Ο Θάνος Αλεξανδρής τότε που οι ραδιοφωνικές νύχτες με τη Μαλβίνα έπαιρναν φωτιά

ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗ

Το ραδιόφωνο λένε πως είναι μαγεία. Όταν  όμως  ακούς  όλες αυτές  τις πανομοιότατες φωνές των νέων μουσικών  παραγωγών, τις  τόσο αισθαντικές  λες κι έχουν κυλιστεί  πριν στο αμαρτωλό κρεβάτι του νταλικέρη, τότε μετά χαράς ξαναγυρίζεις στην Τατιάνα και στον κύριο Λιακόπουλο, για να παραγγείλεις το σουξέ «Η συνωμοσία της Μαγδαληνής Νο23». Κάθε  τρεις  και  λίγο όλα αυτά τα αισθησιασμένα σου μιλάνε για το ολόγιομο φεγγάρι και έξω κάνει ψυχρούλα-λες και δεν το βλέπω πως έχει ψυχρούλα και θα βγω όξω με τη βερμούδα, για να κάνω εντύπωση- όταν μάλιστα δεν μου πάει η βερμούδα, γιατί είμαι σαν τον  θείο  Σαμ.  Εγώ λατρεμένο μου κοινό, κομματόσκυλα και όσοι  έχετε βάλει σκοπό της ζωής σας, αντί να γίνετε υδραυλικοί, να μου  βγείτε στα ερτζιανά, έρχομαι το δόλιο να αρχίσω  σεμινάρια  ραδιοφωνικών  εκπομπών. Όταν λέμε εγώ, όχι ακριβώς εγώ, γιατί  το πολύ πολύ στην καλύτερη περίπτωση να σας μάθω, πως γίνεται η καλή  κονσομασιόν. Το πώς γίνεται μια ραδιοφωνική εκπομπή  με  λαϊκό  έρεισμα και όχι πίπες του στιλ «να είστε καλά, να φροντίζετε τον εαυτό σας» και «πόσο υπέροχο είναι το ηλιοβασίλεμα», το΄μαθα δίπλα σε ένα υπέροχο  κορίτσι που ήμασταν μαζί από τα μαθητικά μου χρόνια.

Μαλβίνα, ΣΚΑΪ, Ντάλε – Ντάλε και «άσε τα ταμπού  και τις  προφάσεις και κάνε μου ανήθικες προτάσεις»

Καλοκαίρι του ’94 στο σπίτι της Μαλβίνας.  Ντάλα  ο ήλιος  με 40 υπό σκιάν κι εμείς με κατεβασμένα τα ρολά  στην Υψηλάντου   καλιαρντεύουμε  το σύμπαν και σχολιάζουμε την έκδοση του βιβλίου μου. «Θα κάνω εκπομπή στο ΣΚΑΪ και σε θέλω κοντά μου». «Τι να με κάνεις εμένα? Άντε να με πάρει κανένας πειρατικός της Λάρισας». «Αυτό γουστάρω να κάνω. Έναν πειρατικό στα χνάρια των  περιφερειακών  του  Θεσσαλικού κάμπου. Ένα’’ Αυτή η νύχτα μένει’’ στα σαλόνια του ΣΚΑΪ,  για να πάθει εγκεφαλικό ο Αλαφούζος και το όνομα αυτής ΝΤΑΛΕ-ΝΤΑΛΕ». Λίγο πριν την πρεμιέρα, η  διευθύντρια του σταθμού Σοφία  Μιχαλίτση  συζητάει για το concept και ποια τραγούδια θα πρέπει να ακούγονται, για να μην αλλοιωθεί το ύφος του σταθμού. Χατζιδάκις, Ξαρχάκος, άντε και Πάνος Κατσιμίχας  με τον άλλον, τον δίδυμο αδελφό του, του οποίου το όνομα μου διαφεύγει, γιατί είμαι και σε δίαιτα. Να με ρωτήσετε τα ονόματα του γιου, της κόρης, της γυναίκας και του αδελφού του  Γιάννη  Φλωρινιώτη, να σας απαντήσω με μια ανάσα. Νίκος,  Αννούλα, Μάχη και Αντώνης Λορέντζος ,  γιατί πρόκειται  για δικά μας  άτομα. Τα ξένα σόγια είναι που  αγνοώ. Η υπεύθυνη της δισκοθήκης  μου αραδιάζει με ύφος, γιατί δεν ξέρει τι την περιμένει, ολόκληρη την ποιοτική σοδειά. Ανδριόπουλος,  Λιούγκος, Μελοποιημένους ποιητές, Βενετσάνου με την  καούκα  και στο καπάκι  Φαραντούρη με Κώχ  η χαρά του διαιτολόγου. «Βασίλη  Καζούλη  ξεχάσατε και Μιχάλη Βιολάρη, να τραγουδήσουμε όλοι μαζί: «Ντούκου-ντούκου  μηχανάκι, ντούκου το παλιό μεράκι, Τρίτη, Πέμπτη και Σαββάτο μες στης θάλασσας το πάτο-σε ποίηση Ελύτη, για να συμπληρωθεί το καλιαρντό γκουγκού.» Αυτό βέβαια το είπα από μέσα μου, γιατί φοβήθηκα, μη τυχόν και  με κακοχαρακτηρίσει. Άμα βάλουμε  στον ταξιτζή  μάνα μου το  «Ότι και να γίνει, ό,τι και να λάχει, Κουντουλουλαβίνι τραγουδάν οι βλάχοι», θα μας  κόψει την καλημέρα και με το δίκιο του ο άνθρωπος  σκέφτηκα  και έτσι  αναλαμβάνω να ετοιμάσω   εγώ  ο ίδιος  το ευλογημένο ρεπερτόριο από την παραμεθόριο. «Το σημαδάκι  μελανό  και πόσους πόντους την έχεις την καρδιά σου κι αντέχεις, τα έχετε?», ρωτάω συνεσταλμένα, ενώ η δύστυχη προσπαθεί αποσβολωμένη να βρει τους οδηγούς στο κομπιούτερ. «Ποιος είναι ο ερμηνευτής?». «Η Ξανθή Περράκη».   «Τέτοιο όνομα δεν υπάρχει εδώ πέρα», απαντά ψυχρά, αλλά και με μια ξυνομουνίαση, λες και κάναμε αναφορά στον αρχηγό της Κου-Κλουξ-Κλαν. «Που πουλάν  καψουρόσκονη  με τον Κώστα Καφάση?» ψέλλισα. Προσποιήθηκε την κυρία και ανέκραξε με σιχαμάρα: «Καφάσης?» Καρουσάκη, Μοναχό, Φωτεινή Μαυράκη, άντε και Μαρία  Ρούσσου. Ρούσσου? Ένα τραγούδι της? «Άσε τα ταμπού  και τις  προφάσεις και κάνε μου ανήθικες προτάσεις», αυτό το λέω σχεδόν  ψιθυριστά, γιατί μπορεί να είμαι σκληρός καλλιτέχνης, όμως  τον πόνο του άλλου τον καταλαβαίνω. Πάρτε Βασίλη  Λέκκα, πάρτε Καγιαλόγλου  και  Γαλάνη, εγώ δεν μπορώ  να κάνω τίποτα με τα ονόματα που αναφέρετε. Κοπέλα μου δεν έχω τίποτα με τους  ανθρώπους,   όμως η άλλη  ούτε να τους δει, ούτε να τους ακούσει.

Όταν ο Γιάννης Πάριος ήταν κάτι σαν τον Κάτμαν για τον  Μελωδία

H Mαλβίνα έχει βγει στον αέρα και ουρλιάζει «Θάνο τρέξε, οι πελάτες σε γυρεύουν, αρχίζει το λαϊκό. Τιμημένο μου  ελληναριό, σώμα ελληνικό, κονσοματζούδες, κολασμένα κορμιά των αστυνομικών, ένδοξα σολντά σας καλωσορίζουμε. Εδώ κοντά μας  και ο παιδικός μου φίλος Θάνος Αλεξανδρής, ο  οποίος είναι και του ποιοτικού και αυτός  θα κάνει την έναρξη του μοντέρνου προγράμματος. Τραγούδα-φωνάζει-οι πελάτες  άνοιξαν μπουκάλια. Περιγράφω σκηνή: Το στούντιο γεμάτο από διευθυντικά στελέχη του  ΣΚΑΪ με Αλαφούζο και  Μιχαλίτση, να περιμένουν την κουλτουριάρα, να  πετάξει  ατάκες από Μπωντλαίρ  και Κούντερα με ιντερμέδια από  Στράους, έστω και Χατζιδάκι, αλλά αν αυτού να παρακολουθούν άναυδοι μια    τρελή  η οποία ικετεύει κάποιον, να ερμηνεύσει τραγούδια που σίγουρα δεν είναι από  τον «Μεγάλο Ερωτικό». «Μη τολμήσεις και μου ξεστομίσεις την ασετιλίνη στον αέρα  και μου βγάλεις και μανταρίνια, γιατί θα σε καλιαρντέψω. Για να μην διώξουμε τους πελάτες, πες κάτι πιο ποιοτικό απ την  Οδό  Αριστοτέλους». Πες το «Πουρό». Το κοινό ρίχνει αμήχανες ματιές, ενώ σιγά σιγά την κάνει από το studio και με σφιγμένη καρδιά  ερμηνεύω το αιώνιο μου σουξέ «Τι πουρό τι καγκουρό/και τα δυο  έχουν κοιλιά/ερωτεύτηκα κι εγώ/το πουρό με τα γυαλιά». Που?  Στο ΣΚΑΪ  εκείνης της εποχής, όπου ακόμη και ο Γιάννης Πάριος ήταν κάτι σαν τον Κάτμαν για τον  Μελωδία. Ο χώρος αδειάζει γρήγορα και οι γνωστοί  ρουφιάνοι   συνωστίζονται στο γραφείο του Αλαφούζου, για την τρελή Κάραλη  που ήρθε να καταστρέψει την ποιότητα του σταθμού. Ακολουθούν τραγούδια Αγγελόπουλου και Καζαντζίδη από δίσκους ξεχασμένους και η φωνές του Αναγνωστάκη  παρέα με αριστουργήματα του Βασίλη Βασιλειάδη  αντηχούν « παραβατικά» στο κτίριο της πγιότητας. Το σουξέ μεταφέρεται από στόμα σε στόμα και οι αφιερώσεις κάθε βράδυ-πρωτοφανές για τον ΣΚΑΪ – χιλιάδες. Η Μαλβίνα  γίνεται η λατρεμένη των φαντάρων, ταξιτζήδων,  νταλικέριδων και  δυτικών προαστείων. «Κυρία Μαλβίνα, ένα σπέσιαλ βαρύ  τραγούδι για το γιο μου, που φεύγει αύριο για φαντάρος».  «Φιλάρες   στο γιόκα σου γλυκιά μανούλα και του αφιερώνουμε το καλύτερο για την περίπτωση. «Ντύσου πρόχειρα και βγάλε το κραγιόν σου, πες ο έρωτας πως είμαι ο παιδικός σου». «Ο Κωνσταντίνος αφιερώνει στον αγαπημένο του, που υπηρετεί στα τεθωρακισμένα το «Φαντάρε μου, φαντάρε μου, πάρε με στον στρατώνα» και τον περιμένει να γυρίσει με αγωνία. Στέλνει αγωνιστικούς χαιρετισμούς στα  αφεντικά ,που είχα την τιμή να προσφέρω τις υπηρεσίες μου, δηλαδή στην «Αλεπού» Τρικάλων, στη «Λάσυ» Καστοριάς, στην «Αρκούδα» Θάσου και στο «Ζετέμ» Τρίπολης. Κάθε βράδυ εγώ  ο ίδιος κάνω σεμινάρια κονσομανσιόν για απόφοιτους πανεπιστημίων, αφού  έτσι κι αλλιώς  θα μπουν στην ανεργία και για να επιβιώσουν, θα πρέπει  νάχουν  ένα εφόδιο. Στην διευθύντρια μιλάνε για τους ανήθικους που ήρθαν να ρίξουν το επίπεδο, αλλά η κυρία Μιχαλίτση, μια υπέροχη γυναίκα, ένας άνθρωπος που αναβάθμισε το ελληνικό ραδιόφωνο και σε δύσκολους καιρούς έδωσε μάχες, να ακουστούν αγαπημένοι τραγουδιστές, όπως ο Μανώλης  Αγγελόπουλος στην ΕΡΤ,  μυρίστηκε το «ιερόσυλο».

Επαθλα νύχτες κεφιού στο οικογενειακό κέντρο «Γρανάζι», στο φοιτητικό στέκι «Λάμδα» και  στο  νοσταλγικό  «Alexander»

Οι ταξιτζήδες που κλείδωναν τα αμάξια τους στις 11.00, τώρα παρατείνουν τη βάρδια τους μέχρι τις 12.00. Οι γυψωμένοι του 401 πετάγονται πάνω με τις πατερίτσες και αρχίζουν τα τσιφτετέλια και τις αφιερώσεις. Στο λαϊκό κέντρο «ΝΤΑΛΕ-ΝΤΑΛΕ  τραγουδούν κάθε βράδυ ο Ζαγοραίος,  ο Χρηστάκης, ο Χριστοδουλόπουλος και η Βιτάλη. Τραγουδάει και η Μαλβίνα, αφού προηγουμένως έχει στείλει στην κονσόμα όλο το ελαφρό και το έντεχνο. «Και να σκεφτείς, Θάνο», μου είπε ένα βράδυ ψιλοσυγκινημένη, «πριν από λίγα χρόνια όταν έκανα άλλου είδους εκπομπή με έδιωξαν κακήν  κακώς. Εδώ σε αυτό τον ιερό χώρο για πρώτη φορά εκφωνείται το πρώτο δελτίο στα καλιαρντά από έναν κοινό αγαπημένο μας  φίλο τον Γιάννη Λέκκα και κάθε βράδυ στέλνει με εγκεφαλικά όλο το επιτελείο του ΣΚΑΪ. «Έκτακτο μπεναβωτό: Τα ρουνά  τζινάψανε στην άχατη χώρα νταμντελαρούδες και σολντάδες  μουτζοντυμένους να αβέλουν μπόμπες και κουραβέλτες σε κατέδες με μπουτ μπερντέ και τους αβέλανε στη χούμση. Μπουτ καλιαρντό. Γνωστή λατσομπενάφτρα  τζινάφτηκε από τον κατέ  της να αβέλει τζιβιτζιλίκι με την απόκατε που της λάτσευε το τσαρδί. Ο κατές κουλεύτηκε τα μπουτ  την ντούπιαρε και της έτζασε  ντίλια, ρίνα, παγκρό και τώρα η κουλή ντουρντουρεύει με καούκα.». «Και τώρα μετά την ενημέρωση, ο Γιάννης Λέκκας θα ερμηνεύσει ένα τραγούδι της μεγάλης Σοφίας Βέμπο, για να  θυμηθούν τα πουρά και να τζινάψουν τα μπεσκέ. «Μπαλαμό, τεκνουδάκι, νταβάς/να η Ομόνοια πλας/Παρφέν ένα γύρο σκορπίζει/το τζουρό που με χάρη μυρίζει». Κάθε βράδυ ανυποψίαστοι ακροατές κερδίζουν  νύχτες κεφιού στο οικογενειακό κέντρο «Γρανάζι», στο φοιτητικό στέκι «Λάμδα» και  στο  νοσταλγικό  «Alexander». «Κυρία Μαλβίνα  ευχαριστούμε πολύ για το δώρο σας. Που βρίσκεται το κατάστημα?» «Στη Συγγρού, αγάπη μου, και σας εύχομαι καλή διασκέδαση.». Μπορώ να πάω με τον άντρα μου και το γιο μας που ήρθε με άδεια απ το στρατό?» Αν  έχετε βαρεθεί τον άντρα σας πάρτε τον. Όσο για το γιο σας θα γίνει ανάρπαστος. Σας το λέω γιατί και γω  μάνα είμαι και ξέρω απ τον πόνο της μάνας. Η κόλαση όμως ήταν για τους νεαρούς δημοσιογράφους που εκφωνούσαν κάθε τρεις και λίγο τα μονόλεπτα δελτία ειδήσεων. Εκτός από τον αγαπημένο φίλο  Γιώργο  Λοβέρδο, ο οποίος ήταν πεπειραμένος και με πολύ χιούμορ δημοσιογράφος και  εντάχθηκε αμέσως  στο κλίμα οι  υπόλοιποι πριν τελειώσουν  την είδηση εξαφανίζονταν έντρομοι  από το studio.

Νταλικέρης παρκάρει στο Φάληρο και διαπληκτίζεται με τους σεκιουριτάδες, για να ανέβει πάνω για  να φέρει το αρνί, που έταξε στην  Μαλβίνα

Εισαγωγή Μαλβίνας: Και τώρα κυρίες και κύριοι για την ενημέρωσή σας, ένα δροσερό  μελαχρινούλι  αγόρι με υπέροχο δέρμα και  με μάτια που υπόσχονται. Μας το ζητήσανε  από τον Πύργο Ηλείας, αλλά και από την ορεινή Αρκαδία. Είναι γελαστός, προσηνής και έρχεται αβίαστα στο χώρο σας. Ο ΣΚΑΪ γενικά ήταν του αντικαπνιστικού και της πορτοκαλάδας, αλλά ο δικός μας  χώρος θύμιζε κάτι από τις ευλογημένες  μέρες  των κακόφημων μπαρ της Βεραντζέρου και Βίκτωρος  Ουγκό.  Στοίβες τα τσιγάρα, τα μπουκάλια από ουίσκι και ακροατές να στέλνουν κάθε βράδυ ανθρωπιστική βοήθεια από κοκορέτσια, μπύρες και κρασιά. Οι ηχολήπτες απηυδησμένοι από  τόνους  μελοποιημένης ποίησης και « πεθαμένων λικέρ» χορεύουν τσιφτετέλια  μπροστά σε έναν άφωνο Παπαστεφάνου με το  σουξέ:  «Σημαδάκι μελανό, είδα πάνω στο λαιμό». Μια νταλίκα παρκάρει έξω από το κτίριο και ο  οδηγός διαπληκτίζεται με τους σεκιουριτάδες, γιατί θέλει  να ανέβει πάνω για  να φέρει το αρνί , που έταξε στην  Μαλβίνα. Μαγικές στιγμές από μια μαγική συνεργασία με το πιο όμορφο χαμόγελο της ελληνικής  τηλεόρασης.  Όταν γύρισε από την Αμερική μετά από την περιπέτεια, μου πρότεινε να αρχίσουμε μια καινούργια ραδιοφωνική στον Flash. Βρήκαμε και τίτλο  και τραγούδι σήματος, φυσικά του αγαπημένου Μάκη Χριστοδουλόπουλου. «Θα αρέσουμε?» ρώτησε με αγωνία.  «Φοβάμαι, ότι εκείνο το σουξέ του ΝΤΑΛΕ-ΝΤΑΛΕ, δεν επαναλαμβάνεται»…

Με αφορμή το βιβλίο που κυκλοφορεί η Lifo, «Μαλβίνα Κάραλη: Σαββατογεννημένη», με κείμενα απ την ομότιτλη στήλη της (το βιβλίο διατίθεται με on line παραγγελίες, αλλά και άμεσα και από τα γραφεία της LIFO, Boυλής 22, 6ος όροφος, Σύνταγμα, τηλ. 210-3254290), ψάξαμε αυτό το αξέχαστο κείμενο του Θάνου Αλεξανδρή, φίλου απ το σχολείο και τη ζωή όλη της Μαλβίνας, που λατρεύουμε, για εκείνες τις radio days που το κορίτσι με το πιο γλυκό χαμόγελο, άλλαξε το ραδιόφωνο…