Θυμήσου τη Σαπφώ Νοταρά: αερικιά, όλο ταλέντο και αδυσώπητη, φρικτή, αβυσσαλέα μοναξιά

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Γεννήθηκε στο Ηράκλειο, στην Κρήτη, ή το 1907 ή 1910 και για μήνα, τότε, δεν θυμόντουσαν οι γονείς, ούτε και πολύ κοιτάζαν τις μέρες. Είχε τελειώσει Πανεπιστήμιο, εκείνα τα χρόνια, στις αρχές του 20ου αιώνα, που οι άλλες κοπέλες κεντάγανε προικιά και περιμέναν τον γαμπρό. Όλο αγριάδα, μια μέρα, γύρισε την πλάτη της σε επιστήμη και καθωσπρεπισμούς και έγινε ηθοποιός. Την λέγανε Χανδάνου. Το κάνε Νοταρά απ την οδό που ήταν η Δραματική σχολή που πήγαινε. Εκκεντρική, καλλιτέχνης σε όλα τα κύτταρα της, ασυμβίβαστη, μυστικοπαθής, ατίθαση, χωρίς να σκύβει κεφάλι, παράξενη, αλλόκοτη, βαθύτατα, τρυφερά, σχεδόν σαν ορφανό μωρό, αφίλητο, μοναχική. Ο θεατρικός κόσμος και ο Μάνος Χατζιδάκις και οι διανοούμενοι των περασμένων εποχών, της είχαν πάντα ξεχωριστή αδυναμία, την οποία αυτή δεν καμάρωνε, ούτε σκάρωνε καμώματα για να την κατακτήσει. Οικεία απ τον ελληνικό κινηματογράφο, έκανε ερμηνείες στην κόψη όπου ο ατρόμητος κλόουν κοιτάζει κάτω απ το βαρύ κακότεχνο μακιγιάζ του, με βλέμματα – μαχαιριές, ανθρωπιάς, όλο αισθήματα υγρά, πέρα απ τις λέξεις και ίσως πριν απ αυτές…

Πανεπιστήμιο, μπαλέτο και μετά με αγριάδα θέατρο

Η Σαπφώ Νοταρά ξεκίνησε με σπουδές μπαλέτου και ήταν, λένε, γεμάτη χάρη και αρμονία. Και παρότι η ίδια ποτέ της δεν το τόνιζε είχε ένα απ τα ωραιότερα σώματα των καλλονών της εποχής. Είχε πολλές προτάσεις γάμου και κάποιες από πλούσιους άνδρες. Στα θεατρικά πηγαδάκια συζητιόταν πάντα πως σε μια περιοδεία της, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ήθελε να την κάνει γυναίκα του, ένας μυθικά πλούσιος εργοστασιάρχης, που έριχνε όλη την περιουσία του στα καλλίγραμμα πόδια της. Της δημιουργούσε τόση απέχθεια, που αισθανόταν πως και μόνο με το να συζητήσει την πρόταση γάμου του, θα πούλαγε την ψυχή της.

Ο αντάρτης της

Εκείνη την ψυχή, που αργότερα ο Γιάννης Τσαρούχης θα μπορούσε να ερωτευτεί και να της το εκμυστηρευτεί κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Κυριακάτικο Ξύπνημα». Εκείνος, ο ολοένα ανερχόμενος εικαστικός, γλεντζές και γλυκός άνδρας, θέλει μόνο εκείνη από όλες τις γυναίκες, να κάνει το παιδί του! Μόνο μαζί της θα μπορούσε. Η Σαπφώ με τον καταιγιστικό της τρόπο και πιστεύοντας πως της έχει στήσει πλάκα ο Δημήτρης Χορν, τον βρίζει τόσο, που ο Τσαρούχης  τρέπεται σε φυγή, τρέχοντας. Πολλά, γερασμένα χρόνια μετά, σε κάποια συνάντηση τους ο Τσαρούχης της λέει, πως όχι, καμία φάρσα δεν της έκανε. Ήθελε αλήθεια να κάνουν παιδί και να ζήσουν μαζί. Αν δεν είχε τότε βιαστεί να τον αποπάρει, ίσως τότε, η ζωή και των δυο να ήταν διαφορετική. Η Σαπφώ συγκλονίστηκε! Ναι, θα μπορούσε να περάσει μαζί του, μια ζωή, συντροφική, φιλική, διαφορετική και να χει παιδιά και σπίτι και οικογένεια. Φυσικά και χωρίς έρωτα. Μιας και μια και μόνη φορά ερωτεύτηκε στη ζωή της. Ήταν ο πιο όμορφος νεαρός άνδρας που χε δει ποτέ της. Και ήταν παράφορος και επαναστάτης με πυρακτωμένο λόγο και βλέμμα. Ήταν τέλειος! Όπως και ο λίγος καιρός που πέρασαν μαζί. Μετά ήρθε η Κατοχή. Το ανταρτικό. Έφυγε ο αγαπημένος της για το βουνό. Κάποτε, τον συνέλαβαν. Εκτελέστηκε; Χάθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης; Άλλαξε ζωή σε κάποια μακρινή, παγωμένη, διαφορετική χώρα, με χιόνια και κόκκινες παντιέρες να ανεμίζουν; Η Σαπφώ δε έμαθε ποτέ, αλλά ούτε παντρεύτηκε, ούτε τον ξέχασε, εκείνον, τον φλογερό της αντάρτη!

«Τι ταλέντο, Θεέ μου! Και τι κακιά γυναίκα!»

Κάποτε έμενε σε ένα δυαράκι, στο Κουκάκι, κάτω από την Ακρόπολη. Δεν έβαζε ποτέ κανέναν μέσα. Μπήκε ένα απόγευμα ο Γιώργος Μανιώτης, ο συγγραφέας και είδε παντού σκόρπιες κιτρινισμένες εφημερίδες, εξωφρενικά καπέλα σ όλα τα σχέδια και τα χρώματα και δεκάδες στοιβαγμένες, αφημένες, παλιές τουαλέτες, όλα χρησιμοποιημένα και τσαλακωμένα και αγορασμένα, δεύτερο χέρι, απ τις αμερικάνικες αγορές. Δεν αγαπούσε πια τους ανθρώπους. Μόνο τις ιστορίες τους ήθελε να λέει με το σχήμα της και τη φωνή της. Εκείνη τη φωνή που είχε ξεπατικώσει από ένα αγοράκι που έκανε τον καουμπόη σε κάποιο διάδρομο πολυκατοικίας κάποτε και της είχε πει «μπαμ μπαμ θα σε σκοτώσω», κρατώντας ένα πλαστικό πιστολάκι. Και με δανική φωνή έλεγε «μπουρλότο» και «καράτε» και «εγώ γουρλού, κύριε», «φέτα ή κασέρι κυρία;». Εκείνη που έπαιζε με την Κοτοπούλη και την ντούμπλαρε στους ρόλους της στις απογευματινές και όταν έλειπε περιοδείες.

Εκείνη που έλεγε η Έλλη Λαμπέτη, «γιατί, μήπως η Σαπφώ Νοταρά δεν έχει πάει χαμένη στην Ελλάδα; Τι ταλέντο, Θεέ μου! Και τι κακιά γυναίκα! Πώς να μην είσαι κακιά όταν δεν σ’ αφήνουν να δουλέψεις, να καλλιεργήσεις το ταλέντο σου και σε κοροϊδεύουν που είσαι άσχημη; Γιατί, πρέπει να ξέρεις, της έχουν φερθεί πολύ άσχημα της Νοταρά. Δε βρίσκανε ρόλους να της δώσουνε. Πώς να μη στραφεί εναντίον όλων και πώς να μην είναι γεμάτη μίσος. Η αδιαφορία των άλλων για το ταλέντο της την έκανε έτσι. Τι ηθοποιός, αλήθεια! Πως κοιτούσε, όταν παίζαμε μαζί στη Φιλουμένα! Μου έκανε μεγάλη εντύπωση…»…

Ω, εκείνα τα χαμένα όνειρα!

Και την έλεγαν μάγισσα και πως ασχολείται με σκοτεινά πράγματα, επειδή χάζευε τις καφετζούδες και τις χαρτορίχτρες και πίστευε στο μάτι και στις κακιές ενέργειες, στις προλήψεις και στις βασκανίες! Ανθρώπινα, δηλαδή! Ελπίζοντας στον ευαγγελισμό μιας καλύτερης αυγής. Ξωτικιά ήτανε! Νεραϊδοφτιαγμένη! Απάνω στις σκέψεις της πέταγε και όχι με σκουπόξυλα και ονειρευόταν κόσμους ωραίους, που βασίλευε η δικαιοσύνη και το ταλέντο ήταν το μόνο που άξιζε να του υποκλιθείς και τίποτα άλλο. Η αξία βασίλευε! Και εκείνη, είχε δικό της θέατρο, όπως ονειρευόταν και έπαιζε ρόλους που ήθελε…

11 Ιουνίου, ανάμεσα σε άδειες κούτες και η τηλεόραση να παίζει διαφημίσεις

Στο τέλος της, έμενε σε ένα υπόγειο διαμέρισμα στην πλατεία Κουμουνδούρου. Τα βράδια στέκονταν στην πόρτα και κοιτούσε τον κόσμο να περνάει. Τα νοίκια της, τα πλήρωνε ένας νεαρός θαυμαστής της, ένας επιχειρηματίας, μάλλον δραστηριοποιημένος στο χώρο των εκδόσεων, που ήθελε να μείνει άγνωστος. Και έμεινε! Πέρα απ το κατώφλι της δεν πέρναγε κάνεις. «Για λίγο μένω εδώ» έλεγε, «θα μετακομίσω σύντομα αλλού». Ποιος ξέρει τι σπίτι με κεραμίδια και ποιο κήπο φυτεμένο με λουλούδια να μυρίζουν, ονειρευόταν. Καλοκαίρι, 13 Ιουνίου του 1985, την βρήκε η αστυνομία, πεθαμένη, δυο μέρες πριν, στις 11, στη συνηθισμένη της θέση, ανάμεσα στην κουζίνα και στο ψυγείο, σε ένα τραπέζι και στη μέση μια καρέκλα μόνη της, με ένα τσιγάρο, σβηστό, στο χέρι. Ένας άνθρωπος που είχε φαγάδικο με πατσά και βραστά και της έδινε φαΐ, κάθε μέρα, είχε ανησυχήσει με την απουσία της και κάλεσε την αστυνομία. Τα ρούχα της ήταν όλο μαύρες τρύπες απ τις καύτρες των τσιγάρων της. Και παντού υπήρχαν άδεια, χαρτόκουτα στοιβαγμένα, σ όλα τα σχήματα χαρτόκουτα, σε κάθε μεριά. Έτοιμα να γεμίσουν με πράγματα που δεν υπήρχαν, για εκείνη την μετακόμιση που δεν θα γινόταν… Η τηλεόραση έπαιζε ανοιχτή, ήχος μέσα στο σπίτι. Σα παρέα…

Εκεί, «στην οδό του Μπλαμαντώ, φτάνουν οι κυρίες σωρό, οι λουσάτες με τα βέλο»

«Η Σαπφώ Νοταρά», έγραφε ο ποιητής Ματθαίος Μουντές, που έφυγε και εκείνος, μετά από χρονιά, «τράβηξε τον δρόμο εκείνον που κι άλλοι πολλοί τραβήξανε κουβαλώντας το ασήκωτο βάρος της ερημιάς. Όχι της μοναξιάς. Της ερημιάς. Ίσως εκεί που πηγαίνει κυρτή και ταπεινωμένη δει επιτέλους να ανατέλλει και γι’ αυτήν ένα φως πιο εκλεκτικό…». Στη κηδεία της, στο κοιμητήρι του Ζωγράφου λίγοι άνθρωποι ήταν και κάτι μακρινά ανίψια. Οι φίλοι της είχαν ήδη φύγει και εκείνη πήγαινε να τους βρει. Θλιμμένες στα μαύρα Καρυάτιδες στο αντίο η Αλίκη Γεωργούλη και η Ντίνα Κώνστα εις τ’ όνομα της σκηνής, της αυλαίας, του σκοταδιού, της ανάσας του κοινού, του χειροκροτήματος, του Διόνυσου και του Απόλλωνα, της θυμέλης, των μπογιατισμένων προσώπων, του «γελάνε και σήμερα» ή του «άκου τους, κλαίνε», της υπόκλισης, της άδειας αίθουσας, της κουρασμένης αποχώρησης.

Ερημιά, μετά και αδυσώπητη σιωπή! Εκεί στην Κουμουνδούρου, στο υπόγειο, που δεν έμοιαζε με εκείνη την οδό του Μπλαμαντώ, το κύκνειο άσμα της, που τραγούδησε σε στίχους του Σαρτρ και σύνθεση του Μάνου Χατζιδάκι, τρία χρόνια πριν και που αυτό το αριστούργημα είχε κατέβει λόγω έλλειψης θεατών.  Εκεί, «στην οδό του Μπλαμαντώ, φτάνουν οι κυρίες σωρό, οι λουσάτες με τα βέλο, μα τους λείπει το τσερβέλο και μαζί και το καπέλο. Στο ρυάκι της οδού του Μπλαμαντώ»… Αιωνία η μνήμη αερικών, νεραϊδοπαρμένων, μοναχικών και μοναδικών θεατρίνων… Αιωνία η μνήμη της Σαπφώς…