
Πριν επιχειρήσουμε μια οποιαδήποτε προσέγγιση του Έλιο Βιττορίνι (1907-1966) και του έργου του, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η μορφή του δεν έπαψε να εμφανίζεται προβληματική, από τη στιγμή που εξακολουθεί να γίνεται αντικείμενο προσεκτικής ανάλυσης από τη μεριά της κριτικής, όσον αφορά στο πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα στους διανοούμενους, την κοινωνική τους παραγωγικότητα και, κατ’ επέκταση, την κοινωνικότητα της κουλτούρας. Κάτω απ’ αυτή τη σκοπιά, έρχεται στο φως το άγχος του διχασμού της προσωπικότητας του συγγραφέα, στη γεμάτη ένταση προσπάθεια να ξαναγράψει τον κόσμο και το φόβο να ξαναγραφεί απ’ αυτόν τον κόσμο. Από το σημείο αυτό απορρέουν οι αντιφάσεις, το δράμα του Βιττορίνι –που απεικονίζει το δράμα του σύγχρονου διανοούμενου- όπου το «εγώ» του παραμένει διχασμένο ανάμεσα στην ενεργό ιδεολογία, την κριτική και την αυτοκριτική των ιδεών, την προσαρμογή του ρόλου και την νομιμοποίηση του δικού του ιστορικού ρόλου. Και, όσο περισσότερο προσπαθεί ο Βιττορίνι να καλύψει αυτό το σχίσμα, ανατρέχοντας στα φώτα της Θείας Λογικής, τόσο περισσότερο έντονα εμφανίζεται στα μάτια μας η εσωτερική του διαμάχη, όπου βέβαια βρίσκει τη θέση της η ζωντανή και σύγχρονη παιδαγωγική αξία που κατάφερε να αφήσει πίσω του.

Τώρα, μέσα σε ένα πολιτικό κλίμα που είχε αλλάξει ριζικά και οι συζητήσεις πάνω σε θέματα αρχής είχαν μετατραπεί σιγά σιγά σε λειτουργικές προτάσεις προς την κατεύθυνση εξεύρεσης νέων ευθυνών για την κουλτούρα, η φιγούρα του Βιττορίνι πρέπει να θεωρηθεί κάτω από το φως της ιδιάζουσας ιστορικής στιγμής και των δυσκολιών που αυτή η στιγμή παρουσιάζει. Έτσι, φαίνεται επίκαιρη η μελέτη της ιστορίας της κουλτούρας και του κοινωνικο-πολιτικού ρόλου του διανοούμενου, που διακρίνεται από την κρίση ταυτότητας και, άρα, από την εξέλιξη της λειτουργίας της κουλτούρας, διαλεκτικά συνδεδεμένη με την κοινωνία των μαζών. Ο ιστορικός της Ιταλικής Λογοτεχνίας Άζορ Ρόζα στο βιβλίο του «Συγγραφείς και λαός» (1965), μας είχε δώσει ορισμένα χρήσιμα στοιχεία γύρω από την προσωπικότητα του Βιττορίνι, υπογραμμίζοντας τον χαρακτήρα του λαϊκισμού του και αναλύοντας τα αίτια του αμφίβολου αντιστασιακού συναισθήματος που του είχε εμπνεύσει η πρώτη περίοδος του φασισμού, και που τόσοι νέοι είχαν οικειοποιηθεί, πεπεισμένοι για την ειλικρινή επαναστατική δυναμικότητα που είχε μέσα του. Μ’ αυτό τον τρόπο, εντοπίζουμε εκείνες τις λεπτές διαβαθμίσεις που γεννούν, στο λογοτεχνικό επίπεδο, τις δημοκρατικές αξίες μέσα από τα μοτίβα που προπαγάνδιζε το καθεστώς. Εμφανίζεται έτσι η εύθραυστη θέση του ανθρωπιστικού πιστεύω του Βιττορίνι, για τον οποίο η απαίτηση μιας επανάστασης «για τον άνθρωπο» καταλήγει, σε μικρότερες αναλογίες, σε μια επανάσταση «για την κουλτούρα».
