«Βαδίζεις σε μίαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα».
Να που βάλαμε στην μια ημερομηνία διπλα απ το όνομα Κική Δημουλά μια παύλα και άλλη μια, την τελευταία μέρα, τον οριστικό μήνα, την τελική χρονιά. 6 Ιουνίου 1931 – 22 Φεβρουαρίου 2020. Θα γράφουμε και θα μιλάμε για αυτήν στον παρατατικό. Άλλωστε, «Ὁ μόνος ἀξιόπιστος μάρτυρας ὅτι ζήσαμε εἶναι ἡ ἀπουσία μας» που έγραφε εκείνη. Θα δημοσιευτούν κάποια ρέκβιεμ και θα απλωθεί μια θλίψη και ένα κακόηχο, ξενικό, με αρχικά, λες και βαριούνται τα δάχτυλα μας να γράψουν όλοκληρες λέξεις, RIP αντί για το στα ελληνικά στις γραφές «Αναπαύσου εν ειρήνη», στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Θα επιχειρηθούν αναλύσεις της ποίησης της και της ζωής της. Εκείνης που μπήκε στο στόχαστρο για μια ποίηση τάχα «μικροαστική και ναρκισσιστική», επιχειρώντας εκτέλεση με χαρακτηρισμούς της ίδια της ποίησης και της ουσίας της. «Το ωραίο και το άσχημο, το δίκαιο και το άδικο, τα μυρίζεται κανένας, χωρίς να είναι καλλιτέχνης, ζωγράφος ή ποιητής» είχε ευθέως επιτεθεί στα στερεότυπα σαν τα πιο πάνω, «αυτά είναι μια κρούστα εξευγενίσεως και αυτή η κρούστα δεν είναι τόσο στέρεη. Καμιά φορά αν σπάσει, χύνεται από μέσα και λερωμένο περιεχόμενο…. Τη συνείδησή σας και τη σοφία σας που αποκτάτε από τις εικόνες που έχετε στο δρόμο. Δεν μπορεί να μην γίνεστε σοφός ζώντας ανάμεσα σε κόσμους και σε ανθρώπους ετερόκλητους. Ξέρετε ότι οι άνθρωποι διαφέρουν μεταξύ τους. Ένας πνευματικός άνθρωπος έχει μικρότητες, όπως και ένας μη πνευματικός άνθρωπος. Έτσι νομίζετε εσείς, ότι η ποίηση εξαγνίζει. Η ποίηση είναι άλλο αγαπητέ μου και ο χαρακτήρας μας είναι άλλο”.
Στην αγελαία εποχή της βοής και του like σαν καταξίωση, η γυναίκα, η σύζυγος, η ερωτευμένη, η μάνα, η γιαγιά, εκείνη που όλη της η ζωή πέρασε σε δυο τετράγωνα στην Κυψέλη, έγινε «εχθρός του λαού» για λέξεις που μπήκαν στο στόμα της απ άλλους με παραμορφωτικό ήχο και ψέμα. Σε ποιον; Σε εκείνη που οι λέξεις ήταν σπαθιές στην ψυχή! Δεν της ζήτησαν -δε της ζητήσαμε- ποτέ συγγνώμη. Ω! Εποχή που εχθρεύεσαι τους ποιητές σου, καιρός μαύρος με σβηστούς ήλιους φοβίζεις! Αναπνευστική ανεπάρκεια! Μα, πως να ανασάνει; Η στέρηση, η απώλεια, η ματαίωση, η οριστική απουσία, η πραγματικότητα που καταδικάζει μοναξιές, ο χρόνος, η φθορά, η αγωνία του τέλους, η ζωή που και η μόνο η ύπαρξη της είναι λύτρωση και η έννοια της διεξόδου καθ’ αυτώ.
Και δεν γνωρίζω αν ήταν ποτε φίλες με την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, αλλά μαζί, κοντά – κοντά, φύγαν οι τελευταίες ποιήτριες, των ίδιων λέξεων, ήχων, γραφής με την Σαπφώ από την Λέσβο, την Ήριννα από την Τήλο, την Κασσιανή ή Ικασία, την Βυζαντινή, απ την Κωνσταντινούπολη, την Αννα την Κομνηνή, την Θεώνη Δρακοπούλου ή Μυρτιώτισσα, την Μαρία Πολυδούρη, την Κατερίνα Γώγου… και μόνο οι λέξεις της, ταιριάζουν σε όσα γράφουμε, γράφτηκαν, θα γραφτούν για αντίο, λέμε, μόνο:
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΜΕΝΑ ΚΑΙ ΣΕ ΜΕΝΑ
Σοῦ εἶπα:
– Λύγισα.
Καὶ εἶπες:
– Μὴ θλίβεσαι.
Ἀπογοητεύσου ἥσυχα.
Ἤρεμα δέξου νὰ κοιτᾷς
σταματημένο τὸ ρολόι.
Λογικὰ ἀπελπίσου
πῶς δὲν εἶναι ξεκούρδιστο,
ὅτι ἔτσι δουλεύει ὁ δικός σου χρόνος.
Κι ἂν αἴφνης τύχει
νὰ σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης,
μὴ ριψοκινδυνέψεις νὰ χαρεῖς.
Ἡ κίνηση αὐτὴ δὲν θά ῾ναι χρόνος.
Θά ῾ναι κάποιων ἐλπίδων ψευδορκίες.
Κατέβα σοβαρή,
νηφάλια αὐτοεκθρονίσου
ἀπὸ τὰ χίλια σου παράθυρα..
Γιὰ ἕνα μήπως τ᾿ ἄνοιξες.
Κι αὐτοξεχάσου εὔχαρις.
Ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς,
γιὰ τὰ φθινόπωρα, τὰ κύκνεια,
τὶς μνῆμες, ὑδροροὲς τῶν ἐρώτων,
τὴν ἀλληλοκτονία τῶν ὠρῶν,
τῶν ἀγαλμάτων τὴν φερεγγυότητα,
ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς
γι᾿ ἀνθώπους ποὺ σιγὰ-σιγὰ λυγίζουν,
τὸ εἶπες.