Είναι 2011. Κάνω συνέντευξη, πάντα για το Down Town, έναν απ τους μέγιστους οσίους μου, στο υποκειμενικό μου εικονοστάσι. ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ! «Δεν ζούμε για τον εαυτό μας» μου λέει, «ζούμε για να τον μοιραστούμε με τους άλλους». Η αφορμή δίνεται από κάποιες εμφανίσεις του, τότε, στο ιστορικό για το μουσικό θέατρο, Ακροπόλ. Κοιτάζοντας τώρα συνέντευξη εκείνη, καταλήγω πως παρ όλα όσα του καταλογίζονται μετα την συνέντευξη στου στο «Αποτύπωμα», την εκπομπή του Παύλου Τσίμα, εκείνος τα ίδια έλεγε και τότε, άρα διατηρεί την συνέπεια του. Ακόμη κατακρίνω τον εαυτό μου, για το πόσο ως fan πήγα, έτοιμη και γινωμένη, που ρώτησα κοινοτοπίες και τα προβλεπόμενα.
«Όλοι τα ίδια θέλαμε. Και πιάστηκαν οι συνομήλικοι απ’ τα τραγούδια μου. Ήταν χιλιάδες. Δεν το πίστευα»
-Γεννήθηκα
στη Σαλονίκη
να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ
στο υπόγειο νησί τους ταξίδεψα ως εδώ
με μια κρυφή, εκ γενετής αιμορραγία
Ελλάδα, γλώσσα τυφλή στην γεωγραφία
Ελλάδα, οικόπεδο και αποικία-
Διονύσης Σαββόπουλος, στίχοι – ποιήματα, μουσική, τραγούδι, δικό μας πράγμα πια, προσωπικό τόσο που να νιώθουμε πως μας ανήκει. Κι αυτό. Σημείο και αναφορά. Με τις λέξεις και τα τραγούδια του, για την Ελλάδα, οικόπεδο και αποικία, αλλά και Ζήτω η Ελλάδα και κάθε τι ελληνικό στον κόσμο αυτό, στον τόπο αυτό που όσοι αγαπάνε τρώνε βρώμικο ψωμί, ενώ ο ήλιο θα αποκοιμηθεί μες στα ερείπια της Ολύνθου, όταν ο άγγελος –εξάγγελος- μας ήρθε από ψηλά γερμένος πάνω σ ένα δεκανίκι και όπου κοιτάζω να κοιτάζεις, όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα, ενώ εσύ έστεκες στη μέση όλου του κόσμου και ήσουν φως μου, κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή, και δυο δυο πέρασαν –νατα- τα κορίτσια, για να φτάσουμε να είμαστε και εμείς γέροι λοιπόν, για το ροκ εν ρολ, μα για το θάνατο παιδάκια μικρά ακόμη και αν σκεφτείς πως σαν τώρα φαίνεται όταν ήμασταν 16αρηδες και απειλούσαμε «σας γαμώ τα Λύκεια». Φαντάζεστε λοιπόν πως θα μασταν χωρίς Διονύση Σαββόπουλο; Πως θα χαμε λέξεις; Υπόκριση σε σκέψεις; Κοινά βλέμματα και αισθήματα; Πως θα ταν αν δεν είχε κατέβει με εκείνο το Φορτηγό απ τη Σαλονικη; Και τι μα τι προσδοκούσε και ο ίδιος, ερχόμενος στο ραντεβού που ακόμα δεν είχαμε κλείσει; «Το μόνο που σκεφτόμουν, όταν ήρθα από Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, ήταν να βρω καμιά δουλειά και να σταθώ στα πόδια μου, να ζήσω μόνος μου, χωρίς γονείς και κηδεμόνες, χωρίς καθοδηγητές» λέει, «να κάνω επιτέλους ό, τι αγαπάω. Να πραγματοποιήσω τον εαυτό μου. Το ωραίο ήταν ότι τα ίδια ακριβώς θέλανε όλοι μου οι συνομήλικοι, γι’ αυτό πιάστηκαν απ’ τα τραγούδια μου. Ήταν χιλιάδες, δεν το πίστευα».
«Σιγά – σιγά βολευτήκαμε στον καναπέ με τηλεόραση κι ένα μπλοκ επιταγών χωρίς αντίκρισμα»
Απορώ για εκείνο που έχει ήδη πολλές φορές εκφράσει, σα να μια αδιάβαστη, ενώ είμαι απλώς έκθαμβη θαυμάστρια. Να ένιωσε ποτέ πως μπορεί να τελείωσαν αυτά που είχε να, πως οι καιροί άλλαξαν και εσείς δεν έχετε ήχο για αυτούς; Η σχέση με το κοινό τελειώνει ποτέ κι αν ναι είναι κοινή συναίνεση; «Συνεχώς το ένιωθα αυτό» μου λέει και καλοσύνη του γιατί, όπως σας είπα το χει ξαναδηλωσει, «το «δεν έχω τίποτα να πω πια». Το 67’ με τη Δικτατορία είπα «πάει τέλειωσε». Το 73, μετά το «Βρώμικο Ψωμί» κόλλησα στο «δεν έχω ήχο, δεν έχω υλικό». Και μετά τη «Ρεζέρβα» το 79’ είπα πάει τέλειωσε. Ανάμεσα στα «Τραπεζάκια» και στο «Κούρεμα» είχα έξι χρόνια μούγγα. Δέκα χρόνια μετά το «Χρονοποιό» , είπα δεν ξαναγράφω. Και μετά, τσουπ, να που έβγαλα τέσσερα cd μαζεμένα τη «Μυθολογία». Δεν ξέρω πώς τελειώνει αυτό».
Άραγε, εκείνοι, οι πέραν και της μέσης πλέον, ηλικίας, του 60 οι εκδρομείς έχουν γυρίσει πίσω σπίτια τους; Σε ποια θέση βρίσκονται τώρα και πως κοιτούν τον κόσμο, ρωτάω. «Η γενιά μου είναι αριστερής συμπεριφοράς και συντηρητικής ψυχοσύνθεσης. Αυτό μας ταλαιπώρησε. Καταφέραμε όμως να διατυπώσουμε με αρκετή σαφήνεια το ζητούμενο: την ελευθερία και τη λάμψη του ατόμου που όμως ξέρει ότι δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την συλλογικότητα, χωρίς έγνοια κι αγάπη για την κοινωνία. Μετά σιγά – σιγά βολευτήκαμε στον καναπέ με τηλεόραση κι ένα μπλοκ επιταγών χωρίς αντίκρυσμα. Σκέφτομαι τα παλιά σαν ένα φουσκωμένο ποτάμι που μετά ηρέμησε. Αλλά το σημάδι όπου ανεβήκαν τα νερά και φάγανε το βράχο μένει πάντα εκεί ψηλά να το βλέπουν τα παιδιά να αδράξουνε τη δική τους αφήγηση. Δεν ζούμε για τον εαυτό μας. Ζούμε για να τον μοιραστούμε με τους άλλους».
«Είμαστε όλοι μέρος του συστήματος» και «συγχωρείστε τον άγαρμπο»
Και ο ίδιος; Εκείνος; Ο οργισμένος, ο εκκεντρικός νέος, που παράτησε τη Νομική και την πόλη του, την Θεσσαλονίκη, που κατέβηκε με οτο στοπ στην Αθήνα, που για να τα επιβιώσει, δούλευε λογιών δουλειές, ως και γυμνό μοντέλο στην Καλών Τεχνών, που τον συνέλαβε δυο φορές η χούντα, που συστήνεται με το «Φορτηγό» και το «Περιβόλι του τρελού»… εκείνος που και κάνει το 1971 το LP «Ο Μπάλλος» διάρκειας 18 λεπτών καλύπτει όλη την πρώτη πλευρά του δίσκου 33 στροφών που είναι σα να κυκλοφορεί μουσικός και τραγουδιστής μέσα στα Βαλκάνια, βόλτες στη Μαύρη Θάλασσα, Βουκουρέστι και Κωστάντζα, Αθήνα και Άγκυρα… αυτός που ήταν μουσικός συγγενείς όλων όσων συμμετείχαν στο Γουντστοκ, άραγε ανήκει πια;
Ταιριάζει; Είναι μέρος του «συστήματος»; Μετανιώνει για δηλώσεις ή πολιτικές στηρίξεις; «Μα όλοι μέρος ενός συστήματος είμαστε», λέει -μεταξύ μας; Δεν είμαστε, αλλά δε του το πα!, άρα τώρα είναι άκυρο- «αυτό δεν μας εμποδίζει να σκεφθούμε ή να εκφράσουμε ό, τι θέλουμε. Η Δημοκρατία είναι ατελέστατο σύστημα αλλά δεν ξέρω καλύτερο. Όχι δεν μετάνιωσα ποτέ για τις επιλογές μου. Αλλά ενώ στα τραγούδια μου τις διατύπωνα με τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή και διαύγεια όταν μου πέρνανε συνέντευξη στα ΜΜΕ, φούντωνα, γινόμουν απόλυτος, και μου ‘βγαινε ένα ταρατατζούμ. Συγχωρήστε τον άγαρμπο». Καλά όλα αυτά με το σύστημα, αλλά η Αριστερά; Έχει γεράσει κι αυτή; «Συμμερίζομαι την Αριστερά, διότι νιώθω την ίδια αμηχανία με εκείνην. Η διαφορά είναι ότι εγώ το ομολογώ, δηλαδή είμαι ανοιχτός».
«Ακόμα, σ αυτό τον τόπο όσοι αγαπάνε τρώνε βρώμικο ψωμί, ώσπου να ξαναβρούμε τη δύναμη που μεταμορφώνει το βρώμικο σε καθαρό»
Θα βγει κάτι καλό από την οικονομική κρίση λέει γιατί «Πιστεύω σ’ αυτή τη χώρα, πιστεύω στους ανθρώπους της. Θα την αντιμετωπίσουμε την κρίση. Αφού εμείς τη γεννήσαμε, εμείς και θα την παλέψουμε». Και άραγε, ακόμα «σ αυτόν τον τόπο όσοι αγαπάνε τρώνε βρώμικο ψωμί»; «Ακόμα. Ώσπου να ξαναβρούμε τη δύναμη που μεταμορφώνει το βρώμικο ψωμί σε καθαρό». Μένουμε στις ίδιες έννοιες και λέει σοφά, «γενικά το παραμύθι της Τέχνης μας λέει ψέματα για να μας πει την αλήθεια. Ενώ η Πολιτική μας λέει παραμύθια για να συγκαλύψει την αλήθεια. Δηλαδή άλλο το ψέμα κι άλλο το παραμύθι. Το λέω διότι κάτι ημιμαθείς δεν το καταλαβαίνουνε».
Το ελληνικό τραγούδι (Ζήτω πάντα) και «σημαία από νάυλον», αφιερωμένη εξαιρετικά
«Το κορυφαίο κατόρθωμα του έντεχνου είναι «Ο Μεγάλος Ερωτικός» του Μάνου Χατζιδάκι. Ακούω ενδιαφέροντα πράγματα κι απ’ τους νεότερους. Τον Μάλαμα, τον Περίδη, τον Αγγελάκα, τον Παυλίδη και άλλους. Εγώ ακούω πάντα τα ίδια: Σοφία Βέμπο, Στραβίνσκυ, Τσιτσάνη, διάφορους. Αλλά και τα λεγόμενα σκυλάδικα και λαϊοκοπόπ δεν είναι πάντα σκουπίδια. Μ’ αρέσουν πολύ ορισμένα του Βέρτη, του Κουρκούλη…»… Έχει πει «Κωλοέλληνες, κοντοπόδαροι, θλιβερές μου πορδές» αλλά και «Πανέλληνες», ποιο τραγούδι όμως, θα ταιριάζει στις μέρες εκείνες; «Διάφοροι πολιτικοί μας δωροδοκούσαν δανειζόμενοι απ’ έξω, ώσπου τελειώσανε τα δανεικά. Μου ‘ρχεται η «Σημαία από Νάυλον». Πολλά ήταν τα ψέμματα που είπαμε ως εδώ»…
Μια μέρα του Διονύση Σαββόπουλου
«Ξυπνάω αργά, μου βγάζουν τρία δαμάσκηνα και μια πορτοκαλάδα. Κατεβαίνω την Κηφισίας με ταξί κι ακούω τον ΟΑΣΙΣ. Στο γραφείο πίνω δύο εσπρέσο. Καπνίζω μετά τις τρεις και δουλεύω ως τις πέντε. Μετά πάω μια βόλτα, συναντώ φίλους και ελεεινολογούμε την κατάσταση. Ανηφορίζω με τα πόδια μέχρι το γραφείο πάλι και δουλεύω κάνα δυο ώρες. Τρώμε οικογενειακώς στις εννιά. Μετά ταινίες στην τηλεόραση, και διάβασμα. Δεν οδηγώ, δεν έχω κινητό, δεν ξέρω κομπιούτερ, είμαι Παοκτσής κι έχω αϋπνίες. Το Σαββατοκύριακο παίζω με τα εγγόνια μου. Αλλά όταν έχω πρόβες και παραστάσεις όλα αυτά ανατρέπονται τελείως».
Η απορία που δεν έλυσε ποτέ
«Το αίνιγμα της ύπαρξης, το αίνιγμα του κόσμου. Αιωνίως άλυτο και συναρπαστικό».
