Netflix: ο «Φρόιντ» και η πραγματικότητα των προσώπων και της υπόθεσης

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

«Θέλω να δείξω έναν Φρόιντ που δεν γνωρίζουμε και δεν έχουμε δει ποτέ ξανά, έναν άνθρωπο που αναζητά την αναγνώριση, παγιδευμένο ανάμεσα σε δύο γυναίκες, ανάμεσα στη λογική και το ένστικτο. Η ψυχανάλυση και οι έννοιες «αυτό», «εγώ» και «υπερεγώ» δεν δημιουργήθηκαν στο κενό, βασίζονται στις εμπειρίες μιας ανήσυχης ιδιοφυΐας που βίωσε όλες τις πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης». Αυτά διευκρίνισε ο βραβευμένος και με πολλούς φανατικούς θαυμαστές, σκηνοθέτης και σεναριογράφος Μάρβιν Κρεν  για τη σειρά του «Freud», μια συμπαραγωγή του Netflix με το αυστριακό δημόσιο τηλεοπτικό δίκτυο ORF, που ήδη, προβάλλεται -και είδαμε!- στο ψηφιακό κανάλι στο οποίο έχει γαντζωθεί η ανθρωπότητα της καραντίνας, αυτή την άνοιξη. Η γερμανόφωνη σειρά, γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στην Πράγα φτιάχνοντας μια μαεστρική ατμόσφαιρα και πρωταγωνιστεί ο Ρόμπερτ Φίνστερ, ο οποίος, κορίτσια, είναι ένας κούκλος, που ποιο Χόλυγουντ και τι Κλούνεϊ και Μπραντ Πιτ, συζητάμε τώρα!

Η υπόθεση

Λοιπόν, είναι η Βιέννη του 1886 και οι επαναστατικές θεωρίες του νεαρού Σίγκμουντ Φρόιντ -του κούκλου Ρόμπερτ Φίνστερ που λέγαμε πιο πάνω!-, είναι ο περίγελος του ιατρικού κόσμου. Χρωστάει τρία νοίκια και τον κυνηγά ο σπιτονοικοκύρης. Η οικογένειά του τον θεωρεί αποτυχημένο και μόνο η μάνα του πιστεύει σ αυτόν. Η οικογένεια της αγαπημένης του, της Μάρθας, αρνείται να επιτρέψει γάμο. Είναι εξαρτημένος απ την κοκαΐνη. Είναι μονίμως αργοπορημένος στα ραντεβού του. Ως και μια απατεωνίστικη ύπνωση στήνει με την οικονόμο τους, για την ιατρική σχολή, μιας και δεν κατέχει την τεχνική και δεν την καταφέρνει. Ο ωραίος αυτός άνδρας, που αντιμετωπίζει τόσες δυσκολίες μας έχει γίνει ήδη, συμπαθής. Κάπου εδώ ο Μάρβιν Κρεν, με έναν χειρισμό της κάμερας που κόβει την ανάσα και υποβάλει συναισθήματα και συχνά μας λαχταρά, πλέκει τον ιστό, της ιστορίας του όπου ο Σίγκμουν Φρόιντ, που άλλαξε με τις θεωρίες του, σχεδόν τον κόσμο, ο πατέρας της ψυχανάλυσης, ο πιο επιδραστικός διανοούμενος ίσως του 20ου αιώνα, γινεται ήρωας μια αστυνομικής στην αρχή υπόθεσης, που εξελίσσεται σε ένα μεταφυσικό, σκοτεινό, θρίλερ. Μια νεαρή γυναίκα, βρίσκεται φρικτά κακοποιημένη σε έναν βιεννέζικο «οίκο ανοχής». Όλα μπλέκονται μαζί. Μια πολιτική τεράστια συνομωσία, η ύπνωση ως θεραπευτική μέθοδος, αλλά και ως υποβολή για χειριστικό έλεγχο, τα καταπιεσμένα ένστικτα που οδηγούν στον φόνο, η «πατροκτονία» αντί για διάθεση ως πράξη σε φρικώδη εκτέλεση. Στο κέντρο τη σκοτεινιάς ο Φρόιντ εξελίσσει την ψυχαναλυτική θεωρία του και αναμετριέται με όλες τις παραμέτρους του σκοταδιού της αβυσσαλέας ανθρώπινης ψυχής. Κοντά του, μένουν μόνο εκείνοι που τον πιστεύουν αληθινά. Ένας βετεράνος του πολέμου και νυν κακοπληρωμένος αστυνομικός, που είναι μες στην γενική διαφθορά, ένα ηθικός, αυστηρός μαχητής της αλήθειας, ο Αλφρεντ Κις. Ο άνθρωπος αυτός, όπως τον φτιάχνει ο ηθοποιός Γγκεόργκ Φρίντριχ είναι ο πλέον πολύπλοκος, εντυπωσιακός, προσεγμένος στην παραμικρή λεπτομέρεια χαρακτήρας, με μια εμφάνιση σα να βγήκε από γκραβούρα στα τέλη του 19ου αιώνα.  

Οι ρόλοι και η πραγματική τους υπόσταση

Συμπαραστάτιδα, φίλη, αλλά και ερωτικά θυελλώδης ερωμένη, κάποιες στιγμές, είναι η Φλερ Σαλομέ, η οποία παραπέμπει στην Λου Σαλομέ, αλλά εδώ είναι διάσημο μέντιουμ. Στον αντίποδα της, η ήρεμη, πραγματίστρια, κατασταλαγμένη Μάρθα, μετέπειτα κυρία Φρόιντ, η οποία επαναστατεί, συγχωρεί και διεκδικεί την ευτυχία και τον έρωτα τους. Υπαρκτός πρόσωπο και εδώ νεανικός φίλος του Φρόιντ, ο θεατρικός συγγραφέας και ποιητή Άρτουρ Σνίτσλερ. Υπαρκτά πρόσωπα είναι και οι ρόλοι γονέων, καθηγητών ψυχιατρικής, του αυτοκράτορα και του γιου του. Στο φόντο της αστυνομικής και μεταφυσικής ιστορίας υπάρχουν ο εβραϊσμός και ο αντί – εβραϊσμός, φυσικά, το τέλος των Αυτοκρατοριών, οι επαναστάσεις, οι πολέμιοι, οι κοινωνικές αναταραχές, οι θεωρίες συνωμοσίας, ο αποκρυφισμός, ο υπνωτισμός και ο νευρο-υπνωτισμός και ο μεσμερισμός, οι προκαταλήψεις, η θέση της γυναίκες και βέβαια η ψυχανάλυση.

Κριτικές και λάθη…

Οι κριτικές ή υμνήσαν ή μίσησαν τη σειρά, όχι, πάντως, για την εξαιρετική φόρμα, την ατμόσφαιρα και την ανασύσταση εποχής. Ως φανς του Μάρβιν Κρεν η σειρά μας καθήλωσε και θαυμάσαμε πως οι θεμελιώδεις αρχές της φροϋδικής ψυχανάλυσης, υστερία, τα τοτέμ, ταμπού, υπνοβασία, παλινδρόμηση, οιδιπόδειο,,  δένονται με την μεταφυσική, την πολιτική ραδιουργία και την αστυνομική πλοκή δίνοντας μια ολοκληρωμένη όψη της ανθρώπινης ύπαρξης και του ασυνείδητου. Θυμίζουμε εδώ, πως δεν είναι η πρώτη φορά που ο Φρόιντ μπαίνει στην μυθοπλασία σε μυστηρίου πλοκή. Ο Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόϋλ τον είχε βάλει να συναντιέται με τον Σέρλοκ Χολμς για να τον βοηθήσει με την εξάρτηση του απ την κοκαΐνη, αλλά και να έχει συμμετοχή στην αποδυνάμωση του καθοριστικού και κυρίου αντίπαλου του Χολμς, του καθηγητή Μοριάρτι. Αυτό γιατί διαβάσαμε κάπου πως μόνο σε κοινωνικά δράματα, ή στα έργα του Γούντι Άλεν υπάρχουν αναφορές στον Φρόιντ. Λάθος, λοιπόν…

Ο πραγματικός Σίγκμουντ Φρόιντ

Ο Σιγισμούνδος Φρόιντ, Σίγκι, για τους αγαπημένους του,  γεννήθηκε στο Φράιμπουργκ, στη Μοραβία, στις 6 Μάη 1856. Ο πατέρας του ήταν έμπορος μαλλιού, με μεγάλη αίσθηση του χιούμορ. Η μητέρα του ήτανε η δεύτερη σύζυγος του πατέρα κι είκοσι χρόνια μικρότερή του. Στα εικοσιένα της απέκτησε τον πρώτο της γιο τον Σίγκμουντ που ήτανε κι η αδυναμία της. Ο Φρόιντ είχε ήδη δυο ετεροθαλείς αδελφούς κι απέκτησε ακόμα έξι στη πορεία. Στα πέντε του, η οικογένεια μετακόμισε στη Βιέννη για να μείνει εκεί για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Αριστούχος πάντα ως μαθητής, ήταν ο πρώτος στην τάξη του και σπούδασε ιατρική, ως τη μοναδική επιστημονική ενασχόληση για ένα πανέξυπνο εβραιόπουλο, κείνη την εποχή. Εκεί πήρε τα πρώτα βήματα, από ένα καθηγητή της ψυχολογίας, τον Ερνστ Μπρούκε που του δίδαξε τις ριζοσπαστικές για την εποχή ιδέες που αποτελέσανε τη βάση για τη μετέπειτα πορεία του. Αποδείχτηκε πολύ καλός στην έρευνα της νευροψυχολογίας, εφαρμόζοντας μάλιστα και μια νέα πρωτοπόρα τεχνική στον τομέα αυτό. Ωστόσο μιας κι υπήρχανε πολύ λίγες θέσεις κι αρκετοί υποψήφιοι, ο καθηγητής του τον υποστήριξε να πάρει μια θέση υπότροφου, πρώτα με τον μεγάλο Γάλλο ψυχίατρο Σαρκό  στο Παρίσι κι έπειτα με τον αντίπαλό του, Μπερνχάιμ, που και οι δυο μελετούσανε τη θεραπεία της υστερίας μέσω της ύπνωσης.

Ύστερα από μια σύντομη θητεία στο Βερολίνο, ως διευθυντής ενός θαλάμου με παιδιά, θύματα νευροψυχολογίας, επιστρέφει στη Βιέννη και παντρεύεται την παιδική του αγαπημένη, Μάρθα Μπερνέις κι οργανώνει μια πρακτική θεραπεία νευροψυχιατρική, μαζί με τον Τζόζεφ Μπρούερ. Οι θεωρίες και το συγγραφικό του έργο, επιφέρανε τη φήμη μα και τον εξοστρακισμό από την ιατρική κοινότητα. Ήτανε πολύ απότομος με όποιον είχε αντίθετη άποψη, πράγμα που τους απομάκρυνε εντελώς, είτε με φιλικό τρόπο, είτε οδηγώντας τους σ’ ανταγωνιστές του. Το 1933, στα ογδοηκοστά του γενέθλια, καίγονται δημόσια, τα βιβλία του στη ναζιστική Γερμανία του Χίτλερ. Μεταναστεύει λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Αγγλία, αφού η Γκεστάπο έχει συλλάβει και υποβάλει σε ανάκριση την αγαπημένη του κόρη, το 1938. Στην Αγγλία, στις 23 Σεπτέμβρη 1939, πέθανε από καρκίνο του στόματος, -ασθένεια που τον ταλαιπωρούσε τα τελευταία δεκάξι χρόνια της ζωής του-, σ’ ηλικία ογδόντα τεσσάρων ετών.

Η πραγματική Λου Σαλομέ, ή η Μάγισσα Του Χάινμπεργκ

Η Λου ήταν απ την Αγία Πετρούπολη, από αριστοκρατική εγκατάσταση οικογένεια, πνεύμα ελεύθερο και μπροστά απ την εποχή της. Είχε θυελλώδεις σχέση με σπουδαίους άνδρες που την ερωτευτήκαν παράφορα και τους σημάδεψε, όπως οι Νίτσε, Ρέε και Ρίλκε.

Γνωρίζει τον Φρόιντ στα 1911, όταν ήτανε πια, στα πενήντα της, σ’ ένα ιατρικό συνέδριο κι αμέσως του ζήτησε να της μιλήσει για τη ψυχανάλυση. Ο Φρόιντ ήτανε τότε ο αναγνωρισμένος εγκέφαλος της ψυχαναλυτικής θεραπείας, στη ψυχολογία. Εκείνος ξέσπασε σε γέλια και της είπε: -“Δε κάνω δα και τίποτα το περίεργο. Ελπίζω να μη μ’ έχετε περάσει για τον ‘Αϊ Βασίλη”. Όταν σε λιγάκι τον επισκέφθηκε στη Βιέννη για να παρακολουθήσει τα μαθήματά του, γεννήθηκε ανάμεσά τους μια βαθιά φιλία. Μέσω της ψυχανάλυσης η Λου, είχε την εντύπωση πως έβλεπε καθαρά τις αιτίες που την είχανε κάμει να φερθεί με πολύ διαφορετικό τρόπο στο παρελθόν, απ’ ό,τι οι άλλες γυναίκες της εποχής της. Έβλεπε όμως τη ψυχανάλυση, σαν ένα είδος θρησκείας που ξάφνιαζε συχνά τον ίδιο τον καθηγητή της. Ρίχτηκε με πάθος στη νέα της ασχολία, στη νέα της μεγάλη και σημαντική -τη σημαντικότερη ίσως- γνωριμία κι ενστερνίστηκε αμέσως αυτές τις νέες ιδέες. Αποφάσισε να γίνει κι η ίδια ψυχαναλύτρια κι άρχισε να γράφει πυρετωδώς άρθρα και μελέτες πάνω σε τούτο το μεγάλο θέμα. Όπως κάθε νέον ενδιαφέρον στη ζωή της, έτσι κι αυτή η νέα σπουδαία πρόκληση, τη βοήθησε κι ουσιαστικά, στην αυτογνωσία της. Η θεωρία της χαρτογράφησης του νου, του Φρόιντ, πρόβαλλε σαν ένα καταπληκτικόν εργαλείο, στην επιστήμη της ψυχολογίας κι εκείνη κατάφερε να μάθει να το χειρίζεται θαυμάσια. Με τη βοήθειά του κατάφερε λοιπόν να κατοχυρώσει τη νέα μορφή θεραπείας και ν’ αρχίσει να την ασκεί κι η ίδια στη πατρίδα της. Το 1931, με την ευκαιρία του εορτασμού των εβδομηνταπέντε χρόνων του μεγάλου ψυχαναλυτή, εξέδωσε το βιβλίο της με τίτλο: «Η Σπουδή Μου Στον Φρόιντ».  Στα τελευταία χρόνια της ζωής της λοιπόν η Λου, έκανε πρακτική εφαρμογή της ψυχανάλυσης στο σπίτι της, στο λόφο του Χάινμπεργκ, κοντά στο Γκέτιγκεν. ‘Άκουγε προσεκτικά τους ασθενείς που της έστελνε ο Φρόιντ και προσπαθούσε να τους βοηθήσει, εξετάζοντάς τους τόσον, όσο δεν είχε ποτέ καταφέρει να κάμει με τον ίδιο της τον εαυτό. Συχνά θυμότανε το παρελθόν. Γι’ αυτήν η γερμανική κουλτούρα των τελευταίων ετών δεν ήτανε μια σειρά έργων που είχαν φέρει επανάσταση στη σύγχρονη σκέψη, αλλά ένα σύνολο αντρών που είχαν υποστεί τη δική της διανοητική γοητεία.

Οι άνδρες που αγάπησε είχανε πεθάνει πια κι ο Φρόιντ, ο τελευταίος φάρος που ‘χε λάμψει στη ζωή της, ήταν άρρωστος κι υποβαλλότανε στωικά σε πολυάριθμες επεμβάσεις για ν’ αφανίσει τον καρκίνο που ‘χε στο στόμα του. Η τρομερή θύελλα του Ναζισμού απειλούσε να εκτοπίσει όλο το οικοδόμημα που όλοι μαζί είχανε προσπαθήσει να δημιουργήσουνε. Η Λου δε θα μπορούσε να επιζήσει σ’ ένα κόσμο του οποίου υπήρξε πρωταγωνίστρια. Με τους ναζί στην εξουσία, δε θα μπορούσε ν’ ασκεί αυτή την «εβραϊκή» επιστήμη, που είχαν υπό διωγμό. Αισθάνονταν όμως, πια πολύ μεγάλη για να αγωνιστεί. Εκείνη, που την αποκαλούσαν «Μάγισσα Του Χάινμπεργκ», που ο Νίτσε είπε πως χωρίς αυτην δεν θα υπήρχε το Τάδε έφη Ζαρατούστρα και πως έμοιαζε σαν να έπεσε από κάποιον ουρανό στη γη, ενώ ο Ρίλκε της έγραφε ερωτικά όλο σπαραγμό ποιήματα, πέθανε στον ύπνο της, τα ξημερώματα στις 5 Φλεβάρη του 1937. Λίγες μέρες αργότερα, η Γκεστάπο, επέδραμε στο σπίτι της και κατάσχεσε όλα τα χαρτιά, τις σημειώσεις και τα βιβλία της. Έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα, διεισδυτικά και ευθύβολα δοκίμια για τον Νίτσε, τον Ρίλκε και τον Φρόιντ. Ταξίδεψε πολύ, έγινε ερωμένη, σύζυγος, μούσα, μαθήτρια. Κυρίως, πήρε τον προσωπικό της μοναχικό δρόμο, μη  περιμένοντας σωτηρίες από κοινωνικές συμβάσεις και τη σχέση της με τους άλλους.