Άνθρωποι του δάσους, άνθρωποι της πόλης. Μία γνώση, που χάνεται, πολιτισμοί, που εξαφανίζονται στο πλαίσιο ιδιότυπου κοινωνικού δαρβινισμού. Με δυο λόγια η αποικιοκρατία ελάχιστα μας δίδαξε! Το χαστούκι που έριξε θερμόαιμος αστυνομικός στο 11άχρονο τσιγγανάκι δεν ήταν η απόρριψη μόνο ενός παιδιού, η κακή νοοτροπία, ο αυταρχισμός της εξουσίας αλλά κι άνευ όρων, αποκλήρωση μιας ολόκληρης κουλτούρας, η οποία υπάρχει στην ελληνική κοινωνία σε ευρεία διαστρωμάτωση αλλά δρα στα όρια της νομιμότητας.
Το ανελέητο κυνήγι των Ρομά και το παιδί – σύμβολο που χτύπησε ο αστυνομικός
Ο Έλληνας τσιγγάνος, όσα κονδύλια κι αν έπεσαν τα προηγούμενα χρόνια, παραμένει ο παρίας, ο οποίος εν μέρει είναι ενοχλητικός στους γύρω του, λόγω δέρματος, καταγωγής, πεπραγμένων ή γιατί απλά δεν ενσωματώθηκε στον σύγχρονο δυτικοευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Μ’ αυτή τη λογική βεβαίως πορεύτηκε κι ο Χίτλερ, ένας βδέλυγμα της παγκόσμιας Ιστορίας, που ονειρευόταν την άνοδο της Άριας Φυλής, δίνοντας όραμα στον ρατσισμό, την ξενοφοβία και την ομοφοβία και κυνήγησε ανηλεώς τους Ρομά, τα ΑΜΕΑ, τους ομοφυλόφιλους και φυσικά τους Εβραίους. Το 11άχρονο τσιγγανάκι είναι σύμβολο του διαφορετικού, που υπάρχει στην κοινωνία μας. Αυτό χτύπησε ο αστυνομικός. Ένα παιδί – σύμβολο, που δεν μεγαλώνει, όπως όλα τα παιδιά της Εκάλης, της Νέας Σμύρνης, της Νέας Ερυθραίας. Που μπορεί να ντύνεται με κουρέλια, να μυρίζει, να έχει λεκέδες στην μπλούζα. Θα τολμούσε άραγε αστυνομικός να πράξει αναλόγως, αν επρόκειτο για ένα παιδί, που του μιλά άσχημα αλλά βρίσκεται στις παρυφές της Εκάλης; Αν το έβλεπε έξω από μία πρεσβευτική κατοικία ντυμένο με καλά ρούχα, ακόμη κι αν του φερόταν ιδιαίτερα άσχημα; Μάλλον όχι.
Ποινικό σύστημα και Ρομά
Αυτό δεν σημαίνει ότι η κοινότητα των Ρομά είναι μονοσήμαντη. Υπάρχουν ολόκληρες οικογένειες, που εκτίουν ποινές στις φυλακές. Το αξιακό σύστημά της δέχεται πολλαπλές επιρροές, οι οποίες δεν είναι πάντα θετικές. Βασίζεται σε ένα κράμα επιβιώσεων, θρησκευτικών και τοτεμικών, σε επίπεδο συμβόλων και πραγματικότητας.
Η Ελλάδα και οι … Ρομά
Οι τσιγγάνοι ή κατά άλλους Ρομά αν και όλοι δεν αυτοχαρακτηρίζονται με αυτόν τον τρόπο ή Αθίγγανοι ή Γύφτοι ή Τουρκόγυφτοι (Κατσίβελοι) ανάλογα με τις φυλές δεν είναι μία ευθεία γραμμή. Άλλοι είναι οργανωμένοι, άλλοι ανοργάνωτοι, άλλοι ζουν σε σπίτια, άλλοι εξακολουθούν να είναι σκηνίτες, άλλοι ζουν καλά κι άλλοι παρακμιακά ή ακόμη κι έκνομα. Αυτή η ιστορία έχει να κάνει με τους ίδιους αλλά και με το κράτος, που είτε θέλει είτε δεν έχει καταφέρει να ενσωματώσει τους ανθρώπους αυτούς, που είναι κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας αλλά ουσιαστικά πηγαινοέρχεται μέσα έξω από τις επίσημες δομές. Οι προσπάθειες, που έγιναν τις τελευταίες δεκαετίες απέδωσαν κάποιους καρπούς αλλά όχι ολοκληρωτικά. Η σοβαρή προσπάθεια της Άννας Λιδάκη υπήρξε μία από τις σημαντικότερες και βασίστηκε στην έρευνα στο πεδίο. Το σήριαλ του σκηνοθέτη, Μανούσου Μανουσάκη είχε εντυπωσιακή αποδοχή και συνέβαλε στη γνωριμία με αυτήν την κοινότητα. Οι προηγούμενες κινηματογραφικές παραγωγές αντιμετώπιζαν στα όρια του γραφικού, μία πραγματικότητα, υπεραπλουστεύοντας, θετικά ή αρνητικά. Υπήρξαν ντοκιμαντέρ, που έγιναν κι είχαν θετική χροιά κι επιστημονικά στοιχεία αλλά όχι την ίδια, ευρεία αποδοχή. Τα προγράμματα αυτά, όσα έγιναν ή όση βιβλιογραφία υπήρξε, βασίστηκε κυρίως σε ξένες μελέτες, κι ελάχιστα σε έρευνες στο πεδίο. Το τοπίο με τα βρόμικα σπίτια, με τις άθλιες συνθήκες υγιεινής είναι μία βόμβα διαρκείας, η οποία έχει ξεχαστεί και τη θέση της έχει πάρει το προσφυγικό. Γιατί, για να σχεδιάσεις μία πολιτική ενσωμάτωσης, το πρώτο πράγμα, που πρέπει να κάνεις είναι να δεις ποιον έχεις απέναντι. Εμείς δυστυχώς εφαρμόζουμε τιμωρητικές λογικές χάνοντας και πολύτιμους ανθρώπινους πόρους, που θα ήθελαν να ενσωματωθούν αλλά δεν ξέρουν τον τρόπο. Οι φυλές ενός κράτους είναι πλουραλισμός, δεν είναι προβληματική κατάσταση.
Νοσοκομεία και Ρομά, με Αννούλα Βασιλείου, τη μάνα του Αγγελόπουλου, τον Μαρσελίνο και τον Ρομά που σκοτώσαν γιατί ήθελε να δει αν είναι καλά το παιδί του
Συνωστισμός επικρατεί στα νοσοκομεία από τσιγγανόπουλα, αλλά ουδέποτε ασχολούμαστε ξεχωριστά με την υγεία αυτών των παιδιών, που μεγαλώνουν σε δύσκολες συνθήκες. Κι όταν έρθει η ώρα αναρωτιόμαστε, γιατί τρώνε μικρά παιδιά τα ποντίκια και τρομάζουμε. Με εκπαιδευτικό επίπεδο, σαφώς, πολύ κάτω του μέσου όρου, χωρίς καμία καθοδήγηση περιμένουμε να αλλάξουν και να ενσωματωθούν. Πως; Η αποδοχή της Αννούλας Βασιλείου, την οποία δεν ήθελε η μάνα του Μανώλη Αγγελόπουλου, για νύφη, γιατί δεν ήταν τσιγγάνα έδωσε μία άλλη εκδοχή της επίσημης ιστορίας ενώ ο βίαιος θάνατος του ποδοσφαιριστή Μαρσελίνο ήταν ένα από τα γεγονότα, που σημάδεψαν την ελληνική κοινωνία, η οποία μόνο συγκυριακά είδε διαφορετικά τη συγκεκριμένη μειονότητα, η οποία έχει διαφορετικές εκφράσεις και στρωμάτωση. Ενδιάμεσα υπήρξαν πολλά στάδια. Σε προσωπικό επίπεδο, θα με στοιχειώνει στα μέσα της δεκαετίας του ΄90, πάντα η φωνή της τσιγγάνας, που αστυνομικός σκότωσε τον άντρα της, όταν ανασήκωσε λίγο το κεφάλι του, για να δει αν το παιδί του που ήταν δίπλα ήταν καλά.
Ανεκτικότητα και μειονότητα
Το κράτος και κάθε σύγχρονο κράτος αλλά και οι Ευρωπαίοι πολίτες, δύσκολα είναι ανεκτικοί απέναντι στις μειονότητες. Και σαφώς δεν είναι εύκολα όλα αυτά. Θέλουν πολλή δουλειά από τις κρατικές δομές, πολλή προσωπική δουλειά στη διευθέτηση συγκρούσεων, ώστε να μη συγκρούονται ανθρώπινα πολιτισμικά δικαιώματα και ορθολογισμός στον σύγχρονο τρόπο ζωής. Το διαφορετικό σκοντάφτει στα κουτάκια αλλά και σε μία πραγματικότητα, η οποία είναι υπαρκτή κι έχει να κάνει με την ανομία και την παρέκκλιση. Αλλά πόσο απ΄αυτό είναι μετρήσιμο; Πόσο και οι ίδιοι οι Ρομά δεν υποφέρουν, όταν κάποιοι από την κοινότητα λειτουργούν έκνομα, ενώ οι ίδιοι προσπαθούν να αποτινάξουν τον ζυγό της ανομίας από πάνω τους και προσπαθούν να λειτουργήσουν μέσα σε ένα πλαίσιο. Για τον σύγχρονο γονιό η εικόνα μίας τσιγγάνας, η οποία έχει το παιδί της μέσα στον δρόμο κάθεται σε ένα χαλάκι και ζητιανεύει για να ζήσει, είναι μία εικόνα, που τον κάνει έξαλλο, όχι απλά, δεν τον αγγίζει, όπως πριν μερικά χρόνια. Είναι η εικόνα, μίας γυναίκας, η οποία εκθέτει το παιδί της σε κίνδυνο, έχοντας το στον ήλιο ή σε δύσκολες καιρικές συνθήκες. Ο γάμος σε μικρή ηλικία έχει απορριφθεί σχεδόν από το σύνολο των Νεοελλήνων, οι οποίοι βλέπουν και θέλουν τα παιδιά τους να πηγαίνουν στο σχολείο, έχοντας ενσωματώσει στο αξιακό τους σύστημα ότι ο εκπαιδευτικός φορέας είναι αυτός που θα δώσει εφόδια, για να μπορέσει το παιδί τους αργότερα ν΄ ανταποκριθεί στις κοινωνικές δυσκολίες. Το ρολόι των τσιγγάνων, όμως λειτουργεί, δεκαετίες πίσω, κι η αρχή δεν μπορεί να γίνει παρά από εκεί. Αν δεν έχεις μάθει το αλφάβητο, σε επίπεδο ένταξης, δεν μπορείς να τελειώσεις το λύκειο.
Το σύγχρονο ελληνικό κράτος λοιπόν έχει κάνει όσα πρέπει για τους τσιγγάνους;
Αλήθεια, το σύγχρονο ελληνικό κράτος λοιπόν έχει κάνει όσα πρέπει για τους τσιγγάνους; Θυμάται βεβαίως τους τσιγγάνους, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Αν πάει κάποιος στις φυλακές Κορυδαλλού θα δει ότι υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι φτωχοδιάβολων και κάποιοι κατηγορούνται ή έχουν καταδικαστεί για ναρκωτικά. Αν πάει κάποιος στις μεγάλες αγορές θα δει Ρομά να έχουν το εμπόριο χαλιών κι άλλων, που έχουν καταφέρει μέσω του τραγουδιού ή του χορού να διαπρέψουν. Σε μία εποχή που το θέμα της δουλειάς είναι πάρα πολύ δύσκολο ακόμη και για τους ανθρώπους, που έχουν σωρό τα πτυχία, για έναν Ρομά η επιβίωση είναι το μείζον κι όχι τα κρατικά έσοδα. Κοινωνίες, όπως των Ρομά, όμως έχουν κι άλλα χαρακτηριστικά, τα οποία εμείς δεν βλέπουμε. Είναι κοινωνίες της αλληλεγγύης, όσο κι αν είναι τρομακτικό, για έναν γιατρό να έχει εφημερία και να μην ξέρει ποιον να πρωτοενημερώσει. Είναι κοινωνίες της αλληλεγγύης απέναντι στο κράτος, που το θεωρούν ξένο, προς αυτούς.
Αποσπασματικές προσπάθειες
Το σίγουρο είναι ότι και το κράτος και αρκετοί τσιγγάνοι έχουν προσπαθήσει αλλά αυτή η προσπάθεια, όταν είναι αποσπασματική και δεν είναι διαρκής και φτιαγμένη, όχι εκ των άνω, αλλά με βάση τις δικές τους ανάγκες είναι προβληματική. Αν δηλαδή ένας Ρομά δεν έχει να φάει, δεν θα το πολυσκεφτεί, αν το παιδί έχει σχολείο, αλλά θα μαζέψει την οικογένεια και θα πάει για το μεροκάματο. Το ελληνικό κράτος μπορεί να έχει κάνει πολλά αλλά θα έπρεπε να κάνει περισσότερα. Δεν επένδυσε κατεξοχήν σε ανθρώπινο κεφάλαιο, αλλά στην αλόγιστη παροχή κονδυλίων. Την ίδια στιγμή βέβαια, όταν μιλάμε για τους τσιγγάνους, σε μία εποχή ορθών οικονομικών πρακτικών, φαίνεται αδιανόητο σε εκσυγχρονιστές του είδους να εξακολουθούμε να μιλάμε για ανθρώπους, που λειτουργούν , έξω από το κανονιστικό πλαίσιο. Ο εθνοκεντρισμός βεβαίως ως ιδέα δεν ευνόησε κανέναν, ίσα – ίσα δημιούργησε προβλήματα στους λαούς ή τις μειονότητες. Κατέστρεψε πολιτισμούς, με ένα δαρβινικό μοντέλο, που εφαρμόστηκε με εξαφάνιση των ανθρώπων με αποκορύφωμα την περίοδο της Αποικιοκρατίας. Τα απότοκα αυτής της πολιτικής τα ζούμε μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα άνθρωποι, γλώσσες, πολιτισμοί να χάνονται. Κάθε χρόνο χάνονται διάλεκτοι, κάθε χρόνο επικρατούν παγκοσμίως καμπανάκια, για πολιτισμούς, που σωπαίνουν. Το Άουσβιτς για τις μειονότητες ίσχυσε παντού, και σε ρεαλιστικό επίπεδο το έζησαν στο πετσί τους κι οι Τσιγγάνοι, οι οποίοι, όπως και οι Εβραίοι και οι Ομοφυλόφιλοι έζησαν το αποκορύφωμα. Το δικαίωμα της πλειονότητας εξασφαλίζεται, όταν οι μειονότητες είναι ενταγμένες, αλλά χωρίς να χάνουν χαρακτηριστικά της κουλτούρας τους. Αν για παράδειγμα αφαιρέσεις τον χορό ή τη μουσική από τους τσιγγάνους, που από μικρά παιδιά μαθαίνουν τον ρυθμό, χάνεις, ένα κομμάτι ενός παλαιού πολιτισμού. Αν αφαιρέσεις από τους Ινδιάνους ή τους Αβορίγινες τη γη τους ή τα λατρευτικά τους μνημεία, δεν είναι σαν να τους διώχνεις;
Ένα πλαίσιο υποστηρικτικό ως προς την ενσωμάτωση
Η βασική ιδέα λοιπόν, στην οποία συμφωνούν όλοι οι κοινωνικοί επιστήμονες είναι να υπάρξει ένα πλαίσιο, το οποίο θα είναι υποστηρικτικό ως προς την ενσωμάτωση, αλλά χωρίς να χάνει τα συστατικά ενός πολιτισμού, που εν τέλει είναι μία φυσιολογική εξέλιξη. Ταυτόχρονα, χάνουμε πολύτιμη γνώση απέναντι στον τρόπο που λειτουργούν οι κοινωνίες των δασών ή κοινωνίες, που λειτουργούν έξω από τον αστεακό χώρο κι εκμεταλλεύονται τον φυσικό πλούτο, για να ζήσουν, όπως οι πρόγονοί μας. Ποιος άνθρωπος της πόλης σήμερα θα μπορούσε να επιβιώσει ένα μήνα στο δάσος, αν χρειαστεί; Ποιος θα ήξερε, πλην ειδικών, τα βότανα, τις ουσίες τους, τις δυνατότητές τους; Ποιος θα ήξερε τα ζώα, τα περάσματα, τον καιρό, πλην των ανθρώπων, που ζουν με την κουλτούρα του βουνού ή του δάσους; Όμως, δυστυχώς σε κοινωνίες, που όλοι είναι ειδήμονες, η γνώμη των κοινωνικών επιστημόνων μπαίνει κάτω από τις γενικές πολιτικές και η γνώση, που θα μπορούσαν να προσφέρουν προς όφελος των κοινωνιών, λούζεται όλες τις πολιτικές σκοπιμότητες. Οι κοινωνικές επιστήμες ενώ είναι επιστήμες του Ανθρώπου, ενώ βοηθούν να αξιοποιήσει τις δυνάμεις του προς όφελος του ιδίου και της κοινωνίας είναι μονίμως σε μία προβληματική και σύγκρουση με τη λογική των υπολοίπων επιστημών, οι οποίες σφυροκοπούν αδιάκοπα την επιστημονοσύνη τους. Έτσι, όταν υπουργός της κυβέρνησης χαιρετίζει τα κλειστού τύπου οικήματα, πέρα από κάθε κοινωνική λογική ή λογική της ομάδας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, βγάζει έξω από τη σφαίρα τους κοινωνικούς επιστήμονες, αμφισβητώντας τις γνώσεις και τις έρευνες, που έχουν γίνει αλλά και την ουσία της επιστήμης τους. Κάθε έννοια Δικαίου εγκλωβίζεται σε σκοπιμότητες, αφήνοντας τους ανθρώπους, που σπούδασαν αυτό το αντικείμενο, έξω από το γνωστικό τους πεδίο, αμφισβητώντας ευθέως τη γνώση τους αλλά και την ουσία του ίδιου του ελληνικού Πανεπιστημίου και του πτυχίου τους. Βάλει δηλαδή ευθέως και κατά της επιστημονικής γνώσης, που δεν είναι του πεδίου του.
Είναι η ώρα η κυβέρνηση να σταματήσει η λογική της τιμωρίας και να αποβληθούν στοιχεία, που καταρρακώνουν την εικόνα της Ελληνικής Αστυνομίας
Όποτε κάθε κράτος προσπάθησε να ενσωματώσει βίαια κοινότητες, δημιούργησε νέες αγκυλώσεις, εχθρότητα και έθεσε υπόστρωμα βίας. Η κοινότητα των Ρομά δεν έχει μελετηθεί επαρκώς ούτε έχουν σχεδιαστεί πολιτικές με βάση τις δικές της πραγματικές ανάγκες αλλά κυρίως πρόκειται για πολιτικές εκ των άνω, που ελάχιστη σχέση έχουν με τα δικά της θέλω και τις πραγματικές ανάγκες. Γι΄αυτό κι η ενσωμάτωση είναι εξαιρετικά αργή και σε ορισμένες περιπτώσεις, δυστυχώς, μηδενική. Τσουβαλιάζεται ενώ δεν είναι ίδια. Έχει συγκεκριμένα ομοιογενή χαρακτηριστικά αλλά και αρκετές διαφορές. Έτσι, η διαφορά ανάμεσα σε έναν τσιγγάνο του Ασπροπύργου, ενός του Περιστερίου, ενός άλλου των Λιοσίων, μπορεί να είναι ουσιαστική. Ο Ρομά που πουλά στις αγορές, ο Ρομά, που τραγουδά στα κέντρα κι έχει μεγάλη αναγνωρισιμότητα δεν έχει σχέση με τον Ρομά, που είναι κάτοικος στο Ζεφύρι. Ακριβώς, όμως επειδή δεν έχει ενσωματωθεί παραμένει εξαιρετικά ευάλωτη αυτή η κοινωνική ομάδα, πολυπλόκαμη και διαφορετική. Είναι ευάλωτη απέναντι σε ένα σύστημα ιδεών και προτύπων, που με ευθύνη πρωτίστως του κράτους και δευτερευόντως και της ίδιας της κοινότητας, που επιδιώκει να καρπώνεται τα θετικά των οργανωμένων κρατών, αλλά χωρίς υποχρεώσεις, οδηγεί ένα μέρος της, σε εγκληματικές ομάδες ή σε έκνομες συμπεριφορές. Ο μόνος δρόμος για να αλλάξουν όλα αυτά είναι ανασχεδιασμός με εκπαίδευση και των Ρομά και των κρατούντων, που βρίσκονται σε διαρκή πόλεμο με την κοινότητα, αλλά και σεβασμό, στην αμοιβαιότητα, απέναντι σε ομάδες Ελλήνων, που ζητούν προστασία από την εγκληματικότητα. Όμως, με λογικές, οι οποίες είναι τιμωρητικές , απέναντι ακόμη και σε παιδιά, το πρόβλημα παραμένει και διαιωνίζεται. Η Αστυνομία εξακολουθεί να έχει στους κόλπους της, ανθρώπους, που αγνοούν τα βασικά, ως προς την διαχείριση των ανθρώπων. Και αρκετοί Ρομά, που έκαναν πολλά βήματα για να εξελιχθούν τις τελευταίες δεκαετίες, να εγκατασταθούν μόνιμα, κόντρα σε συνήθειες αιώνων, αισθάνεται διαρκώς ότι είναι στο στόχαστρο. Η κοινότητα των Ρομά είναι ένα καζάνι, που βράζει και δημιουργεί νέα παραβατικότητα, αφού η ενσωμάτωση σε μεγάλο ποσοστό, είναι ψευδεπίγραφη. Είναι η ώρα η κυβέρνηση να σταματήσει την λογική της τιμωρίας, ν΄αποβάλλει στοιχεία, που καταρρακώνουν την εικόνα της Ελληνικής Αστυνομίας και να πάει σε λογική κοινωνικού σχεδιασμού και προνοίας. Κι αντί να μοιράζει διχίλιαρα να κοιτάξει ουσιαστικά με κοινωνικούς επιστήμονες την κοινότητα των Ρομά, που έχουν αυξημένες ανάγκες σε πρόνοια κι εκπαίδευση, ειδάλλως παίζει με τη φωτιά της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, που σε συνδυασμό με το μεταναστευτικό, δημιουργούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ.