Το πένθος

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Συνήθως γυρνούσαν στο σπίτι, μεσημέρι, έξι μέρες την εβδομάδα, πριν το πενθήμερο. Καλοκαίρια ήταν. Γιατί τότε το πρόσεχες. Χωρίς τα παλτό και τα βαριά σακάκια. Η γιατί καλοκαίρια πεθαίνουν πιο πολύ οι άνθρωποι. Περιμένοντας να περάσει ο χειμώνας να δουν λίγο ήλιο οι ψυχές τους. Κοντά μανίκια στα πουκάμισα. Γρήγορο, αλλά κουρασμένο, βήμα απ τα τρένα και τα λεωφορεία. Και εκεί, πάνω στο κοντό μανίκι, κάτω μόλις απ τον ώμο, στο λευκό ή μπεζ ή άντε σιελ αχνό πουκάμισο, το μαύρο περιβραχιόνιο. Το πένθος. Η ανδρική εκδοχή του αγέλαστου μοιραίου. Η δήλωση του αποχωρισμού. Η στιλιστική υπενθύμιση πως η ζωή συνεχίζεται μεν, αλλά με απώλειες. Η μικρή, ανδρική  λεπτομέρεια στη χτιστή μαύρη φούστα – μπλούζα, στο μαύρο καλσόν και κάποτε στο μαύρο μαντήλι των γυναικών, τότε παλιά, στη μνήμη του παρελθόντος. Τότε, που δεν υπήρχαν πολλά και αγοράσαν μπογιά και βάφανε σε καζανιά κατάμαυρα τα πρώην χρωματιστά τους ρούχα. Μαύρο μαντήλι στα χωριά και πλερέζα στις μεγάλες πόλεις. Pleurer – κλαίω δηλαδή και δε με βλέπουν, δε θέλω να υπάρχει πια το πρόσωπο μου. Σαν είχαν χάσει άνδρα ή παιδί, τα μαύρα δε θα βγαίναν ποτέ από πάνω του. Όμως, οι άνδρες; Από που αγόραζαν αυτά τα περιβρόχνια; Τα ραβαν στα ρούχα τους ή τα φορούσαν σαν τις μανσέτες, οι γραφιάδες, στο δημόσιο για να μη τρώγονται τα μανίκια; Τα βγάζαν το βράδυ, μαζί με το παντελόνι με τη τσάκιση και το υγρό απ την ελληνική ζέστη πουκάμισο και το ακουμπούσαν πάνω απ όλη την εξάρτηση, στο τέλος, σαν μια τελεία και παύλα της μέρας; Άλλης μια μέρας;

Η μαύρη κορδέλα των ανδρών που έχασαν κάποιον, ένα πολύτιμο τους άτομο. Άραγε μετα, όταν τέλειωνε το πρωτόκολλο της θλίψης, τα περιβραχιόνια αυτά, τις μαύρες κορδέλες, τις δίπλωναν και τις έβαζαν σε κάποιο συρτάρι ή τις πέταγαν μακριά, να φύγουν, να χαθούν οι αγέλαστες μέρες; Γυρνούσαν στα σπίτια τους, με εκείνη την υπογράμμιση, πως ήταν διαφορετικοί απ τους άλλους. Αυτούς τους είχε ακουμπήσει ο θάνατος. Είχε περάσει απ το σπίτι τους, απ τη ζωή τους, απ την ύπαρξη τους, καταληκτικός και αδηφάγος, αυτός νικητής και ποτέ χαμένος σε καμία μάχη. Κρατούσαν εφημερίδα και ίσως καμία φραντζόλα ψωμί, τυλιγμένη στο λεπτό χαρτί των φουρναραίων -μισό κιλό, η φραντζόλα πολυτελείας, ή σταρένιο είχε, τίποτα άλλο, τότε. Με το ίδιο χέρι που φορούσε το πένθος. Πήγαινε το τέλος και η συνέχεια του άρτου ημών του εκουσίου, μαζί, σε μια προσπάθεια κανονικότητας χωρίς προσπάθεια. Και χωρίς χαρά. Γιατί έπρεπε. Με το καιρό πάει η μαύρη ανδρική κορδέλα, πάνε και τα τσεμπέρια και οι μαύρες κάλτσες και οι πλερέζες. Μόνο ο θάνατος, η θλίψη, το πένθος, η οδύνη, δεν πάει. Με η χωρίς τα σύμβολα του…  «Μαράθηκε η καρδούλα σου, σαν του δεντριού τα φύλλα, όπου τα παίρνει ο άνεμος και μένουν τα ξύλα», που λέγανε και τα επίσης παρατημένα στο χρόνο μοιρολόγια…