
Η φήμη της Dorothy Parker, της Ντόροθι Πάρκερ λοιπόν, ως ένα από τα κορυφαία πνεύματα του 20ου αιώνα, μια από τις κορυφαίες συγγραφείς της αμερικανικής λογοτεχνίας, στηρίζεται σταθερά στη λάμψη της της γραφής της, αλλά σε όλα εκείνα που πίστεψε και με την στάση της στον κόσμο υποστήριξε. Ήταν ανεξάρτητη, χειραφετημένη, παθιασμένη και αποφασισμένη να σταθεί ως γυναίκα σε έναν κόσμο ανδροκρατούμενο, χωρίς να του κάνει τα χατίρια και χωρίς να υποχωρήσει καθόλου.

Αναδείχθηκε σε μια σημαντική γυναίκα των γραμμάτων, πολιτικοποιημένη διανοούμενη, σπουδαία ποιήτρια, δραματουργό, σεναριογράφο, δοκιμιογράφο, κριτικό, πνευματώδη και σαρκαστική ύπαρξη γεμάτη αποφθέγματα – νυστεριές, με υψηλές αξιακές και αισθητικές αρχές για τη ζωή και για την τέχνη. Περήφανη και ατίθαση, θρυλική για τα μεθύσια της και τις ατάκες της, στη Νέα Υόρκη του 1920 κατάφερε να εξοργίζει άνδρες σε θέσεις εξουσίας αλλά να μην νικιέται ποτέ. Ακόμη και αν έχανε μάχες, ακόμα και αν αναλαμβάνει να σηκώσει μεγάλο κόστος.

Μια απόλυση στο Plaza Hotel συνοδευόμενη με ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα
Η Dorothy Parker, με την κοφτερή αντίληψη, την εργατικότητα και την υπεροχή γραφή, απολύθηκε από την δουλειά που λάτρευε ως κριτικός θεάτρου, από το Vanity Fair, στις 11 Ιανουαρίου 1920, κομψά και όλο στιλ, στην υπέροχη αίθουσα τσαγιού του Plaza Hotel. Σε όλους συμβαίνουν αυτά θα πείτε! Πλην όμως, η Πάρκερ δέχτηκε την απόλυση της, με εξαιρετική χάρη. Καταρχήν γνώριζε πως ήταν εδώ και μήνες, πρόβλημα για την κραταιά εκδοτική επιχείρηση που εργαζόταν, την θρυλική Condé Nast. Είχε κάνει δυο δριμύτατα δυσάρεστες κριτικές το νέο έργο του κραταιού Ντέιβιντ Μπελάσκο, που την μήνυσε για συκοφαντική δυσφήμιση και στον πανίσχυρο Ζιέγκφιλντ, που ήταν βασικός διαφημιζόμενος με πολλά λεφτά στο Vanity Fair. Οι δυο ισχυροί άνδρες απαίτησαν απ τον εκδότη Κόντε Ναστ το κεφάλι της Πάρκερ επι πίνακι και εκείνος πέταξε το μπαλάκι στον διευθυντή του, τον Κράουνινγσιλντ, με το κοφτερό μάτι στα λογοτεχνικά ταλέντα. Στην κομψή αίθουσα τσαγιού του Plaza, ανάμεσα σε παστέλ λουλούδια, λινά τραπεζομάντηλα, ασημένια καντηλέρια και φίνες πορσελάνες, η Πάρκερ δέχτηκε ψύχραιμα την απόλυση της, μαζί με μια αγκαλιά τριαντάφυλλα και την πρόταση να είναι ελεύθερη συνεργάτης, κοίταξε το μενού, παράγγειλε το το πιο ακριβό επιδόρπιο, χαμογέλασε δηλτηριωδώς και… έφυγε! Τις ημέρες που ακολούθησαν, οι φίλοι της Πάρκερ, έκαναν την απόλυση της από το Vanity Fair ένα παροιμειώδες σκάνδαλο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Η Πάρκερ δεν ξανάπιασε ποτέ δουλειά στο γραφείου, ούτε μπήκε σε κανένα μισθολόγιο, αλλά γνώρισε την επιτυχία γράφοντας ανεξάρτητα, μυθιστορήματα, δοκίμια, ποιήματα, σενάρια, θεατρικά έργα και φυσικά κριτικές! Η απόλυση αυτή ήταν η απαρχή του μύθου της…

Παιδί απαγορευμένης αγάπης
Η Ντόροθι Πάρκερ, γεννημένη ως Ρότσιλντ, αλλά μη έχοντας καμία σχέση με τους ζάμπλουτους συνονόματούς της, είχε μάθει από πολύ νωρίς, από τους γονείς της να μην αποδέχεται τους κανόνες, ούτε να σκύβει το κεφάλι σε καμία εξουσία. Ήταν καρπός μιας απαγορευμένης αγάπης μεταξύ δυο μεταναστών, μια βρετανικής καταγωγής χριστιανής, της Ελίζας Άννι Μάρστον και ενός εβραίου του Τζέικομπ Χένρι Ρότσιλντ, που παντρεύτηκαν κόντρα στη θέληση όλων. Η Ντόροθι μεγάλωνε στην πόλη της Νέας Υόρκης, δίπλα απ το Broadway, που ονομαζόταν, σκέτα «η λεωφόρος” και να θυμίζει τις φωτεινές Παριζιάνικες λεωφόρους που σχεδίασε ο Georges-Eugène Haussmann. Όμως τα παιδικά χρόνια της Ντόροθι, ούτε λουσάτα, ούτε με αέρα Παριζιάνικο, ούτε φωτεινά ήταν. Η μητέρα της πέθανε όταν εκείνη ήταν πέντε. Την μεγάλωσε ο πατέρας της και ο εξωστρεφής, γελαστός, χαρούμενος αδελφός του, ο Μάρτιν. Στα δεκαοχτώ της χρόνια, η Ντόροθι πρεπει να διαχειριστεί και τον φρικτό χαμό του αγαπημένου της θείου, που χάθηκε στο ναυάγιο του Τιτανικού. Η νεαρή κοπέλα στηρίζει τον πατέρα της, που στέκεται απελπισμένα στο χείλος της κατάρρευσης, για να διαβεί τις αποβάθρες και να ρωτήσει τους επιζώντες για τον αδελφό του, αγκαλιάζονταν όποιον από μακριά του θύμιζε εκείνον, ελπίζοντας μέχρι όταν ερήμωσε το λιμάνι. Ο Χένρι Ρότσιλντ, ένιωσε ρημαγμένος. Πρώτα η γυναίκα που λάτρεψε και τώρα ο λατρεμένος τους αδελφός. Βυθίστηκε στην άρνηση για ζωή και κουράγιο. Λίγους μόλις μήνες αργότερα, άφησε την τελευταία του πνοή στα χέρια του μονάκριβου παιδιού του, που πια απέμεινε μόνο του σε έναν μεγάλο, άγριο, όλο συμφέρον κόσμο…

Το όνειρο της γραφής
Η Ντόροθι χρειάζονταν εισοδήματα πια για ζήσει. Τα όνειρα για σπουδές εγκαταλείφθηκαν και έπιασε δουλειά παίζοντας πιάνο σε μια από τις φανταχτερή, μοδάτη σχολή χορού. Τα βράδια πριν κοιμηθεί έγραφε. Και ονειρευόταν πως κάποτε όλοι θα διαβάζουνε τις ιστορίες της. Και θα πληρώνεται για αυτές! Έστελνε διηγήματα και ποιήματα της σε εφημερίδες και περιοδικά. Απορριπτόταν συνεχώς. Και επέμενε. Χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια γραψίματος και αρνήσεων ώσπου το Vanity Fair δημοσίευσε ένα σατυρικό της ποίημά για τις σουφραζέτες και το γυναίκειο κίνημα της εποχής. Το ποίημα της αμείφθηκε με 12 δολάρια, πόσο που αντιστοιχεί σε 300, σήμερα. Η αποφασισμένη κοπέλα, με τις ελπίδες της, αναζωογονημένες βρίσκει αφορμή για να είναι συνέχεια στα γραφεία της Vanity Fair, στη 19-25 West 44th Street και να ζητάει επίμονα πρόσληψη. Ο διευθυντής, που κάποια μέρα, θα την πήγαινε για τσάι και απόλυση στο Plazza, είναι εντυπωσιασμένος από την επιμονή της. Το 1915 την προσλαμβάνει για τη Vogue, για να γράφει λεζάντες στις φωτογραφίες φουστανιών, ακριβών μεν, αλλά φουστανιών. Ψιλό – βαριέται αλλά είναι ικανοποιημένη. Εν τω μεταξύ, ερωτεύεται, παντρεύεται και μια εβδομάδα αργότερα από τον γάμο της, αποχαιρετά τον αγαπημένο της Έντουιν Πάρκερ, που επιστρατεύεται για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο!

Η Vogue και η πνευματώδης αντίσταση με λεζάντες
Στα δύο χρόνια που έμεινε στη Vogue, η Ντόροθι Πάρκερ πια συνεργάστηκε και έμαθε απ την καλύτερη, την μυθική Εντνα Γουλμαν Τσέις, που ήταν η πρώτη γυναίκα που διάβηκε αίθουσα σύνταξης, έχοντας ξεκινήσει απ την υποδοχή της αλληλογραφίας για να φτάσει αρχισυντάκτρια και διευθύντρια έκδοσής και να παραμείνει εκεί για δεκαετίες. Η Τσέις υπήρξε πρότυπο για κάθε επόμενη διευθύντρια και εργαζομένη στη Vogue. Αυστηρή, αγέλαστη, τυπική, παγωμένη, απαιτούσε επίσημο ντύσιμο και συμπεριφορά στην δουλειά και διακριτική γλώσσα στα κείμενα, ενώ απαγορευόταν το χιούμορ. Όλα αυτά για την καταιγιστική, γεμάτη φλόγα και αίρεση προσωπικότητα της Ντόροθι Πάρκερ ήταν κόκκινο πανί! Φρόντιζε και έβαζε στις λεζάντες της σεξουαλικά υπονοούμενα που γινόταν ανέκδοτα στο στόμα των συναδέλφων της. Πέταγε ομοιοκαταληξίες με χιούμορ και υπαινιγμούς, ενώ πίστευε πως η Vogue δεν είναι ευαισθησίες, ήταν ανάλγητη και αδιάφορη. Για το αναγνωστικό γυναικείο κοινό της Αμερικής του 1916 οι λεζαντούλες αυτές της αυθάδους Εβραιοπούλας, ήταν σκανδαλώδεις. Ο διευθυντής που την προσέλαβε, την πίστευε και την έκανε και λίγο χάζι που ήταν ατίθαση και ασεβής έβγαλε απ την δύσκολη θέση την σιδηρα κυρία της Vogue και πήρε την νεαρή ταλαντούχο αντάρτισσα των λεζάντων στο Vanity Fair, για να γράφει μάλιστα την κριτική θεάτρου! Η μικρή που μεγάλωσε παίζοντας στη «λεωφόρο», ήταν ενθουσιασμένη. Ήδη εκεί, βρίσκονταν ογδόντα θέατρα, δίνονταν 150 συναυλίες το χρόνο, παίζονταν όλες οι νέες τάσεις και συνέβαιναν τα συναρπαστικά πράγματα της πόλης. Οι κριτικές της, ανόσιες, καυστικές, εικονομαχικές γίνονται συχνά talk of the town. Για παράδειγμα, ενώ έγραφε επαινετικά σχόλια για τη μουσική του «Oh, Lady! Lady!», φρόντιζε να πετάξει και ένα «ούτε καν η παρουσία στο κοινό, στη πρώτη σειρά, του κ. Γουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ δεν θα μπορούσε να χαλάσει τη βραδιά μου» ή όταν η λατρεμένη διανόησης και κοινού Κάθριν Χέπμπορν πρωταγωνίστησε στο αποτυχημένο θεατρικό Λίμνη, η Ντόροθι Πάρκερ σημείωσε πως η πρωταγωνίστρια «έπαιξε όλη την γκάμα των συναισθημάτων από το Α μέχρι το Β»!

Βανδαλίζοντας το γραφείο του εκδότη και δημοσιεύοντας σατυρικά κείμενα πίσω απ την πλάτη του διευθυντή
Η Ντόροθι Πάρκερ αγαπούσε την κριτική θεάτρου, αλλά σιχαινόταν την τη συμπεριφορά του εκδότη Ναστ και του γενικά δερβέναγα Κράουνινγκσίλντ απέναντι στο προσωπικό. Σε αυτό, όπως και σε πολλά αλλά πράγματα, υποστηρίχτηκε από δύο νέους συναδέλφους της στο Vanity Fair, μετέπειτα σημαντικούς συγγραφείς τον Ρόμπερτ Μπέντσλέι και τον Ρόμπερτ Σέργουντ. Μαζί εστασίαν κατά του αφεντικού και του διευθυντή, περιφρονώντας τις συμπεριφορές τους ως «παιδονόμων στα σχολεία» και τους μισθούς τους με τις ατέλειωτες ώρες εργασίας ως «χαρτζιλίκι δούλων». Ακόμα, ένα βράδυ -πιωμένοι, εδώ που τα λέμε, εντελώς λιώμα- οι τρεις τους βανδάλισαν στην ουσία, το βαρύτιμο και απροσπέλαστο γραφείο του Κόντε Ναστ κολλώντας αφισάκια πως εκεί θα δίνονταν ένα γελοίο πάρτι.

Όταν ο διευθυντής τους, ο Κράουνινσιλντ έλειψε σε μακρινό, επαγγελματικό ταξίδι, βρήκαν την ευκαιρία και δημοσίευσαν σατιρικό άρθρο μόδας στο οποίο πολύ σοβαρά έλεγε πως στην ανδρική ένδυση θα κυριαρχήσει η τάση τα γιλέκα να διακοσμούνται με πολύτιμα κοσμήματα και να ράβονται σε έντονα χρώματα με προσθετικά γουνάκια και φτερά. Η όλο και γιγαντωμένη εκδοτική Condé Nast ανέχτηκε τις απρέπειες και τις χοντράδες για χάρη του πηγαίνουν συγγραφικού ταλέντου και των τριών. Ώσπου η Ντόροθι Πάρκερ κόντεψε να κοστίσει χρήμα! Εκεί τέλειωσε η ανοχή…

Η ανυποχώρητη σύγκρουση με τους ισχυρούς και την πατριαρχία
Η καινούργια αγαπημένη του πανίσχυρο Σέζαρ Ζιέγκφιλντ, δεν ήθελε να είναι μια απ τα τολμηρά του κορίτσια, στα θριαμβικά για τη νύχτα μπαλέτα του, που η γυναίκεια σάρκα επιδεικνυόταν ως στοιχείο του θέματος. Έτσι, η κυρία Μπίλι Μπουρκ πρωταγωνίστησε στο έργο που κατακεραύνωσε η Πάρκερ και που απάλυνε για την πρωταγωνίστρια, αφού ο μαύρο Κράουνινσιλντ της το επέστρεψε να το διορθώσει πέντε έξι φορές. Τελικά η Πάρκερ έγραψε ήπια, φαινομενικά πως «Η Μις Μπουρκ, υποδύεται την νεαρής γυναίκα, σχεδόν υπέροχα νεανική, αλλά στις ελαφρύτερες σκηνές της, το κάνει τόσο πολύ, ώστε να θυμίζει μια άλλη Ίβα Τανγκέι». Η αναφορά της Ντόροθι στην Ίβα Τανγκέι δεν ήταν καθόλου τυχαία και δημιουργούσε σκάνδαλο στην πόλη αλλά τερμάτιζε και κάθε βλέψη για σοβαρή καριέρα της Μπουρκ. Η Τανγκέι, παλιό κορίτσι των μπαλέτων του Ζιεγκφιλντ και σχέση του μιας και ήταν γνωστός για την αγάπη του στην ποικιλία, είχε δει να τον παραγκωνίζει, να τον αψηφά και να κάνει μια δική της μεγαλειώδη καριέρα με θεάματα αχαλίνωτου ερωτισμού, άγριας σεξουαλικότητας και με τόση φυσικότητα που την έχρισαν «βασίλισσα της βοντβίλ» αλλά και «ότι πιο χυδαίο έχει ανέβει στην σκηνή». Δεν ήταν ούτε τραγουδίστρια, ούτε χορεύτρια, ή ηθοποιός, αλλά έγινε διεθνές αστέρι, η πρώτη σελέμπριτι με εξώφυλλα και φωτογράφους να την κυνηγάνε στις ΗΠΑ, μούσα διάσημων ανδρών όπως ο Χουντίνι, ή ο Αλιστερ Κρόουλι παρακαλώ και εκείνη που έπαιρνε την μεγαλύτερη αμοιβή της εποχής φτάνοντας τις 2.500 με 4.000 δολάρια την εβδομάδα.

Κανόνιζε μόνη της τα οικονομικά της, την παραγωγή της, τα κοστούμια της, τις συνεργασίες και προσλάμβανε άνδρες μόνο για της διεκπεραιώνουν τις αποφάσεις, έχοντας πλήρως τον έλεγχο της καριέρας της. Η αναφορά στην Τανγκέι επίσης υπογράμμιζε πως ο μέγας Ζιεγκφιλντ ήταν πατριαρχικός και χειριστικό και άλλαζε τις νέες συντρόφους και συζυγούς του, κάθε φορά με άλλες ακόμα πιο νεότερες. Η θέση και ο ρόλος της γυναίκας μέσα στο θέαμα ήταν το ζητούμενο της Πάρκερ που αντικαθίσταται πάντα με νέες πρωταγωνίστριες που πρεπει να υπακούνε στους ανδρικούς όρους. Η αναφορά δε στην Ταναγκέι πέρα απ την προσωπική ερωτική σχέση με τον Ζιέγκφιλντ, υπογραμμισε και την μοναδική γυναίκα του χώρου που αψήφησε κάθε ανδρικό κανόνα και ας της χρεώθηκε η υπερβολή και η χυδαιότητα. Τώρα η Ντόροθι Πάρκερ επρεπε να απολυθεί και να μη ξαναβρεί ποτέ δουλειά στη Νέα Υόρκη, αλλιώς διαφημιστικά έσοδα για την Condé Nast απ τον σπουδαίο άνδρα που κυβερνούσε τη νύχτα στην πόλη, τέρμα!

Το σκάνδαλο, η αντίσταση των δημοσιογράφων και οι πλάκες της απολυμένης
Επιστρέφοντας στο οικογενειακό διαμέρισμά της στο West 71st Street, που τώρα ζούσε με τον σύζυγο της Έντι, που είχε γυρίσει εξαρτημένος σε ναρκωτικές ουσίες απ τον πόλεμο, σήμανε συνεγραμος στους φίλους της. Την άλλη μέρα υπέβαλλαν τις παραιτήσεις τους οι Ρόμπερτ Μπέντσλέι και τον Ρόμπερτ Σέργουντ. Οι New York Times,η Tribune της Νέας Υόρκης και το New Yorker είχαν κάνει πρωτοσέλιδο την απόλυση της Πάρκερ και την σκανδαλώδη συμπεριφορά εκδότη και διευθυντή του Vanity Fair εις το όνομα της διαφήμισης και των σχέσεων με ισχυρούς. Η ζωή συνεχίστηκε και η Ντόροθι Πάρκερ υπήρξε πάντα φίλη με εκείνους τους διανοουμένους που μαζί, με μόνη γυναίκα αυτή, συγκροτήσαν τον περιβόητο κύκλο του Μανχάταν γύρω από τη «στρογγυλή τράπεζα», όχι των ιπποτών του Αρθούρου, αλλά ενός στάνταρ τραπεζιού στο μπαρ του ξενοδοχείου Algonquin από το 1919 και για μια δεκαετία περίπου. Τις επόμενες μέρες, πήγε να μαζέψει τα πράγματα της από το γραφείο της, μαζί με τους δυο καλούς της φίλους. Φορούσαν όλοι καρφίτσες του αμερικανικού στρατού ως απόστρατοι αξιωματικοί. Έστησαν και ένα κουτί εράνου με γραμμένο το όνομα της της Μπίλι Μπουρκ. Κάνανε λίγο πλάκα ακόμα, απόλαυσαν τα δημοσιεύματα, συνέχισαν τις ζωές τους και ξέχασαν την πολύκροτη υπόθεση.

«Συγχωρείστε μου τη σκόνη»
Η Πάρκερ δεν είχε ξοφλήσει με την δημοσιογραφία. Συνέχισε να γράφει κατά διαστήματα στο Ladies Home Journal και στη Saturday Evening Post, αλλά ως συνεργάτης και όχι με ωράριο – 5. Κάποτε με τον Ντάσιελ Χάμετ, την Λίλιαν Χέλμαν, τον Άλμπερτ Μαλτς εξέδωσε το περιοδικό Ισότητα, «για την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων, ενάντια στον αντισημιτισμό και το ρατσισμό». Τη δεκαετία του ’50 είχε μια δυνατή στήλη στο «Esquire», που όμως συχνά βαριότανε ή ξεχνούσε να γράψει. Δεν τα βρήκε ποτέ με τον Ζιέγκφελντ, τα θεάματα του, που έγιναν αξιοθέατο της Νέας Υόρκης και τον Κόντε Ναστ. Ήθελε να αποκτήσει ένα παιδί, δεν τα κατάφερε, βυθιζόταν σε απέραντες θλίψεις, έκανε απόπειρες αυτοκτονίας. Τελικά αφέθηκε στον αλκοολισμό χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια σωτηρίας. Είχε προλάβει να κάνει τη διαθήκη της, αυτή η τόσο κακή διαχειρίστρια κάθε τι οικονομικού, αφήνοντας μετοχές του «New Yorker», καταθέσεις, πνευματικά δικαιώματα, στον αιδεσιμότατο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ για τον αγώνα του.

Πέθανε ολομόναχη, το 1967. Είχε ζητήσει στο τάφο της να γραφεί το «Συγχωρείστε μου τη σκόνη». Οι φίλοι της στο τέλος χάραξαν για εκείνη στην πέτρα: «Ενθάδε κείνται οι στάχτες της Ντόροθι Πάρκερ (1893-1967). Ευθυμογράφος, συγγραφέας, κριτικός, υπερασπίστρια των ανθρωπίνων και των πολιτικών δικαιωμάτων. Για τον επιτάφιό της είχε προτείνει το «Συγχωρείστε μου τη σκόνη». Αυτός ο επιμνημόσυνος κήπος είναι αφιερωμένος στο ευγενές πνεύμα της, μέσω του οποίου τιμούσε πάντα την ενότητα της ανθρωπότητας, και στους δεσμούς αιώνιας φιλίας μεταξύ μαύρων και Εβραίων».

Πηγή: από το έργο του Jonathan Goldman, καθηγητή του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Νέας Υόρκης για την Dorothy Parker που δημοσιεύτηκε διαδικτυακά ως «NYC 1920: 100 χρόνια πριν σήμερα – όταν γίναμε σύγχρονοι».