Βίαιος Αύγουστος και πως το μεγαλύτερο πογκρόμ κατά των Ελλήνων έγινε στον Καναδά!

ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΖΕΪΜΣ ΔΕΓΛΕΡΗ

Αυτή είναι μια πονεμένη ιστορία για τον ελληνικό λαό, που έχει ζήσει το μίσος, τον φανατισμό, το κυνηγητό και τον θάνατο εναντίον του, εκεί που γύρευε ελπίδα, τόπο να σταθεί, μια στέγη και φαΐ για τα παιδιά του, ειρήνη και όνειρα για ένα καλύτερο αύριο. Αυτή είναι μια θλιμμένη ιστορία, που δεν την ξέρουμε καλά, δε τη συζητάμε και την αποσιωπούμε. Αυτή είναι μια ιστορία για όταν ζούμε στην θέση του εξαθλιωμένου μετανάστη, όταν ο ρατσισμό, η απαξίωση, η βία και το πογκρόμ είχε στόχο τη δική μας εθνικότητα, το πιο σκούρο μας δέρμα, τα καστανά χαρακτηριστικά μας.  Λοιπόν…

Οι Έλληνες μετανάστες τη πείνας, της φτώχειας, των συνεχόμενων πτωχεύσεων, των πολέμων γυρεύοντας τόπο να σταθούν

Ηταν Αύγουστος του 1918, σε έναν τόπο πολύ μακρινό από εκείνη την κουκιδίτσα στον χάρτη, την τόσο γαλανή και γεμάτη ήλιο, με τον γλυκύτερο ήχος της γης, «πατρίδα». Ηταν ο αχανής, παγωμένος, άγριος, τόσο πέρα από θάλασσες και στεριές Καναδάς. Ο τόπος, που τώρα θεωρείται ότι πιο φιλικό σε χώρα για προσφυγές και μετανάστες. Μα τότε, στη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, η παγωνιά του τόπου, κρυστάλλιαζε και ψυχές! Έλληνες μετανάστες έχουν φτάσει σε αυτή τη τόσο διαφορετική γη από όσα γνώριζαν για να βρουν τόπο να σταθούν από τις τόσες μαζεμένες δυστυχίες. Ήδη, από τη δημιουργία του νεοσύστατου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, το 1830, η μεγάλη φτώχεια, ο ρημαγμένος τόπος απ τον ξεσηκωμό, το ρούφηγμα του όποιου πλούτου απ την οθωμανική αυτοκρατορία  δημιουργούν τα πρώτα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα. Από την Πελοπόννησο,  τη Στερεά Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου χιλιάδες Έλληνες προσπαθούν να ξεφύγουν από την πείνα και το θανατικό ύστερα από την πρώτη εθνική πτώχευση του 1827 κατευθυνόμενη στην πλησιέστερη αν και τόσο μισητή μεγάλη δύναμη κοντά τους. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην Κωνσταντινούπολη και τις μικρασιατικές ακτές. Με την δεύτερη πτώχευση του 1843, την τρίτη το 1893, τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και τους Βαλκανικούς πόλεμοι του 1912 – 1913, τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα των Ελλήνων κατευθύνονται προς την Ευρώπη και την Αμερική. Κάποιοι απ αυτούς, φτάνουν στον Καναδά…

Οι Έλληνες μετανάστες στο Τορόντο των αρχών του 20ου αιώνα

…Στο Τορόντο, στις αρχές του 20ου αιώνα, οι Έλληνες είναι λιγοστοί, 3000 περίπου ψυχές, μόλις, το 0,5% του πληθυσμού της πόλης, αλλά προκομμένοι, δουλευταράδες, ακούραστοι, πολυμήχανοι και έχουν στην ιδιοκτησία τους πάνω απ το  35% καταστημάτων εστίασης και καφέ. Η κοινότητα τους ακμάζει και προοδεύει. Όσοι Έλληνες μετανάστες δεν είναι ιδιοκτήτες εστιατορίων, δούλευαν σαν μάγειροι, ψήστες, σερβιτόροι, υπάλληλοι. Οι Καναδοί τους αποκαλούν υποτιμητικά «Slackers», δηλαδή τεμπέληδες, επειδή ασχολούνταν με τον επισιτισμό και απέφευγαν να γίνουν αχθοφόροι, φορτοεκφορτωτές, ξυλοκόποι ή βιομηχανικοί εργάτες. Επίσημα, το πολύ προοδευτικό σήμερα Καναδικό κράτος, αντιμετωπίζει με καχυποψία τους Έλληνες, τους απαγορεύει να προσληφθούν στο Δημόσιο, ή να καταταγούν στο στρατό. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα ήταν επισήμως ουδέτερη για το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου και οι Καναδοί θεωρούν πως θα μπει στον πόλεμο με τη πλευρά της Γερμανίας. Στις 2 Αυγούστου του 1918, χιλιάδες βετεράνοι του πολέμου είχαν προγραμματίσει το συνέδριο του Μεγάλου Συνδέσμου Βετεράνων Πολέμου στο Τορόντο. Γυρνούσαν από το μέτωπο, ανάπηροι, ταλαιπωρημένοι, με ψυχολογικά οξυμένα προβλήματα, είχαν δει και ζήσει θανατικά και σκοτωμούς,  για να τους περιμένει πίσω στο τόπο τους φτώχεια, έλλειψη μέριμνας για αυτούς και ούτε κάνα ιατρική κάλυψη. Μες στα δικά τους αδιέξοδα, έβρισκαν τους Έλληνες να ευημερούν έχοντας στην κατοχή τους το 35% επιχειρήσεων.  Ηταν η εύκολη λύση, να κατηγορούν για όλα τα δεινά, ως υπεύθυνοι, οι Slackers Έλληνες, που δεν πήγαν στον πόλεμο, που έμειναν πίσω και πλούτισαν, που δεν χρειάζονταν να δουλέψουν χαμάληδες, αλλά να μαγειρεύουν ωραία φαγητά! Οι Άγγλο-Καναδοί πολέμαγαν για ιδανικά και «Slackers Έλληνες» ή «βρωμο Έλληνες» κέρδιζαν χρήματα στο δικό τους τόπο. Ο στόχος είχε βρεθεί. Το μίσος δηλητηρίαζε ακόμα και τον αέρα γύρω απ τους ανθρώπους. Γυρεύονταν μια αφορμή να χυθεί σα λάβα η κακία απ τις ρωγμές της ανθρωπιάς. Και βρέθηκε…

Η αφορμή του μεθυσμένου  Κλόντ Κλιντερνάι στο ελληνικό White City Café

Βράδιαζε και ήταν πρώτη Αυγούστου, παραμονές του Συνεδρίου των Βετεράνων, όταν ο Κλόντ Κλιντερνάι, απόστρατος του πεζικού, με ένα πόδι χαμένο στο πόλεμο εκεί, πέρα στην Ευρώπη, μεθυσμένος, θυμωμένος, γεμάτος οργή, μπήκε στο ελληνικής ιδιοκτησίας White City Café, στην Yonge Street  του Τορόντο. Άρχισε να βρίζει, να καταριέται τους Έλληνες, να σπάει ότι έβρισκε μπροστά και χτύπησε έναν σερβιτόρο. Τον πέταξαν από το μαγαζί και κάλεσαν την αστυνομία. Ο Κλιντερνάι συνελήφθη και πέρασε το βράδυ του, σε ένα κελί του κοντινού αστυνομικού τμήματος, ώσπου το πρωί, ξεμέθυστος, επέστρεψε στο White City Café, του οποίου ήταν, άλλωστε και τακτικός θαμώνας, για να ζητήσει συγγνώμη. Όμως ο διωγμός των Ελλήνων, είχε μόλις αρχίσει…

4 μέρες κυνηγητό, ξύλο, εισβολές στα σπίτια, καταστροφή μαγαζιών, βία, μίσος και νεκρές 29 Ελληνίδες και 6 παιδιά

Οι φήμες στο Τορόντο είχαν γιγαντωθεί. Το ότι ο Κλιντερνάι δεν επέστρεψε σπίτι του το προηγούμενο βράδυ και χωρίς να είναι γνωστό πως τον είχαν συλλάβει, πυροδότησε φήμες που ήθελαν τους «βρωμο-Έλληνες» να τον έχουν άγρια ξυλοκοπήσει και γύρευε τι άλλο του είχαν κάνει. Ο «Βίαιος Αύγουστος» είχε ήδη ξεκινήσει. Την Παρασκευή 2 Αυγούστου και για τις 4 επόμενες μέρες, μέχρι τις 5 Αυγούστου του 1918, πάνω από 50.000 Άγγλο Καναδοί του Τορόντο εξαπέλυσαν ένα βίαιο, αιματηρό, άγριο πογκρόμ εναντίον των Ελλήνων και των επιχειρήσεών τους. Η περιοχή που περικλείεται από τις οδούς  Jarvis, Yonge, Carleton και Dundas παραδόθηκε στον βανδαλισμό, τις κλοπές, τα σπασίματα, τη καταστροφή. Το ανθρωποκυνηγητό και ο ξυλοδαρμός των Ελλήνων ξεκινούσε το πρωί και σταματούσε στις 3 τα ξημερώματα. Το White City Café καταστράφηκε τελείως, δεκάδες άλλες επιχειρήσεις λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν. Φανατισμένοι, μεθυσμένοι, αγριεμένοι Καναδοί έμπαιναν πια μέσα στα σπίτια των Ελλήνων, έσπαγαν, έκλεβαν, έδερναν, έκαιγαν!  Η περιφερειακή εθνοφυλακή και η αστυνομία όλο αυτό το διάστημα παρακολουθούσε χωρίς να επεμβαίνει. Δεν ήταν δική τους υπόθεση! Κάποιες φορές Καναδοί αστυνομικοί έπαιρναν ενεργά μέρος στη βία σε βάρος των Ελλήνων. Ποτέ δε μάθαμε πόσοι ακριβώς χάθηκαν σε εκείνον το αιματηρό, ανθελληνικό Αύγουστο του μίσους. Σιγουρά σκοτωθήκαν με φρικτό θάνατο 29 γυναίκες και 6 παιδιά!  Είχαν σωθεί από πείνα, πόλεμο, φτώχεια, σπαραγμό στη πατρίδα τους και πήγαν από μίσος και ρατσισμό στο τόπο που γύρεψαν ελπίδα!

Κανένας Έλληνας δεν αποζημιώθηκε ποτέ και κανείς Καναδός δεν τιμωρήθηκε

Ο άγριος διωγμός, ο «Βίαιος Αύγουστος» τέλειωσε τις πρώτες πρωινές ώρες της  6ης Αυγούστου. Πίσω του, εκτός από τις 29 γυναίκες και τα 6 παιδιά, άφησε εκατοντάδες Έλληνες τραυματίες και ζημιές σε ελληνικές περιουσίες και σπίτια ύψους 1.250.000 δολαρίων. Άφησε, ακόμα, φόβο, πένθος και στραγγαλισμένη ελπίδα πως υπάρχει κάπου τόπος για τους πονεμένους. Ο δήμαρχος της πόλης επέβαλλε, αφού καθετί Ελληνικό είχε καταστραφεί, απαγόρευση της κυκλοφορίας και την επέμβαση του στρατού για να καθαρίσει τους δρόμους. Κανένας Έλληνας δεν αποζημιώθηκε ποτέ για τις ζημιές με πρόσχημα τις διαφορές που υπήρχαν ανάμεσα στην Ελληνική, την Καναδική και την Βρετανική κυβέρνηση.

Σήμερα ο «Βίαιος Αύγουστος» είναι ευκαιρία για σουβλάκι, χωριάτικη και μπακλαβά

Σήμερα, χωρίς κάνει να θυμάται, τι ακριβώς είχε συμβεί εκείνο τον «Βίαιο Αύγουστο», στήνεται πανηγύρι σ εκείνες τις ημερομηνίες, στην Ελληνική συνοικία του Τορόντο, όπου Καναδοί πηγαίνουν στα ελληνικά μαγαζιά και τρώνε σουβλάκι, χωριάτικη, σπανακόπιτά και μπακλαβά. Το 2009 γυρίστηκε το ντοκιμαντέρ «Violent August» από τον John Burry που έχει ως θέμα το πογκρόμ κατά των Ελλήνων του Τορόντο, με βίντεο από σκληρές εικόνες της εποχής και κυκλοφορεί σε dvd με υπότιτλους στα ελληνικά. Ακολουθεί ένα απόσπασμα: