
Τον αγαπήσαμε! Έκανε τροχιά που μόνος του δημιούργησε, κόντρα σε εποχές, αντιλήψεις, ρατσισμό, προκαταλήψεις, χωρίς συνθηκολογήσεις ή παραδοχές. Ο Σίντνεϋ Πουατιέ, ο πρωτοπόρος σταρ των αμερικανικών ταινιών, πέθανε σε ηλικία 94 ετών, ξεχωριστός όσο λίγοι άνθρωποι σ αυτόν τον κόσμο. Ήταν ο πρώτος Αφροαμερικανός που κέρδισε Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου, ενώ έδειξε την μαύρη ωραιότητα, που μέχρι αυτόν, ήταν αόρατη από τα μεγάλα στούντιο του Χόλυγουντ, κάνοντας εκατομμύρια ανθρώπους να ονειρεύονται απόλυτους έρωτες με την μορφή του. Οι μαύροι άνδρες, οι μαύροι καλλιτέχνες, οι μαύροι ηθοποιοί υπήρξαν χωρίς στερεότυπα μετα τον Σίντνεϋ Πουατιέ.

Για μια θέση στον ήλιο
Στο A Raisin in the Sun (Για μια θέση στον ήλιο), το έργο ορόσημο της Λορέϊν Χαντσμπερι για τα όνειρα και τις απογοητεύσεις μιας οικογένειας μαύρων στην Αμερική της δεκαετίας του 1950, ο Πουατιέ υποδύεται τον δημιουργικό άνθρωπο, που φιλοδοξεί να ανοίξει τη δική του επιχείρηση, αλλά αντιμετωπίζει μόνο ματαιώσεις και εμπόδια. Ο ηθοποιό Γκλεν Τουρμαν που έπαιζε μαζί του θυμάται πως «ήμασταν στο Σικάγο και απλά είχε μεγάλη παγωνιά. Κι όμως! Στεκόταν στο κρύο, με τις ώρες, για υπογράψει όλα τα αυτόγραφα, τιμώντας τους θαυμαστές του, που παραληρούσαν για να τον δουν από τόσο κοντά. Του είπα, κάποια στιγμή, «μα δεν κρυώνεις; Δεν ξεπαγιάζεις εδώ έξω;”. Χαμογέλασε και μου είπε ο χρόνος που αφιέρωνε σε κάθε άνθρωπο, ήταν η αμοιβή, η δικαίωση και η ουσία της δουλειά του. «Ρε συ, τι είναι αυτός ο άπαιχτος τύπος»! Είχα, θαυμάσει. Και χρειάστηκαν χρόνια να καταλάβω τον συμβολισμό που έβρισκε σ όλο αυτό». Και ο Πουατιέ ήξερε από συμβολισμούς, αγώνες και γκρέμισμα στερεότυπων…

Η ζωή κερδίζει σε μια βαρκούλα στον ωκεανό
…Η ζωή του ξεκίνησε στη φτώχεια. Μεγάλωνε στο νησί Κατ στις Μπαχάμες, το μικρότερο από εννιά αδέλφια, με τους γονείς του, την Έβελιν και τον Ρέτζι, να αγωνίζονται σκληρά να επιβιώσουν ως αγρότες που καλλιεργούσαν τομάτες. Έπαιρναν τη σοδειά τους και με κάτι παλιοκαιρισμένες βάρκες την έφερναν στο Μαϊάμι, για τη πουλήσουν στις μεγάλες αγορές. Σε εάν τέτοιο ταξίδι, καταμεσής στον ωκεανό, πάνω στην βαρκούλα, γεννήθηκε ο Σίντνεϋ Πουατιέ, πρόωρα και ήταν τόσο μικροσκοπικός που οι γονείς δεν περίμεναν να ζήσει. Το πάθος της μάνας, η αφοσίωσή της, το άγρυπνο φύλαγμα της και η επιμονή της να τον ταΐζει με τις ώρες προκειμένου να τον δυναμώσει, έκαναν το μωρό να επιβιώσει. Στα 10 του, η οικογένειάς του μετακόμισε στο Νασάου. Εκεί το αγόρι είδε πρώτη φορά τον εαυτό τους σε καθρέφτη, μιας και δεν είχαν μέχρι τότε ποτέ τέτοιο αντικείμενο. “Είδα τα δόντια μου, τα μάτια μου, τα μαλλιά μου… εμένα! Κοίταζα τον εαυτό μου με τις ώρες. Ώστε, αυτός είμαι!” θυμήθηκε ο Πουατιέ, δεκαετίες αργότερα. Εκεί, στο Νασάου, στις Μπαχάμες, γνωρίζει εργάτες και ελευθέρους επαγγελματίες, που είναι πάντα καθαρά ντυμένοι, με τρόπους καλούς, ευγενικοί. Στους ταινίες του αργότερα θα συνθέτει ρόλους, με χαρακτηριστικά εκείνων των ανθρώπων, που γνώρισε τότε. Ακόμη και στην ταινία του 1958, The Defiant Ones , όπου ο Πουατιέ παίζει με έναν άλλον σούπερ σταρ της εποχής, τον Τόνι Κέρτις, τον υπόδικο φυγάς, δεν μπορείς ούτε στιγμή, να τον αντιπαθήσεις. Στη συγκεκριμένη ταινία, το όνομα του Πουατιέ στους τίτλους, είναι πάνω από εκείνο του λευκού, γαλανομάτη σταρ Κέρτις, σηματοδοτώντας, ήδη, την μεγάλη αλλαγή στο Χόλυγουντ και την επιβολή του κοινού στους σταρ που αγαπούσε.

Λάντζα και αγώνας για όλα
Όλη του η ζωή, ήταν μια σκληρή προσπάθεια. Στα 17 του μετακόμισε στη Νέα Υόρκη. Εκεί, το μαύρο αγόρι απ τις Μπαχάμες, εργαζόταν σα λαντζιέρη. Ένας Εβραίος, μεσήλικας σερβιτόρος, έβλεπε τον αγώνα του και τη διάθεση του να μάθει. Κάθε βράδυ τον μάθαινε να διαβάζει απ τις εφημερίδες με τα ένα της μέρας. Κάποτε, ο Σίντνεϋ αποφάσισε να καταταγεί στον Αμερικανικό Στρατό για τον μισθό και τις ευκαιρίες που υπόσχονταν για μετα. Με την απόλυση του, όμως, αλλάζουν οι στόχοι του και αποφασίζει να ασχοληθεί με το θέατρο. Ξεκινά τις εμφανίσεις του στο Αμερικανικό Θέατρο Μαύρων, αλλά το κοινό τον γιούχαρε. Οι μαύροι ηθοποιοί του συγκεκριμένου θεάτρου ήταν εξαιρετικά καλλίφωνοι και το κοινό ήταν απαιτητικό στο τραγούδι, αλλά ο Πουατιέ δε διέθετε μουσικό ταλέντο και αδυνατούσε να τραγουδήσει. Δε το βάλε κάτω. Για έξι μήνες κλείστηκε σε ένα δωμάτιο μακριά από τον κόσμο και κάνοντας μανιασμένα ασκήσει, κατόρθωσε να ξεφορτωθεί την προφορά που υποδήλωνε την καταγωγή του από τις Μπαχάμες. Περνά από θριαμβική οντισιόν για πρωταγωνιστικό ρόλο στην θεατρική παράσταση Λυσιστράτη του Αριστοφάνη, στο Μπρόντγουεϊ. Ξεχωρίζει και αποσπά πολύ καλές κριτικές. Ο διευθυντής της 20th Century Fox, Ντάριλ Φ. Ζάνουκ, τον προσέχει και του δίνει το ρόλο στην ταινία του Τζόζεφ Λ. Μάνκιεβιτς, No Way Out ή Το Μίσος Προστάζει, στο ρόλο ενός γιατρού που απειλείται από έναν λευκό άνδρα τον οποίο υποδύθηκε ο Ρίτσαρντ Γουίντμαρ. Ο μύθος του, έχει γεννηθεί…

Ένα σκαμπίλι στον λευκό, πλούσιο ιδιοκτήτη φυτείας
Εκτός από τις γυναίκες που τον λάτρευαν, ο Πουατιέ ήταν ευρύτερα αποδεκτός και από τους κινηματογραφόφιλους, ενώ η άνοδος της δημοτικότητας του, ήταν συνδεδεμένη με την κορύφωση του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα. Το 1964, στο «Lilies of the Field», ως Χόμερ Σμιθ, ένας τεχνίτης απρόθυμος να βοηθήσει μια ομάδα Γερμανών μοναχών που δεν είχαν χρήματα για να χτίσουνε ένα νέο παρεκκλήσι, έγραψε ιστορία. Είναι η χρονιά που στις ΗΠΑ ψηφίζεται ο Νόμος για τα Πολιτικά Δικαιώματα και γινεται ο πρώτος Αφροαμερικανός που κέρδισε ποτέ, το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου. Το 1967, ο Πουατιέ σκίζει στο box office με τρεις επιτυχίες την ίδια χρονιά, τα Στον Κύριο μας με αγάπη, Μάντεψε ποιος θα ‘ρθει το βράδυ και In The Heat of the Night, στο οποίο έπαιξε τον ντετέκτιβ της μεγαλούπολης Βίρτζιλ Τιμπς. Σε μια εμβληματική σκηνή, ο Τίμπς ανακρίνει έναν ύποπτο για φόνο, έναν πλούσιο ιδιοκτήτη φυτείας, φυσικά λευκό. Εκείνος τον χαστουκίζει – και ο ντετέκτιβ Πουατιέ, με σφοδρότητα, ακαριαία του ανταποδίδει ένα χαστούκι. Αυτό ήταν! Οι θεατές που πηγαίνουν στον κινηματογράφο, μένουν εμβρόντητοι. Η σκηνή περνά στην ιστορία. Το 2000, ο Πουατιέ αποκαλύπτει πως στο σενάριο ο ντεντέκτιβ Τιμπς έτρωγε το χαστούκι και η σκηνή τέλειωνε. Αρνήθηκε να προχωρήσει στα γυρίσματα. Δήλωσε πως, όχι, δεν θα γύριζε και το άλλο μάγουλο! Γι’ αυτόν, ήταν η ευκαιρία να δείξει πραγματικό θυμό σε έναν λευκό άνδρα για την κακομεταχείρισή του, πέρα από τα όρια της ταινίας ή και του ίδιου του κινηματογράφου. «Αν ήθελαν τη συμμετοχή μου στην ταινία, θα έπρεπε να την ξαναγράψουν και να υπάρξει μια απάντηση συμβολική απ όλους μας, για όλους τους».

Ο κριτικός κινηματογράφου Έλβις Μίτσελ λέει πως για μια μεγάλη περίοδο το μαύρο κοινό ήταν επιτέλους δικαιωμένο, βλέποντας στην μεγάλη οθόνη, έναν μαύρο ως πρωταγωνιστή, που δεν κρατούσε, για παράδειγμα, ένα δίσκο να σερβίρει τους λευκούς. Ήξερε βέβαια πως το σύστημα τον ανεχόταν, δεν αποδεχόταν. Και ενάντια στον καυτό άνεμο της κριτικής και από το μαύρο κοινό, κατόπιν, γιατί έπαιζε ήπιους ρόλους, ο Πουατιέ χάραξε μια νέα πορεία, διεκδικώντας νέα εδάφη για Αφροαμερικανούς ερμηνευτές. Πρωταγωνίστησε και σκηνοθέτησε κωμωδίες με μεγάλα μαύρα καστ — οι πιο γνωστές είναι το Uptown Saturday Night και το Let’s Do It Again . Υπήρχε ένα ειδύλλιο, For the Love of Ivy , στο οποίο έπαιξε απέναντι από την αείμνηστη τραγουδίστρια και ηθοποιό Abbey Lincoln. Το ντεμπούτο του ως σκηνοθέτης ήταν το Buck and the Preacher , ένα γουέστερν με κωμικές πινελιές, για τους απελευθερωμένους σκλάβους που κατέφυγαν στην Άγρια Δύση. Καθώς απομακρύνθηκε από την υποκριτική, σκηνοθέτησε τους Τζιν Γουάιλντερ και Ρίτσαρντ Πράιορ στο Stir Crazy το 1980 τη μεγαλύτερη εμπορική του επιτυχία ως σκηνοθέτης.

Όσκαρ και Βραβεία και η μνήμη όλων όσων υπήρξαν πριν
Το 2002, σε ηλικία 75 ετών, ο Σίντνεϊ Πουατιέ έλαβε τιμητικό Όσκαρ για επίτευγμα ζωής. «Δέχομαι αυτό το βραβείο» είπε στον λόγο του, στην απονομή, «στη μνήμη όλων των αφροαμερικανών ηθοποιών, ανδρών και γυναικών, πριν από μένα, που στάθηκαν στην υποκριτική στα δύσκολα χρόνια. Στα δικά τους μονοπάτια, είχα το προνόμιο να σταθώ για να δω πού θα πάω. Οι δικοί του ώμοι με σήκωσαν». Το χειροκρότημα ήταν θυελλώδες. Η Χάλι Μπέρι και ο Ντένζελ Ουάσιγκτον κέρδισαν εκείνη τη βραδιά Α’ Γυναικείου Ρόλου και Α’ Ανδρικού Ρόλου, σηματοδοτώντας μια νέα αφετηρία στα Όσκαρ. Το 2009, ο Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα απένειμε στον Σίντνεϊ Πουατιέ το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας, την υψηλότερη αστική διάκριση στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ήταν ένας πρωτοπόρος. Ήταν μοναδικός. Ήταν αγωνιστής. Ήταν ο Σίντνεϋ Πουατιέ!
