Ο Νίκος Καβουκίδης μιλά για την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου -και είναι μια εγκυκλοπαίδεια για αυτόν, ο ίδιος

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Ήταν 2008 και καλοκαίρι. Είχα συνάντηση με έναν μύθο κινηματογραφιστή. Νίκος Καβουκίδης! Φορούσε κατάλευκα. Πίσω του ένα ξύλινο γυάλινο παράθυρο γαλλικό, να μας στέλνει το φως κινηματογραφικά, να συνεργάζεται και αυτό και στο φόντο, πέρα μακριά από μακριά, γαλανή, πάντα γαλανή η θάλασσα της Αττικής. Έχει γεννηθεί το 1939. Μου το πε δυο φορές. Δεν είχε σημασία! Λευκά μαλλιά, πιασμένα κοτσίδα, πολύ λεπτός, αεικίνητος. Γύρω φωτογραφίες από ταινίες, που ξέρω τις ατάκες απ έξω. Βραβεία. Αφίσες από ταινίες, από φεστιβάλ, από συναντήσεις. Και η κόρη του. Η ηθοποιός Μαρία Καβουκίδου. Που πήγε και έδωσε στο Εθνικό και αυτός δεν είπε τίποτα στους φίλους του και καθηγητές της και μετά του κράταγαν μούτρα! Και παντού η εγγονή του. Αυτή κι αν είναι πρωταγωνίστρια! Καρδιάς! Παγωμένο νερό και ημερολόγια. Πίσω στον καιρό. Ο πατέρας του, ο Γιώργος Καβουκίδης, ήταν συνέταιρος του Φίνου. Είχαν δουλέψει μαζί στην ιστορική «Φωνή της Καρδιάς». Κάποτε τα χε παρατήσει, αλλά ξαναγυρίσει στο σινεμά. Δεν μπορούσε μακριά. Και όλο έλειπε απ το σπίτι. «Δεν τον έβλεπα ποτέ» έλεγε ο Νίκος Καβουκίδης. Έτσι, μεγαλώνει και αυτός στα πλατό. Στα 15 του πιάνει δουλειά στου Φίνου.

Μένει 13 χρόνια. Κάνει 52 χρόνια σινεμά. Η πρώτη του ταινία ήταν μια με τον Χατζηχρήστο που είναι όρτιντζα σε ένα  αξιωματικό και γυρίστηκε στην Θεσσαλονίκη. Η δεύτερη το ΑΜΟΚ με τον Δημόπουλο. Ξεφυλλίζω πολλά άλμπουμ με φωτογραφίες από εκείνα τα χρόνια. Η Αστέρω, το Τζένη – Τζένη, το Νησί της Αφροδίτης, το «Κοντσέρτο για πολυβόλα», όλες σχεδόν οι ταινίες του Κούρκουλου, στιγμές στα πλατό με τον Βέγγο. Όλο το Ελληνικό σινεμά και ακόμα ο Βούλγαρης, ο Αγγελόπουλος, ο Καντακουζηνός, ο Παναγιωτόπουλος, ο Φέρρης, όλοι μια παρέα που ονειρεύονταν τότε ιστορίες με εικόνες, κοινώς ταινίες, όπως τις ήθελαν. Ελεύθερες.

«Τώρα με τα ψηφιακά μέσα μπορούν να πειραματιστούν και να μην πουλήσουν περιούσιες για μια ταινία, τα παιδιά»

Ο Καβουκίδης θα δουλέψει στο  Προξενιό της Άννας, στα Χρώματα της Ίριδας.  Το Όνειρο παίρνει σάρκα για μια ελληνική κινηματογραφία ιδεών και πρότασης πολιτισμού. Free cinema! Και τώρα; ¨Το κέντρο κινηματογράφου καλά κάνει και βοηθάει τους καθιερωμένους αλλά οι νέοι πρέπει να ο στόχος. Να βγάλουμε νέους¨.  Και συνεχίζει με πάθος για τους νέους. ¨Να επιμένουν για την επιτυχία, να έχουν έρωτα για αυτή τη δουλειά. Να μην βάλουν στόχο τα βραβεία, αλλά να μην αφήσουν να τους κόψουν και τα φτερά. Αν καταλάβεις πως δεν έχεις ταλέντο φύγε, φύγε όσο πιο γρήγορα μπορείς. Τώρα με τα ψηφιακά μέσα μπορούν να πειραμστιστούν και να μην πουλήσουν περιούσιες για μια ταινία, τα παιδιά¨.  Και ενώ τα άλμπουμ απ τα παλιά αποκαλύπτουν όχι μόνο τις επίσημες φωτογραφίες, αλλά και στιγμές κούρασης, χαλάρωσης, κεφιού τα γυρίσματα, σαν μια άλλη παράλληλη προβολή ταινίας τον ακούω να μιλάει για –τι άλλο;- σινεμά. ¨Κάποτε, στην Χούντα είχαμε λογοκρισία κι όμως μέσα από τις ταινίες μας περνούσαμε θέσεις, απόψεις, είχαμε λόγο και είχαμε και δύναμη, Και τώρα; Τώρα με την δημοκρατία; Αυτή την δημοκρατία που έχουμε, τέλος πάντων, τι κάνουμε; Έχουμε την τηλεόραση, που θέτει τις δικές της αρχές και εμείς δεν μιλάμε. Περηφανευόμαστε και θριαμβολογούμε για τον αθλητισμό μόνο. Καλός ο αθλητισμός, αλλά έχουμε ανάγκη και από άλλα πράγματα. Καλές οι νίκες, αλλά ο πολίτης έχει ευαισθησία, έχει συναίσθημα και ανάγκη να το βγάλει. Ο χορός, η σκηνοθεσία, η υποκριτική. Έχουμε ταλέντα από το τίποτα. Κυριολεκτικά απ το τίποτα. Να τα λέμε πάλι; Χρειαζόμαστε παιδεία, παιδεία τέχνης. Απ το σχολείο, απ το δημοτικό και μετά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Χρειαζόμαστε αξιοκρατία. Και πάντα ενίσχυση της διαφορετικότητας και της καινοτομίας. Τριάντα χρόνια, τώρα φωνάζουμε για Ακαδημία Τεχνών. Τριάντα χρόνια. Μια μεγάλη σχολή για σκηνοθεσία, για υποκριτική και για μουσική. Τριάντα χρόνια, και τίποτα. Έχει η Αλβανία, η Τουρκία και εμείς ακόμη συζητάμε εάν θα γίνει. Κτήρια υπάρχουν. Να τα άφησε η Ολυμπιάδα. Άντε λοιπόν! Όλοι σπουδάσανε σινεμά, στο Λονδίνο και την Τσεχία. Στην Ελλάδα να κάνουν τι που; Μόνο γήπεδα φτιάχνουμε, πάνε οι ποδοσφαιρόφιλοι, τα σπάνε και ξαναφτιάχνονται¨.

«Δεν έχω αγαπημένη ταινία. Έχω αγαπημένους ηθοποιούς»

Σε ένα μεγάλο άλμπουμ που ξεφυλλίζω, αυτός είναι πολύ νέος, με λευκό πουκάμισο, χορεύει χασάπικο μαζί με τον Κούρκουλο. Αλλού η Καρέζη κρυώνει και έχει ριγμένο το σακάκι του στους ώμους της. Γελάει με την Λαμπέτη, αλλού! Ρωτάω. Ποια είναι η αγαπημένη του, άραγε ταινία; «Δεν έχω αγαπημένη ταινία. Έχω αγαπημένους όμως ηθοποιούς ή μάλλον έχω αγαπημένες στιγμές, τονισμούς, εκφράσεις από ηθοποιούς. Οι ηθοποιοί στο θέατρο κατανοούν το εκτόπισμα τους, αυτό που λένε ¨γκελ¨ στην πλατειά. Στο σινεμά όμως παραδίδονται».

Η Παξινού, αυτό το ιερό τέρας!

«…Κάναμε με την Παξινού το «Νησί της Αφροδίτης». Εγώ ήμουνα μικρός, πολύ και με έλεγε Καβουκιδάκο. ¨Έχω να κάνω ταινία απ τον Ροκκο και τα αδέλφια του. Φοβάμαι¨ μου λέγε αυτό το ιερό τέρας, ¨είσαι ο πρώτος θεατής. Αν σ αρέσει κούνα μια φορά το κεφάλι, αν όχι φώναξε να το πάμε άλλη μια¨. Και κρέμονταν σε κάθε της σκηνή, απ το κούνημα του κεφαλιού μου. Θυμάμαι πως ήθελε να με δει πριν δουλέψουμε. Και πήγα να την συναντήσω, για να με εγκρίνει, φυσικά, στο σπίτι της. Κάθονταν σε μια καρέκλα απ αυτές που κουνιούνται και πήγαινε μπρος πίσω, αργά, αργά, υπνωτιστικά, πλέκοντας. Μου φάνηκε και 90 χρόνων! Πως θα παίξει αυτή η γυναίκα; αναρωτιόμουν. Κι όταν αρχίσαμε γυρίσματα μεταμορφώθηκε! Μεταμορφώθηκε στα αλήθεια! Έλαμψε το δέρμα, ζωντάνεψαν τα μάτια, άπλωσε η σπονδυλική της στήλη!..».

Η αγωνία της Λαμπέτη, τα μάτια της Καρέζη, η ευαισθησία της Ελεονώρας Σταθοπούλου

Και η Λαμπέτη είχε το ίδιο άγχος. ¨Γνέψε μου, αν είναι καλό¨¨ μου έλεγε. Τώρα αλλάξανε τα πράγματα, οι ηθοποιοί αμέσως μετά την λήψη, βλέπουν της σκηνή τους. Ξέρουν. Τότε ήμασταν και οι βεντέτες εμείς, οι διευθυντές φωτογραφίας! Μας είχε κάνει βεντέτες ο Φίνος¨! Εδώ σ αυτήν την φωτογραφία που κοιτάω, η Καρέζη έχει στραβά ένα τσιγάρο στο στόμα και η καύτρα του καίει λιγότερο απ τα μάτια της. Καπνίζω και εγώ. Αυτός όχι. Το χει κόψει εδώ και καιρό. ¨Είχα φύγει απ τον Φίνο. Ήταν τότε, που οι δικοί μου, όλοι μαζί, ονειρεύομασταν τον ελεύθερο κινηματογράφο και ανεξάρτητες παραγωγές. Είχα ήδη φτιάξει τη δική μου εταιρεία, είχα μηχανήματα, εμφάνιζα φιλμ και συνεργαζόμουνα και με τον Φίνο, αλλά από απόσταση. Η Τζένη μόλις έμαθε πως δεν θα είμαι στην φωτογραφία του Κοντσέρτο για πολυβόλα, αρνιόταν να το κάνει. Γύρισα μετά από τα πολλά, μόνο για αυτήν την ταινία¨. Και ακόμη Βουγιουκλάκη, Λάσκαρη, όλες. Και οι εναλλακτικές πρωταγωνίστριες. Βλέπω την Ελεονόρα Σταθοπουλου από το 1922 του Κούνδουρου. Πόσο την θαύμαζα! ¨Λεπτιπίλεπτο πλάσμα, τόσο ευαίσθητο! Τόσο κρυστάλλινη ψυχή¨ λέει ο κ. Καβουκιδης παρατηρώντας το βλέμμα μου.

Η Σοφία Ρούμπου του σινεμά, η Σοφία του για 38 χρόνια

Η Τζένη και η Αλίκη, η Ζωή και η Έλλη ή Κατίνα. Όλες με το μικρό τους. Όλες ιδωμένες μέσα απ το βλέμμα του, στη δική μας ιερή μυθολογία περασμένες. Λέει πως καθεμία απ αυτές τις μυθικές σταρ είχε το δικό της ταλέντο, το προσωπικό της ξεχωριστό αέρα. Δεν μπορεί να ξεχωρίσει κάποια. Και αυτός βρήκε την δικιά του πρωταγωνίστρια. ¨Η Μεσόγειος φλέγεται¨ και εκεί, στα γυρίσματα, γνωρίζει την Σοφία Ρούμπου. Πολύ λεπτή, μελαχρινή, με ολόμαυρα μαλλιά και μια βαθιά γυναικεία φωνή, απ αυτές που δεν ξεχνάς ποτέ. Στην αρχή τσακώνονται. Σαν το σκύλο με το γάτα. Μετά ερωτεύονται και γίνονται πρωταγωνιστές στην δικιά τους ταινία, την αυστηρώς προσωπική και κατάλληλη μόνο για τους ίδιους. ¨Η Σοφία μου χάρισε 30 χρόνια της. Τριάντα χρόνια αγάπης, ήθους, υποστήριξης. Και μου χάρισε και ένα παιδί. Και αυτό το παιδί, το κορίτσι μας, μας χάρισε μια ακόμη Σοφία. Την εγγονή μου. Αυτή είναι η ευτυχία. Το νόημα. Ο κύκλος. Έχω την τέχνη, αλλά επειδή έχω αυτή την ευτυχία. Και στην τέχνη τα βήματα σου καθορίζονται απ την οικογένεια, απ την ζωή σου, πέρα απ αυτήν. Πως αλλιώς; Και εγώ είμαι τυχερός. Πολύ τυχερός άνθρωπος¨.

Οκτώ χρόνια αργότερα, τον ζεστό Οκτώβρη του 2016, η Σοφία Ρούμπου φεύγει από τη ζωή. Τον κοιτάζω στις φωτογραφίες στις εφημερίδες, θλιμμένο και αξιοπρεπή, πονεμένο και περήφανο. Κάπου λυγίζει κα στηρίζεται πάνω στον Γιώργο Μιχαλακόπουλο, μετα, ανασαίνει ξανά και στηρίζει την κόρη του, την Μαρία, χαμένη στο κλάμα. 38 χρόνια ζωής και αγάπης. Ήταν σπουδαία αυτή η πορεία…

«Μην την περιφρονείς την τηλεόραση! Μπορεί να κάνει σπουδαία πράγματα η τηλεόραση»

Βαριέται λίγο να μιλάει για τα παλιά. Είναι άνθρωπος της δράσης. Ονειρεύεται με εικόνες και έχει δει ήδη το τέλος, πριν τα φτάσει στην σκηνή μας. Μοιράζεται μαζί μου την βεβαιότητα. «Τίποτα μη περιφρονείς στην τέχνη. Μη λες κατά της τηλεόρασης, ή της διαφήμιση. Ας πούμε, εγώ απ στην διαφήμιση, χρωστάω γιατί έμαθα απ αυτήν. Και βλέπεις φιλμάκια στην διαφήμιση που είναι αριστουργήματα. Δεν βλέπεις; Και βγάζει και καλό υλικό. Βγάζει ηθοποιούς, τεχνικούς, σκηνοθέτες. Με τον Σπύρο Παπαδόπουλο για παράδειγμα, γνωριστήκαμε στην διαφήμιση και κάναμε  17 φιλμάκια μαζί. Ούτε την τηλεόραση να περιφρονείς. Μπορεί να κάνει σπουδαία πράγματα η τηλεόραση. Έχει κίνδυνο για τους καλλιτέχνες της δεν λέω. Η απότομη η άνοδος που χαρίζει, τυφλώνει και δεν βλέπουνε πίσω τους, την οδυνηρή η πτώση που τους περιμένει. Η γρήγορη αναγνώριση ζαλίζει. Ξανά θέλω να πω και θα το λέω συνέχεια, πως χρειάζεται παιδεία.  Πολύ παιδεία για να μετρήσεις και να αξιολογήσεις σωστά την θέση σου σε όποιο τομέα δημιουργικό και αν βρεθείς. Έτσι, πολλοί ηθοποιοί κάνουν τηλεόραση και τρέχουνε στο θέατρο να σώσουν την ψυχή τους. Τι να κάνουν οι άνθρωποι; Η τηλεόραση έχει όλες τις δυνατότητες να κάνει σπουδαία πράγματα, αλλά θέλει και ο διαφημιστής να πουλήσει. Θέλει να πει πράγματα στην νοικοκυρά για να αγοράσει. Πως θα κάνει; Με το υψηλό και το ιδανικό; Η κρατική τηλεόραση αντέχει ακόμα. Αλλά, έχει και αυτή, μεγάλη αγάπη στα αθλήματα. Πολύ ποδόσφαιρο μωρέ παιδί μου. Καλά κάνει αλλά με κάποια ισορροπία. Κατά τα άλλα; όλοι μαγειρεύουν και κουτσομπολεύουν».

«Ποιοι; Οι Έλληνες να φερόμαστε άσχημα στον ξένο, στον μετανάστη, στον πρόσφυγα; Με τσακίζει σαν Έλληνα αυτό, με τσακίζει! Δεν μπορώ να ζήσω μ αυτό!»

Και ξεχνάμε πως η τηλεόραση εκπαιδεύει. Μπορεί και εκπαιδεύει έναν λαό. Και έτσι διαμορφώνεται μια Ελλάδα μέσα από αυτήν την τηλεόραση που δεν μας αξίζει. Δεν μας αξίζει αυτή η Ελλάδα, των Ελλήνων. Και μιλάμε για ένα λαό συναισθηματικό, έναν λαό ταλαντούχο. Όταν βγαίνει η τηλεόραση και λέει, ¨δώστε για αυτόν τον πιτσιρικά, που χει πρόβλημα, να γίνει καλά¨, τρέχουμε όλοι και δίνουμε ότι έχουμε και βλέπεις και μαζεύονται τεράστια ποσά, απ το υστέρημα και όχι απ το περίσσευμα και αυτό έχει σημασία! Και να σου πω κάτι; Ας το ποιος είναι ο Καβουκίδης και τι έχει κάνει. Να σου δώσω ένα βιογραφικό να δεις τι έχω κάνει. Δεν έχει σημασία αυτό, δεν έχουν τα βραβεία. Σημασία έχει να γράψει κάτι που πρέπει να αλλάξει. Αυτός ο συναισθηματικός,  ο ταλαντούχος λαός, έγινε ρατσιστής. Τον καταντήσαμε ρατσιστή! Ποιοι; Οι έλληνες όχι μόνο να σκεφτόμαστε, αλλά να φερόμαστε άσχημα στον ξένο, στον μετανάστατη, στον πρόσφυγα; Με τσακίζει σαν Έλληνα αυτό, με τσακίζει! Δεν μπορώ να ζήσω μ αυτό! Δεν μπορώ! Με χαρακώνει, με στιγματίζει, με διχάζει αυτό το πράγμα. Κάνε κάτι. Κάνε κάτι και εσύ¨… Απ το πάθος βουρκώνει και εγώ στριφογυρίζω αμήχανα το στυλό στο χέρι ή ισιώνω τις γωνίες απ τις φωτογραφίες στα άλμπουμ.

Στα 60 χρόνια στο σινεμά ήρθαν οι «Μνήμες»

Την άλλη βδομάδα απ την συζήτηση μας είχε πάρει το βραβείο στο Φεστιβάλ της Ρόδου, για το τελευταίο του ντοκιμαντέρ ¨Η στάχτη που μένει¨. Σκηνές απ άλλες  φωτιές  περασμένων καλοκαιριών. Φωνές απ τους μεγάλους ποιητές μπας και ακούσουμε, οι σύγχρονοι. Μια δουλειά σπαρακτική. Είχε μόλις κάνει το Απόστολος και μόνος; ¨Ναι¨. Και ετοιμάζει το βιβλίο της Αλκης Ζεη σε σειρά, το ¨Ψεύτης παππούς¨; ¨Ναι¨. Πάλι με τον Μιχαλακόπουλο; ¨Ναι¨. Μανιφέστο το τέλος των λόγων του. ¨Θέλω να είμαι κινημοταγριφιστής. Από 20 χρόνων θα μπορούσα να είμαι σκηνοθέτης, όμως θέλω να είμαι κινηματογραφιστής. Να είμαι πίσω απ την κάμερα, να καταγράφω. Και καταγράφω. Έχω πάντα απίστευτο υλικό. Για αυτό κάνω και ντοκιμαντέρ. Έχω από όταν ήμασταν όλοι εμείς, οι παλιοί, Λαμπράκηδες υλικό. Έχω την Χούντα, έχω το Πολυτεχνείο. Απ το 58 καταγράφω υλικό. Και τώρα θέλω να κάνω μια ταινία, με το υλικό αυτό, απ τον Εμφύλιο μέχρι το 90. Και το σενάριο το χει ανάλαβει ο Παναγιώτης ο Μέντης και θα παίζει ο Μιχαλακόπουλος. Κάποτε θα γίνει, Να σου πω πως; Φαντάσου. Σκουπιδότοπος. Βουνό τα σκουπίδια. Σε κάτι κούτες, ρακοσυλλέκτες βρίσκουνε πεταμένα φιλμ. Τα πάνε σε έναν ερημίτη, σχεδόν δικό τους, εκεί σε μια παράγκα στο τέλος του σκουπιδότοπου, και αυτός αρχίζει και βλέπει. Και ανακαλύπτει πως μέσα είναι η ζωή του, η ζωή της Ελλάδας όλες αυτές τις δεκαετίες. Το χρώμα ξέρεις θα ναι σε αποχρώσεις… και οι σκιές… και σκέφτομαι την μουσική να…¨… Τα κάνε όλα. Ντοκουμέντο! Το βάφτισε «Μνήμες»! Και ήταν! Και έξω νύχτωνε, σε μια τελευταία προσπάθεια του ήλιου να συνεργαστεί με τον κινηματογράφο και να βάψει το τέλος της συζήτησης μας πορτοκαλί. Να γίνει και αυτός σκηνοθέτης. Να κάνει σκηνικά σε μια ταινία που δεν θα προβληθεί ποτέ και απλώς μιμείται την τέχνη. Ψεύτης ήλιος!

Το υλικό έχει βασιστεί πάνω σε συνέντευξη που έγινε 2008 για το περιοδικό Down Town, με μεσολάβηση της κυρίας Μαίρης Γεωργού στον Νίκο Καβουκίδη για να μου μιλήσει, την ευχαριστώ.