
Αθλητισμός και λογοτεχνία έχουν πολύ περισσότερα κοινά απ’ όσα μπορεί συνήθως κάποιος να σκεφθεί. Είναι, ή τουλάχιστον μπορούν να είναι, δυο τρόποι που ο άνθρωπος καλείται να αναμετρηθεί με τα όριά του, για να ανακαλύψει τον εαυτό του και να εκφρασθεί κάνοντας συνεχή σύγκριση με άλλους. Μια προσπάθεια να ανακαλύψει και να επιβεβαιώσει την ταυτότητά του, ατομική ή συλλογική. Ίσως γι’ αυτό ο αθλητισμός αποτελεί συχνά πηγή έμπνευσης από την οποία πολλοί συγγραφείς άντλησαν ή συνεχίζουν να αντλούν τα ηρωικά κατορθώματα τών πρωταγωνιστών – πρωταθλητών τους , τις ένδοξες και υπερήφανες νίκες, τις γεμάτες δάκρυα ήττες που γεννούν ισχυρά πάθη και συγκινήσεις αλλά και ιστορίες εκδίκησης. Με λίγα λόγια, ο αθλητισμός και η εικόνα του αθλητή είναι μια ιδανική μεταφορά τής πραγματικότητας και της ζωής. Ο αθλητισμός με τις ποικίλες μορφές του, τα στοιχεία της σωματικής άσκησης καθώς και το πρότυπο του αθλητή, είναι σημεία που συναντάμε σε βιβλία γνωστών Ιταλών λογίων.

Κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα και στο βιβλίο του Μπαλτασάρε Καστιλιόνε «Baldesar Castiglione» (1478 – 1529) Il libro del Cortigiano – Το βιβλίο του Αυλικού (1528), το ωριμότερο ίσως έργο της ανθρωπιστικής και αναγεννησιακής περιόδου σχετικά με τους υψηλής εξιδανίκευσης χαρακτήρες, για να αποδοθεί η μεγαλειότητα και σπουδαιότητα της Αυλής και του εντυπωσιακού Παλατιού της πόλης του Ουρμπίνο των Montefeltro συγκρίνεται με τον μεγαλύτερο αθλητή της αρχαιότητας, τον Ηρακλή, ως εξής: «… ο χώρος, στον οποίο κάθε πέντε χρόνια εορτάζονταν οι Ολυμπιακοί αγώνες στην Αχαϊα κοντά στην Ήλιδα μπροστά στο ναό του Ολύμπιου Διός, είχε μετρηθεί από τον Ηρακλή, και είχε γίνει ένα στάδιο εξακόσια είκοσι πέντε ποδιών, των δικών του ποδιών. Και τα άλλα στάδια που έγιναν σε όλη την Ελλάδα από τους μεταγενέστερους ήταν και αυτά εξακόσια είκοσι πέντε πόδια, αλλά όλα αρκετά πιο μικρά από εκείνο (της Ολυμπίας)… Εσείς επομένως, αφέντη Αλφόνσο, με την ίδια λογική, από αυτό το μικρό μέρος ολόκληρου του σώματος μπορείτε εύκολα να καταλάβετε πόσο η αυλή του Urbino είναι απ’ όλες τις άλλες ανώτερη, ερευνώντας πόσο τα αγωνίσματα, τα οποία επινοήθηκαν για να ψυχαγωγήσουν τις κουρασμένες ψυχές από τις σκληρές δουλειές, είναι ανώτερα από εκείνα που διεξάγονται στις άλλες αυλές της Ιταλίας…».

Στο βιβλίο I Ragguagli di Parnaso – Παραβολές του Παρνασσού (1612-1613), ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του επόμενου αιώνα, του 17ου, ο συγγραφέας Τραϊανός Μποκαλίνι «Traianno Boccalini» (1556 – 1613) παρουσιάζεται σαν «ανταποκριτής» εφημερίδας μεταφέροντας συζητήσεις, διαξιφισμούς, καβγάδες, απόψεις που εκτυλίσσονται στο βασίλειο του Παρνασσού υπό την πρωτοκαθεδρία του Απόλλωνα, γύρω από τον οποίο συναθροίζονταν διάσημοι άνθρωποι κάθε εποχής. Σε αυτό το πρώτο βιβλίο της ιταλικής λογοτεχνικής κριτικής ο «ανταποκριτής» Μποκαλίνι μάς πληροφορεί διαμέσου των «άρθρων» του για ζητήματα λογοτεχνικά, ιστορικά, πολιτικά, ηθικά, φιλοσοφικά και φυσικά για την περιγραφή δυο φημισμένων και λαοφιλών παιχνιδιών στην Ιταλία, του Φλωρεντινού ποδοσφαίρου και του Palio. Για το Calcio Fiorentino ή Calcio in livrea, in costume , ο Μποκαλίνι περιγράφει έναν αγώνα ποδοσφαίρου με τίτλο: «Το φλωρεντινό γένος παρουσιάζει το παιχνίδι του calcio, στο οποίο έχοντας αποδεχθεί να συμμετάσχει ένας πολύ κομψός ξένος αυλικός αυτός κέρδισε το έπαθλο του παιχνιδιού». Με αφορμή τον αγώνα κάνει πολιτική και κοινωνική κριτική για την κατάσταση που επικρατούσε στη Φλωρεντία αλλά και για την υπεροψία των φλωρεντινών: Το αριστοκρατικότατο φλωρεντινό γένος την περασμένη Πέμπτη στο Απολλώνιο λιβάδι (γήπεδο) παρουσίασε το αγαπημένο του παιχνίδι, το ποδόσφαιρο, στο οποίο συναγωνίσθηκαν όλοι οι λόγιοι του Παρνασσού… Αλλά οι πολιτικοί, με σκέψεις πολύ περισσότερο αναπτυγμένες, απ’ αυτούς τους καβγάδες που πολύ συχνά γίνονταν μεταξύ των νεαρών φλωρεντινών, διηγούνταν ότι μεγάλο μυστήριο κρυβόταν στο παιχνίδι του ποδοσφαίρου: γι’ αυτό το λόγο οι δημοκρατίες,, περισσότερο από τις μοναρχίες… είναι γεμάτες εσωτερικά μίση και σοβαρές μυστικές εχθρότητες… και όπως έλεγαν οι πολιτικοί ότι η φλωρεντινή δημοκρατία με αξιοθαύμαστη σύνεση μεταξύ των πολιτών της εισήγαγε το παιχνίδι του ποδοσφαίρου μόνο για να έχουν αυτοί την ικανοποίηση να μπορούν στα αστεία να δίνουν μπουνιές σε εκείνους τους μοχθηρούς και για να ξέρουν να επανατοποθετούν τα μέλη τους… από τα πάθη στην ησυχία…Αλλά με την «ανταπόκριση» αυτή περιγράφεται και η πρόκληση ενός γάλλου ευγενή ο οποίος κάνοντας κριτική είπε: «Το παιχνίδι είναι απολαυστικότατο, αλλά οι φλωρεντινοί έπαιζαν άσχημα»… κι όταν θα ήθελαν να τον δεχθούν στο παιχνίδι, αυτός θα δίδασκε σε εκείνους τους φλωρεντινούς την τέχνη πώς να πιάνεις την μπάλα, πώς να την κυκλοφορείς, με πόση επιδεξιότητα θα απέφευγε τους αντιπάλους που θα ήθελαν να την πάρουν και άλλα υπέροχα τερτίπια ενός θαυμάσιου δασκάλου. Και ξεκινά η περιγραφή του παιγνιδιού: Ο αυλικός μπήκε στο γήπεδο: εκεί οι φλωρεντινοί πιστεύοντας ότι έχουν πολύ μεγάλο ταλέντο στις μπαλιές και στο μαρκάρισμα, τον κύκλωσαν. Ο κοντινότερος αμυντικός κτυπάει την μπάλα και την πετάει στον αέρα, η οποία όχι και πολύ γρήγορα πέφτει στο έδαφος, ο δεξιοτέχνης αυλικός τρέχει να την πιάσει και κάνοντάς τη δικιά του, τη βάζει κάτω από τον αριστερό βραχίονά του. Τότε οι ενδιάμεσοι της αντίπαλης ομάδας έτρεξαν για να του την αφαιρέσουν, μα αυτός με μεγάλη δύναμη έσπρωξε και έναν και δυο αντιπάλους και εκεί που οι φλωρεντινοί, επιτήδειοι στο παιχνίδι, πίστευαν ότι θα τον γκρεμίσουν κάτω, αυτοί ήταν που έπεσαν κάτω. Έτσι ο δυνατός αυλικός με τους βραχίονες, με τις πλάτες, με το κεφάλι και με όλο το σώμα σταθερά παρέσυρε οποιονδήποτε έβρισκε μπροστά του με αποτέλεσμα οι περισσότεροι ενδιάμεσοι να είναι πεσμένοι στη γη. Μερικοί από τις τόσο δυνατές σπρωξιές είχαν χτυπηθεί στο στήθος και μετά από μεγάλη προσπάθεια πολλών ωρών μπόρεσαν να αναπνεύσουν. Έτσι ο αυλικός, έχοντας ξεπεράσει κάθε εμπόδιο, χωρίς κανένας πλέον να μπορεί να τον εμποδίσει, πέταξε την μπάλα πέρα από το όριο και πήρε το έπαθλο του παιγνιδιού. Οι φλωρεντινοί έμειναν τόσο εμβρόντητοι που με ιεροπρέπεια ορκίστηκαν ότι δε θα ξαναδεχτούν ποτέ πια κάποιον αυλικό στο παιγνίδι τους…

Ο Μποκαλίνι στη σκέψη και θεωρία του είχε τον Κορνήλιο Τάκιτο, τον Λατίνο ιστορικό, σαν ένα δάσκαλο των τρόπων, των διόδων και των μέσων με τα οποία οι «απόλυτες» κυβερνήσεις μπορούν να εγκαθιδρυθούν και να σταθεροποιηθούν αλλά ταυτόχρονα εξέταζε και την οξεία αποκαλυπτική λογική και τους εσωτερικούς μηχανισμούς αυτών των μορφών διακυβέρνησης. Αν και καταδίκαζε τον απολυταρχισμό τύπου Μακιαβέλι λόγω του αμοραλισμού του ταυτόχρονα έβρισκε τον απολυταρχικό Τάκιτο περισσότερο ηθικολόγο. Είναι υπέροχο το πώς παρουσιάζει ο Μποκαλίνι τον Τάκιτο σε έναν αγώνα Palio με άμαξες για να καταλήξει σε αλληγορικές επισημάνσεις που προσδιορίζουν τον κόσμο του 17ου αιώνα με τα μειονεκτήματά του, τα άσχημά του και κυρίως την περιβόητη «λογική του κράτους». Την επόμενη μέρα, σύμφωνα με τα συνήθη, θα γίνονταν αρματοδρομίες για το palio, και μάλιστα εκείνες των αρμάτων, των συρόμενων από τέσσερα άλογα. Στην εκκίνηση εμφανίσθηκαν πολλά άρματα καλά λαδωμένα και με ταχύτατα άλογα. Εκεί ήταν παρών και ο κύριος Κορνήλιος Τάκιτος με ένα άρμα τριών τροχών, κομματιασμένο και συρόμενο από τέσσερα παλιάλογα… και τότε ήταν που ο Τάκιτος γνωστοποίησε σε όλους την αξία του: Δοθείσης της εκκίνησης ενώ όλοι οι αριστοτέχνες αρματηλάτες ανησυχούσαν για τον αγώνα, με το να χτυπούν τα άλογα και με τις στριγκιές και τις καμτσικιές να ξεκουφαίνουν τους πάντες, ο Τάκιτος, σιωπηλός, χωρίς καν να κουνιέται, με τη σπάνια επιδεξιότητά του και με τη θαυμάσια τεχνική του, θαυμαστά την κατάλληλη στιγμή και στον κατάλληλο χρόνο μαστίγωνε και ωθούσε μπροστά τα άλογά του, με μεγάλη τέχνη και σωφροσύνη οδηγούσε το σαστισμένο του άρμα, που ενώ τα άλλα πιο γρήγορα άρματα δεν είχαν κάνει το ένα τρίτο τού δρόμου, αυτός είχε φτάσει στο palio. Εξ αιτίας αυτού του γεγονότος… όλοι οι ενάρετοι αυτού του κράτους έγιναν γνώστες ότι σε κάθε υπόθεση περισσότερο από τη δύναμη αξίζει η επιδεξιότητα της σωστής φρόνησης. Συνεπώς οι πιο σοφοί είπαν ότι εκείνοι που στις συναλλαγές τους έχουν τρόπο, δεξιοτεχνία και ικανότητα, είναι ικανοί να οδηγήσουν σε καλό αποτέλεσμα κάθε μπερδεμένο και αντίξοο εγχείρημα… γιατί φέρει πολύ θλίψη στους άλλους ανθρώπους η αδικία που υπάρχει στην ανισότητα της εκκίνησης : η εκκίνηση για τους ταπεινούς και φτωχούς ενάρετους ήταν πολύ μακρινή, όταν εκείνη των ευγενών και των πλουσίων ήταν τόσο κοντά στο palio, που ακόμα και χωρίς την αξία της διαδρομής, μόνο με το να απλώσουν το χέρι τους μπορούσαν να το αγγίξουν … Με αυτό όμως το τελευταίο palio έγινε γνωστό σε όλους ότι πολλοί ευγενείς και πλούσιοι έμειναν πίσω, ενώ οι φτωχοί και ταπεινοί δρομείς πήραν το έπαθλο.

Το ποδόσφαιρο όμως όπως και άλλα αθλήματα αναφέρονται σε μια Relazione della China – Έκθεση για την Κίνα (1672), από το Λορέντζο Μαγκαλότι «Lorenzo Magalotti» (1637 – 1712), τον πρωτοπόρο «εγκυκλοπαιδιστή», γραμματέα της Ακαδημίας του Πειράματος «Accademia del Cimento» σε νεότατη ηλικία, μέλος της Ακαδημίας της Κρούσκα «Accademia della Crusca», με ευρωπαϊκή σκέψη και με αξέχαστη προσφορά. Ο Μαγκαλότι έχοντας συνείδηση της γνώσης ήταν τρομερά περίεργος για τον κόσμο και τα χαρακτηριστικά του. Γι’ αυτό όταν ο Ιησουίτης μοναχός Γιόχαν Γκρούμπερ «Johann Grueber» αποβιβάσθηκε στο Λιβόρνο τον Ιανουάριο του 1666 από ένα ταξίδι στην Κίνα, συνάντησε τον Μαγκαλότι που με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για εκείνο το μακρινό και τόσο διαφορετικό τόπο υπέβαλε πολλές ερωτήσεις στον Γκρούμπερ για τα ζητήματα της Κίνας με αποτέλεσμα το βιβλίο Έκθεση για την Κίνα, που εκδόθηκε στο Παρίσι. Η περιγραφή των κινέζικων παιγνιδιών και αθλημάτων είναι σημαντική γιατί φαίνεται να υπάρχουν αρκετά κοινά παιγνίδια με τα ιταλικά: «Ξαναρώτησα για τους κήπους των Κινέζων, για τα παιχνίδια και τους χορούς… Όσο αφορά στα παιχνίδια οι Κινέζοι έχουν ψυχαγωγία και πάθος. Έχουν το ποδόσφαιρο, τις Tavole*, το σκάκι, τη mora**, τα ζάρια, τα χαρτιά. Παίζουν μπάλα με τα πόδια και με θαυμαστή δεξιοτεχνία. Δεν παίζουν αγώνα, αλλά πετούν την μπάλα απλά μεταξύ τους τέσσερις, πέντε, έξι και ακόμα περισσότεροι, στέλνοντάς – την ο ένας στον άλλον με τα πόδια, εγώ μάλιστα βρέθηκα να βλέπω μια μπάλα στον αέρα περισσότερο από ένα τέταρτο της ώρας χωρίς να ακουμπάει καθόλου στο έδαφος. Όσο αφορά στους κήπους είναι πάρα πολλοί κοινοί, αφού δεν είναι παρά μόνο λιβάδια για να παίζεται η μπάλα.

Η διαδρομή μας στο 18ο αιώνα θα έχει δυο σταθμούς. Ο πρώτος είναι ο μεγάλος θεατρικός ποιητής – λιμπρετίστας Πιέτρο Μεταστάζιο «Pietro Metastasio» (1698 – 1782), αυτοκρατορικός ποιητής (1730 – 1782) στην αυλή της Βιέννης, με την Olimpiade – Ολυμπιάδα, το καλύτερο ίσως έργο του. Ο Μεταστάζιο στην αυτοκρατορική αυλή της Βιέννης φτάνει στην πιο υψηλή ισορροπία ανάμεσα στις ανάγκες μιας ποίησης που έτεινε προς το ηρωικό και μιας έμπνευσης προς το συναισθηματικό, το αβρό, το ερωτικό. Σε μια εποχή που δε διεξάγονταν Ολυμπιακοί Αγώνες ο Μεταστάζιο ήθελε να περάσει μηνύματα σχετικά με τα ιδανικά και τη σύγκρουση υψηλών και ευγενικών αξιών μέσα από το έργο του και γι’ αυτό εμπνεύσθηκε τη δημιουργία του σκηνικού της Αρχαίας Ολυμπίας. Οι τελικές σκηνές του δράματος δεν είναι τυχαίο ότι διαδραματίζονται μπροστά στο μέγιστο ναό του Ολυμπίου Διός. Στο κέντρο του δράματος είναι το πρόσωπο της Αριστέας, κόρης του βασιλιά της Συκεώνης, ο οποίος την υπόσχεται ως έπαθλο στο νικητή των Ολυμπιακών Αγώνων, παρόλο που η Αριστέα αγαπάει και αγαπιέται από τον Μεγακλή. Η πλοκή είναι μια σειρά περιπετειών, εμποδίων και δυσκολιών μέχρι το αίσιο τέλος. Με πλαίσιο τους Ολυμπιακούς Αγώνες ο Μεταστάζιο θέλει να εξυμνήσει τη φιλία και κυρίως εκείνη μεταξύ των ανδρών. Ιδού πως παρουσιάζονται όμως οι Ολυμπιακοί Αγώνες και η ικανότητα που πρέπει να έχει ο αθλητής, όπως λεει ο παιδαγωγός Αμύντας, απευθυνόμενος στο Λυκίδα το γιο τού βασιλιά της Κρήτης: «Αχ, πρέντζιπε, εις το σπαθί έχεις πολλήν παιδείαν,/ Αμή εδώ δεν ωφελεί, αυτή είναι άλλη μάχη·/ Άλλ’ άρματα, άλλην τριβήν πρέπει κανένας να ‘χη,/ Πάλης, πυγμής, πετροβολής· και αι ονομασίαι/ Είν’ εις ημάς ανήκουστοι, αγνώριστοι παιδείαι·/ Με την πολλήν δε άσκησιν αυτά είναι οικεία/ Όλων των αντιζήλων σου, συνήθης γυμνασία,/ Κ’ εσύ, ως ανεξάσκητος, ίσως μετανοήσης,/ Των νέων τούτων την ορμήν ευθύς ως απαντήσης». Και να πως παρουσιάζει αλλά και συμπάσχει η Αριστέα περιμένοντας να μάθει τι έκανε στον ολυμπιακό αγώνα ο αγαπημένος της Μεγακλής: «Αν κάθομαι εδώ μακράν, πλην ειμ’ εκεί παρούσα,/ Και τα γινόμενα και μη ίσα υπονοούσα……./ …..μάλλον η μάχη εις αυτήν είναι αγριωτέρα,/ μάλλον η εικασία μου είν’ οδυνηροτέρα./ Μαχόμενον τον Μεγακλή προ οφθαλμών μου έχω,/ Παλαίστραν, αθλητάς, κριτάς, όλα τα διατρέχω./ Τώρα τους ανταγωνιστάς θαρρώ μάλλον γενναίους,/ Και τώρα πλάττω τους κριτάς ήττον φιλοδικαίους».

Ο δεύτερος σταθμός σε αυτόν τον αιώνα είναι το λογοτεχνικό περιοδικό Il Caffè (Ιούνιος 1764 – Μάιος 1766), όργανο των Ιταλών διαφωτιστών. Ασχολήθηκαν με πρακτικά προβλήματα της γεωργίας, της ιατρικής, των παιχνιδιών, του κλίματος, χρησιμοποιώντας γλώσσα κατανοητή και απλή για να υπάρχει επαφή με τον κόσμο για τα κοινωνικά φαινόμενα. Ένα τέτοιο δοκίμιο ασχολήθηκε με τη Δημόσια υγεία στην πόλη του Μιλάνου και για να πείσει ο αρθρογράφος Τζιουζέπε Βισκόντι «Giuseppe Visconti» τους αναγνώστες – κατοίκους, εστίασε στα εξής: Το σημαντικότερο πράγμα είναι η συνεχής άσκηση, η εκούσια κίνηση των μελών μας και όλου του σώματος… Αποφεύγετε την καθιστική ζωή… Ιδού σας παρουσιάζω μερικά μέσα: να ιππεύετε συχνά, να περπατάτε επί μακρόν και μερικές φορές να τρέχετε. Να σηκώνετε βάρη, να χορεύετε, να παίζετε μπάλα, ρακέτες, μπιλιάρδο… Όπως το σώμα μας χρειάζεται περισσότερο από μια φορά κάθε μέρα τροφή, έτσι είναι ίδια η ανάγκη κίνησης καθημερινά…

Πόσο ενεργεί η άσκηση και η κίνηση του σώματός μας στο να αυξηθεί η ευρωστία, αρκεί να θυμίσουμε τη θαυμαστή δύναμη των Ρωμαίων στρατιωτών, οι οποίοι αμέσως μετά από μακρινές πεζοπορίες, σιδηρόφρακτοι από το κεφάλι ως τα πόδια και με ασπίδες και όπλα πολύ βαριά, φορτωμένοι και με την τροφή τους για δεκαπέντε μέρες, μάχονταν και θριάμβευαν. Και λογικά αυτό θα μας φαινόταν μυθικό, εάν δε γνωρίζαμε ότι ήταν εκπαιδευμένοι σε τέτοια έργα από τα μικρά τους χρόνια με το τρέξιμο, με την πάλη, με τα όπλα που ήταν ακόμα πιο βαριά από εκείνα που πραγματικά χρησιμοποιούσαν μαχόμενοι στο πεδίο της μάχης εναντίον του εχθρού. Με τέτοια εκπαίδευση και προσπάθεια μπορεί με την άσκηση το σώμα μας να σκληραγωγηθεί και ας είναι απίστευτο για τον απλό άνθρωπο. Οι ακροβάτες που μέχρι πριν λίγα χρόνια βλέπαμε στο θέατρό μας (Commedia dell’ arte), οι σχοινοβάτες που τους περασμένους μήνες μάς ψυχαγώγησαν στην πλατεία μας, είναι ένα σπουδαίο παράδειγμα.

Στο 19ο αιώνα το Ιταλικό ρομαντικό κίνημα με όργανό του τη λογοτεχνική εφημερίδα Il Conciliatore – Ο Συμβιβαστής (3 Σεπτεμβρίου 1818 – 2 Οκτωβρίου 1819) και στα βήματα τής εφημερίδας των Ιταλών διαφωτιστών Il caffè δημοσιεύει αρκετά άρθρα για τον αθλητισμό. Στο πλαίσιο της αναζήτησης νέου κοινού και με εκφραστικές λύσεις ικανές να προξενήσουν την προσοχή του, οι Ρομαντικοί περιγράφουν χαρακτηριστικά στιγμιότυπα και καταστάσεις που υπάρχουν στην Ευρώπη για να ενημερώσουν και να προβληματίσουν. Έτσι ο Σίλβιο Πέλικο «Silvio Pellico» (1789 – 1854) γράφει και παρουσιάζει με τίτλο Γυμναστικές Ασκήσεις και τα αποτελέσματά τους – Esercizi ginnastici e degli effetti che producono πώς ένα έθνος όπως το Αγγλικό λόγω της γυμναστικής στην οποία εξασκούνται οι ευγενείς: Ο ξένος θαυμάζει πάρα πολλούς νέους με συμμετρική ομορφιά πολύ πάνω από το μέσο όρο. Οι Αγγλίδες τρέχουν να τιμήσουν με τους επαίνους τους the human from divine, τη δύναμη, τη χάρη και την ανδρική ομορφιά. Η τάξη των μορφωμένων ανδρών εδώ είναι πιο ωραία και πιο δυνατή από εκείνη των ταπεινών – όχι μόνο από εκείνους της πόλης αλλά και από τους αγρότες. Στη Γαλλία και στην Ιταλία όλα είναι διαφορετικά και οι όμορφοι (μορφωμένοι) είναι κατώτεροι από τους χωρικούς σε σωματικές δυνάμεις και ικανότητες. Αυτή η διαφορά είναι μοναδική και πρέπει να πιστέψουμε ότι συμβαίνει γιατί οι αθλητικές διασκεδάσεις έχουν εισέλθει πολύ περισσότερο στην εκπαίδευση του εύπορου κόσμου στην Αγγλία απ’ ότι στη Γαλλία και σ’ εμάς (Ιταλία)…

Παρουσιάζοντας το άθλημα της πυγμαχίας τονίζει: Η πυγμαχία είναι μια τέχνη στην Αγγλία, όπως η ξιφασκία σ’ εμάς… Τους αγώνες παρακολουθεί πολύς κόσμος κάθε προέλευσης και τάξης: και όλα γίνονται με τη μέγιστη ησυχία και κοσμιότητα.… Η πυγμαχία έχει το ίδιο αποτέλεσμα μεταξύ των λαϊκών και ανώτερων τάξεων. Αυτό σημαίνει ότι ένας ευγενής καλά εκπαιδευμένος στην πυγμαχία μπορεί να αποκρούσει και να τιμωρήσει την προσβολή ενός γεροδεμένου χωριάτη, αλλά άπειρου… Σε μια γαλλική κωμωδία γελοιοποιείται η πυγμαχία. Δυο Άγγλοι πολύ καλοί φίλοι κάνουν τον αγώνα τους. Ένας απ’ αυτούς δέχεται μια μπουνιά τόσο δυνατή στο σαγόνι, που αυτός σταματά……. και φτύνει μισή ντουζίνα δόντια το ένα μετά το άλλο, ρίχνοντας κάθε φορά προς το φίλο του ένα βλέμμα ειλικρινών συγχαρητηρίων και αναφωνώντας: Ω! τι ωραία μπουνιά! Ανεξαιρέτως των κωμωδιών, τονίζει ο συγγραφέας: Σε μια χώρα όπου το να μάχεσαι χωρίς όπλα δε θεωρείται ποταπό, συμβαίνει λιγότερο συχνά από αλλού με μονομαχίες περισσότερο θανατηφόρες· αντίθετα η συνήθεια τού να λογοδοτείς για τις προσβολές υποβάλλοντές τις σε κάποιους νόμους τιμής, απαγορεύει στον όχλο να καταφεύγει, όπως συμβαίνει πάρα πολύ συχνά στην Ιταλία, σε αισχρά και θηριώδη κόλπα βεντέτας… Γιατί έτσι γεννιέται το συναίσθημα: Που δεν είναι ποτέ αρκετά διαδεδομένο στην κοινωνία, αφού, οπουδήποτε αυτό λείπει, ο αδύναμος αθώος γίνεται θύμα τού μοχθηρού υποκινητή, και η ατιμία ενός δειλού ρίχνεται συχνά, μολονότι άδικα, πάνω στην πατρίδα στην οποία αυτός ανήκει.

Αξίζει όμως αναφοράς και ένα άρθρο με ημερομηνία 19/9/1819, πάλι στον Συμβιβαστή, που αναφέρεται στην κατάσταση στη Γαλλία και στη στοιχειώδη γυμναστική, για να δοθεί έμφαση στη φυσική αγωγή και στην αναγκαιότητά της για το σύγχρονο έξυπνο άνθρωπο: Στο Παρίσι πρόσφατα δημοσιεύτηκε στα γαλλικά η Στοιχειώδης Γυμναστική του κύριου Clias, καθηγητή Γυμναστικής στην ακαδημία της Βέρνης, μεταφρασμένη από τα γερμανικά. Στο βιβλίο υπάρχει εισαγωγή από τον κύριο Baillot, ο οποίος προσπάθησε, με το να θέσει πολλά παραδείγματα από την ιστορία των αρχαίων και σύγχρονων λαών, να αποδείξει την επίδραση των παιχνιδιών και των γυμναστικών σπουδών στο ηθικό ενός λαού και στους θεσμούς του. Στη συνέχεια υπάρχει μια έκθεση τού γιατρού Bally προς την ιατρική κοινότητα του Παρισιού, στην οποία οι σωματικές ασκήσεις παρουσιάζονται σαν αποτελεσματικά μέσα για να καλυτερεύσουν την υγεία και να αυξήσουν την ζωτικότητα απομακρύνοντας την εποχή των ασθενειών των γηρατειών. Το σύνολο τής μεθόδου περικλείει τρεις σημαντικούς καταμερισμούς ασκήσεων των ανώτατων και κατώτατων άκρων, το άλμα, την πάλη, το άλμα επί κοντώ και το κολύμπι… Στο Παρίσι στήνεται μια νέα εταιρία για την τελειοποίηση των μεθόδων.

Η επόμενη στάση είναι σε έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές και στοχαστές. Τον Τζιάκομο Λεοπάρντι «Giacomo Leopardi» (1798 – 1837). Είναι σημαντική η μεταφορά που κάνει βάζοντας εικονικά σε αγώνα palio τη Μόδα και το Θάνατο στο διάλογο στον οποίο τίθεται ο προβληματισμός για το εφήμερο και το μάταιο των ανθρώπινων πραγμάτων, με τη μόδα να είναι ίσως η πιο σημαντική έκφραση αυτών. Η Μόδα θυμίζει στο θάνατο ότι είναι αδελφές. Ο Θάνατος ακυρώνει τους ανθρώπους στην ολότητά τους και η Μόδα αλλάζει τα πράγματά τους, τις ενδυματολογικές συνήθειες, δημιουργεί συνεχώς νέα τεχνάσματα για να κάνει όμορφους τους ανθρώπους και για να αλλάζει τη φύση. Έτσι είναι η πιο πιστή σύμμαχος του Θανάτου, γιατί ακολουθώντας τη μόδα, ο άνθρωπος απομακρύνεται από τη φύση και κάνει πράξη πρακτικές που τον κάνουν να πεθάνει πιο γρήγορα ή και να είναι νεκρός πριν ακόμα πεθάνει . Ο Λεοπάρντι, ο οποίος έγραψε αυτόν το διάλογο από την 15η έως την 18η Φεβρουαρίου 1824, είναι ο πρώτος που συνδέει τη Μόδα με το Θάνατο με καταστρεπτικά και νεκρικά αποτελέσματα. Λέει λοιπόν ο Θάνατος προς τη Μόδα: Πιστεύω ότι είσαι αδελφή μου και χωρίς να πρέπει να μου το αποδείξεις με βεβαίωση από την ενορία. Αλλά μένοντας τόσο ακίνητη, εγώ λιποθυμώ. Όμως εάν μπορείς να τρέξεις στο πλάι μου και να μην κουρασθείς, γιατί εγώ τρέχω αρκετά, μπορείς τρέχοντας να μου πεις την απαίτησή σου. Εάν δεν μπορείς, και λόγω συγγένειας σού υπόσχομαι όταν πεθάνω, να σου αφήσω όλα τα πράγματά μου. Η Μόδα απαντά: Εάν εμείς τρέχαμε μαζί στο Palio δεν ξέρω ποιος από τους δυο θα νικούσε, γιατί αν εσύ τρέχεις, εγώ πηγαίνω ταχύτερα καλπάζοντας και με το εάν εσύ μένοντας σε ένα τόπο λιποθυμάς, εγώ λιώνω. Άρα ας αρχίσουμε να τρέχουμε, και τρέχοντας, όπως εσύ είπες, θα μιλάμε για τα θέματά μας. Η μεταφορά όμως των αγώνων και της σωματικής άσκησης στη σκέψη του Λεοπάρντι καταγράφεται και στα Ανάλεκτα – Zibaldone: Η παγκόσμια αγάπη εξαλείφει την άμιλλα και τον αγώνα του σώματος με το άλλο σώμα, ο οποίος αγώνας είναι η αιτία τής ανάπτυξης και των πλεονεκτημάτων που τα άτομα προσπαθούν να εξασφαλίσουν για την πατρίδα, το κόμμα κ.λ.π. Οι μεγάλοι άνθρωποι είναι δεκτικοί μιας μεγάλης άμιλλας, όπως με εκείνους των άλλων κρατών. Οι μικροί άνθρωποι αντιθέτως δεν αισθάνονται ανταγωνισμό παρά μόνο με τους κατοίκους των διπλανών χωριών, με εκείνους των άλλων οικογενειών, με τους συμπολίτες τους. κ.λ.π. Οι ασκήσεις με τις οποίες οι αρχαίοι αποκτούσαν το σωματικό σφρίγος δεν ήταν μόνο χρήσιμοι στον πόλεμο ή στο να εξάπτουν τη φιλοδοξία κ.λ.π. αλλά συνεισέφεραν και μάλιστα ήταν αναγκαίοι στο να διατηρήσουν το σφρίγος της ψυχής, την παλικαριά, τις ονειροπολήσεις, τον ενθουσιασμό που Δε βρίσκονται ποτέ σε ένα σώμα αδύναμο, εν ολίγοις εκείνα τα ζητήματα που δικαιολογούν τη μεγαλοσύνη και τον ηρωισμό των εθνών. Και είναι ήδη παρατηρημένο ότι το σφρίγος τού σώματος καταστρέφει τις διανοητικές ικανότητες, και ευνοεί τις φανταστικές, και αντιθέτως η ασχήμια του σώματος είναι ευνοϊκότατη στη σκέψη, και όποιος σκέφτεται δεν πράττει και επίσης λίγο φαντάζεται, και οι μεγάλες ονειροπολήσεις δεν κάνουν γι’ αυτόν.

Ολοκληρώνοντας την αναφορά στο Λεοπάρντι άφησα τελευταίο το διάλογο που πρωταγωνιστεί ο ίδιος χρησιμοποιώντας το όνομα του Τριστάνου (1832), ήρωα μεγαλόψυχου και άτυχου, έργο με το οποίο κλείνει ο κύκλος των Ηθικών Έργων – Operette Morali. Το απόσπασμα από το Διάλογο του Τριστάνου με ένα φίλο – Dialogo di Tristano e di un amico συνδέεται με την προηγούμενη σκέψη. Η φυσική και σωματική κατάπτωση των σύγχρονων ανθρώπων είναι ένα αγαπημένο θέμα για το Λεοπάρντι που όπως είδαμε το συναντούμε συχνά στα Ανάλεκτα των Σκέψεων – Zibaldone dei pensieri. Ο Τριστάνος έχοντας γράψει ένα βιβλίο για τη βαθιά δυστυχία της ανθρώπινης ζωής το συζητά με ένα φίλο του, ο οποίος έχει αντίθετες σκέψεις. Ο Τριστάνος έτσι ξεκινάει μια ειρωνική παλινωδία που δεν έχει άλλο αποτέλεσμα από την επιβεβαίωση των αρχικών του απόψεων. Τριστάνος: Είναι αλήθεια ότι αρκετές φορές νομίζω ότι ένας αρχαίος ισοδυναμούσε, σε σωματικές δυνάμεις, με τέσσερις από εμάς. Και ο άνθρωπος είναι το σώμα γιατί (αφήνοντας όλα τα υπόλοιπα) η μεγαλοψυχία, η παλικαριά, τα πάθη, η αξιοσύνη της πράξης και της απόλαυσης,, όλα εκείνα που κάνουν ευγενή και έντονη τη ζωή, εξαρτώνται από το σωματικό σφρίγος που χωρίς αυτό δεν λαμβάνουν χώρα. Ένας που έχει αδύναμο σώμα δεν είναι άνδρας αλλά παιδί και μάλιστα ακόμα χειρότερα αφού η τύχη του είναι να παρατηρεί τους άλλους να ζουν, και αυτός περισσότερο να μιλάει, αλλά η ζωή δεν είναι γι’ αυτόν. Γι’ αυτό και στην αρχαιότητα η αδυναμία του σώματος ήταν επαίσχυντη ακόμα και στους πιο πολιτισμένους αιώνες. Αλλά εδώ και πολύ χρόνο η εκπαίδευση δεν καταδέχεται να σκέφτεται το σώμα αφού είναι κάτι πολύ χαμερπές και ευτελές. Σκέφτεται το πνεύμα και θέλοντας να καλλιεργήσει αυτό καταστρέφει το σώμα χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι καταστρέφοντας το σώμα καταστρέφει στη συνέχεια και το πνεύμα. Ας υποθέσουμε ότι θα μπορούσαμε σε αυτό να γιατρέψουμε την εκπαίδευση αλλά πώς χωρίς να αλλάξεις ριζικά τη σύγχρονη κατάσταση της κοινωνίας, να βρεις φάρμακο που να ενεργεί και στα άλλα μέρη της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής, που ενώ κυριαρχούσαν στην αρχαία εποχή δολοπλοκώντας στο να τελειοποιήσουν και να συντηρήσουν το σώμα, σήμερα αντιθέτως μηχανορραφούν να το εκμαυλίσουν. Το αποτέλεσμα είναι ότι συγκριτικά με τους αρχαίους εμείς είμαστε λίγο περισσότερο παιδιά και ότι οι αρχαίοι σε σχέση με εμάς μπορεί κάποιος να πει περισσότερο από ποτέ ότι ήταν άνδρες……. Και προσθέτω ότι οι αρχαίοι ήταν ασύγκριτα πιο άνδρες από εμάς και στα συστήματα ηθικής και μεταφυσικής……..

Στο έργο I miei ricordi – Οι αναμνήσεις μου (1867), ένα από τα πιο σημαντικά έργα απομνημονευμάτων στην Ιταλία του 19ου αιώνα, ο αριστοκράτης στην καταγωγή και μετέπειτα πρωθυπουργός του βασιλείου της Σαρδηνίας, Μάσιμο Ντ’ Ατζέλιο «Massimo D’ Azeglio» (1798 – 1886) περιγράφει τη σημασία του αθλητισμού αλλά και την «οικιακή» σχολή γυμναστικής που είχε δημιουργήσει ο πατέρας του για να ασκούνται τα παιδιά του, αφού η άθληση αποτελεί αξία παιδαγωγική: Φαίνεται ότι ο πατέρας μας ήθελε να μας δει να γινόμαστε άνδρες, μιλώντας και σωματικά. Γι’ αυτό είχε φροντίσει να επιμελείται όλες τις ασκήσεις επιδεξιότητας, σφρίγους και δύναμης. Τότε δεν υπήρχε, όπως σήμερα, σχολείο γυμναστικής αλλά με τη τρομερή του έγνοια το εφεύρε για μας. Πριν από τα δέκα μου χρόνια μού έβαλε στο χέρι μου το ξίφος ξιφασκίας, διδασκόμουν χορό, αργότερα κολύμπι, ιππασία. Μετά μας δίδαξε κυβίστηση επίγεια και εναέρια και χορό σε τεντωμένο σχοινί. Ο αδελφός μου, μετέπειτα ιησουίτης, τότε ήταν σπουδαστής ιερατικής σχολής και τον θυμάμαι να κάνει τη προαναφερόμενη κυβίστηση με τη μαύρη του μακριά ενδυμασία που φοράνε οι παπάδες. Μέσα σε εκείνο το μαύρο σάκο που στριφογύριζε στον αέρα γύρω από τον άξονά του, ποιος θα έβλεπε και θα προέβλεπε τον πατέρα Taparelli, διευθυντή της «Civiltà Cattolica» και ένα μέλος των Ιησουϊτών μορφωμένο και με κύρος;

Ο Εντμόντο Ντε Αμίτσις «Edmondo De Amicis» (1846 – 1908) στο πλαίσιο των τότε Σχολικών αλλαγών και της σχετικής εσωτερικής πολεμικής και με φόντο την ερωτική ιστορία ανάμεσα στη ψυχρή καθηγήτρια Γυμναστικής κυρία Pedani και τον ερωτευμένο και τρεμάμενο γραμματέα Celzani εξυψώνει τη γυμναστική ως παιδαγωγική αξία, σαν μέθοδο για μια υγιή, φυσική και κυρίως ηθική ανάπτυξη. Στο έργο λοιπόν Amore e ginnastica – Έρωτας και γυμναστική (1891) η γυμναστική τοποθετείται στο κέντρο όλης της αφήγησης έχοντας προφανείς διδασκαλικές προθέσεις. Είναι καιρός να τα πούμε καθαρά σε αυτούς τους άσχετους. Αυτοί δεν γνωρίζουν να ξεχωρίζουν έναν καθηγητή της γυμναστικής από έναν ακροβάτη του τσίρκο. Αλλά, κύριοι, ο καθηγητής της γυμναστικής είναι άνθρωπος των επιστημών. Αυτός πρέπει να γνωρίζει θεωρητική γυμναστική, εφαρμοσμένη ανατομία, παιδαγωγική, υγιεινή, την ιστορία της γυμναστικής, την κατασκευή των οργάνων και του γυμναστηρίου και την τεχνολογία. Και πρέπει να είναι καλλιτέχνης. Άσχετοι, δεν ξέρουν μόνο πόσο χρειάζεται για να μάθεις από μνήμης όλες τις ασκήσεις; Ότι θα μπορούσαν να γραφούν εκατό τόμοι μόνο για την εγκατάσταση των οργάνων; Και μετά θα δείτε τι τραβάει ένας δάσκαλος της γυμναστικής! Για να ολοκληρώσει ο Ντε Αμίτσις με τη συμμετοχή τής πρωταγωνίστριας σε ένα συνέδριο επιστημόνων φυσικής αγωγής και την ομιλία της που είχε σημαντική απήχηση: «…Εχθροί της γυμναστικής – είπε – είναι οι μορφωμένοι καθηγητές, ανήμποροι στα σαράντα τους χρόνια σαν ογδοντάρηδες γιατί ακριβώς κούρασαν πάρα πολύ τον εγκέφαλό τους κάνοντας μεγάλη ζημιά στους μυς. Εχθρικές προς τη γυμναστική είναι οι μητέρες των κοριτσιών χωρίς κρέας και χωρίς αίμα, μελλοντικές μητέρες και αυτές μιας δυστυχισμένης γενιάς αφού ποτέ δεν άσκησαν το σώμα τους. Εχθροί της γυμναστικής οι πατεράδες των νέων που εξ’ αιτίας της υπερβολικής διανοητικής κούρασης, εξαντλούνται και αποκτούν τρομερές εγκεφαλικές ασθένειες, αφήνονται στη μελαγχολία και σκέφτονται την αυτοκτονία!.. Εχθροί της γυμναστικής ενώ είμαστε μια αξιολύπητη γενιά, εξαντλημένη και συντριμμένη που γεμίζει τα νοσοκομεία και τα ορθοπεδικά τμήματα. Τι βλακεία! Τι παραλογισμός! Τι ντροπή!».

Οι σκηνές τής ξιφομαχίας μέχρι θανάτου περιγράφονται με υπέροχο τρόπο από τον Αλφρέντο Οριάνι «Alfredo Oriani» (1852 – 1909) και κατέχουν σημαντικό μέρος στο εκτενέστατο διήγημά του Sullo scoglio – Στο βράχο, το πιο περίπλοκο και σκανδαλώδες της συλλογής Gramigne (1878). Άκουσε, …αύριο την αυγή μονομαχώ. Σε επέλεξα για μάρτυρα… Σε μισή ώρα θα πας στο Βαρώνο… Είναι ο μάρτυρας του συνταγματάρχη (του αντιπάλου). Εγώ είμαι ο προκληθείς και θα μπορούσα να διαλέξω το πιστόλι, ο συνταγματάρχης είναι ένας υπέροχος ξιφομάχος, είμαστε ευγενείς. Επέμενε για να γίνει η διαμάχη με fioretto – φλερέ. Είναι το όπλο το πιο ευγενές αλλά στον ποταπό αιώνα μας πέφτει σε αχρηστία. Εμείς όμως οι ευγενείς οφείλουμε να το διατηρήσουμε για το λόγο που διατηρούμε τα στέμματα… Αγαπητέ Florio, ξέχασα το πιο σημαντικό. Στις μέρες μας οι κανόνες της μονομαχίας έγιναν τρομερά αστικοί. Εγώ δεν θέλω ούτε μάρτυρες, ούτε γιατρό, να επιτρέπονται όλα τα χτυπήματα… μια μονομαχία όπως στα παλιά… θέλω να μονομαχήσω πάνω στο βράχο, είναι ένας προσφιλής τόπος από τον οποίο φαίνεται ένας θαυμάσιος ορίζοντας…». Η μάχη έγινε πιο αμείλικτη, αλλά ο αντίπαλος έχανε συνεχώς έδαφος, πήγαινε προς τα πίσω κατεβαίνοντας την μοιραία κατηφοριά πιεσμένος από τα ουρλιαχτά, από τις προσποιήσεις, από τα χτυπήματα του εχθρού του. Δεν υπήρχε χρόνος για μια ανάσα, να προετοιμάσει ένα χτύπημα, να σκεφθεί κάτι. Εκείνα τα ξίφη φαίνονταν να μην μπορούν να αφεθούν, έτρεμαν, διασταυρώνονταν, άστραφταν. Ο συνταγματάρχης πάντα ευθυτενής, με προτεταμένο στήθος και το κεφάλι προς τα πίσω. Ο Oddo σκυφτός προς τα μπροστά, νευρικός, αεικίνητος, αυτός φώναζε, εκείνος έκανε μια μόνο κίνηση, προσεκτικά να οπισθοχωρεί και το αριστερό του πόδι να μην υστερεί.

Η αναφορά με την οποία κλείνει ο 19ος αιώνας είναι το έργο Illusione – Ψευδαίσθηση (1891) του Φεντερίκο Ντε Ρομπέρτο «Federico De Roberto» (1861 – 1927), τελευταίου της πρωτοπορίας της Κατάνια (avanguardia catanese), συνεχιστής της κληρονομιάς των Τζιοβάνι Βέργκα «Giovanni Verga» και Λουίτζι Καπουάνα «Luigi Capuana». Το έργο Ψευδαίσθηση είναι ένα ψυχολογικό μυθιστόρημα, το πρώτο βιβλίο της τριλογίας με θέμα την οικογένεια των Uzeda και την ειρωνική αλλοίωση του κόσμου των ευγενών, στο οποίο μια γυναίκα του καλού κόσμου της Σικελίας αποκαλύπτει με έναν εκτενέστατο μονόλογο την ανεπάρκεια των ευγενών και την απατηλότητα τού έρωτα. Και ένας σημαντικός Ρωμαίος κύριος, ο πρίγκηπας του Lucrino, που της τον είχαν συστήσει στο σπίτι των Varconati, την κοίταζε και αυτός με ενδιαφέρον. Ήταν ένας άλλος τύπος. Ασχολούταν μόνο με τα σπορ, ήταν εκτροφέας αλόγων. Κάθε μέρα, στις επτά το πρωί ανέβαινε πάνω σε ένα δίκυκλο, με το γιακά του πανωφοριού σηκωμένο και μια κουβέρτα στα γόνατα, και μέχρι τις δέκα εκγύμναζε ένα άλογο για φορτία. Μετά έπαιρνε πρωινό και αμέσως μετά καβαλούσε ένα άλογο. Παρευρισκόταν στο πετάλωμα των ζώων, έβαζαν τη μαλακωμένη ζωοτροφή όταν ήταν παρών, και αγόραζε μόνος του όλα αυτά που χρειάζονταν για την ομάδα… Δεν ήξερε να μιλάει για τίποτε άλλο παρά για ράτσες, ιπποδρομίες και βραβεία. Όλες τις φορές που τον συναντούσε, την παρατηρούσε από την κορυφή ως τα νύχια, με τη συνηθισμένη ματιά που εξέταζε την καλό παρουσιαστικό των αλόγων… για να τον κάνει να μιλήσει άνοιξε συζήτηση πάνω στο αγαπημένο θέμα του, ζητώντας του νέα για τα ιπποδρομιακά άλογά του. Αυτός τής ανακοίνωσε ότι ο Rantaplan – του είχε ήδη γραφεί στο Παλέρμο για τον αγώνα στα τέλη Μαρτίου. Μιλούσε με φωνή αδύνατη, τραβηγμένη, σαν παπάς. «Μα με τους αναβάτες μας!… Στη Γαλλία, αναβάτες και trainers είναι όλοι Άγγλοι. Μόνο στη Γερμανία, στη Φραγκφούρτη, είδα αναβάτες Γερμανούς. Κάθε Οκτώβριο οι Γάλλοι κάνουν δοκιμαστικούς αγώνες: πρέπει να τους δεις, φαίνονται να είναι πολλές μαϊμούδες καβάλα». « Η Αγγλία είναι η πατρίδα των σπορ…». « Όμως υπάρχουν καλοί εκτροφείς και στη Γαλλία. Τώρα δεν νικούν μόνο τους Άγγλους που τρέχουν στη Γαλλία, αλλά πηγαίνουν να διεκδικήσουν έπαθλα και στο Λονδίνο. Ξεκίνησε με τον Gladiateur, το πρώτο γαλλικό άλογο που νίκησε στο Derby. Τι άλογο! Πλούτισαν ο ιδιοκτήτης και ο αναβάτης αφού στοιχημάτισαν πάνω του ότι είχαν και δεν είχαν…».

Οι αθλητικές διαδρομές στην Ιταλική Λογοτεχνία κλείνουν με ένα ποίημα που έγραψε ένας από τους μεγαλύτερους Ιταλούς ποιητές του 20ού αιώνα, ο Ουμπέρτο Σάμπα «Umberto Saba» (1883 – 1957). Ο Σάμπα ποιητής των απλών και καθημερινών πραγμάτων, μέχρι και τετριμμένων, περιέγραψε την πόλη της Τεργέστης, τα μικρά της καφέ, τον ένα ή τον άλλο φίλο, το σπίτι, τη σύζυγο, μικρές αναμνήσεις και φυσικά τα σπορ . Στη συλλογή του 1934 Parole – Λόγια, που σηματοδοτεί μια σημαντική στροφή στην ποιητική διαδρομή τού Saba, υπάρχουν Πέντε ποιήματα για το παιχνίδι του ποδοσφαίρου – Cinque poesie per il gioco del calcio, «γραμμένα, όπως όλα τα μεγάλα ποιήματα του Σάμπα, από ένα δάκρυ και από ένα ρίγος» . Το Γκολ – Goal είναι ένα από τα πέντε ποιήματα και εμπνέεται από τις σκέψεις των δυο τερματοφυλάκων, εκείνου της ομάδας που έφαγε το γκολ και του άλλου της ομάδας που έβαλε το γκολ. Δυο αντίθετες καταστάσεις που περιγράφει ο Σάμπα για να δείξει την πικρία τού ενός για την ήττα και την υπέρμετρη χαρά τού άλλου που συμμετέχει στους πανηγυρισμούς τής ομάδας αλλά από μακριά:
«Ο τερματοφύλακας πεσμένος στο τέρμα του
μάταια, στο χώμα κρύβει το πρόσωπό του, για να μη βλέπει το πικρό φως.
Ο συμπαίκτης του στα γόνατα να τον παρηγορεί
με λόγια και με το χέρι να προσπαθεί να τον σηκώσε
βλέπει γεμάτα δάκρυα τα μάτια του.
Το πλήθος – σε έκσταση να παραληρεί – έτοιμο να εισβάλλει
στον αγωνιστικό χώρο.
Στο σκόρερ ορμούν και κρέμονται
από το λαιμό του τα αδέλφια του συμπαίκτες.
Λίγες στιγμές όμορφες σαν αυτές, στις οποίες λειώνει το μίσος και την αγάπη
στη γη μπορεί κάποιος να δει.
Μπροστά στην απαραβίαστη εστία ο άλλος τερματοφύλακας
έμεινε. Αλλά όχι η ψυχή του,
το σώμα του έμεινε μονάχα εκεί.
Η χαρά του εκδηλώνεται με μια τούμπα,
με φιλιά που στέλνει από μακριά.
Στη γιορτή – αυτός λεει – κι εγώ συμμετέχω».

Είναι σημαντικό ότι μέσα από τον αθλητισμό και τις εικόνες του πολλοί λογοτέχνες ανέφεραν τις σκέψεις τους ακόμα και την ιδεολογία τους ενσαρκώνοντας αυτές με λόγο μεταφορικό και σημαντικό. Η λογοτεχνία αναγνωρίζοντας τη σημασία του αθλητισμού και την επίδρασή του τόσο στη σωματική όσο και στην ψυχική υγεία, τον εξυμνεί ως τον αναγκαίο εκείνο παράγοντα που συμβάλλει στη σφυρηλάτηση τού ψυχικού σφρίγους, του θάρρους και του ενθουσιασμού στο νέο άνθρωπο. Αναμετράται μαζί του στον στίβο τής δημιουργίας και του συναγωνισμού με θαυμαστά αποτελέσματα και επιδόσεις.

Η πρώτη εικόνα στο κείμενο του Ιωάννη Τσόλκα είναι λεπτομέρεια από έργο του Ρώσου καλλιτέχνη Αλεξάντρ Ντεϊίνκα (1931 – ), που λατρεύει τα αθλητικά θέματα, στα οποία βλέπει την ιστορική προσπάθεια της ίδιας της Ρωσίας.
