«Ουδέν καινόν υπό τον ήλιον» ασφαλώς, ακόμα ούτε η δυσφορία και οι γιούχες και οι αντιδράσεις στο θέατρο, σε ιερούς χώρους σαν τα μαρμάρινα μνημεία της αρχαιότητας και πριν αυτά μάλιστα γίνουν τέτοια. Με λίγα λόγια, το θέατρο είναι ζωντανό και δυνατό πράγμα σε αμφίδρομη σχέση και ούτε η Κιτσοπούλου, ούτε ο Φρανκ Κάστορφ είναι οι πρώτοι και σίγουρα όχι εκείνοι που δεχτηκαν την πιο ισχυρή γιούχα απ το κοινό! Ο Αριστοτέλης στα Ηθικά του, γράφει πως οι θεατές στις παραστάσεις των τραγωδιών στην εποχή του, επιδείκνυαν την αποδοκιμασία τους, τρώγοντας ηχηρά, πλαταγιάζοντας πολύ τη γλώσσα τους, τα γλυκά που έφερναν στο θέατρο μαζί τους. Ξέρουμε ακόμη, πως στις κωμωδίες που δεν άρεσαν στο κοινό, αυτό, το αρχαίο, εξιδανικευμένο και σίγουρα πολύ καλλιεργημένο στον συγκεκριμένο εκφραστικό λόγο, κοινό, αντιδρούσε φτύνοντας κουκούτσια από ελιές, ή πετώντας σύκα, ακόμη και πέτρες! Κι όσο και αν το συμμετέχεις στο κοινό μιας παράσταση εκείνα τα χρόνια ήταν υπόθεση αυστηρώς ενός δημοκρατικού πολίτη, και άσκηση πολιτικών δικαιωμάτων, δεν έπαυε να είναι και μια ευκαιρία για διασκέδαση, ποτό, φαΐ και λαϊκή εκτόνωση. Και κάποτε μεγάλες αγριάδες!

Οταν ο τραγικός ποιητής Φρύνιχος παρουσίασε το «Μιλήτου Άλωσις» προξένησε τόση λύπη και αγανάκτιση στους Αθηναίους υπενθυμίζοντάς τους τα δεινά που υπέφερε η αποικία τους, η Μίλητος όταν την κατέκτησαν, που ξέσπασαν σε γοερούς θρήνους και μετά γκρέμισαν το ξυλινο -ετσι ηταν ακόμη- θέατρο! Ο Φρύνιχος καταδικάστηκε από τον Δήμο στο δυσθεώρητο πρόστιμο 1000 δραχμών και το έργο του απαγορεύτηκε. Στο καιρό μας, ο μετέπειτα ιστορικός μαρμάρινος χώρος που λάμβαναν χώρα οι συγκεκριμένες αντιδράσεις έχει μετουσιωθεί σε λημέρι θρησκευτικά, σχεδόν, προσηλωμένων θεατών, που συνεχίζουν να αντιδρούν αν και όχι πετώντας πέτρες. Πριν 69 χρόνια, που άρχισε να λειτουργεί το καλοδιατηρημένο αρχαίο θέατρο ως χώρος φιλοξενίας παραστάσεων του δράματος, οι θεατές αν αντιδράσουν πετούσαν τα μαξιλαράκια τους. Καμία φορά χτυπούσαν και ο ένας τον άλλον μ αυτά. Ε, κάποτε άρχισε και η γιούχα.

Οι παραστάσεις που αποδοκιμάστηκαν αγρίως:
Οι παραστάσεις που το κοινό επιδοκίμασε έντονα είναι λίγες. Ο κανόνας λέει, πως αν κάποια θεατρική δουλειά στο χώρο των αρχαίων θεάτρων, δεν σου αρέσει και είσαι καλλιεργημένος θεατής, απλά σηκώνεσαι και φεύγεις. Ο κανόνας όμως παραβιάζεται, αλλιώς δεν θα ήταν τέτοιος, άλλωστε.

Το 1984, στην Αντιγόνη που παρουσίαζε το Εθνικό Θέατρο, ακούστηκαν επιδοκιμασίες σε μικρή κλίμακα. Ο σκηνοθέτης Γιώργος Ρεμούνδος είχε βάλει την Μαρία Σκούτζου ως Αντιγόνη, να σέρνει πίσω της αλυσίδες σαν κατάδικος μεσαιωνικού κάτεργου. Η εμφάνιση της στην ορχήστρα προκάλεσε στον κοινό γέλια καταρχήν και επιδοκιμασίες.

Το ίδιο καλοκαίρι το κοινό εξέφρασε την επιδοκιμασία του, πια έντονα αυτή τη φορά, στην παράσταση της Άλκηστης του Ευριπίδη, του ιδιαίτερου αυτού σατυρικού δράματος, όπως το σκηνοθέτησε ο Γιάννης Χουβαρδάς και το παρουσιάσε το ΔΗΠΕΘΕ. Ο Διονύσης Φωτόπουλος είχε φιλοτέχνησε ένα εξαιρετικής αισθητικής πατάρι γυάλινο, πάνω απ την ορχήστρα, όπου κάποια στιγμή άρχισε να εξελίσσεται εκεί κάποια ερωτική σκηνή. Το κοινό εξεμάνει διότι τα χρηστά ήθη της Επιδαύρου δεν επιτρέπουν αισθησιασμούς και η Άννα Συνοδινού, μάλιστα που παρακολουθούσε την παράσταση σηκώθηκε απ τις κερκίδες του κοίλου και έφυγε επιδεκτικά απ το χώρο του αρχαίου θεάτρου, περνώντας μάλιστα μέσα από την ορχήστρα, δίπλα απ τους ηθοποιούς που συνέχιζαν την εξέλιξη της πλοκής και των ρόλων τους. Στο τέλος της παράστασης οι ηθοποιοί χειροκροτήθηκαν αλλά όχι και ο σκηνοθέτης.

Το 1989, ο Γεωργιανός Ρόμπερτ Στούρουα, σκηνοθετεί Οιδίποδα Τύραννο και Σοφοκλή, με την Τζένη Καρέζη και τον Κώστα Καζάκο. Το κοινό προσδοκάει πολλά απ την παράσταση μιας και είναι απ τις πρώτες φορές που ξένοι σκηνοθέτες καταπιάνονται με το αρχαίο δράμα. Στην πρεμιέρα στο Ασκληπιείο θεάτρου της Επιδαύρου, η Άννα Μακράκη, ως Εξάγγελος, βγάζει από το τσαντάκι της ένα τσιγάρο και ένα κομψό αναπτήρα, το ανάβει και αρχίζει να διεκτραγωδεί τα δράματα των Λαβδακιδών. Το άναμμα του τσιγάρου πυροδοτεί τις αντιδράσεις στις κερκίδες. «Αίσχος», «Σβήστο αμέσως», «Ντροπή», «Βεβήλωση», «Ιεροσυλία» ακούγονται από το κοινό. Η ηθοποιός συνεχίζει τον μονόλογο της, ψυχραιμία και επαγγελματικά εν τω μέσω κραυγών. Την επόμενη μέρα τσιγάρο στην παράστασης δεν υπήρχε! Το κόψε νωρίς…

Το 1997, ο Γερμανός πρωτοποριακός γενικά σκηνοθέτης Ματίας Λάνγχοφ σκηνοθετεί Βάκχες και Ευριπίδη, ένα απ τα μυστηριακά και ποιητικά έργα του αρχαίου δράματος. Μετατρέπει την ορχήστρα σε απέραντο σφαγείο, που συμβολίζει την Θήβα. Ανάμεσα σε κρεμασμένα σφαχτάρια, ο Μηνάς Χατζησάββας ως Διόνυσος εμφανίζεται εντελώς γυμνός. Ως εκεί καλά! Μετά όμως εμφανίζεται η γαλλίδα Εβελίν Ντιντί, ως Αγαύη, η οποία προσπαθεί να μιλήσει ελληνικά με σχεδόν ερασμιακή αρθρωμένη έντονα πρόφερα ελληνικών, απ τα οποία δεν μίλαγε γρυ. Αλλά γρυ! «Σήκω Μινωτή και Παξινού, να δεις που μας κατάντησαν» άλλαξε το κοινό, αγριεμένο, ενώ άρχισε να φωνάζει να βγει έξω ο σκηνοθέτης. Ούτε ο σκηνοθέτης βγήκε αλλά ούτε και ο Μινωτής με την Παξινού, σηκώθηκαν…

Όταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη, στις δυο καθόδους της στην Επίδαυρο, ως Λυσσιστράτη και ως Αντιγόνη, είδε το προσωπικό της κοινό να την επιφυμει ουρλιάζοντας «Αλίκη – Αλίκη», δεν έλειψαν και εκείνοι που κραύγαζαν το όνομα μιας κοπέλα απ τον θίασο που εμφανίζονταν γυμνόστηθη. Ως Αντιγόνη η Αλίκη, την στιγμή του θρήνου άκουγε νιαουρίσματα απ τις κερκίδες που παρέπεμπαν σαφώς στον τίτλο της όχι ως εθνική σταρ, αλλά ως γατούλα. Αργότερα δε στο θρυλικό ταβερνείο Λεωνίδας, όπου πηγαίνουν όλοι οι ηθοποιοί, 69 χρόνια τώρα, μετά τις παραστάσεις τους, η Αλίκη είδε τις καρέκλες στο τραπέζι της να μένουν άδειες, απ τους δημοσιογράφους που είχε καλέσει, αλλά δεν δέχτηκαν μετά την παράσταση την πρόσκληση της, για να μην χρειαστεί να αναλύσουν τα όσα είδαν.

Όταν ο Θύμιος Καρκατσάνης παρουσίασε την δική του Λυσσιστράτη, ο κόσμος δυσφόρησε, όχι για την εκδοχή της παράσταση, αλλά γιατί ήταν τόσο το πλήθος, που ο πρωταγωνιστής αναγκάστηκε να βγει τρεις φορές για να ξεκινήσει την παράσταση, αλλά σταματούσε απ τους όρθιους και τις αψιμαχίες για θέσεις στις κερκίδες.

Στα μέσα της δεκάετιας του 80, Κύπρια σκηνοθέτιδα παρουσίασε την δική της προσέγγιση για τις Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη, προκαλώντας την δυσφορία του Κώστα Γεωργουσόπουλου, που πέταξε το πρόγραμμα του στην ορχήστρα, παραπέμπονταν στις παλιότερες μορφές διαμαρτυρίες όπου το κοινό πετούσε τα μαξιλαράκια απ τα καθίσματα του.

Το 2005 ένα μεγάλο γιουχάισμα ακούγεται στο αρχαίο θέατρο, αλλά όχι για παράσταση, αλλά για θεατή. Ο τέως μονάρχης της Ελλάδας, ο Κωνσταντίνος, με την οικογένεια του, πηγαίνουν σε παράσταση και μόλις αυτός χαιρετά το κοινό, αυτό απαντά τα «καλώς όρισες» με χορωδιακή, ομόφωνη, μεγαλειώδη γιούχα. Πρέπει να ήταν η μεγαλύτερη, δε, που ακούστηκε ποτέ στον ιερό χώρο!

Οι Αριστοφανικοί Βάτραχοι σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη, με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, την Δήμητρα Ματσούκα και τον κεφαλαιώδη Γιώργο Μαρίνο, το καλοκαίρι του 2008, έκανε το κοινό στην πρεμιέρα να φωνάζει: «Καλύτερα το Σεφερλή».

Το ίδιο καλοκαίρι η Μήδεια του Βασίλιεφ από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, περνά στην ιστορία για τις εντονες αντιδράσεις του κοινού. Η παράσταση, σαν αυτή του Φρανκ Κάστορφ του φετινού Ιουλίου, ήταν τεράστια. Διαρκούσε 3,5 ώρες. Υπήρχε μια ατμόσφαιρα πανηγυριού, λίγο Ισπανική, λίγο ανατολίτικη, λίγο Βαλκάνια στην ορχήστρα και όταν η Αγλαΐα Παπά ως Άγγελος φέρνει τραγικά νέα και στέκεται με ένα παγωμένο χαμόγελο, απ αυτά που οι άνθρωποι έχουνε σε κατάσταση σοκ, τα νέα για τα πρόσωπα του έρματος, μιλώντας κατά μέτωπο στο κοινό, την ακολουθούν η Αλέξιο Καλιτσίκη που λέει τον ίδιο μονόλογο με όμοιο ύφος στα γαλλικά και ο Βασίλι Κοκλάνι που κάνει το ίδιο ακριβώς στα αγγλικά. Μιλάνε ταυτόχρονα, εκφράζονται επιθετικά, ακούγονται έντονα απέναντι σε κοινό που δεν καταλαβαίνει τι γίνεται και πιθανόν έχει κουραστεί απ την μεγάλη διάρκεια. Και αυτό αντιδρά γιουχάροντας. «Ούουου», «ξουουοου», «έξω από δω», «ντροπή σας» και «αίσχος» φωνάζουν πάρα πολλοί. Ο ποινικολόγος Αλέξανδρος Λυκουρέζος, σηκώνεται φωνάζοντας σε όσους γιούχαραν «αίσχος σε όλους εσάς». Οι ηθοποιοί συνεχίζουν να κάνουν αυτό που οφείλουν να κάνουν. Δεν σταματούν, δεν αντιδρούν. Μετά ο Νίκος ψαράς, ως Ιάσωνας, εμφανίζεται με τα δυο παιδία του σκοτωμένα, κρατώντας δυο πάνινες κούκλες. Το κοινό, φωνάζει και τσακώνεται. Ο Ψαράς – Ιάσωνας σταματάει τον θρήνο του και εκλιπαρεί: «Έλεος». Το κοινό άπαντα: «Έλεος. Ναι. Το ίδιο λέμε και εμείς». Όταν σαν σε γύρο θριάμβου ένα άρμα θα σύρει τις κούκλες – παιδιά, θα ακουστεί το «Ντροπή Κονιόρδου», για να απαλυνθεί το άδικο, μόλις η σπουδαία ηθοποιός και σημαντική δασκάλα υποκλιθεί στο κοινό. Είναι η μόνη που χειροκροτείται. Ο Βασίλιεφ, ένας θεατράνθρωπος που θεωρείται δάσκαλος και είναι σαφέστατα ένας απ τους κορυφαίους της Ευρώπης, δεν θα βγει να υποκλιθεί στο τέλος της παράστασης, εξαγριώνοντας κι άλλο το κοινό.

Επίλογος
Στα 69 χρόνια του θεσμού του Φεστιβάλ Αθηνών και των παραστάσεων στο αρχαίο θέατρο προς τιμήν του θεού της ιατρικής Ασκληπιού στην Επιδαύρου το κοινό επιδοκίμασε έντονα τους καλλιτέχνες και την προσπάθειες τους. Να σταθούμε στο ότι οι περισσότερες προτάσεις είναι από ξένους σκηνοθέτες και ότι αυτό σημαίνει. Είτε πως οι ξένοι δεν μπορούν να αντιληφθούν την δική μας αίσθηση για το αρχαίο δράμα, είτε γιατί ακόμη πιστεύουμε το πας μη Έλλην βάρβαρος τουλάχιστον στα αρχαία θέατρα; Το θέατρο δεν είναι αρένα, ούτε γήπεδο, λένε κάποιοι. Το κοινό οφείλει να αντιδρά λένε κάποιοι άλλοι και υποστηρίζουν πως το κοινό σέβεσαι το καλλιτέχνη, όταν τον σέβεται και αυτός. Το σίγουρο πάντως είναι πως κάνεις καλλιτέχνης που ερμηνεύει δεν ανεβαίνει σε σκηνή, πόντιουμ, ακόμα και πάλκο για να μην δώσει τον καλύτερο που έχει μέσα του. Και σίγουρα δεν ανεβαίνει για να γιουχαϊστεί. Ίσως καμία να θέλει ο ίδιος να γιουχαΐσει. Αυτό άλλωστε δεν λέει και ο Σαββόπουλος σε εκείνο το όνειρο του Καραγκιόζη του που καταλήγει «κι αν δεν ντρέπεσαι να καθίσεις πίσω, έλα στην παράσταση για να σε γιουχαΐσω»; Το ίδιο κοινό αποθεώνει και κρατά ιερή μνήμη όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσους αγάπησε… Οι φωνές τους, τα βήματα τους, οι σκιές θα υπάρχουν για πάντα εκεί, στο αρχαίο μάρμαρο, σπουδαίοι ακόμα και όταν μικραίνουν τα μεγέθη και κονταίνουν οι συνεχιστές τους…

