
Ήταν διάσημη, ξεχωριστή ζωγράφος, σε μια εποχή απαγορευτική για τις γυναίκες στη τέχνη και στην επιλογή, την ελευθερία, την προσωπικότητα. Κάπνιζε τσιγάρα. Ζωγράφιζε αποκλειστικά ζώα. Φορούσε παντελόνια. Η Rosa Bonheur, Ρόζα Μπονέρ, πέρασε τη ζωή της κάνοντας ακριβώς αυτό που ήθελε. Και άνοιξε δρόμο για αμέτρητες γυναίκες δημιουργούς, τόσο στη χώρα της, τη Γαλλία, όσο και στον κόσμο όλο. Αυτή η ιδιαίτερα γυναίκα, που φέτος η Γαλλία γιορτάζει τα 200 της χρόνια της, γεννήθηκε το 1822, στο περιβόητο Μπορντό, γνωστό ως η Πόλη της Τέχνης και της Ιστορίας. Η μητέρα της, Σοφί ήταν δασκάλα πιάνου, και ο πατέρας της Ρειμόντ, Μπονέρ, ζωγράφος με κυρίως θέματα του τα τοπία. Μεγάλωσε σε μια δημιουργική, καλλιτεχνική, ιδιαίτερα προοδευτική οικογένεια, μπροστά από την εποχή της, που επιδίωκε την ίδια μόρφωση για τα κορίτσια και τα αγόρια τους. Τα περισσότερα αδέλφια της έγιναν καλλιτέχνες, σαν την ίδια. Κάποτε ο Άγγλος κοινωνιολόγος Φράνσις Γκάλτον ανέφερε την οικογένεια σε ένα δοκίμιο για την κληρονομική ιδιοφυΐα.

Μια ελεύθερη, μπροστά από τον καιρό της οικογένεια δημιουργών
Όταν η Ρόζα ήταν έξι ετών, οι Μπονέρ μετακόμισαν στο Παρίσι. Ήταν ένα θορυβώδες, απείθαρχο παιδί που φέρεται να αποβλήθηκε από το σχολείο πολλές φορές. Σε ηλικία δώδεκα ετών, μετά από μια καταστροφική προσπάθεια να γίνει μοδίστρα, άρχισε να εκπαιδεύεται ως ζωγράφος με τον πατέρα της. Εκείνος είχε διακρίνει τις δυνατότητές της στο να απεικονίζει ζώα, πολλά απ τα οποία, έφερε ζωντανά ζώα στο στούντιο τους και την την ενθάρρυνε να τα ζωγραφίζει. Στα 19 της είναι ήδη διάσημη και παθιασμένη με την απεικόνιση ζώων. Για όλο τον χρόνο που όφειλε για την εκπαίδευση της να περάσει αντιγράφοντας τους παλιούς τεράστιους καλλιτέχνες στο Λούβρο, τόσο και ακόμη περισσότερο έδινε δραπετεύοντας στην ύπαιθρο αναζητώντας ζώα για να σκιτσάρει. Σπούδασε ανατομία. Η καλλιτεχνική εκπαίδευση ήταν όχι μόνο ασυνήθιστη για την εποχή, αλλά καινοτόμα, πράγμα που οφείλεται στις φιλελεύθερες αξίες της οικογένειάς της και στην αφοσίωση του πατέρα της ως δάσκαλου – καλλιτέχνη για την ανάπτυξη των ικανοτήτων της. Ο Ρειμόντ Μπονέρ, ως διευθυντής σχολείου τέχνης, επέβαλε το 1803 να διδάσκονται και οι γυναίκες. Μετά το θάνατό του το 1849, η Ρόζα ανέλαβε τη θέση του και εμψύχωνε τις μαθήτριες της λέγοντας τους: «μελέτησε, αφοσιώσου, άκου τις συμβουλές μου και θα σε κάνω Λεονάρντο Ντα Βίντσι με μεσοφόρια».

Φορώντας παντελόνια και ένα νόμος απαγορευτικός για τις γυναίκες «να ντύνονται ως άνδρες» στην Γαλλία
Λάτρευε να φοράει παντελόνια. Αυτή η αποτυχημένη μοδίστρα και τόσο επιτυχημένη καλλιτέχνιδα, είχε βρει στο ανδρικό ένδυμα, την αντανάκλαση του προσωπικού της στυλ και μια δήλωση μόδας με φεμινιστικές προεκτάσεις. Επειδή ίππευε άλογα, επισκεπτόταν εκθέσεις ζώων και ζωγράφιζε σε καθημερινή βάση, έλεγε πως οι βαριές γυναικείες φούστες την εμποδίζαν. Έτσι, η Γαλλική κυβέρνηση της παρείχε ένα νομικό έγγραφο, που έπρεπε να ανανεώνεται κάθε έξι μήνες, επιτρέποντάς της να φοράει ανδρικά ρούχα και κυρίως παντελόνια. Και τα φορούσε συνέχεια. Οι μοναδικές φορές που ενέδιδε στις φούστες ήταν όταν πόζαρε για πιο επίσημα πορτρέτα της. Να σημειώσουμε εδώ, πως μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 2013, παρακαλώ, ήταν νομοθετικά, παράνομο για τις γυναίκες στη Γαλλία να φορούν παντελόνια, πράγμα που βέβαια δεν ήταν λειτουργούσε στον ιδιωτικό βίο, αλλά στη δημοσιά ζωή της χώρας οι γυναίκες σε όλους τους τομείς εργασίας επρεπε να φορούν φούστα. Έγινε κορυφαίο θέμα στο δημόσιο λόγο και πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες, όταν ο 200 ετών νόμος, ήδη, επέβαλε σε κυρίες με αξιώματα να ζητούν από την αστυνομία ειδική άδεια για να «ντυθούν με αντρικό ένδυμα άντρες», δηλαδή να φορέσουν παντελόνι, διαφορετικά κινδυνεύαν να τεθούν υπό κράτηση. Έφτασε ο 21ος αιώνας και προχώρησε για να ανακληθεί, τελικά ο νόμος. Η Ρόζα φυσικά, τον είχε προσαρμόσει στα μέτρα της δυο αιώνες περίπου, πριν. Σε μια εποχή όπου η έκφραση του φύλου αστυνομοκρατούταν έσπασε τα όρια αποφασίζοντας να φορέσει παντελόνια, πουκάμισα και γραβάτες. Δεν το έκανε αυτό γιατί ήθελε να γίνει άντρας, αν και περιστασιακά αναφερόταν στον εαυτό της ως «γεγονός» ή «αδερφός» όταν μιλούσε για την οικογένειά της, αλλά μάλλον ταυτίστηκε με τη δύναμη και την ελευθερία που επιφυλάσσονταν στους άνδρες. Φορώντας ανδρικά ρούχα έδωσε είχε μια αίσθηση ταυτότητας, καθώς της επέτρεπε να δείξει ανοιχτά ότι αρνείται να συμμορφωθεί στην κατασκευή του δυαδικού φύλου από τις κοινωνίες.

Η καταξίωση με το The Horse Fair
Κατά τα άλλα από πολύ νέα βλέπει τα έργα της να γίνονται ιδιαίτερα περιζήτητα. Ο μνημειώδης πίνακας της The Horse Fair, τον οποίο περιέγραψε ως την προσωπική της ζωφόρο του Παρθενώνα, περιόδευσε την Ευρώπη και την Αμερική, κερδίζοντας της διεθνή φήμη και αποσπώντας θαυμασμό. Το έργο τελικά πουλήθηκε στον Κορνήλιους Βάντερμπιλντ ο οποίος αργότερα το δώρισε στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης. Οι Γάλλοι κριτικοί θρήνησαν την απώλεια αυτού που ήδη θεωρούνταν εθνικός καλλιτεχνικός θησαυρός. Φήμες λένε ότι ο Ναπολέων Γ’ προσπάθησε να το αγοράσει πίσω, αλλά δεν τα κατάφερε μιας και η τιμή ήταν πλέον απαγορευτικά υψηλή. Η απόκτηση του έργου απ τον πάμπλουτο Αμερικανό, έδειχνε την εκτίμηση και τον θαυμασμό που έτρεφε ο νέος κόσμος για εκείνη. Μα η στοργή ήταν αμοιβαία, καθώς η ίδια η Ρόζα Μπονέρ είχε πάθος για την Αμερική, ειδικά για την αισθητική, τις αποχρώσεις, τα άλογα, τα ζώα της Άγριας Δύσης, αλλά και την τέχνη, τη γεωμετρική έκφραση και τον πολιτισμό των Αμερικανικών φυλών αυτοχθόνων.

Η φιλία με τον Μπάφαλο Μπιλ, τιμές και κέρδη
Κατά τη διάρκεια της Διεθνούς Έκθεσης στο Παρίσι του 1889, η Μπονέρ συνάντησε τον θρυλικό Μπάφαλο Μπιλλ που βρισκόταν στην πόλη με το σόου του. Αφού παρακολούθησε πολλές από τις παραστάσεις του, τον κάλεσε να μείνει στο σπίτι της. Κυνηγούσαν μαζί αγριογούρουνα και η Ρόζα Μπονέρ ζωγράφισε το πορτρέτο του. Εκείνος με τη σειρά της έδωσε ως δείγμα ευγνωμοσύνης ένα παραδοσιακό ένδυμα της φυλής των Σιού. Έμειναν μαζί για πολύ καιρό και φίλοι μέχρι τέλους. Η Ρόζα Μπονέρ είναι πια γνωστή ως μια από τους καλύτερους εν ζωή ζωγράφους. Λάμβανε παραγγελίες από τη γαλλική κυβέρνηση, παρουσιαζόταν στις σπουδαιότερες γκαλερί και πραγματοποίησε μια έκθεση στο World’s Far του 1893 στο Σικάγο. Η βασίλισσα Βικτώρια της Αγγλίας ήταν θερμή θαυμάστρια της. Το αποκορύφωμα της φήμης της ήρθε το 1865 όταν της απονεμήθηκε το διάσημο παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής. Η κόκκινη κορδέλα του κορυφαίου διακρατικού, στόλιζε σχεδόν πια όλα της τα σακάκια και έγινε άλλο ένα βασικό χαρακτηριστικό της «στολής» της με το παντελόνι. Με την απονομή του παρασήμου, η Ρόζα Μπονέρ έγινε η ένατη γυναίκα που έλαβε το παράσημο και η πρώτη γυναίκα των τεχνών. Έχοντας αποκομίσει αμύθητα κέρδη, αγόρασε το Chateau de By, ένα πανέμορφο κάστρο όπου δημιούργησε ένα τεράστιο στούντιο καθώς και ένα μεγάλο κήπο με ελεύθερα ζώα. Ένα ζευγάρι λιονταριών σε ειδικό χώρο, ελάφια, άγρια πρόβατα, γαζέλες, άλογα περιτριγύριζαν το υπέροχο κάστρο της. Κάποτε ένας φίλος της πήγαινε ένα γράμμα για πέσει πάνω σε ελεύθερο λιοντάρι έξω απ την πόρτα της!

40 χρόνια με την Ναταλί
Δεν παντρεύτηκε ποτέ . Δεν έκανε παιδιά. Χωρίς να προσποιείται για την σεξουαλικότητα της, πράγμα αδιανόητο για την εποχή της, δεν είπε ποτέ ρητά ότι ήταν λεσβία, αλλά ο τρόπος ζωής της και ο τρόπος που μιλούσε για τις συντρόφους της αυτό υποδηλώνουν. Είχε μια σχέση διάρκειας 40 ετών με την φίλη από τα παιδικά της χρόνια, Ναταλί Μικά. Ήταν αχώριστες και ζούσαν μαζί μέχρι που η Ναταλί πέθανε. Μετα από λίγο καιρό η Ρόζα γνώρισε και έζησε μαζί με την πολύ μια νεότερη της, Αμερικανίδα ζωγράφο, Ανν Κλούμπκ. Η Ρόζα Μπονέρ έζησε στο Chateau du By μέχρι το θάνατό της, στις 25 Μαΐου 1899, σε ηλικία 77 ετών. Τράφηκε μαζί με τη Ναταλί, τη δια βίου σύντροφό της, στο νεκροταφείο Père Lachaise, στο Παρίσι.

Η σχέση με την Ανν και η κληρονομιά της
Η Ανν Κλούμπκ ήταν η μοναδική της κληρονόμος. Επηρέασε αμέτρητους καλλιτέχνες στην εποχή της, συμπεριλαμβανομένων των ιμπρεσιονιστών, που εκτιμούσαν ιδιαίτερα τη ματιά της πάνω στον φυσικό κόσμο. Μαζί με άλλους ρεαλιστές ζωγράφους του 19ου αιώνα, για μεγάλο μέρος του 20ου δεν ήταν της μόδας. Ωστόσο, το 1978 η Γαλλική κυβέρνηση στέλνει έργα της στην Κίνα στο πλαίσιο μια συνολικής αφιερωματικής έκθεσης και η φήμη της αναβιώνει. Το η ιστορικός τέχνης Λίντα Νικόλιν στο δοκίμιο της «Γιατί δεν υπήρξαν μεγάλες γυναίκες καλλιτέχνες;», που συγκλόνισε τη φεμινιστική ιστορία και θεωρία της τέχνης , περιέχει μια ολόκληρη ενότητα «Rosa Bonheur». Το 2008 το έργο της «Monarchs of the Forest», πουλήθηκε σε δημοπρασία περισσότερο από 200.000 δολάρια. Στις 16 Μαρτίου του 2022, η Google τίμησε τη Ρόζα Μπονέτ για τον εορτασμό των 200 χρόνων από τη γέννησή της. Η ζωγράφος με τα παντελόνια λοιπόν, συνεχίζει να εμπνέει καλλιτέχνες στον εικοστό πρώτο αιώνα, συμπεριλαμβανομένης της διάσημης Μόλλυ Λουκ, η οποία ανέφερε την πρώτη φορά που είδε το Horse Fair ως καθοριστική στιγμή στην καλλιτεχνική της εκπαίδευση, και τον υπέροχο Γουέν Τιμπό. Η μνήμη σ αυτή την εξαιρετική γυναίκα – καλλιτέχνιδα, την πρωτοπόρο και ανυποχώρητη στο τρόπο που ήθελε να ζήσει τη ζωή της, είναι το ελάχιστο που οφείλουμε.
