Οκ! Οκ δεν βλέπατε Φιλαράκια και δεν ξέρατε καν ό,τι υπάρχουν -θα ζούσατε στον Άρη μάλλον στα τέλη του 20ου αιώνα και στις αρχές του 21ου! Οκ είναι πολύ ξεπερασμένα και δεν είναι πολιτικώς ορθά – και η γενιά μας ξεπερασμένη είναι! Οκ εδώ πεθαίνουν πολύ άνθρωποι στη Γάζα και κάποιοι στενοχωριόμαστε για τον Μάθιου Πέρι – θα δώσουμε αναφορά και για το τι στενοχωρεί τον καθένα μας τώρα ή θα διαλέγουμε ένα πράγμα να μας στενοχωρεί ανά 24ωρο! Οκ! Είστε σοφιστικέ και ανώτεροι -μπράβο σας! Λέξεις γιατί χαλαλίζετε όμως και δεν πάτε παρακάτω να ασχοληθείτε με τα σπουδαία τα δικά σας και να κάνετε εκλεπτυσμένο χιούμορ με την διαδικτυακή ομήγυρη σας; Σε μας τους μη σοφιστικέ, ο άνθρωπος αυτός που πέθανε νικημένος από εσωτερικές ήττες και την αίσθηση του παρείσακτου παντού και πάντα, ως τηλεοπτικός ήρωας, σε μια απ τις μεγαλύτερες επιτυχίες της παγκόσμιας τηλεόρασης, χάρισε γέλιο για δέκα χρόνια από το 1994 έως το 2004 και τρυφερότητα και την αίσθηση μιας παρηγοριάς και μιας παρέας απ την τηλεόραση μας, όταν αυτή είχε έννοια!
Όλοι αυτοί οι χαρακτήρες της σειράς Φιλαράκια, ήταν εμείς, οι διπλανοί μας, κάποιοι που γνωρίζαμε. Ήταν η μεγάλη πόλη γύρω τους, η μοναξιά, η ανάγκη του να αγαπήσουν και να αγαπηθούν και η ανημποριά τους στις σχέσεις. Ήταν η εκκεντρικότητα και η αθωότητα, η ελαφρομυαλιά και η επιπολαιότητα, η αισιοδοξία και η διάψευση της, ο σαρκασμός, η γλυκύτητα και η ανασφάλεια, η προσπάθεια κάθε νέου να βρει θέση στον τεράστιο αυτό κόσμο, που έκανε την σειρά μια από τις πλέον -αν όχι την πιο- δημοφιλείς από καταβολής τηλεόρασης. Η ανάγκη της φιλίας, του να χει ο ένας τον άλλον, να ακουμπάει και να συνεχίζει, ήταν το ζητούμενο των ηρώων στα Φιλαράκια. Και το ίδιο μιας ολόκληρης γενιάς, που λοιδορείται τώρα γιατί δεν είχε σούπερ κινητά και δεν ήταν καλωδιωμένη στο διαδίκτυο, αλλά υπήρχε σε καφέ – νησίδες επικοινωνίας και σωσίβια σε θάλασσες μοναξιάς. Και ακούνε U2 όπως εμείς, τότε. Διαβάζουν τα ίδια βιβλία με μας και λατρεύουν ή όχι τις κινηματογραφικές μεταφορές του Στίβεν Κινγκ. Κλαίνε στις αισθηματικές ταινίες. Κάνουν αποτυχημένα πάρτη. Καίνε φωτογραφίες από πρώην γκόμενους ή τα φτιάχνουν με το κορίτσι του φίλου τους. Κόβουν το τσιγάρο και τ αρχίζουνε ξανά. Μεθάνε γιατί χώρισαν. Ψάχνουνε συγκάτοικο. Τους απολύουν απ τη δουλειά. Δουλεύουν σερβιτόρες και πωλητές αρωμάτων ενώ ονειρεύονταν ρόλους στο θέατρο ή καριέρα στη μόδα. Είναι όλοι τους στη κόψη του να είναι τραγικοί χαρακτήρες. Όλο αδιέξοδα και αποτυχίες. Σε δουλειές, σχέσεις, έρωτες, γονείς, αδέλφια.
Μα έχουν ο ένας τον άλλον. Και θα γιορτάσουν μαζί τα Χριστούγεννα ακόμα και με δώρα αγορασμένα από βενζινάδικο. Και θα παρηγορήσουνε τον χωρισμένο. Και θα κλάψουν όλοι μαζί για τη γιαγιά που χάθηκε. Και θα δανείσουν δανικά και αγύρευτα. Και θα μοιραστούν την μπουκιά τους. Και θα φωνάξουν «γιατί εγώ;» στον Θεό απελπισμένα όταν θα γίνουν 30 χρονών! Γιατί κάποτε το φέραμε βαρέως το ορόσημο αυτό του τέλους της νιότης, χωρίς να φανταζόμαστε τι μας την έχει στημένη στα γενέθλια των 50! Την αρχή των γάμω- γηρατειών! Για να φτάσουμε και πάλι στον Μάθιου – Τσαντλερ που έσπασε το νοητικό όριο της πέμπτης δεκαετίας για να τελειώσει στα 52 του από μια καρδιά πληγωμένη. «Ήθελα τόσο πολύ να γίνω διάσημος. Θες την προσοχή, θες τα λεφτά και το καλύτερο τραπέζι στο εστιατόριο. Δεν σκέφτηκα ποιες θα ήταν οι συνέπειες» είχε πει. Αφού πνίγηκε στο αλκοόλ, στα εξαρτησιογόνα παυσίπονα και στις ναρκωτικές ουσίες, πνίγηκε και στο νερό της μπανιέρας του, κουρασμένος ήδη απ τους αγώνες του να κολυμπήσει κόντρα σ όλα τα γιγάντια κύματα των παραπάνω…
Για αυτό λοιπόν καλοί εσείς συνάνθρωποι μας, σοφιστικέ, εκλεπτυσμένοι και ανώτεροι των άλλων, που βάζετε ακόμα και στην στεναχώρια βαθμολογία, επιστρέψετε σε εμάς όλους τους υπόλοιπους να μεγαλχολησουμε και να βουρκώσουμε και λίγο, για τον Μάθιου Πέρι, τον Τσάντλερ Μπινγκ, τον ηθοποιό με την εξαίσια αίσθηση της κωμωδίας, τον πρωταγωνιστή που μας έμοιαζε, τη δική μας εποχή, την έκφραση του χιούμορ και της ευαισθησίας -η της βλακείας!- μιας γενιάς. Σε τελευταία ανάλυση αφήστε μας απλά, ήσυχους να νιώσουμε όπως και ό,τι θέλουμε…