
«… Η ομορφιά των Χανιών είναι ομορφιά φυσική και προνομιούχα, καλοπροστατεμένη. Άγρυπνοι κέρβεροι της από το νότο στέκουν οι θεόρατες Μαδάρες με το ακατάλυτο πανοραμικό μεγαλείο τους. Από το βοριά πάλι, η πάγχρωμη απεραντοσύνη του Κρητικού Πελάγου αγκαλιασμένη από τα μακροχέρικα πανώρια της ακρωτήρια. Και απ’ ολούθε η γη της η κατακόκκινη, πρασινόμαλλη και σπαρμένη με άγρι’ ασημοχάρακα. Μια γη που σου φαίνεται σαρκωμένη, ψυχωμένη και ζωντανή, τόσο, που το μελετάς αν πρέπει να την πατήσεις», Μανώλης Σκουλούδης, απόσπασμα από το μυθιστορήμα «Nτεληκανής».

Το Σάββατο το βράδυ φως μου
Είμαι πρίγκιπας είμαι υπουργός
Έχω όλα τα πλούτη του κόσμου
Δικιά μου η θάλασσα κι ο ουρανός δικός μου
– Μίκης Θεοδωράκης, το «Πάμε Βόλτα στα Χανιά», από το «Αρχιπέλαγος Μελοποιημένη ποίηση».

«… Κάπου υπάρχει η Κρήτη, νησί στη μέση ενός πελάγου
βαμμένου στο μαβί, πλούσιο κι εύφορο, θαλασσοφίλητο·
το κατοικούν πολλοί, άνθρωποι αναρίθμητοι, σε πόλεις ενενήντα.
Μεικτή η γλώσσα τους κι ανάκατη, ανάλογα με τη φυλή·
άλλοι Αχαιοί, άλλοι οι βέροι Κρητικοί γενναίοι,
εκεί κι οι Δωριείς στα τρία χωρισμένοι, κι ακόμη
οι Κύδωνες κι οι θείοι Πελασγοί…» – Ομήρου Οδύσσεια, μετ. Δ.Ν. Μαρωνίτης.

«… Ήταν ένας κόσμος πολύχρωμος, ανατολίτικος, παραμυθένιος – ο οποίος δεν έμοιαζε σε τίποτε με όσα ήξερα, με όσα έβλεπα, ακόμα και στα Χανιά. Ένας κόσμος όπου τότε θαρρώ, το διαισθάνθηκα για πρώτη φορά δεν θα έφτανα, όσο και αν ταξίδευα, ποτέ γιατί ξετυλιγόταν σε μια διάσταση διαφορετική από εκείνην όπου ξετυλίγονται και φτάνουν τα πραγματικά ταξίδια, τη διάσταση του χρόνου όπου μπορούσα ν’ αράξω μόνο νοερά, αν χρησιμοποιούσα κάποιο από εκείνα τα εκπληκτικά πλεούμενα που επινόησαν οι άνθρωποι για να πραγματοποιήσουν αυτό το αδύνατο ταξίδι: τις αφηγήσεις, τις εικόνες, τα βιβλία…»… Γιάννης Κιουρτσάκης από το «Σαν μυθιστόρημα».

Εσύ `σ` ο φάρος μάθια μου στο Ενετικό λιμάνι, μα `γω μαι οντάς τσ` Οβριακής… εδώ το φως δε φτάνει – Γιώργος Πρωτοπαπαδάκης

Από το φάρο τση καρδιάς στείλε μου φως κι εμένα μεσ` τα σοκάκια του καημού, που ζω τα πικραμένα – Σπύρος Πανηγυράκης

«…Στα Χανιά φτάσανε το σούρουπο. Περπατήσανε με τα πόδια στο Σαντριβάνι, το παλιό ενετικό λιμάνι, και προχωρήσανε στο βραχίονα που οδηγεί στο Φάρο. Το χειμώνα είναι όμορφα εδώ, είπε εκείνος. Φυσάει, σηκώνει κύματα. Θα ‘ρθουμε να δεις. Αυτό το χειμωνιάτικο ραντεβού στο Φάρο τη ζέστανε βαθιά. Ώστε την ήθελε λοιπόν τη συντροφιά της. Νιώθει μια απέραντη ευγνωμοσύνη γι’ αυτό και πρέπει να την κρύψει. Τράβηξε από πάνω του τα μάτια της και τα βύθισε στο νερό που ήσυχο ακουμπούσε στις παμπάλαιες πέτρες του βραχίονα όπως ακίνητος, σταματημένος χρόνος. Λίγο ακόμα και νύχτωσε.» – Μάρω Βαμβουνάκη, από το μυθιστορήμα «Ντούλια».

Αντίς λιμάνι, τση καρδιάς το πλοίο πιάνει ξέρα
άναψε φάρε μου να βγει κι απ` τ` ανοιχτά πιο πέρα – Νεκτάριος Λεουνάκης

Χάθηκαν τα πλεούμενα· ο φόβος κυβερνήτης μεσ’ στο λιμάνι τα κρατεί.
Μα η σκέψη μου όλο σέρνεται στα γαλανά τα πλάτια
μ’ ένα χρυσόνειρο δετή.
Νοιώθω φουρτούνα μέσα μου σα βλέπω τη φουρτούνα
και με το δώρο ενού φτερού,
σα γλάρος, προς τα κύματα πετά η ψυχή μου, σμίγει
με την ψυχούλα του νερού – Κ. Καρυωτάκης

Στο φάρο τον χανιώτικο θα βγω και θα φωνάξω,
Πόσο πολύ σε αγαπώ κι ύστερα θα πεταξω

«… Εις το μέσον των Χανίων πλησίον της αγοράς, κείται η μικρά πλατεία η καλουμένη “Σπλάτζια” και χρησιμεύουσα ως τόπος συναθροίσεως, ως διαρκές συλλαλητήριον και βουλή των εγχώριων Τούρκων. Κατά τας ημέρας των ανελωμάτων όπως καλούν οι Κρήτες την προ των επαναστάσεων αταξίαν και σύγχυσιν, Χριστιανός δεν τολμά να περάση εκ της πλατείας ταύτης ούδε να καθίση εις κανέν των περί αυτήν καφενείων…». Απόσπασμα από το «Οι Κρήτες μου».

Πολλές φορές φεγγάρι μου, δε σε καταλαβαίνω
τη μια μου βγαίνεις γελαστό, την άλλη δακρυσμένο.

«… Αντιλαμβάνεται κανείς, ακόμα και σήμερα, ότι η πόλη των Χανίων είναι έργο ενός ευρωπαϊκού έθνους. Οι δρόμοι της είναι φαρδείς και ευθυγραμμισμένοι, ενώ σε κάθε βήμα βλέπομε απομεινάρια ωραίων πέτρινων κτισμάτων, των οποίων η σημερινή κατάσταση δείχνει τη βαρβαρότητα των τωρινών κατακτητών του άτυχου τούτου νησιού. Η πρόσοψη ενός τέτοιου ωραίου μεγάρου βρίσκεται στον μεγάλο δρόμο που οδηγεί στο Σαράι. Είναι κοντά στο ανάκτορο του Πασά και στον μεγάλο στρατώνα του ιππικού. Σήμερα είναι κατειλημμένο από έναν Ορτά γενιτσάρων. Είναι από τα πιο καλοδιατηρημένα κτήρια και ξεχωρίζει ανάμεσα σε άλλα που θυμίζουν ένδοξες εποχές, αν και τώρα δεν είναι παρά άθλια ερείπια…» – από τις περιηγησεις του Γάλλου Josef M. Tancoigne, που έζησε στα Χανία από το 1811 έως το 1814.

Πρόβαλλε στο παράθυρο, γυναίκα παινεμένη
να φέξει η ανατολή, που ΄ναι σκοτεινιασμένη!

«… Η λέξις Χανία εξήσκει επί του νέου ιδιαιτέραν τινά ενέργειαν. Εις τους φθόγγους της λέξεως αυτής ήχει άφατος τις μελωδία, την οποίαν αι έτεραι πόλεις της νήσου δεν ήξευρον να διεγείρωσι μελωδία, αναμοχλεύουσα την ψυχήν… Ουδέποτε εξήρχετο των χειλών του, ουδέποτε ήκουε προφερομένην υπ΄άλλου την λέξιν αυτήν, χωρίς να αισθανθή προς το αριστερόν του στήθους αναρρέουσαν χειμαρρηδόν την ορμή ντου αίματος…», Σπυρίδων Ζαμπέλιος, απόσπασμα από το «Κρητικοί Γάμοι».

Ότι και να ‘χει ο Κρητικός με λόγια δεν το λέει,
με μαντινάδες χαίρεται, με μαντινάδες κλαίει!

«… Τις μέρες που μείναμε στα Χανιά οι Οθωμανοί είχαν το Ραμαζάνι τους. Είναι γνωστόν ότι Ραμαζάνι καλούν αυτοί τον προ του Μπαϊραμιού (αντίστοιχο του δικού μας Πάσχα)) σεληνιακό μήνα, κατά τον οποίο δεν επιτρέπεται στους πιστούς να τρώνε τη διάρκεια της ημέρας αντίθετα δε όλη την νύκτα επιδίδονται σε ποικίλα φαγοπότια. Μαζευόταν λοιπόν, κάθε βράδυ πλήθος Οθωμανών κάθε τάξης στα καφενεία της πλατείας, οι μεν τραγουδώντας οι δε περισσότεροι παίζοντας τόμπολα, άλλοι καπνίζοντας νωχελικά μέσα στο περίπτερο κι άλλοι ακούγοντας τα τραγούδια των Βοημίδων και Ιταλίδων…»…

«… Πολλές δε Οθωμανίδες ανά τρεις, ανά πέντε ή και περισσότερες κατά συνοδείας, προπορευομένων ενός ή περισσοτέρων υπηρετών που κρατούσαν μεγάλους αναμμένους φανούς, περνούσαν σιγά ανάμεσα από το πλήθος των ευθυμούντων. Λίογο πιο πέρα, έξω από μικρό καφενείο ντόπιος Οθωμανός ανάμεσα σε πυκνό ακροατήριο τραγουδούσε κρητικά δίστιχα συνοδευόμενος από κρητική λύρα…»

«…Παντού δε μαζί με τους Οθωμανούς ήταν και Χριστιανοί, γιατί οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι στα Χανιά ζουν αρμονικότερα μεταξύ τους Οθωμανοί και Χριστιανοί παρά στο Ηράκλειο. Είναι εξάλλου πασίγνωστον ότι στην Κρήτη και οι Οθωμανοί όλοι ανεξαιρέτως την ελληνική γλώσσα μιλούν, και πολλοί, πλείστοι απ’ αυτούς έχουν ελληνική καταγωγή…» – αποσπάσματα από το «Περιήγηση στην Κρήτη 1881» του Ιωσήφ Χατζηδάκη (1848 – 1936), που σπούδασε και εργάστηκε ως γιατρός, αλλά υπήρξε ένας αξιόλογος αρχαιολόγος, διατελώντας διευθυντής του Μουσείου Ηρακλείου μέχρι το 1923.

Σκάλα θα γίνω ν’ ανεβείς , γιοφύρι να περάσεις
και μονοπάτι να διαβείς , πηγή να ξεδιψάσεις.

«… Τρεις μέρες περπατούσανε να φτάσουνε στα Χανιά. Μπαίνουν στο φρούριο, το Φιρκά, ανοίγουν τη μεγάλη πόρτα της φυλακής και τους σπρώχνουν οτο σκοτάδι. Παλιό βενετσιάνικο κάστρο, στην είσοδο του λιμανιού, με τοίχους φαρδιούς όσο ένα σπίτι, με πολεμίστρες και πύργους, είχε τη φυλακή πέντε μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας… Σ’ αυτό το φρούριο -φυλακή κλείστηκαν ο ένας μετά τον άλλον όλες οι γενιές των Θοδωράκηδων και τελευταίος ο παππούς μου, ο Μιχαήλ. Εγώ, πιο τυχερός, υπηρέτησα φαντάρος στα 1951… Έτσι, όλη την ημέρα βρισκόμουν πάνω απ’ τη θάλασσα. Αριστερά, στο βάθος, το νησάκι Θόδωρου, απέναντι απ’ το χωριό μου…». Μίκης Θεοδωράκης απόσπασμα μυθιστορηματικής βιογραφίας «Όι δρόμοι του Αρχάγγελου»

Εγώ τον είδα το Θεό, στα λούλουδα που ανθούνε
στσι κοπελιές που παίζουνε, και στσ’ άντρες που γλεντούνε!

«… Υπάρχουν τέσσερις χιλιάδες σαράγια και σπίτια, ευρωπαικής τεχνοτροπίας, που βλέπουν προς τη θάλασσα , με σαχνίσια και χωρίσματα από καφασωτά. Οι τοίχοι είναι σοβαντισμένοι με ασβέστη. Το νερό της βροχής μαζεύεται σε στέρνες που το διατηρούν παγωμένο ακόμη και τον Ιούλιο. Τα πιο ξακουστά είναι τα σαράγια του Πασά του Γιουσούφ Πασά, του Μουσταφά Πασά και του Αλή Μπέη Σαμπάν. Υπάρχουν έξι τεμένη με πιο γνωστό το τζαμί του Γιουσούφ Πασά, κατασκτητή των Χανίων με διακόσια πόδια ύψος , ογδόντα πόδια πλάτος και μακρόστενο σχήμα από την πύλη της κίμπλε ως το μιχράμπ. Υπάρχουν ακόμη πεντακόσια καταστήματα είκοσι καφενέδες έξι χαμάμ και καπηλειά έξω από το κάστρο. Οι δρόμοι είναι φαρδείς και πλακόστρωτοι κι έχουν στις δύο πλευρές τους πέτρινα μεγάλα πολυώροφα σαράγια..» – Εβλιγιά Τσελεμπή, από το «Οδοιπορικό στην Ελλάδα 1668 – 1671».

Ο χρόνος με τον έρωτα, ετσακωστήκαν πάλι
ποιος απ’ τους δυο την εζημιά, τη κάνει πιο μεγάλη.

Και τα Χανιά στη θάλασσα την ανεμοδαρμένη σα γλώσσα
απλώνουνε παχειά
το κάστρο τους, περίπαιγμα, θαρρείς, στην τρικυμία
και καταφρόνια στα στοιχειά.
Του κάστρου το περίπαιγμα κι η καταφρόνια ανάβουν του Ποσειδώνα το θυμό·
να, το νερό σηκώνεται και στα ψηλά μουράγια
ξεσπάει, δεν έχει τελειωμό. – Κ. Καρυωτάκης

Βασιλικό μυρίζει η γης, αρισμαρί και μέντα
άμα θα ‘ρθεις στον ύπνο μου, να πιάσουμε κουβέντα.

«… Ομορφη πόλη τα Χανιά. Η ομορφότερη της μεγαλονήσου, μπορείς μάλιστα να πεις και της χώρας ολάκερης, έτσι και δεν είσαι μανιακός με τις αρχαιότητες ή με τα σύγχρονα οικοδομικά τέρατα. Ένα ακόμα προνόμιο σπουδαιότατο της ομορφιάς των Χανιών είναι τούτο: ότι πάρα πολλές είναι οι μεριές απ’ όπου την αγναντεύεις ολάκερη. Όμως μια από τις λίγες μεριές απ’ όπου δεν συμβαίνει αυτό είναι και ο δρόμος του Κάτωλα. Δρόμος που τον ανταμώνει κανείς έτσι και κατεβεί τα βορεινά σκαλάκια της Αγοράς». Από το «Ντεληκανής» του Μανώλη Σκουλούδη.

Καράβι κάνω την καρδιά, την παθυμιά κατάρτι
και καπετάνιο βάνω του το νου μου τον αντάρτη !

«Όπως περπατούσα στους δρόμους των Χανίων μου ερχόταν συχνά στο μυαλό η περίοδος της ενετικής κυριαρχίας στο νησί. Οι αψίδες που βλέπουμε στην εικόνα του λιμανιού και της πόλης στις εικόνες μας είχαν κατασκευαστεί για τις ενετικές γαλέρες. Εξ άλλου στα υπέρθυρα ορισμένων σημαντικών κατοικιών βλέπει ακόμα κανείς οικόσημα. Οι περισσότερες εκκλησίες, ελληνικές και λατινικές έχουν μετατραπεί σε τζαμιά. Το παρεκκλήσι του αγίου Ρόκκου αναγνωρίζεται ακόμα από την επιγραφή του Θριγκού» – Ρόμπερτ Πάσλεϊ, από το «Ταξίδια στην Κρήτη 1837».

Εγώ’ μαι τση βροντής παιδί και τσ’ αστραπής εγγόνι.
Σα θέλω αστράφτει και βροντά, σα θέλω ρίχνει χιόνι.

Όποιος δεν είναι μερακλής και στ’ άρματα τεχνίτης,
Δε πρέπει του να κατοικεί, εις το νησί τση Κρήτης!

«… Από την μπαλκονόπορτα της κάμαρας μου βγόριζε πέρα από την προκυμαία το κατάγιαλο με τη συρτή αμμουδιά που την ανασκάβει ασταμάτητα το βουερό κύμα, κατάλευκο. Στεκόμουν τα πρωινά κι αγνάντευα ώρα πολλή το πέλαγος που με χώρισε, πάνε χρόνια τώρα πολλά, από το πατρικό μας σπίτι στα Χανιά. Τις νύχτες πάλι αργά από την ίδια θέση δοκίμαζα να ξεσηκώσω τα φαντάσματα του παλιού κόσμου, τις αγαπημένες μορφές που πρωτοείδαν τα μάτια μου, τους χώρους τής μικρής μας πόλης, τις αυλές, τα σοκάκια, τα βενετσιάνικα μπεντένια, τα περιβόλια γύρω, τις μαδάρες στο βάθος, και χαμηλά στο λιμάνι τους μόλους με τα δεμένα καΐκια κατακόκκινα από το μίνιο, και πλάι στον ταρσανά τις καλαβρεζικες μαύρες τράτες με τα πράσινα ιταλικά γράμματα στην πλώρη και τις ψαράδικες βραδινές φυσαρμόνικες…» – Αλέξης Μινωτής, απόσπασμα από το «Πορεύεσθαι κατά τέχνην».

Ζωή δεν είναι να ξυπνάς και να κοιμάσαι πάλι
ζωή είναι να γλεντάς όντα κοιμούνται οι άλλοι.

«… Από μια γριά είχε ακούσει πως η πολιτεία μιλούσε. Και το πίστεψε. Του φαινόταν πως όλο και κάτι έλεγαν τα στενά. Ακόμα κι όταν μεγάλωσε εξακολουθούσε να ‘χει την ίδια ψευδαίστηση, μόνο πως την ένιωθε πιο πολύ σαν ιστορία και όχι σαν φωνή κάποιας ξεχασμένης αρχόντισσας. Στα στενά σοκάκια ξεκούραζε τη σκέψη του. Στα μπαλκόνια τους άνθιζε η καρδιά του. Στο “Φάρο” μάζευε μενεξέδες και κρίνα από το πέλαγο την ώρα που ο Αποσπερίτης σεργιάνιζε στις γειτονιές τής δύσης μεθυσμένος. Και χόρταινε ονειροπόλημα. Με το κουράγιο της τράβηξε για σπουδές στην Αθήνα. Τον έθρεφε το παρελθόν. Κι όταν, πότε-πότε, η νοσταλγία καταπλάκωνε την καρδιά του, άρπαζε την κιθάρα και τραγουδούσε σαν Ερωτόκριτος: “Στον κόσμο τούτ’ αρχόντισσα δεν έχεις άλλο ταίρι, βιγκόνια ρόδο, γιασεμί, καμέλια μου αμπέρι»…»…- Κώστας Χιωτάκης, από το «Ή ιστορία ενός παλτού και μιας χλαίνης & άλλα διηγήματα».

Ζηλεύω που δίνεσαι σε όλους τους άλλους
με την καθημερινή σου φορεσιά.
Τη συνηθισμένη.
Εμένα με δέχεσαι μόνο με τις γιορτινές σου
γιρλάντες Χριστούγεννα – Πάσχα
έτσι για να με κάνεις να νιώθω
περπατώντας στους δρόμους σου
αιώνια ξένη
– Ελένη Μαρινάκη, από το «Τρία Ποιήματα για τα Χανιά».

Η Πηνελόπη Κατσαρέλη, επιχειρηματίας, πάντα, φωτογραφίζει στιγμές, λεπτομέρειες, εντάσεις, με το πάθος του πραγματικού εραστή της τέχνης, έχει αρχείο από 60.000 φωτογραφίες, δύο γιούς, τον έναν στην Μαδρίτη και τον άλλον, τον μικρό της μόλις τον καλοδέχτηκε, αρχιτέκτονα, από την Αγγλία στην Αθήνα και έναν σύζυγο που αγαπά και υποστηρίζει το βλέμμα της στον κόσμο. Ζει στο Αίγιο αλλά όλο και κάπου ταξιδεύει.
