
«Έλα να αρχίσουμε μουχαμπέτια», μου λέει, ξανθιώτικα. Είναι στο διαμέρισμα της στην Αθήνα, μες στο ημίφως, αερικά αδύνατη και φίνα ξανθιά, με ένα σκούρο κραγιόν στο πρόσωπο. Τη θαυμάζω! «Μπα! Πιο πολύ φωτογενής, παρά όμορφη είμαι» γελάει. Έχει στη φωτιά κατσικάκι και ναι, προλαβαίνει και μαγειρεύει και αλλιώς δε λέει! Μόλις τελειώσουμε, θα πάει στη κατάληψη των καλλιτεχνών, στο πλαίσιο αυτού του κινήματος που βρίσκει «μαζικό, φωτεινό και πολύ συγκινητικό! Είναι βαθιά συναισθηματικό πράγμα όλο αυτό. Ξεσπάει μια γενιά, που την κοροϊδεύαμε οι μεγαλύτεροι, ως παιδιά του Ινσταγκραμ και που έσασαν με οδηγό το συναίσθημά τους. Αρθρώνουν πολίτικό λόγο ουσίας, που τον περνάνε απ τη καρδιά. Είναι η συνέχεια του Me Too, η αντίδραση που ξέσπασε με φόρα στη παθογένεια δεκαετιών. Ξέρεις, φίλη, έχω μαθητή, που διαπρέπει στο θέατρο και σε πολύ καλές σειρές στη τηλεόραση, έναν κούκλο, που έκλαιγε στην αγκαλιά μου, γιατί ο πατέρας του, η οικογένεια του, τον πίεζαν και του έλεγαν «κάνε αυτό το πράγμα σαν χόμπι, αλλιώς που πας στο θέατρο; πούστης θα γίνεις»;
-Έλα, τώρα! Λέγονται ακόμα τέτοια;
«Ναι! Λέγονται, ακόμα, τέτοια! Και ναι! Ετσι μας βλέπει και το κράτος! Τύπου «δουλέψετε σερβιτόροι το πρωί και στο τουρισμό και το βράδυ, άντε κάντε και τέχνη για το χόμπι. Αλλά θα το βρουν μπροστά τους! Το βρήκαν, ήδη!».
-Αισιόδοξη, λοιπόν;
«Πάντα, όταν περνάμε στη δράση. Η δράση έχει ζωή, μύες, κόκκαλα, διάφραγμα. Κινητοποιεί τη κάρδιά, τις ορμόνες. Είναι ερωτικό πράγμα και γίνεσαι αισιόδοξος. Όπως κάνουμε στο θέατρο. Όταν το σκεφτόμαστε είναι όλα δύσκολα. Όταν αρχίζουμε και κινούμαστε, ξεμπλοκάρουμε και δρούμε ελεύθερα. Η κίνηση, η δράση ξεμπλοκάρουν. Τώρα δρα μια ολόκληρη γενιά και παρασύρει και τις προηγούμενες. Κηροζίνη καίνε τα μικρά, κηροζίνη! Και τρέχουμε και εμείς».
-Και το Me Too στην Ελλάδα, γιατί έμεινε στον αθλητισμό και στη υποκριτική και μετά τίποτα;
«Δε ξέρω. Η τιμωρητική συμπεριφορά απέναντί στα θύματα και το τι συμβαίνει σε μια δίκη, όπου ξανά και ξανά, επαναλαμβάνεται η κακοποίηση, αποτρέπει απ το να μιλήσουν. Θέλει πολλά καντάρια γενναιότητας να το κάνεις. Είναι τιμωρειτικό το περιβάλλον. Καταλαβαίνω. Τις καταλαβαίνω, τους καταλαβαίνω. Όλες όσες και όλοι όσοι μίλησαν διασυρθήκαν, κακοποιήθηκαν και βιάστηκαν ξανά και ξανά. Όσες και όσοι το έκαναν είναι γενναία πλάσματα. Αλλά τι να περιμένεις, όταν όλοι αυτοί είναι έξω και η καθαρίστρια που πλαστογράφησε ένα απολυτήριο δημοτικού, είχε καταδικαστεί 10 χρόνια, μέσα. Ο κάθε βιαστής, ο κάθε κακοποιητής, θα ανακουφίζεται πως «α! Δεν το πλήρωσα και ακριβά»! Άρα θα ξαναγίνει».

-Μικρή σε φωνάζανε Πόπη;
«Νόπη! Ακόμη, η οικογένεια μου, έτσι, με φωνάζει. Νοπάκι. Και τα παιδιά της φίλης μου, που τα μεγάλωσα, Νοπάκι με λένε».
-Ξάνθη, πίσω στα χρόνια. Είσαι παιδί. Πες μου τις δυο πιο έντονες εικόνες σου…
«Μια είναι να πηδάω τα κάγκελα, το μεσημέρι και να παίζω μόνη μου, κάτω από τον ήλιο, στην γειτονιά μου. Μια άλλη είναι με μένα, έξι χρονών, στη κατασκήνωση και να γίνεται η επιστράτευση και η φίλη μου, να φωνάζει «πάμε να πολεμήσουμε!». Περνάγανε τα τανκς και κοιτάζαμε και μετά θυμάμαι να μας μαζεύουν με τα πούλμαν. Και όταν πρωτοβγήκε η τηλεόραση, η δικιά μας είχε δυο κουμπιά, ένα ασημένιο και ένα κόκκινο. Και λέγαμε τώρα που είναι ασπρόμαυρη πατάμε το ασημένιο και όταν θα γίνει έγχρωμη θα πατάμε το κόκκινο. Φυσικά η τηλεόραση είχε ένα σεμέν απάνω της. Παντού είχαμε σεμέν στο σπίτι».
-Ε, τότε τα θεωρούσαμε κάπως και μετά η μόδα τα βάφτισε μπόχο και είναι πολυτελείας. Για πες…
«Εμείς είχαμε πάρα πολλά, σου λέω. Α! Σου χω πει τι δουλειά έκανε η μανά μου;»…
-Όχι, ρε συ!
«Ήταν κεντήστρα επαγγελματίας! Έκανε προίκες και προίκες! Σε μουσουλμάνες και σ’ Ελληνίδες. Και μίλαγε και Τουρκικά και Πομάκικα. Απ’ αυτην έμαθα κι εγώ και τις τρεις γλώσσες. Έκανε, πιο πολύ παρέα με τις μουσουλμάνες. Τη μαλώναμε με τον πατέρα, που κάπνιζε και πήγαινε στη Εμινέ, στο μπαχτσέ της, που είχε πάντα τσιγάρα και κάπνιζαν. Όταν έφυγε η μάνα μου, την έκλαψαν οι μουσουλμάνες. Τώρα όταν πάω στα νεκροταφεία, έχω ένα τελετουργικό στη διαδρομή. Περνάω μπροστά απ το μπαχτσέ της Εμινέ. Μόλις με βλέπει φωνάζει; «περίμενε, περίμενε!». Χάνεται και μετα έρχεται με το πιο ωραίο τριαντάφυλλο. «Αυτό είναι για το μαμά σου» λέει πάντα. Πρόσεξε για «το μαμά σου», όχι «τη»…»…
-Μωρέ! Ζει η Εμινέ, μετά από τόσα τσιγάρα;…
«Ζει! Ζει! Βέβαια είναι πολύ μεγάλη! Αλλά ζει και… καπνίζει».
-Εσύ;
«Τι αν καπνίζω; Όχι. Καμία φορά, για την παρέα, ανάβω για να καίγεται».
-Πόσο χρονών έφυγε η μαμά σου, Νόπη;
– «55! Όσο, είμαι εγώ τώρα».
-Ε καλά και εσύ τώρα! Για σταμάτα! Και για τον βουβό παραλληλισμό και που λες τα χρόνια σου!
-«Ε, πως! Τα λέμε τα χρόνια! Πρέπει να τα λέμε»!

-Θεσσαλονίκη και φοιτητική ζωή και σπουδές στη Γεωπονία στο Αριστοτέλειο. Οι σπουδές μάλλον, δε σε γέμισαν. Η πόλη;
«Τα δυο πρώτα χρόνια σαν φοιτήτρια, ήταν σα να πήγα λουνα παρκ! Επαρχιωτάκι εγώ και η ζωή έμοιαζε ξαφνικά να αρχίζει μετά τον Νέστο. Ούτε στη Νέα Υόρκη να βρισκόμουνα! Η Θεσσαλονίκη ήταν για μένα ένα τεράστιο πεδίο διερεύνησης. Η αρχή του τούνελ της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων. Η ρωγμή που χώρεσα κάπου άλλου. Ήταν μια έντονη φοιτητική ζωή, τότε που δεν είχαμε όχι βέβαια κινητό τηλέφωνο, αλλά ούτε σταθερό. Ένα βρακί στη τσάντα ρίχναμε και τα υγρά για τους φακούς επαφής, φεύγαμε και ούτε που ξέραμε που θα κοιμηθούμε το βράδυ. Μετά το τρίτο έτος, αυτή η ζωή έγινε βαρετή. Αλλά είχα περάσει τα μισά μαθήματα και δε το χάριζα το πτυχίο. Όταν πέρασα στη Σχολή, πίστευα πως θα έκανα έρευνα και πως όλοι μαζί θα σώσουμε το κόσμο απ τη πείνα. Βρήκα ένα τεράστιο εξεταστικό κέντρο. Μου έλεγαν για μάθημα που γουστάρω να πάρω, για παράδειγμα, «μη! Όλους τους κόβει. Πάρε το άλλο, να εξασφαλίσεις ένα πενταράκι». Και βρώμα. Και φοιτητικές παρατάξεις. Ε, ανακάλυψα πως είμαι και γκόμενα και ωραία και μετά πάταγα στη Σχολή μόνο για τις εξετάσεις. Δούλευα σε μπαρ και κλαμπ, στη Προξένου Κορομηλά. Ήμουνα όλο ξενύχτι! Μεγάλες στιγμές».
-Και Αθήνα! Γιατί ήρθε η Νόπη στην πρωτεύουσα;
«Ήρθαν όλα μαγικά, χάρη στον υπέροχο Παναγιώτη Ευαγγελίδη -πριν λίγο μιλάγαμε, να ξέρεις! Τέτοιες μέρες ήταν! Είχα πολύ καλούς φίλους, ένα ζευγάρι, τους Σάκηδες, που ζούσαν στο διαμέρισμα τους, στη Προξένου Κορομηλά. Εγώ μόλις έχω ράψει ένα κοστούμι, σακάκι και φούστα κλος, ριγέ, το χω πάρει και πεθαίνω να το δοκιμάσω αμέσως. Τρέχω λοιπόν στους Σάκηδες και μπαίνοντας μέσα βλέπω έναν κούκλο και μου λέει «ποια είσαι εσύ, η όμορφή;». «Εγώ, είμαι η Παρθενόπη. Εσύ, ο παίδαρος ποιος είσαι;» του απαντάω, ενώ πετάω τα ρούχα, μένω με τα βυζιά έξω και προβάρω το κοστούμι μου. «Α! Εσύ θα έρθεις, μαζί μου, Αθήνα για Αποκριές» μου λέει. Και γνώρισα την Άντζελα Μπρούσκου. Ήταν 1990. Και κάπως έτσι, αρχίσαν όλα. Με την Άντζελα είχα πάει στη Κατάληψη στην Καλών τεχνών, με Παπαϊωάννου και Στελλάτου. Εκεί είδα ανθρώπους να κινούνται πολύ αργά, με κλασσική μουσική. Μαγεύτηκα. «Μ αρέσει», σκέφτηκα, «θα μείνω». Είχα να κάνω το τελευταίο έτος στη σχολή στη Θεσσαλονίκη και άρχισα να έρχομαι και να ζω πιο πολύ εδώ. Ήμουνα σε μια διαρκή μετακίνηση. Άρχισα να κάνω σεμινάρια με φωνή, αναπνοή. Ήμουνα ακόμη αθλήτρια στο μπάσκετ. Άρχισα να ανακαλύπτω κάτι που μου φαίνονταν σημαντικό. Μου, λέει η Άντζελα, «δε δίνεις εξετάσεις σε Δραματική;». Και έδωσα στη Βεάκη. Όταν εσύ τέλειωνες, εγώ ξεκίναγα. Τέλειωσα και με τη Θεσσαλονίκη, παίρνοντας πτυχίο. Και να…»…
-Τελικά; Ποια πόλη είναι δικιά σου; Ποια είναι η γειτονιά σου;
«Η Ξάνθη. Το Σαμακώβ, απ τη δώθε μεριά της Παλιάς Πόλης. Εκεί, που είναι το σπίτι, πίσω απ το γήπεδο του ποδοσφαίρου. Το μπαλκόνι μας έβγαινε πάνω ακριβώς απ το γήπεδο και βλέπαμε μπάλα, τον ΑΟΞάρα, τις Κυριακές. Και όλοι μας θυμόταν τις Κυριακές φυσικά και ερχόταν επίσκεψη να δουν το ματς».

-Μ αρέσει που λες «μπάλα» το ποδόσφαιρο! Πάμε πάλι Αθήνα, όμως και πότε βγαίνεις στο θέατρο;
«Ήμουνα, στη Σχολή ακόμα και αρχίσαμε παραστάσεις στο Κτήριο Καλλιτεχνών. Κάναμε τον Μισάνθρωπο του Μολιέρου, τον Μάιο του 1994. Ήμουνα στο Β έτος. Κι όμως! Πέρασαν 29 χρόνια! Είχε έρθει θυμάμαι, να μας δει και απ τη σχολή ο Αντώνης Τέμπας -που μας έκανε φωνητική, όπως θυμάσαι!- με την Πάγια Βεάκη. «Μοιάζεις με μια πολύ μεγάλη» μου είπε με την χαρακτηριστική άρθρωση σου (η Παρθενόπη τον μιμείται), αλλά δε θα στη πω, να μη πάρουν αέρα τα μυαλά σου». Του άρεσα, που ήταν δύσκολος, λόγω ταπεραμέντου. Κλώτσαγα! Έδερνα. Δεν ήμουν σαν τα αλλά κορίτσια. Πήγαινα εκείνα τα χρόνια, στη σχολή με σκισμένα τζιν και αρβύλες. Πιο αγρίμι ήμουνα, απ τα αλλά κορίτσια».
-Διδάσκεις Παρθενόπη στους νέους που σπουδάζουν αυτοσχεδιασμό και υποκριτική. Όλο αυτό με την υποτίμηση των σπουδών, άρα και της τέχνης και του καλλιτέχνη σε θυμώνει; Όμως, αλήθεια, έχουν αγακη οι καλλιτέχνες ο κράτος;
«Ναι. Γιατί το κράτος είναι αντανάκλασης της κοινωνίας. Οι καλλιτέχνες, εμείς, έχουμε να κάνουμε με ταν κόσμο. Δεν υπάρχουμε χωρίς αυτόν. Αν με υποτιμά το κράτος, άρα και η κοινωνία δε με παίρνει στα σοβαρά. Δε με εκτιμά. Αισθάνομαι παρίας και όχι παραγωγός. Κι όμως! Παράγουμε και μάλιστα κάτι πολύ ακριβό! Θυμάσαι τι σου είπα για το νέο ηθοποιό, που σκίζει και την απαξία της οικογένειας του; Ε! Ούτε η δικιά μου οικογένεια έκανε πάρτι όταν είδαν την επιλογή μου για την υποκριτική. Ένα αγοροκόριτσο, μια καλή αθλήτρια, μια αρίστη μαθήτρια, ηθοποιός; Πάθανε σοκ! Στην αρχή το έκρυβα! Ήμουνα στην Αθήνα και δεν είχα πάρει πτυχίο απ την Γεωπονία και ήμουν και μυστικοπαθής και δεν έλεγα τι κάνω. Είχε τρελαθεί η μάνα μου. Όταν έπαιξα στον «Μισάνθρωπο», Μολιέρο, της πήγε μια φίλη της, τη Γυναίκα που με είχε φωτογραφία. «Ε, πες το» ανακουφίστηκε «ότι κάνεις θέατρο και νόμιζα πως είσαι ή στη 17 Νοέμβρη η στους σατανιστές». Ήταν η εποχή τότε, με τους σατανιστές και εκεί πήγε το μυαλό της! Λέω, μ όλα αυτά, πως η επαλήθευση μας έρχεται απ το κοινό και δια μέσου του κράτους εκπαιδεύεται η κοινωνία, ώστε να αποδίδει την αξία σε εκείνους που έχουν. Αν το κράτος απαξιώσει τους καλλιτέχνες, το ίδιο θα κάνει και ο κόσμος, σε αυτούς μάλιστα, που τον καταγράφουν και τον αντανακλούν. Και αυτή η απαξία θα καθρεφτιστεί στο έργο μας».

-Θεάτρου Δωματίου. Άντζελα Μπρούσκου και κεφαλαιώδεις παραστάσεις στο ελληνικό θέατρο. Και τι δουλείες, αλλιώς είδαμε εκεί! Μισάνθρωπος, Δεσποινίς Julie, Μήδεια, Ναι της Καραπανου, Βόυτσεκ, Περιμένοντας…( κάτι για την πείνα…), Blasted και Σάρα Κέιν, Λεωφορείον ο Πόθος, Reality. Πως; Πότε; Τι έγινε; Τι κοινό μοιραστήκατε στη υποκριτική πράξη που θέλατε να κάνετε μαζί;
«Η Άντζελα προέρχονταν από το θέατρο Τέχνης και μαθήτευσε δίπλα στη Μίρκα Γεμεντζάκη και μυήθηκε σε όλο αυτό, που εκείνη είχε δουλέψει με την φωνή και την αναπνοή, την εμπειρία απ τις μεγάλες όπερες και το θέατρο, με τους Στάιν, Μπρουκ, Ουίλσον, Ίνγκμαρ. Είχανε κάνει μαζί στα αρχαία Ελληνικά τους Πρέσες, δουλειά που την καθόρισε. Έτσι, πρώτα μπήκα και εγώ, στη τεχνική της αναπνοής ήχου και λόγου, σωματικά και μετα στην υποκριτική στο λόγο. Δε ξέραμε τι θέλαμε να κάνουμε, αλλά τι δεν θέλαμε να κάνουμε! Το Θέατρο Δωματίου υπήρξε όχι ως πράξη ιδρυτική, επειδή δεν είχαμε δουλειά, αντίθετα όλοι μας ήθελαν. Κάναμε ομάδα με σκοπό να ξαναδιαβάσουμε τα κείμενο τα κλασσικά και τα σύγχρονα με άλλους υποκριτικούς όρους. Μέσα από διαδρομές περισσότερο εσωτερικές, πιο αναπνευστικές, πνευματικές, σε άλλες συμβατικότητες και φόρμες διεύρυνσης έκφρασης. Να κάνουμε έργα όχι για να ανεβαίνουν αλλά με πολιτική μάτια πάντα ρεπερτοριακά και αισθητικά.
-Καταλαβαίνω πως όλα είναι πολιτική, αλλά εσύ εδώ πως την ορίζεις; Τι είναι πολιτική στο θέατρο;
«Η επιλογή, το ρεπερτόριο και η φόρμα. Η αισθητική είναι πολιτική. Η καταγραφή των σκέψεων σε αισθητική, όχι μόνο στην εικόνα, αλλά και στην αισθητική του σώματος, της κίνησης, του λόγου. Αλλάζει η απεύθυνσή σου στο θεατή. Δε μιλάμε για διδακτικό η κομματικό θέατρο, αλλά για πράξη κατά μέτωπο, επιθετικά, που μετακινεί συναισθηματικά και ψυχικά τον θεατή, που τον κάνει να αλλάξει κάτι και πηγαίνοντάς σπίτι να σκεφτεί. Πως έλεγε η Σάρα Κέιν και το «In-yer-face theatre» ή με άλλα λόγια «τρίβω-στα -μούτρα-σας-τον-κόσμο-που-μου-κληροδοτήσατε»; Αυτό κάναμε χωρίς να το ξέρουμε».
-Και σινεμά! Κάνεις τα: Η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά, Κλέφτης ή Πραγματικότητα της Αντουανέτας, Δεκαπενταύγουστος, Όμηρος. Και; Σ αρέσει το σινεμά; Θα θελες να κάνεις κι άλλο; Ακόμα περισσότερο;
«Ναι μου αρέσει. Στο σινεμά, η διανομή είναι το 80 της ερμηνείας. Αυτοί που επιλέγονται φέρουν κάτι απ την ίδια τους τη ζωή. Πάρα πολύ θέλω να κάνω και άλλο σινεμά και με νοιάζει. Όμως, σταμάτησα, δε ξέρω τι έπρεπε να κάνω και δεν το κάνα. Για μένα για παράδειγμα, ήταν σχολείο η Αντουανέτα. Και ξαφνικά σταμάτησα να είμαι σε ταινίες. Ούτε στο νουβέλ βανγκ το ελληνικό, τύπου Λάνθιμος κλπ ακούμπησα, οπότε, είπα, ΟΚ!

-Και αυτός, ο Λάνθιμος σαν να το χάσε λίγο έχω την αίσθηση, μετα τη μεγάλη αναγνώριση. Όπως ο Κουστουρίτσα που ύστερα απ τα Arizona Dream και Underground και στην ουσία σώπασε…
«Ίσως η δυσκολία είναι καύσιμο. Η φτώχεια στα μέσα να συμπυκνώνει την έκφραση των δημιουργών και ο πλούτος τους, η επιλογή, να τους κάνει να καίγονται. Η Άντζελα Μπρούσκου, για παράδειγμα, τις καλύτερες παραστάσεις τις έδωσε έχοντας μηδέν -αλλά μηδέν!- μπάντζετ. Το Ναι της Καραπάνου, χωρίς καθολου χρήματα με πλαστικές σακούλες, το κάναμε. Το αντέγραψαν όλοι μετα!
-Θέλησες να κάνεις τηλεόραση πριν; Τώρα πως σου φαίνεται που μπαίνεις στα σίριαλ και δη στο πολύ αναμενόμενο «Μάγισσα» στον ΑΝΤ1;
«Στην αρχή τη σνόμπαρα πολύ την τηλεόραση, να ομολογήσω. Ήταν πολύ χάλια για τα κριτήρια μου. Μετά, ζήλεψα το «Αναστασία». Ήμουνα, όμως, πολύ ανασφαλής για την εικόνα μου και δεν μπορούσα να τρέχω, να αγχώνομαι, να ζητάω πράγματα, να συστήνομαι, να περνάω κάστινγκ. Κόμπλαρα. Κώλωνα. Όμως απ το 2001 μέχρι το 2015 δεν βλεπόταν τα σήριαλ. Μόνο Το νησί, ξεχώρισέ και τίποτα άλλο. Με την καραντίνα και τις Άγριες Μέλισσες, άρχισε να γίνεται καλή μυθοπλασία και να υπάρχει βέβαια και ο αχταρμάς. Ε! Και μου σκάσε και εμένα! Είναι ένας άλλος τρόπος δουλειάς, αλλά δεν έχω μέτρο σύγκρισης. Μόνο με το σινεμά, ίσως. Βέβαια η παραγωγή δουλεύει με όρους κινηματογραφικούς. Σε κάθε σκηνή αλλάζουν οι φωτισμοί. Είναι και ένα σενάριο εποχής, εξαιρετικό από τους Μελίνα Τσαμπάνη και Πέτρο Καλκόβαλη. Παίζουν ηθοποιοί του θεάτρου και παλιοί και νέοι. Έχω μεγάλη χαρά που το κάνω. Μ αρέσει ο ρόλος μου. Είναι ζουμερός, υποχθόνιος και περισσότερα κρύβει, παρά λέει. Είναι εγγύηση και ο σκηνοθέτης ο Λευτέρης Χαρίτος».

-Πες μου ρόλους που λάτρεψες, φράσεις που θυμάσαι, στίχους που στοίχειωσαν;
«Αγάπησα πολλά, αλλά δυο έκαναν μέσα μου το κρακ. Το ένα είναι το Ναι της Καραπάνου, που παίζαμε από 15 ρόλους η καθεμιά με την Άντζελα. Και μετά το 4:48 ψύχωση της Σάρα Κέιν. Και φυσικά η Κασσάνδρα από τον Αγαμέμνονα, όπου πάτησα στην Επίδαυρο με τον Μηνά Χατζησάββα να με παίρνει από το χέρι».
-Πω, ρε φίλε! Πρεπει να ναι εντελώς μεταφυσικό να παίζεις στην Επίδαυρο…
«Μεταφυσικό ναι! Είχα πάθει εκεί. Είναι και όλος ο μύθο του χώρου, αλλά είναι όλο αυτό, πολύ δυνατό, σα να μπαίνεις στη κοιλιά ενός αρχαίου ζώου, που είναι ζωντανό! Σα να είσαι στη πλάτη ενός δεινοσαύρου που κοιμάται και να πρέπει να παίξεις ακροπατώντας, για να μην τον ξυπνήσεις και σε πετάξει ο αρχαίος δεινόσαυρος κάτω και μετά σε κάνει μια χαψιά».
-Και το κοινό, που κάθεται σαν ένα τοίχος κάθετο, από κεφάλια; Και αυτό μου φαίνεται πολύ φοβικό, εμένα…
«Το κοινό; Όταν τους άκουγα, να μαζεύονται στο πλάι, ο ήχος έφτανε σα υπόκωφος βρυχηθμός μιας μάζας τρομερής. Είναι σκληρό κοινό. Αισθάνεσαι σα στην αρένα. Και οι μονομάχοι κάπως έτσι, θα νιώθανε, με ανακλαστικά ζωής και θανάτου. Πας για επιβίωση εκεί πέρα. Και αισθάνεσαι πολύ μικρούλης, με ένα πράγμα απάνω από κεφάλι σου, μες στο σκοτάδι και εσύ μια κουκίδα. Τρως ταπείνωση. Είναι για Τιτάνες η Επίδαυρος. Οι δυνάμεις που νιώθεις να σε πιέζουν κάτω, είναι μεγάλες. Πρέπει να είσαι υπεραθλητής. Και η εσωτερική πυκνότητα των πράγματων είναι τεράστια. Τα κείμενα! Αυτά τα κείμενα, εξωτερικά είναι σχεδόν ακίνητα, αλλά εσωτερικά, οι ταχύτητες τους, είναι ιλιγγιώδεις. Λες μια φράση και καταλαβαίνεις μια λέξη και μετα από 5 χρόνια αντιλαμβάνεσαι άλλη μια… «ιιιιι… ώστε αυτό ήθελε να πει»!… Για χρόνια σου αποκαλύπτεται ο λόγος, γιατί η τραγωδία είναι ο αναστοχασμός της ανθρωπότητας. Το παγκόσμια αποτύπωμα του ανθρώπινου πνεύματος. Είναι δημιουργία πολύ παλιά και προς τα πίσω, στην πρωταρχική μορφή της έκφρασης και γι’ αυτό έχει τόση οικονομία. Αν δεις από την ίδια εποχή, τα ειδώλια θρηνούν αλλά μόνο τα χεριά σηκώνουν, ή απλά πέφτουν στα γόνατα. Έχουν εσωτερικό δικό τους χώρο και χρόνο, αναπνευστικό χρόνο, αυτά τα έργα».

-Έκανες νομίζω ό,τι γούσταρες, όπως ακριβώς, το ποθούσες με μικρά περιθώρια αυτοσχεδιασμού μέχρι εδώ στη ζωή. Και; είσαι ΟΚ; Υπάρχει ευτυχία Παρθενόπη;
«Εεεε… είμαι πολύ Οκ. Δε χρειάζομαι πολλά για να γίνω χαρούμενη. Ευτυχία με τη έννοια της έκρηξης χαράς από κάτι, όπου μεγεθύνονται όλα, μόνο σε στιγμές έχουμε, άλλωστε. Όπως όταν πανηγυρίζουμε με ένα γκολ. Δεν μπορεί να χει διάρκεια το γκολ, όμως! Είναι και η εποχή που μας θέλει τζάνκι της ευτυχίας και να την αντηχούμε διαρκώς! Ευδαίμων είμαι, όχι ευτυχισμένη. Και θεωρώ τον εαυτό μου ευδαίμονα, γιατί έζησα τις επιλογές μου και ότι δεν ήταν σ αυτές, το αγάπησα σαν να ναι. Δεν έκανα εκπτώσεις στη τέχνη και για αυτό πολύ χαρούμενη, που με έφερε ως εδώ. Θεωρώ απόλυτα γελοίο, αυτό «την έκανα αυτή τη δουλειά για τα λεφτά». Ρόλοι για λεφτά, δεν γίνονται ποτέ! Είμαι λοιπόν, χαρούμενη για τον αγώνα και χωρίς δεδομένο τίποτα, το ότι έφτασα σε ένα σημείο, πουλώντας αυτά, που κάνω και όχι κάνοντας, αυτά, που πουλάνε».
-Τι είπες τώρα! Ανυπόκριτος θαυμασμός, φίλη!
«Καλά! Ο Πικάσο το χει πει. Το έκλεψα».
-Ο Πικάσο είχε πει πως έφτασε σε ένα σημείο, πουλώντας αυτά, που κάνει και όχι κάνοντας, αυτά, που πουλάνε; Που πούλαγε και την χαρτοπετσέτα που σκουπίζονταν απ τη μακαρονάδα;
-«Ναι! Και τα χαρτιά υγείας μη σου πω»!

-Εκφράστηκες! Τώρα και σε ρωτώ και ως δασκάλα, που οι πιτσιρικάδες εκφράζονται απ το ΤΙΚ ΤΟΚ, τους καταλαβαίνεις;
«Μαθαίνω! Τους μαθαίνω! Με μαθαίνουν πράγματα! Αλλά η παιδαγωγική και, δη, του θέατρου είναι διπλή ευθύνη. Οι πιο πολύ που γίναμε παιδαγωγοί στο θέατρο, υπήρξαμε κακοποιημένοι. Στα χρόνια τα δικά μας η καλλιτεχνική παιδαγωγική ήταν κακοποιητική. Μας δίδασκαν υποκριτική, εμπειριστές δάσκαλοι. Η υποκριτική, όμως δεν μαθαίνεται έτσι. Μπορείς να μάθεις τα εργαλεία της και να τα μεταβιβάσεις, σε εάν περιβάλλον εμπιστοσύνης και ασφάλειας στους σπουδαστές και μέσα σ αυτό να σχετιστείς μαζί τους πραγματικά και σε πραγματικό χρόνο. Θα βιώσουν τις δικές τους εμπειρίες και θα μάθουν να τις χειρίζονται. Όλα τα άλλα είναι παιχνίδια εξουσία και αυτό είναι φρικτό».
-Ώστε, λες ήμασταν κακοποιημένα παιδιά ε;
«Ε τι είμασταν! Και μάλιστα και με ενοχική στάση. Όσο πιο ταλαιπωρημένος, βασανισμένος, που θα τον τσακίσει πιο πολύ ο δάσκαλος θα παίξει και καλύτερα ο καθένας μας! Ήταν ο μύθος του καταραμένου καλλιτέχνη, του φτωχού, που πρεπει να υποφέρει. Ήθελε πολύ θεραπεία για να πετάξω αυτές τις λογικές ως δασκάλα για να βρεθεί ο υγιής τρόπος να δουλεύουν οι σπουδαστές, χωρίς να τραυματίζονται ούτε ψυχικά, ούτε σωματικά, ούτε φωνητικά. Και το πιο θέρμο υλικό να παίξει ένας ηθοποιός καλά, πρεπει να είναι υγιής. Τραυματίας δε παίζει, όπως δεν παίζει ένας ποδοσφαιριστής. Οφείλαμε να βρούμε άλλους τρόπους να αφηγηθούμε το τραύμα με όρους υγείας και αυτό είναι τέχνη, ρε φίλη! Δεν κάνουμε ντοκουμέντα! Αλλιώς θα επρεπε η Μήδεια κάθε βράδυ να σκιατωνει τα παιδιά της και για την επομένη παράσταση να φέρνει καινούργια. Θέλω αυτοί οι νέοι ηθοποιοί, λοιπόν, να ερωτευτούνε το αντικείμενο και να το ποθήσουν για να το αποκτήσουν!

-Τι νιώθεις, Παρθενόπη; Φτάνει το τέλος του γνωστού μας κόσμου; Θα είμαστε στο μέλλον η ψηφιακή μας εφαρμογή σε ένα social media περιβάλλον;
«Πολύ πιθανόν».
-Και σ αυτή την εικόνα, ποιος ο ρόλος του ηθοποιού, του θέατρου, της Τέχνης; Θα μας συμπεριλάβει κάτι, η είμαστε καταδικασμένοι στο να ξεπεραστούμε με λήθη;
«Όταν γεννήθηκε ο κινηματογράφος θα πέθαινε το θέατρο. Όταν υπήρξε η φωτογραφία θα τέλειωνε η ζωγραφική. Κι όμως! Δεν έγινε έτσι! Το θέατρο είναι πολύ δυνατό πράγμα γιατί είναι αναγκαίο. Θα προσαρμοστεί και θα επιβιώσει, όπως κάνει αιώνες, τώρα. Δε φοβάμαι! Η τεχνολογία είναι αυτό που λέμε, το μαχαίρι που κόβει το ψωμί και που σκοτώνει κιόλας. Μπορεί να είναι και το μέσο απογείωσης. Ο Προμηθέας σήμερα, είναι σάιμπερ, με συκώτι ρομπότ. Ο πολιτισμός είναι άμεσα συνδεμένος με τη τεχνολογία. Σε πνευματικό επειδπο είμαστε υπανάπτυκτοι. Συναισθητικά είμαστε βάρβαροι. Η τεχνολογία είναι υπερεξελιγμενη και θα μπορούσε να μας κάνει χαρούμενους ανθρώπους. Η κατανομή της, όπως και του πλούτου είναι άνιση. Και γι’ αυτό ζούμε σε εποχές ακραίας βαρβαρότητας».
-Πάντως όσον αφορά στο θέατρο, βλέπω ας πούμε τις κόρες μου και τις φίλες τους. Εκτός από κάποια εικαστικά, βγήκαν απ το Τικ Τοκ, μόνο για να πάνε στη συναυλία των Μάνεσκιν και ενθουσιάστηκαν με την ενέργεια του Νταμιάνο…
«Και δικαίως! Και εγώ τρελαμένη θα ήμουνα αν τους έβλεπα live. Και μάλιστα αυτόν τον κούκλο!».
-Α! Και εσένα σ αρέσει αυτός ε;
«Γιατί να μη μ αρέσει εμένα; Αυτός είναι ένας Διόνυσος! Και όπως εκείνον, τον ακολουθούν «και νέες και γηραιές και παρθένες» έτσι και τον Νταμιάνο. Όλες οι γυναίκες είναι με τον Διόνυσο. Και δεν μπορώ αυτή τη πατριαρχική παπαριά, πως μετα τα 50 και τη κλιμακτήριο, η γυναικεία σεξουαλικότητα μειώνεται. Σιγά μη μειώνεται! Όπως έλεγε και ο Φρόιντ «η γυναικεία σεξουαλικότητα είναι η 5η ήπειρος που δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμα». Αχανής! Και καταδικάζεται στο καιρό, το να είναι σεξουαλική η γυναίκα και ποθητή μετα τα 40, όπως είδαμε όλες αυτές τις μαλακίες που γράφονται και λέγονται για τη Μαντόνα. Γιατί κάνει πλαστικές; Γιατί προβάλει τη σεξουαλικότητα της; Γιατί δε συμφιλιώνεται με την ηλικία της! Μα πως μπορεί, όταν δίνουμε αγώνες, για να μπορεί ένα τρανς άτομο να κάνει φυλομετάβαση, να επικροτούμε τις πλαστικές και να έχουμε πρόβλημα με κάποια στα 65 της να δείχνει, όπως γουστάρει να δείχνει! Και να, θα πάμε στα σάιμπορνγκ και η τεχνολογία θα τελειώσει και το γήρας… Γιουβάλ Χαράρι, «21 μαθήματα για τον 21ο αιώνα» να διαβάσεις, φίλη, ναι; Γιατί η διαύγεια είναι δύναμη! Και αυτή η άλογη καταστροφή των φυσικών πόρων για άλλα αντικείμενα και την αταξία της παραγωγικότητα, μας οδήγησε στο να εξαντλούμε τα πάντα χωρίς αντικατάσταση. Έσπασε ο κύκλος της αντοχής των φυσικών πόρων και δεν χει επιστροφή!».
-Ε! Και στα σπήλαια να γυρίσουμε, εσύ θα κάνεις θέατρο και εγώ θα έρχομαι να σε δω!
«Και θα κάνουμε και ωραίες κουβέντες!»…
