Τι είδες Πηνελόπη Κατσαρέλη στο Ιερό μας, Μεσολόγγι, «που ενδημεί η ποίηση»;

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Λίγες πόλεις στην Ελλάδα και ισως στον κόσμο όλο έχουν βγάλει τόσους ποιητές και έχουν γνωρίσει λογοτεχνική δόξα παγκόσμια όσο το Μεσολόγγι. Ω! στο «Μεσολόγγι η ποίηση ενδημεί», όπως σημείωνε η παθιασμένη Μεσολογγίτισσα, η βραβευμένη σε Ελλάδα και Γαλλία, Ακακία Κορδόση! Πολλοί σ’ έναν τόσο μικρό τόπο: Ζαλοκώστας, Παλαμάς, Δροσίνης, Μαλακάσης, Ρήγας, Γκόλφης, Γρυπάρης, Λυμπεράκης, Γιανναράς, Θωμάς Γκόρμπας, Γαλανός, Βουτυράς, Τάσος Γιανναράς, ο Αντώνης Αντωνιάδης, Καρκαβίτσας, Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ιωάννης Γρυπάρης και πολλοί άλλοι, αλλά και ποιητές όπως ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης και ο Διον. Σολωμός είχαν ως έμπνευσή τους το Μεσολόγγι. Άλλοι τραγουδήσανε τη λιμνοθάλασσα και οι περισσότεροι τους Αγώνες του και τη θαυμαστή Έξοδο, που έλαμψε στο παγκόσμιο στερέωμα της εποχής αφυπνίζοντας τις συνειδήσεις των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης και της Αμερικής. Η συμβολή του Μεσολογγίου και των ανθρώπων του, είτε γεννηθήκανε, είτε ζήσανε εκεί, υπήρξε σημαντική για την ιστορία της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας, που τη σημαδέψανε οι μεγάλοι ποιητές της καστρόπολης, της ακίνητης λιμνοθάλασσας, των αλυκών, του τριανταφυλλί  ηλιοβασιλέματος, της Ιστορίας, της ζωντανής λαϊκής παράδοσης.

Κωστής Παλαμάς: Μισολόγγι – για τα 100 χρονια από την Έξοδο

Γη, τους ξάστερους πάντοτε ουρανούς μου

Κάθε λογής κόσμοι αστρικοί πλουμίζουν,

Άστρα που σβήνουν και πού πέφτουν, άστρα

Που τρεμοφέγγουν,

Πλανήτες, φωτοσύγνεφα, κομήτες,

Φώτα χλωμά και φώτα θάμπωμα, ήλιοι,

Πες τα μαργαριτάρια και χρυσάφια,

Πες τα διαμάντια.

Μα εσύ, ρουμπίνι απ΄ τους αχνούς δεμένο

Μαρτυρικών και ηρωικών αιμάτων.

Στον ουρανό της πλάσης, καθώς είναι του πόλου το άστρο,

Του πόλου το άστρο εσύ στους ουρανούς μου

Της Δόξας, δόξα, ώ Γή! Το Μισολόγγι:

Κι΄ οι με ονόματα μύρια γνωρισμένοι

Κόσμο μου που είναι

Κι΄ οι από σπαθιού καταχτητές, και οι δάφνες

Των πολεμάρχων οι αιματοβαμμένες,

Κι΄ οι Αλέξαντροι

Κι΄ οι Εφτάλοφες και οι Νίκες

Και οι Σαλαμίνες,

Και με τις ιστορίες οι πολιτείες

Και στόματα χρυσά και οι Κυβερνήτες

Κι΄ οι Ηράκλειτοι του Λόγου και της Τέχνης

παντού κι΄ οι Αισχύλοι,

Ανήμποροι όπως κι΄ αν σταθούν μπροστά σου,

Και σε μιάς τρίχας ήσκιο να θολώσουν

Την ξεκομμένη απ΄ του Κυρίου την όψη

Φεγγοβολιά σου.

Μισολόγγγι. Χαρά της ιστορίας,

Γη επαγγελμένη. Πάνε εκατό χρόνια,

Κι΄ ας πάνε. Η θύμηση άχρονη μπροστά σου

Θα γονατίζει.

Δημοτικό τραγούδι

Να ῾μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα τ᾿ αψήλου

ν᾿ αγνάντευα τη Ρούμελη το έρμο Μεσολόγγι

πώς πολεμάει με την Τουρκιά με τέσσερις πασάδες.

Πέφτουν κανόνια στη στεριά και μπόμπες του πελάγου,

πέφτουν τα λιανοντούφεκα σαν άμμος σαν χαλάζι.

Και ο Μακρής τους φώναξε και ο Μακρής τους λέει:

-Παιδιά βαστάτε τ᾿ άρματα και τα βαριά ντουφέκια

και το μιντάτι έρχεται στεριά και του πελάγου.

Μήτε μιντάτι έφτασε, μήτε βοήθεια φτάνει

και οι κλεισμένοι ξόρμησαν με τα σπαθιά στα χέρια

κι οι Τούρκοι τους εσταύρωσαν και τους διαμοιράζουν.

Πήραν κεφάλια αμέτρητα και ζωντανούς αμέτρους

και λίγοι ξεγλιστρήσανε πλέοντας μες στο αίμα.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ: «Η ομιλία του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου για την Έξοδο του Μεσολογγίου στις 17 Απριλίου 1989»

«Θα έπρεπε τα παιδιά των σχολείων όλης της χώρας, αφού πρώτα είχαν διδαχθεί από την καλή Παιδεία, να προσανατολίζονται την ώρα αυτή προς το Μεσολόγγι, για μία ολιγόλεπτη σιωπή και περισυλλογή… Δεν με διακατέχει κανενός είδους σωβινισμός ή προγονοπληξία. Φτάσαμε όμως στο σημείο να θεωρούμε αναχρονισμό την αναφορά στην ιστορία μας … χωρίς κάποια στηρίγματα και κάποιες ρίζες δεν μπορεί να πάει μπροστά ένα έθνος… Ότι ήταν να λεχθεί εδώ, σ’ αυτό τον τόπο και την ιστορία του, έχει λεχθεί… Εκείνο που θα επιθυμούσαν οι νεκροί, αν μπορούσαν να επιθυμούν ακόμη, θα ήταν να ερχόμαστε εδώ και να τους εξιστορούμε τα πεπραγμένα μας. Να τους αναφέρουμε πόσο κοντά και πόσο μακριά βρίσκεται η ψυχή μας από την ψυχή του Μεσολογγιού. Αν διατηρήθηκε η ηθική συγγένεια μαζί τους. Αν έχουμε το δικαίωμα να συνδιαλεγόμαστε με κούφια λόγια μαζί τους…».

Μιλτιάδης Μαλακάσης: Τραγουδάκι τῆς Λιμνοθάλασσας

Καλαμωτή-καλαμωτὴ παίρνοντας, μπαίναμε μαζὶ

Μέσα στὰ χρυσοπράσινα νερά, γλαρὸ φεγγάρι

Τὸ δίχτυ του ἔρριχτε ἀνοιχτά, τὸ φαναράκι, κρεμεζί,

Γιὰ γοῦστο τό ῾χαμε ἀναμμένο στὸ κοντάρι.

Πελάδα ἐδῶ, πελάδα ἐκεῖ, τὰ κότσαλα, ἡ ἀνεμικὴ

Πά᾿ στὰ ρηχὰ τὸ ξέσερνε καὶ τὸ κυλοῦσε πάλι.

Νὰ βγοῦμε, σὲ ρωτοῦσα, ἐδῶ; Γελώντας μό ῾λεγες, ἐκεῖ,

Κι ὁ στεριανὸς μᾶς ἔσπρωχνε πρὸς τὸ κανάλι.

Καί, νά, ἀνοιγμένο τὸ πανί, μὲς σὲ σπιλιάδες καὶ ριπές,

Οἱ πόθοι μας τραβούσανε μακριά, καὶ τὰ ὄνειρά μας

Στὰ μάτια σου σπιθίζανε τοῦ φεγγαριοῦ οἱ ἀναλαμπὲς

Καὶ ἡ ἀφρισμένη θάλασσα, ἡ ὁλόγυρά μας.

Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον, 6ος Βαρόνος Μπάιρον: ΣΗΜΕΡΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΩ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑ-ΕΞΗ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ…  (Μεσολόγγι, 22 Ιανουαρίου 1824) 

 Αδιάφορη τούτη η καρδιά θα μένει γιατί καρδιά καμμιά δεν συγκινεί:

κι’ όμως απαρνημένη και θλιμμένη ματώνει στη στιγμή.

Οι μέρες μου χλωμά κίτρινα φύλλα τ’ άνθη

και της αγάπης οι καρποί είναι σκουλήκια βούρκος και σαπίλα και κούφιοι οι παλμοί.

Οι σπίθες που μου φεύγουν απ’ τα σπλάχνα καθώς ηφαίστεια νησιού νεκρά φλόγες

δεν βγάνουνε παρά μιαν άχνα σα νεκρικά πυρά.

Τον κλήρο του έρωτα που συνταράζει ελπίδες και πόθους

δεν έχω εγώ μηδέ σκοπό πάρεξ ένα μαράζι ένα βαρύ ζυγό.

Και να μην πω: «ούτε έτσι – μήτε τώρα…» στα εξιλαστήρια πάθη της ζωής

ηρώων στεφάνια πλέκονται οληνώρα θανάτου και τιμής.

Βόλια και λάβαρα! Αχός, Ελλάδα φως μου, πώς με καλείς.

Πολεμιστές και πάλι στης ασπίδας την απλάδα πεθαίνουν νικητές.

 Ω ξύπνα! Ελλάδα μου όχι συ, ξύπνα και βύζαξε τις ρίζες πνεύμα μου

δυνάμωσε μες των Γραικών τα δείπνα με ένα νεύμα μου.

Πείνες της σάρκας, ηδονές και πάθος τα βδελυρά και τερατόμορφα Όχι!

 Κοίτα την ομορφιά σαν λάθος σε πρόσωπα όμορφα.

Αν κλαις τη νιότη σου, τότε μη ζήσεις!

 Χρέος και θάνατος σωστός εδώ με σφαίρες τη ζωή σου να σφαλίσεις στο χώμα αυτό.

Γύρνα με περιέργεια το κεφάλι μέτρα καλά,

να ’ναι φαρδύς-πλατύς ο τάφος σου,

κι’ ύστερα από την ζάλη πέσε ν’ αναπαυτείς.

Λίγες σχεδόν ώρες αργότερα, στις 9 Απριλίου έπεσε στο κρεβάτι με δυνατό πυρετό. Παραμιλούσε διαρκώς, αλλά και τότε ακόμα παρακινούσε τους Έλληνες να συμφιλιωθούν, για να πετύχουν την απελευθέρωσή τους. Τα χαράματα της 19ης Απριλίου 1824, Δευτέρα του Πάσχα, άφησε την τελευταία του πνοή στο Μεσολόγγι, σε ηλικία, 36 χρονών. Τα τελευταία του λόγια του ήταν για την Ελλάδα: «Της έδωσα τον καιρό, την υγεία μου, την περιουσία μου, και τώρα της δίνω τη ζωή μου. Τι μπορούσα να κάνω περισσότερο;»… Τίποτα!

Γεώργιος Ζαλοκώστας: Το φίλημα

-ο νεαρός αγωνιστής στο Μεσολόγγι φιλά μια βοσκοπούλα και κάνει διαχρονικό χιτ-

Μια βοσκοπούλα αγάπησα μια ζηλεμένη κόρη,

και την αγάπησα πολύ ήμουν αλάλητο πουλί,

ήμουν αλάλητο πουλί δέκα χρονών αγόρι.

Μια μέρα που καθόμαστε στα χόρτα τ’ ανθισμένα,

Μάρω ένα λόγο θα σου πω Μάρω της είπα σ’ αγαπώ,

Μάρω της είπα σ’ αγαπώ τρελαίνομαι για σένα.

Από τη μέση μ’ άρπαξε με φίλησε στο στόμα,

και μου ‘πε για αναστεναγμούς για της αγάπης τους καημούς,

για της αγάπης τους καημούς είσαι μικρός ακόμα.

Μεγάλωσα και τη ζητώ μ’ άλλον ζητάει η καρδιά της,

και με ξεχνάει τ’ ορφανό εγώ όμως δεν το λησμονώ,

εγώ όμως δεν το λησμονώ ποτέ το φίλημά της.

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης: «Το Μεσολόγγι»

Στον τάφο του κλεισμένο, το Μεσολόγγι,

σκέλεθρο, γυμνό, ξεσαρκωμένο,

δεν παραδίδει τα άρματα,

δεν γέρνει το κεφάλι…

Κρατεί για νεκροθάφτη του το Χρήστο τον Καψάλη.

Το ράσο του Δεσπότη του φορεί για σάβανό του

κι ως φλογερό μετέωρο πετά στον ουρανό του.

Και θάβεται ολοζώντανο…!

Στο διάβα του τρομάζουν τα αστέρια

που το κοιτάζουν και ταπεινά μεριάζουν…

Κλαρί δε φαίνεται χλωρό και το στερνό χορτάρι του μάρανε,

το σκότωσε, το αράπικο ποδάρι.

Θωμάς Γκόρπας: «Είμαι 500 ετών Μεσολογγίτης και 50 ετών ποιητής»

“Είμαι 500 ετών Μεσολογγίτης και 50 ετών ποιητής. Δεν έδωσα ποτέ το δικαίωμα σε κανένα να λέει ότι ενδιαφέρεται περισσότερο από μένα για το Μεσολόγγι. Και ποτέ δεν ζήτησα από κανέναν να με ελεήσει για τη δουλειά μου. Τα περισσότερα από τα περασμένα, σχεδόν όλα γίνονται σκόνη. Και τα πολλά που φτάνουν στους νεότερους είναι παραμύθια ή ψέματα.  Ο Εμμανουήλ Λυκούδης πριν 100 χρόνια είπε κάτι που ισχύει ακόμα και ο Ελύτης πριν 50 χρόνια σε παραλλαγή το γράφει στ’ “Ανοιχτά Χαρτιά” του : “Ο μέσος ‘Έλληνας την αλήθεια τη δέχεται το πολύ πολύ σαν παραδοξολογία. Αρέσκεται στο ψέμα, ζει με τα παραμύθια και τα ψέματα”. Η επανάσταση, η αλλαγή στην τέχνη όπως και στη ζωή έρχεται από τους λοξούς. Ο Παλαμάς, όπως ο Σολωμός και ο Σεφέρης υπήρξαν άνθρωποι καθώς πρέπει, συντηρητικοί, συμβιβασμένοι. Και άφησαν πολλούς μούλους. Εγώ έρχομαι από τον Κάλβο, τον Τριαντάφυλλο Σποντή, τον Στασινό Μικρούλη, τον Καρασούτσα, τον Βαλαβάνη, τον Παπαδιαμαντόπουλο, τον Καμπά, τον Μαλακάση, τον Λιμπεράκη, τον Βάρναλη, τον Φιλύρα, τον Καρυωτάκη. Γι’ αυτό και συναντήθηκα με τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο, τον Ελύτη, την Πολυδούρη και τον Ζώτο. Λένε κάποιοι για μένα ότι είμαι δύσκολος. Θα θέλατε να είμαι εύκολος ; Λένε άλλοι ότι βρίζω. Αυτοί που το λένε είναι φουκαράδες. Εγώ δεν βρίζω, καταγγέλω, λέω αλήθειες. Λένε άλλοι ότι αρνούμαι τους πάντες στο σινάφι μου, εγώ που πριν δευτερόλεπτα ανέφερα μια ντουζίνα ποιητές τους οποίους θεωρώ μέγιστους. Η ιστορία η πραγματική της λογοτεχνίας μας παραμένει άγραφη. Φυσικά, αφού άγραφη παραμένει και η πολιτική και η πολεμική ιστορία του τόπου μας. Είμαι απόγονος του Ρήγα Φεραίου, του Αλή Πασά, του Καραϊσκάκη, του Ανδρούτσου. Είμαι απόγονος του Ρόκου Χοϊδά, του Βελουχιώτη, του Μπελογιάννη, του Πλουμπίδη, του Λαμπράκη, αυτών των δολοφονημένων από την σύμπραξη εχθρών και συντρόφων τους. Στο Μεσολόγγι και στην Αθήνα κάθε τόσο εορτές μνήμης και πανηγύρια για τον Παλαμά και τον Τρικούπη. Για τους μικρούς Μεσολογγίτες Δεληγιώργη, Μαλακάση, Τραυλαντώνη, ούτε μια γιορτούλα. Από το 1998 έως φέτος ήταν επέτειοι 200 χρόνων από τη γέννηση του Θανάση Ραζή-Κότσικα, του αρχηγού του πολιορκημένου Μεσολογγίου, του αδερφού του Γιαννάκη, του Ζηνόβιου Βάλβη. Δεν τους θυμήθηκε ούτε η Πολιτεία, ούτε ο Δήμος, ούτε κανένας από τους αμέτρητους συλλόγους της πόλεως… Παραμένω απελπισμένος για το Μεσολόγγι και την Ελλάδα ολόκληρη, αλλά και αισιόδοξος…”

Walter Yu: Η Λιμνοθάλασσα στο Μεσολόγγι

– Ο Walter Yu, είναι εικαστικός και συγγραφέας, επισκέπτεται το Μεσολόγγι και έγραψε τέσσερα ποιήματα για αυτό στην συλλογή του “Poems from a southern country”-

Η λίμνη καθρέφτης για χιλιάδες στρέμματα και τα σύννεφα σαν ομίχλη

Άγριοι γλάροι πετούν χαμηλά, πεταλούδες κυνηγούν η μία την άλλη

Μακάρι διαυγή, όπως τώρα, τα νερά του φθινοπώρου να παραμείνουν

Μια υπόσχεση θα μπορούσα να κάνω, κι ας μην ξέρω αν την κρατήσω: εδώ για πάντα να μείνω.

Η Πηνελόπη Κατσαρέλη, επιχειρηματίας, πάντα, φωτογραφίζει στιγμές, λεπτομέρειες, εντάσεις, με το πάθος του πραγματικού εραστή της τέχνης, έχει αρχείο από 60.000 φωτογραφίες, δύο γιούς, τον έναν στην Μαδρίτη και τον άλλον, τον μικρό της μόλις τον καλοδέχτηκε, αρχιτέκτονα, από την Αγγλία στην Αθήνα και έναν σύζυγο που αγαπά και υποστηρίζει το βλέμμα της στον κόσμο.