
Ήταν μια γλύκα! Σα δροσερό αεράκι, χάιδευε με την εικόνα της τους άλλους προκαλώντας ασυναίσθητα χαμόγελα. Χάριζε όνειρο αθωότητας και νιότης. Ήταν Ρεμπέκα Σέιφερ, θύμα stalking που έκανε την Αμερική να αλλάξει νομοθεσία για την ιδιωτικότητα. Για τον θύτη ειπώθηκαν πολλά! Δικηγόροι, ψυχίατροι, ο ίδιος ενοχοποιούσαν το βραβευμένο με Πούλιτζερ βιβλίο του Νόρμαν Μέιλερ «Τραγούδι του εκτελεστή», που πραγματευόταν την εκτέλεση του δολοφόνου Γκάρι Γκίλμορ. Έφταιγε και παράσυρε τον δολοφόνο και το «Εν ψυχρώ» του Τρούμαν Καπότε, το θρυλικό βιβλίο για την αναίτια εκτέλεση μιας οικογένειας στο Χόλκομπ του Κάνσας, με την επικέντρωση στην θραυσματική προσωπικότητά του ενός εγκληματία του Έντουαρντ Πέρι Σμιθ. Τα δυο non fixion βιβλία είχαν άλλωστε προκαλέσει τόσο ντόρο στην αμερικανική κοινωνία, αλλά και αυτός ο δολοφόνος κρατούσε μαζί του ένα αντίτυπο του «Φύλακας στην σίκαλη», ως ένας και αυτός μιμητικός στην μισανθρωπία του Χόλντεν Κόλφιλντ, όπως τον έπλασε ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ. Τέλος ο φονιάς της Ρεμπέκα Σέιφερ, ενοχοποίησε τους U2 και το τραγούδι τους, «Exit», που μιλά για τις αντιδράσεις ενός φονιά του κοριτσιού που αγαπουσε. Μάλιστα στο δικαστήριο, έβαλαν το τραγούδι να παίξει για να δουν τις αντιδράσεις του! Όμως, πως ξεκίνησε αυτή η τόσο θλιμμένη, παράλογη, φρικώδης ιστορία;

Η γλυκιά Ρεμπέκα γίνεται διάσημη
Η Ρεμπέκα Σέιφερ μεγάλωσε στο πανέμορφο Όρεγκον, δίπλα στον επιβλητικό Ειρηνικό Ωκεανό, σε μια γη με πράσινα βουνά, παντοδύναμα ηφαίστεια, αρχαία δάση, βουερούς καταρράκτες, καταπράσινα ποτάμια, ξανθές παραλίες, ολομπλε λίμνες και κατοικημένες από την αρχή της ανθρωπότητας σπηλιές. Η μητέρα της ήταν συγγραφέας και ο πατέρας της παιδοψυχολόγος. Στην εφηβείας, έκανε τα πρώτα βήματά της στο μόντελινγκ σε καταλόγους με ρούχα και κάποια διαφημιστικά στην τοπική τηλεόραση. Το 1984 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, εκεί όπου συναίβεναν όλα. Όμως, ο ανταγωνισμός ήταν αδυσώπητος.

Η γλυκιά, όλο δροσιά κοπέλα, με όλες της χάρες της αμερικανικής ήβης πάνω της, δεν ξεπερνούσε το 1.70 σε ύψος, δεν έκανε για πασαρέλες και πάρα ήταν το απλά χαριτωμένο, αθώο κορίτσι του επαρχιακού High School. Αυτά όμως τα χαρακτηριστικά, ύστερα από πολλές απορρίψεις και απογοητεύσεις, τράβηξαν την προσοχή της συντακτικής ομάδας του εφηβικού περιοδικό Seventeen και την έκαναν εξωφυλλο. Οι εφηβες των ΗΠΑ είδαν στο φωτεινό χαμόγελο της, ένα καθρέφτισμα ιδανικό των εαυτών τους και την λάτρεψαν. Οι παραγωγοί μιας κωμικής σειράς του My Sister Sam, που θα ξεκινούσε, την ξεχώρισαν και της έδωσαν τον ρόλο της Πάττι, της αδερφής της πρωταγωνίστριας. Η σειρά είχε μεγάλη επιτυχία, αγαπήθηκε από το νεανικό κοινό και η Ρεμπέκα Σέιφερ έγινε διάσημη με φανατικούς θαυμαστές. Ένας από αυτούς ήταν και ο 19χρονος Ρόμπερτ Τζον Μπάρντο…

Η εμμονή του Ρόμπερτ Τζον, από το Τούσον της Αριζόνα
Ο Ρόμπερτ Τζον ήταν το τελευταίο από τα επτά παιδιά ενός πρώην αξιωματικού της Πολεμικής Αεροπορίας στην Αμερική και ζούσε στο ερημικό, καυτό τοπίο με τους τεράστιους κάκτους του Τούσον της Αριζόνα. Ο μεγαλύτερος αδερφός του έκανε μπούλινγκ και τον κακοποιούσε. Ο Μπάρντο έλεγε ότι θα αυτοκτονήσει. Ήταν καλός και επιμελής μαθητής, αλλά μνησίκακος και εύθικτος, τόσο ώστε να στέλνει απειλητικά μηνύματα σε συμμαθητές ή και καθηγητές που θεωρούσε ότι τον συκοφαντούσαν, μιλούσαν για αυτόν ή τον αγνοούσαν. Στην εφηβεία του διαγνώστηκε με διπολική διαταραχή και νοσηλεύτηκε δύο φορές για να θεραπευτεί. Στην ηλικία των 16 παράτησε το σχολείο και άρχισε να δουλεύει σε ένα fast food. Μισούσε τη δουλειά του και ήταν συνέχεια θυμωμένος. Ήταν επιθετικός και ξέσπαγε στην οικογένεια του, με αποτέλεσμα να συλληφθεί τρεις φορές για ενδοοικογενειακή βία. Έβριζε τους περαστικούς. Ήταν επιθετικός λεκτικά και έκανε προσβλητικές χειρονομίες σε άγνωστους και περαστικούς στον δρόμο χωρίς κανέναν λόγο. Με αυτή τη διαταραγμένη ψυχασθένεια ο 19χρονος Μπάρντο βρίσκει διέξοδο στο να ονειρεύεται την Σέιφερ.

Είχε γεμίσει το δωμάτιό του με φωτογραφίες της νεαρής σταρ. Νόμιζε πως είχαν μια κατάδική τους επικοινωνία και πως ήταν το τέλειο ταίριασμα για αυτόν. Η πραγματικότητα του ινδάλματος και η συνθήκη του θεάματος με την ψευδαίσθηση του είχαν μπλεχτεί επικίνδυνα. Άρχισε να την βομβαρδίζει με γράμματα τρελού ερωτικού θαυμασμού, όπως χιλιάδες άλλοι θαυμαστές της, αλλά πιο παράφορα. Εκείνη κάποτε, του απάντησε τυπικά και με σεβασμό. Του έγραψε πως τα γράμματα του ήταν από τα πιο γλυκά και όμορφα που είχε λάβει ποτέ της, του ζωγράφισε ένα πολύχρωμο σήμα της ειρήνης και μια ροζ καρδιά και έκλεισε την απάντησή της με τη φράση «Με αγάπη, Ρεμπέκα». Ο Μπάρντο ενθουσιάστηκε! Ω! Αυτός την αγαπούσε και εκείνη, τον ξεχώριζε από΄ όλους! Ήταν γραφτό τους να ναι μαζί για πάντα… Όπως αυτός θα αποφάσιζε!

Διωγμένος από’ το studio
«Ήρθε στη ζωή μου την κατάλληλη στιγμή. Ήταν υπέροχη, όμορφη και η αθωότητά της με εντυπωσίασε. Ήταν η θεά μου, το είδωλό μου. Από τη στιγμή που την είδα, έγινα άθεος. Λάτρευα μόνο εκείνη», θυμήθηκε ο θύτης της αθωότητας και της γλύκας, της Ρεμπέκα, αργότερα. Έγραφε στο ημερολόγιο του ότι ήθελε να γίνει διάσημος για να την εντυπωσιάσει. Κολλούσε κάθε δημοσίευμα για εκείνη σε μεγάλα τετράδια και το δωμάτιο του ήταν ένας αφιερωματικός σχεδόν ναός για την ανύποπτη θεότητα του. Σε λίγο θα κατασκεύαζε στο νου του και τον βωμό των θυσιών! Τον Ιούνιο του 1987 ο Μπάρντο πήρε ένα αρκουδάκι, ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα και πήγε στα στούντιο της σειράς όπου εργαζόταν η Σέιφερ. Οι φύλακες τον σταμάτησαν και αναγκάστηκε να φύγει. Έναν μήνα αργότερα, επέστρεψε. Όμως, αυτή τη φορά το αρκουδάκι είχε αντικατασταθεί με μαχαίρι. Οι φύλακες του στούντιο τον έδιωξαν ξανά. Στο μυαλό του Μπάρντο ήταν μόνο μια χαμένη μάχη. «Δεν χάνω. Τελεία και παύλα» σημείωσε, εκείνη, την ημέρα, με θυμωμένα γράμματα, παράταιρα και βιαστικά, στο ημερολόγιό του. Όμως επέστρεψε στο οικογενειακό του σπίτι, στο Τούσον και ξέχασε την Ρεμπέκα. Είχε τώρα βρει νέες θεότητες να λατρεύει. Στο τοίχο του οι αφίσες αντικαταστάθηκαν με τα φρέσκα πρόσωπα και τα ελαφρά ντυμένα κορμιά της Ντέπι Γκίμπσον, της Μαντόνα και της Τίφανι. Δεν ξέρει από τις τρεις, ποια να πρωτοδιαλέξει. Μπορεί να είναι ερωτευμένος με όλες του; Ναι! Μπορεί! Και αυτές όμως, από τις χρωματιστές αφίσες τους, τον κοιτάνε, τόσο λάγνα… Ξέρουν… συναινούν…

O θυμός και το τρομακτικό stalking
Ο καιρός περνά. Μια μέρα ο Μπάρντο βλέπει την ταινία Class Struggle in Beverly Hills. Παίζει η παλιά του αγαπημένη, η αθώα, σχεδόν αγγελική Ρεμπέκα. Μα τι κάνει; Φιλάει ξετσίπωτα έναν άλλον; Γδύνεται; Κάνει έρωτα; Είναι έξαλλος μαζί της. Γι’ αυτόν είναι αληθινό το σινεμά. Είναι λαθραίες ματιές στη ζωή της. Και αυτή πως μπόρεσε να τον προδώσει; Να τον ξεγελάσει; Θα γελάει μαζί του τώρα! Είναι κι αυτή «μια από τις πόρνες του Χόλιγουντ»! Πρέπει να τιμωρηθεί! Να πονέσει! Να πληρώσει με το ίδιο νόμισμα την οδύνη του! Η παράνοια τον καταπίνει. Ζωγραφίζει ένα σχέδιο του κορμιού της γυμνό και σημαδεύει σε ποια σημεία του σώματός της, με λεπτομέρειες στο σχέδιο, θα την πυροβολούσε. Ζήτησε από τον μεγάλο αδερφό, εκείνον που υποτίθεται τον κακοποιούσε κάποτε να του πάρει ένα πιστόλι. Ο Μπάρντο άρχισε να ψάχνει τη διεύθυνσή της. Έφυγε από τη Τουσόν και άρχισε να κυκλοφορεί στους δρόμους με μία φωτογραφία της στο χέρι και να ρωτά τους περαστικούς αν ήξεραν πού είναι το σπίτι της. Δεν έπαιρνε απαντήσεις. Μοχθηρά και ύπουλα, προσέλαβε έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ για να εντοπίσει που βρίσκονταν η νεαρή σταρ. Ήταν πια έξω από την πόρτα της…

«Έβγαλα το πιστόλι και… πίου»
18 Ιουλίου 1989. Ο Μπάρντο χτυπάει το κουδούνι της Ρεμπέκα. Εκείνη ανύποπτη, χαλαρή στην ασφάλεια του σπιτιού της, ανοίγει. Είναι μεγάλος θαυμαστής της, έκανε εξουθενωτικό ταξίδι, της είχε γράψει κάποτε και του είχε απαντήσει, απλά να την δει από κοντά ήθελε! Η Ρεμπέκα Σέιφερ χαμογελάει γλυκά, τον ευχαριστεί, του δίνει το χέρι της και ευγενικά τον αποχαιρετά. Εκείνος κάθεται λίγο κοιτάζοντας την κλειστή πόρτα. Ο αέρας γύρω μυρίζει το άρωμα των μαλλιών της. «Μια από τις πόρνες του Χόλιγουντ»! Έφυγε. Πήγε να φάει ένα τσίζμπεργκερ και να πιει μια σόδα. Σε μια ώρα, ήταν, ξανά, έξω από τη πόρτα της Ρεμπέκα και χτυπούσε το κουδούνι της. Εκείνη, όταν τον είδε, ξανά, τρομοκρατήθηκε! Δεν πρόλαβε να καλέσει την αστυνομία! Του φώναξε πως θα το κάνει. Να την αφήσει ήσυχη. «Είχε αυτή την παιδική φωνούλα. Ακουγόταν σαν παλιόπαιδο και γυρνάει και μου λέει ότι της σπαταλούσα τον χρόνο. Της σπαταλούσα εγώ τον χρόνο! Ό,τι και να πίστευα για εκείνη, αυτό που είπε ήταν πολύ σκληρό. Άρπαξα την πόρτα. Έβγαλα το πιστόλι από την τσάντα μου και πίου. Άρχισε να ουρλιάζει και να φωνάζει, «γιατί;» ξανά και ξανά». Ο Μπάρντο την πυροβόλησε στο στέρνο. Η Ρεμπέκα έπεσε πίσω, πάνω στο πάτωμα στην ανοιχτή είσοδο του σπιτιού της. Ο φονιάς έμεινε να την κοιτάει χωρίς συναίσθηση του χρόνου και να παρατηρεί πως άλλαζε το πρόσωπο της ενώ χάνονταν η ζωή της. Ένας γείτονας άκουσε τους πυροβολισμούς και φωνάζοντας έτρεξε προς το σπίτι της κοπέλας. Το κορίτσι δεν είχε σφυγμούς. Κοίταξε γύρω και είδε έναν άνδρα με κίτρινη μπλούζα να τρέχει με όλη του τη δύναμη. Ο γείτονας, κάλεσε ασθενοφόρο. Την μετέφεραν στο πιο κοντινό νοσοκομείο. Μισή ώρα αργότερα, η γλυκιά, όμορφη, δροσερή, τόσο νέα Ρεμπέκα Σέιφερ ξεψύχησε από τη σφαίρα στο στήθος της. «Τι πως το έκανα; Έβγαλα το πιστόλι και… πίου» θα πει ο Μπάρντο, αργότερα στην αστυνομία…

Οι αυστηροί νόμοι για το stalking
Η αστυνομία, την επομένη μέρα, εντόπισε και συνέλαβε Ρόμπερτ Τζον Μπάρντο, που ομολόγησε σχεδόν με περηφάνεια, το έγκλημά του. Κατά τη διάρκεια της δίκης ο Μπάρντο καθόταν ήρεμος και δεν αντιδρούσε σε ό,τι και αν έλεγαν οι μάρτυρες εναντίον του. Όταν το τραγούδι των U2 «Exit» άρχισε να ακούγεται από τα ηχεία της δικαστικής αίθουσας εκείνος με ευχαρίστηση άρχισε να το σιγοτραγουδά. Οι στίχοι μιλούν για έναν άνδρα που πυροβόλησε την αγαπημένη του. Σα να είχε γραφτεί για εκείνον, ε; Όπως και τα βιβλία! Εκείνα του Νόρμαν Μέιλερ, του Τρούμαν Καπότε, του Σάλιντζερ. Όμως κανένα τραγούδι δε θα γράφονταν για αυτόν και κανένας σπουδαίος συγγραφέας δεν θα τον έκανε ήρωα στην λογοτεχνία. Ήταν μισητός και κανείς δεν έβλεπε έστω μια ακτίνα φως στις σκοτεινιές της ύπαρξης του. Οι U2 με συντριβή, ανακοίνωσαν πως ποτέ μα ποτέ, δεν ξανατραγουδούσαν αυτό το τραγούδι! Οι μεγάλοι συγγραφείς τον καταδίκαζαν σε σιωπή. Σε λίγο θα ξεχνιόταν και το όνομα του και θα τον αποκαλούσαν «εκείνος από την Αριζόνα». Διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια. Όμως, δε πήγε σε κλινική. Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Στη φυλακή ο Μπάρντο άρχισε να ζωγραφίζει. Έφτιαχνε τα πορτρέτα διάσημων καλλιτεχνών και τα έστελνε στα φαν κλαμπ τους. Μια μέρα ζωγράφισε με στυλό και την Σέιφερ. Από κάτω έγραψε «Στην μνήμη της Ρεμπέκα Σέιφερ». Μία μέρα ένας συγκρατούμενός του που είχε κατηγορηθεί επίσης για δολοφονία, τον μαχαίρωσε 11 φορές. Επέζησε. Αφού νοσηλεύτηκε λίγες μέρες, επέστρεψε στο κελί του. Συνέχισε να ζωγραφίζει και να φτιάχνει σχέσεις στο μυαλό του με διάσημες γυναίκες. Ο θάνατος της Ρεμπέκα Σάιφερ οδήγησε στη ψήφιση αυστηρότερων νόμων. Το stalking, η εμμονική παρακολούθηση κάποιου θεωρήθηκε και επισήμως έγκλημα. Απαγορεύτηκε να δίνονται οι διευθύνσεις κατοίκων και να αποκαλύπτονται προσωπικά δεδομένα. Ο φόβος όμως πια, υπήρχε και είχε το όνομα «εκείνου από την Αριζόνα». Είχε την απελπισία των σπαρακτικών ερωτήσεων της Ρεμπέκα: γιατί; γιατί; γιατί;