
Πριν τις λογοτεχνικές φυλές ξωτικών του Τόλκιν, τα φτιαγμένο για εμπορικούς λόγους ξωτικά – βοηθούς του καταναλωτικού Αι Βασίλη στα κόκκινα, το θρίαμβο των ξωτικών πλασμάτων της Γερμανικής και Νορβηγικής μυθολογίας, ο θρύλος στην Ελλάδα έκανε τους ανθρώπους να τρέμουν τα συναπαντήματα με τους καλικάντζαρους. Από τις 25 Δεκεμβρίου έως τις 6 Ιανουαρίου, για 12 ημέρες, που τα νερά δεν ήταν αγιασμένα, όπως γίνεται των Φώτων, τα κακάσχημα και κακόβουλα δαιμόνια ανέβαιναν στη γη, για να πειράξουν τους ανθρώπους. Κακάσχημα, κουτσά, στραβά, στραβοπόδαρα, μονόφθαλμα, μαλλιαρά, μικροσκοπικά, βρώμικα, ξεδοντιάρικα και αδύνατα έβγαιναν, όπως πιστευόταν, από σπηλιές, φαράγγια, και όλα τα ανοίγματα της γης και βόλταραν τις νύχτες σκορπίζοντας φόβο και κατεργαριά, ώσπου να ακουστεί το τρίτο λάλημα του πετεινού και να κρυφτούν από το φως. Εκτός απ το 12ημερο που είναι πάνω στη γη, ζουν στον κάτω κόσμο και πριονίζουν με τσεκούρια και πριόνια το δέντρο που στηρίζει τη γη για να γκρεμίσουν τον πάνω κόσμο και να καταστρέψουν τους ανθρώπους. Κάθε χρόνο όμως, λίγο πριν ολοκληρώσουν το πριόνισμα του κορμού, έρχονται τα Χριστούγεννα και την Παραμονή, αφήνουν για λίγο τη δουλειά για να διασκεδάσουν λαχταρώντας τους ανθρώπους, να κάνουν ζαβολιές, να φάνε απ τα γιορτινά τραπέζια και να πιούν. Μόλις τελειώσει το Δωδεκαήμερο, γυρνάνε στον κάτω κόσμο, όπου ο κορμός είναι και πάλι άκοπος και ξαναρχίζουν το πριόνισμα, όλο κι απ την αρχή…

Θέλουν να καθίσουν στο σβέρκο των ανθρώπων και να τους βασανίζουν, να τους βάλουν να χορεύουν και να χορεύουνε και αυτά μαζί, να κάνουν φασαρία και κανείς να μην ησυχάζει, να εξαφανίζουν τα πράγματα, να κάθονται στις σκεπές των σπιτιών και να τρομάζουν όσους είναι μέσα, ενώ άμα βρουν καμινάδα, έμπαιναν μέσα, ανακάτευαν τη στάχτη και έκαναν άνω κάτω όλο το καθαρό για τις γιορτές και νοικοκυρεμένο σπίτι. Οι γυναίκες των σπιτιών φρόντιζαν λοιπόν, τα βράδια το τζάκι αναμμένο να καίει πολύ δυνατά, γιατί οι καλικαντζαραίοι φοβούνται τη φωτιά και δε θα έμπαιναν μέσα. Ο κόσμος τότε πίστευε πως τρελαίνονταν να πλατσουρίζουν μέσα στα κιούπια με το λάδι του σπιτιού, στα κατσαρόλες με τα φαγητά, και να λερώνουν τις τροφές με τις βρωμιές τους Αγαπημένο τους φαγητό είναι το χοιρινό κρέας, όπως ψήνονταν αυτές τις μέρες στη θράκα στο τζάκι τα βράδια. Οι άνθρωποι στην ελληνική ύπαιθρο απόφευγαν, στις γιορτές, να βγαίνουν το βράδυ από τα σπίτια. Στην Ήπειρο, λέει, οι κάτοικοι έβαζαν στο τζάκι δώδεκα αδράχτια, ώστε να φοβηθούν οι καλικάντζαροι και να μη κατέβουν από την καμινάδα. Στα Γρεβενά, άναβαν γερή φωτιά και αφήναν το τζάκι ανοιχτό και τις δώδεκα ημέρες των γιορτών των Χριστουγέννων, για να μη μπορούν οι καλικάντζαροι να μπουν στο σπίτι. Σε πολλά μέρη της χώρας, πίστευαν πως για να τους απωθήσουν και να γλιτώσουν απ τις ζαβολιές του, έπρεπε να κρεμάσουν στο τζάκι ένα βρώμικο, παλιό, δερμάτινο παπούτσι, ή να ρίχνουν αλάτι στη φωτιά. Την ημέρα των Φώτων, τα καλικαντζαράκια, κατεβαίνουν στον κάτω κόσμο και οι νοικοκυρές καθαρίζουν τα τζάκια, ενώ πετάνε τη στάχτη κάπου, όπου για κανένα λόγο δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί…

Κάποτε που οι γιαγιάδες μας δεν έκοβαν τα μαλλιά, φορούσαν μαύρα για τους νεκρούς τους πάντα και μαντήλια στα μαλλιά, πριν την αστικοποίηση των σημερινών πληθυσμών, μας έλεγαν ιστορίες για αυτούς τους καλικάντζαρους και τους πιστεύαμε με τέτοια βεβαιότητα, όσο και το ότι τέτοιες γιορτές τρώμε μελομακάρονα και κουραμπιέδες. Φοβόμασταν να κοιτάξουμε έξω απ το τζάμι τα βράδια, μη δούμε κάνα μαλλιαρό, κακάσχημο πλάσμα να μας κοροϊδεύει, άλλα την ίδια πιστή βλέπαμε την «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του Ντίκενς και μαγευόμασταν και απ τον δυτικό Εμπεινάζερ Σκρουτζ. Τώρα η μαγεία των γιορτών έχει μόνο υπερθέαμα και πλάσματα ξωτικά καλοσχεδιασμένα στα μεγάλα χολιγουντιανά στούντιο και τα παιδιά –και μείς- δεν πιστεύουμε πια στα ντεμοντέ, παρωχημένα καλικαντζαράκια. Αν λοιπόν, αποφασίσουν να μην ανεβαίνουν πια στο κόσμο μας, κανονίστε με τις μοντερνιές μας, να καταφέρουν κόψουν το δέντρο που στηρίζει τον πάνω κόσμο και να βρεθούμε όλοι μαζί, ανάποδα στο χάος…
