κόρη της σπουδαίας πρωταγωνίστριας και ιδεολόγου Μαλαίνας και του τενόρου Ευάγγελου Ανουσάκη, με καταγωγή από την Κίσσαμο Χανίων, θυμόταν τα τέσσερα χρόνια που η μάνα της ήταν στην φυλακή, για τις ιδέες της!
Ο Καζαντζάκης, ο Λουντέμης, ο Μάνος Κατράκης, ο Φλωράκης και ο… κύριος Λάκης, του από πάνω ορόφου!
«Με φώναζαν Λένα. Θλίψη δεν έχω καμία, απ την ανάμνηση με εμένα παιδί. Δεν άφηναν η μάνα μου και οι θείες μου, που μεγάλωνα μαζί τους, να φτάσει τίποτα δηλητηριώδες σε μένα! Καταλάβαινα τα πάντα, αλλά ζούσα ευτυχισμένα, χαϊδεμένα, προστατευμένα. Η μάνα μου, δε, πήγε εξορία, αλλά στις φυλακές Αβέρωφ. Τα Σαββατοκύριακα ετοιμαζόμουν όλο χαρά και πήγαινα να τη βρω, σαν κάτι κανονικό. Κοιμόμασταν στο ίδιο κρεβάτι. Είχε μια άλλη πολιτική κρατούμενη το αγοράκι της μαζί της. Η μάνα μου το λάτρευε. Δεν το ήθελα. Ζήλευα. Ήθελα να αγαπάει μόνο εμένα σε όλο τον κόσμο. Και οι θείες μου εμένα να αγαπάνε μόνο. Μπροστά μου δεν χάιδευαν τα ξαδέλφια μου, ούτε τα φιλούσαν. Μόνο εμένα. Πήγαινα σε ένα σπουδαίο ιδιωτικό σχολείο, που έκανε παιδαγωγική δουλειά ουσίας. Έφευγαν τα παιδιά όλα διακοπές. Μόνο εγώ έμενα εκεί με μια υπέροχη δασκάλα γαλλικών, ήταν η αδελφή της Φλωρέττας Ζάννα. Έρημο το σχολείο, χωρίς παιδικές φωνές και εγώ μικρή και εκείνη μεγάλη μέσα στα μοναχικά κτίρια. Κάποια φορά δεν έτρωγα καθόλου. Σαν για να την τιμωρήσω, λες και έφταιγε που ήμουν εγώ εκεί. Απελπίστηκε. Χρησιμοποίησε όλους τους τρόπους για να με κάνει να φάω. Με σκαμπίλισε, από απόγνωση… Έφαγα! Μια φορά μόνο τα χρειάστηκα για τα καλά. Είχαν καταδικάσει τη μαμά σε θάνατο. Πήγα να τη δω επισκεπτήριο. Δεν έκλαιγε, δεν έκανε υστερίες, δεν με έκανε να σπάσω. Πολύ απλά έβγαλε από την τσέπη της και μου έδωσε ένα δώρο, που ‘χε φτιάξει μόνη της. Δυο πουλάκια μαζί, τυλιγμένα σε μια χαρτοπετσέτα. Με φίλησε… Αυτό ήταν… Μετά οι θείες μου και η λατρεμένη μου ξαδέλφη με είχαν πάντα σε συζήτηση. Διαφωνούσαμε όλες μαζί για μια ερμηνεία στο θέατρο, ένα βιβλίο, μια άποψη! Η μία ήταν σπουδαία μοδίστρα της Σανέλ. Μου έραβε κομμάτια μοναδικά, που κρατάω ακόμα. Στο σπίτι μας μπαινόβγαινε όλος ο καλλιτεχνικός κόσμος. Ο Καζαντζάκης, ο Λουντέμης, φυσικά ο Μάνος Κατράκης που έπαιζε μαζί με τη μαμά. Κάποτε πήγαμε σε ένα σπίτι, που δεν είχε μάντρα από πίσω και αφήνανε έντυπα παράνομα για τον Χαρίλαο Φλωράκη. Μια εποχή στον αποπάνω όροφο έμενε ένας αστυνομικός, ο κύριος Λάκης. Ήξερε ποιοι μπαινόβγαιναν στο σπίτι. Ποτέ δεν κάρφωσε τη μαμά μου. Όλο «χαίρετε, κυρία Μαλαίνα μου» και «καλησπέρα, κύριε Λάκη μου» ήταν! Ο άνδρας μου πολλές φορές μου λέει να μη συζητάω για τα παλιά. Και εγώ το αποφεύγω, εδώ που τα λέμε. Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι! Η ιστορία κύλησε, χάσματα ενώθηκαν και άλλα ρήγματα γεννήθηκαν ξανά…»…
Ο Άντονι Κουίν, ο Φρανκ Σινάτρα και ο αυτοσεβασμός…
«… Η μάνα μου, πίστευε πως έχω ταλέντο για ηθοποιός. Εγώ ήθελα να γίνω δικηγόρος! Όμως πάντα ήμουν σε ένα γύρισμα ή σε ένα θέατρο, σαν κάτι πολύ φυσικό, σαν έτσι να πρέπει να συμβαίνει! Παιδάκι έδωσα στα εξαιρετικά ταλέντα στο Εθνικό. Στα 16 μου έπαιζα στο σινεμά. «Κόκκινα φανάρια» και «Μικροί, μεγάλοι εν δράσει»! Το όνομά μου ήταν στους τίτλους μεγαλύτερο από της δασκάλας μου, της Μαίρης Αρώνη. Με διέγραψαν! Εκείνη -ωραίος άνθρωπος!- έλεγε «τι μας φταίει το παιδί! Ηταν εξαιρετικό!». Στον «Ζορμπά» ήμουν πάλι μικρή και τι βλακείες που λέγονται για τον Άντονι Κουίν! Οι ηθοποιοί είχαν ήθος. Σέβονταν τις γυναίκες που δούλευαν μαζί τους και εμείς σεβόμασταν τον εαυτό μας. Εγώ ήμουν και είμαι πολύ αυστηρή με τον εαυτό μου. Δεν θα επέτρεπα περιθώρια. Ηταν κύριοι όλοι τους και μόνο εκτίμηση υπήρχε μεταξύ μας. Και με τον Φρανκ Σινάτρα βγαίναμε, στην Ιταλία τότε, μαζί με μεγάλη παρέα. Και χορέψαμε, και φωτογραφηθήκαμε, και γελάσαμε, και μιλήσαμε, και για δείπνο βγήκαμε οι δυο μας. Αλλά μέχρις εκεί! Τώρα, αν πέρναγε από τον νου κάποιου κάτι άλλο, εγώ ούτε το κατάλαβα ούτε με ένοιαζε να το καταλάβω. Δεν μιλάω για θέματα προσωπικά. Είμαι με τον σύζυγό μου, τον σκηνοθέτη και διευθυντή φωτογραφίας Δημήτρη Παπακωνσταντή από το 1964. Δεν το ήξερε το κοινό. Δεν νομίζω πως αφορούν στα αλήθεια οι ζωές των άλλων κανέναν…»…
Ο Αλέν Ντελόν ερωτευμένος με τη Ρόμι Σνάιντερ, ο Χέλμουτ Μπέργκεν, ο Ντάριν Ζανούκ, η 20th Century Fox και η Τσινιτσιτά
Ανήλικη ακόμα, πηγαίνει ύστερα από επαγγελματική πρόταση της FOX στην Τσινετσιτά, όπου σπούδασε υποκριτική και κινηματογράφο και παίζει στο «Αγωνία και έκσταση» του Κάρολ Ριντ. «…Με το που έφτασα -και δεν το έκαναν για μένα, αλλά για όλους το ίδιο συνέβαινε- με πήγαν από τη FOX στα ατελιέ των σημαντικότερων σχεδιαστών μόδας της εποχής. Μόλις έλεγα «μου αρέσει αυτό», μου έπαιρναν όλη τη σειρά. Θυμάμαι λοιπόν ένα από τα πρώτα βράδια, όπου ο Ντάριλ Ζάνουκ της 20th Century Fox με συνόδευσε για φαγητό, σε ένα παραθαλάσσιο χωριουδάκι έξω από τη Ρώμη. Ηταν η νύχτα γεμάτη αρώματα και μαγεία. Φτάνοντας εκεί, σηκώθηκαν να χαιρετήσουν. Μεγάλοι σταρ και ανάμεσά τους ο Αλέν Ντελόν και η Ρόμι Σνάιντερ, ζευγάρι τότε, πολύ ερωτευμένοι και τόσο νέοι, τόσο ωραίοι! Σαν να ‘χανε φωτοστέφανα μου φαινόταν. Μετά, με γύρισε πίσω η μάνα μου! Τότε μέσα στις παρέες βρισκόταν και ο Χέλμουτ Μπέργκεν, που είχε τύχει να πάω σπίτι του με μεγάλες συντροφιές. Τον έπιασαν σε ανύποπτη στιγμή με ναρκωτικά! Είδε η μαμά τα δημοσιεύματα στην Αθήνα, να σου και τηλεφωνεί στην πρεσβεία μας στη Ρώμη! Με ψάχνουν οι άνθρωποι, αρχίζουμε τις κουβέντες στα τηλέφωνα. «Και τι θα κάνεις και στο Χόλυγουντ και στην Τσινετσιτά; Τις Μεξικανές και τις ξένες! Και οι μεγάλοι ρόλοι; Δεν θα τους δίνουνε σε σένα. Γύρνα» μου είπε αυστηρά. Ε! Γύρισα!
Ο Χορν και οι κριτικοί, ο Κουν, ο Κατράκης με τη μάνα της στη σκηνή, ο Ρηγόπουλος και ο Καρράς που ήθελε ένα αντικείμενο της μαζί του
Κάποια στιγμή την ρώτησα γιατί δεν παίζει πια στο θέατρο; Δε με κοίταζε όταν μου απάντησε κοφτά, «γιατί όλοι εκείνοι που έπαιζα μαζί τους έφυγαν». Ταινίες και παραστάσεις και τηλεόραση! Όλα τα κάνε! Την κοιτούσα και θυμόμουν την Κυρία Ντορεμί και τα Υπέροχα Πλάσματα. Εκείνη όμως, μου έλεγε για τον Χορν και ξέχασα όλα όσα ήθελα να ρωτήσω… «Τον θαύμαζα τόσο τον Δημήτρη Χορν! Συγκλονιστικός! Με είχε πάρει απ’ το χέρι να πάμε στον Φίνο, για να παίξω στο «Αλίμονο στους νέους». Πολύ μικρή με βρήκε ο Φίνος. Τον θυμάμαι στο θέατρο, όταν ερχόταν κριτικός. Ο Χορν είχε πάντα άγχος και τρακ. Αντιπαθούσε και τους κριτικούς. «Έχουμε το κοινό, που είναι άγριο σήμερα, το είδα εγώ», μου έλεγε σκασμένος, «έχουμε και αυτόν! Τι ήρθε να πει; Πως δεν ήμουνα καλός! Ε, αφού θα το πεις που θα το πεις, τι χρειάζεται να με δεις κιόλας;». Γελούσε τρυφερά που τον θυμόταν… και συνέχισε «Μου λείπει πολύ και ο Κώστας Ρηγόπουλος. Ο Κώστας Καρράς, που και στη Βουλή ήμασταν μαζί. Τον έφαγε ο φθόνος των άλλων! Μου ‘κανε δωράκια, μου έγραφε γράμματα. Κάποτε μου ‘πε «θα σου πάρω κάτι να έχω μαζί μου. Ένα μολύβι σου, μια χτένα. Δώσ’ μου κάτι δικό σου να έχω». Με ρώτησες ποιους έχω θαυμάσει; (δε θυμόμουν, εγώ, γιατί είχα παρασυρθεί να ακούω). Ε, αυτούς έχω θαυμάσει και τον Μάνο Κατράκη. Έπαιζε με τη μάνα μου! Ηταν ιερές οι στιγμές του πάνω στη σκηνή! Ο Κουν πάλι! Ένας σοφός. Ήμουν τυχερή! Τυχερή με μια μάνα σπουδαία, πάντα κομψή, με υψηλή αισθητική άποψη, με πολιτισμικό επίπεδο, που βάδιζε πάντα στον ίσκιο μου, σαν φύλακας άγγελος. Με σύντροφο ζωής σπουδαίο. Με θείες, οικογένεια, ξαδέλφη και όλους αυτούς τους σπουδαίους του θεάτρου! Αγαπούσα τους συναδέλφους μου και με αγαπούσαν! Ήμουν πολύ τυχερή, σου λέω…»…
Η Αλίκη
«Τη Βουγιουκλάκη τη θαύμαζα και με αγαπούσε. Από μακριά πάντα. Η Αλίκη ως άνθρωπος ήθελε να μετακινείται με πλήθος γύρω της και οι φίλοι της ήταν σε πλήρη απασχόληση 24ώρου. Ξέρεις; Άμα παίρνεις πολλά διαφορετικά συστατικά και τα χτυπάς με δύναμη σε ένα σέικερ, στο τέλος γίνονται μια μάζα χωρίς καμιά γεύση και υφή. Αυτό έκανε η Αλίκη με τους ανθρώπους. Αλλά ήταν σπουδαία. Θυμάμαι, είχε έρθει για γύρισμα στο 7ο Θηλέων Αθηνών, όπου εγώ ήμουν μαθήτρια. Οι «μπλε ποδιές» την κοιτάζαμε σε κλοιό μακριά της και ουρλιάζαμε το όνομά της. Με είδε. «Λένα;» μου φώναξε. «Αφήστε τη φίλη μου να έρθει εδώ» πρόσταξε. Με αγκάλιασε, με φίλησε, με ρώτησε τι κάνουν η μαμά μου και οι θείες μου. Ζήλια οι συμμαθήτριές μου! Μήνες έκαναν να μου μιλήσουν.
«…Τίποτα δεν είναι, γλυκιά μου, στη σκηνή επάνω σαν το λευκό κομπινεζόν! Αν θες να κλέψεις τη σκηνή, τέτοιο φοράς κι άσε τα μαύρα..»
Όλο καμπύλες και αθωότητα στο πρόσωπο, με τα μαύρα κομπινεζόν και τη βραχνή γλυκιά φωνή στα Κόκκινα Φανάρια και στο Ζορμπά, ένα sex symbol αδιάφορο για τον τίτλο του. «Τη δουλειά μου έκανα και φορούσα ό,τι μου έλεγαν οι ενδυματολόγοι και οι σκηνοθέτες. Μεταξύ μας; Τίποτα δεν είναι, γλυκιά μου, στη σκηνή επάνω σαν το λευκό κομπινεζόν! Αν θες να κλέψεις τη σκηνή, τέτοιο φοράς κι άσε τα μαύρα… Αφηνόμουν, βέβαια, σε μια μόνο φιλαρέσκεια! Ήθελα να με κοιτάνε στον δρόμο. Να περπατάω και να αισθάνομαι τον θαυμασμό από άνδρες και γυναίκες πως ντύθηκα καλά, πως είναι ωραία τα μαλλιά μου! Μικρή υπήρχαν δυσκολίες οικονομικές, που δεν με άφηναν να καταλάβω οι θείες μου και με έστελναν να διαχειριστώ λεφτά και να ψωνίσω εγώ. Ε! Φτιαχνόμουν στον καθρέφτη ώρα για να με κοιτάνε στον δρόμο. Τι παιδί…»…
Οι μεγάλοι αποχωρισμοί
«… Όταν πέθανε ο πατέρας μου είχα τη μαμά που με πήγε σε ψυχίατρο για να ξέρει να μου σταθεί. Όταν έφυγε εκείνη, έχασα τον ήλιο μου, τη χαρά, την ίδια μου τη ζωή. Έπαψα να υπάρχω. Έπαθα κατάθλιψη. Και μετά η απώλεια της λατρεμένης μου εξαδέλφης, που ήταν παραπάνω και από αδελφή, με διέλυσε. Βοηθήθηκα. Και πάλι ευγνωμονώ την καλή μου τύχη για κάθε στιγμή μαζί τους…»
Μου λέει πως δεν πετάει τίποτα. Πως κρατάει τα πάντα και τα συσσωρεύει, κάρτες, σημειώματα, ρούχα, καπέλα, μαντίλια. Όλα! «Ε, να μην έχω ένα ελάττωμα και εγώ;» γελάει. Θέλει να πάει να μαζέψει τον κόκκινο γάτο της, που την φοβάται και κρύβεται όταν την βλέπει να φοράει καπέλο. Μιλάμε για πολιτική, αλλά όχι για τα χρόνια της στο Κοινοβούλιο της. Είναι γεμάτη ζωντάνια και την επόμενη θα φύγει για το εξοχικό της, να ευχαριστηθεί την θάλασσα. Ωραία ζωή, λοιπόν, για τη Λένα, ε; «Ωραιότερη δεν γινόταν!», μου χαμογελά. Γελάει και όπως κινείται φεύγοντας περιμένω να δω τίτλους τέλους, σαν σε μεγάλη σινεμασκόπ παραγωγή της οποίας η πρωταγωνίστρια είναι για πάντα έφηβη…
